Posts Tagged With: γριά

Η καλή μοίρα της βασιλοπούλας

Απόδοση: Αρετή Τσιφλίδου

Πριν πολλά χρόνια ζούσε ένας βασιλιάς μεγάλος και τρανός που είχε στο βασίλειο του τόσες πολιτείες όσες κανένας άλλος βασιλιάς. Αυτός όμως και η βασίλισσα είχαν έναν καημό! Ο Θεός δεν τους είχε χαρίσει ένα παιδάκι τόσα χρόνια. Κάθε μέρα τον παρακαλούσαν να τους δώσει ένα παιδάκι.

Πίνακας του Jozef Israëls (1824-1911)

Πίνακας του Jozef Israëls (1824-1911)

Ένα απόγευμα η βασίλισσα καθόταν τον κήπο και κεντούσε όταν είδε μια γριούλα να περνάει από μπροστά. Ήταν πολύ αδύναμη, με κουρελιασμένα ρούχα και ίσα που στηρίζονταν σε μια μαγκούρα που βαστούσε. Η βασίλισσα παράτησε κατευθείαν το κέντημα της και έτρεξε κοντά της.

Έλα μέσα κυρούλα να ξεκουραστείς!

…της είπε.

Η γριούλα δέχτηκε γιατί περπατούσε πολλές ώρες και ήταν πολύ κουρασμένη. Η βασίλισσα την έβαλε να κάτσει στην πολυθρόνα της και αμέσως διέταξε τη βάγια να φέρουνε στην κυρούλα να φάει και να πιει και να ετοιμάσουν μια κάμαρα για να μείνει τη νύχτα. Σε λίγο έφεραν ένα τραπέζι με όλα τα καλά επάνω. Mόνο του πουλιού το γάλα έλειπε. Η γριά έφαγε και στυλώθηκε. Μετά πήγε να ξεκουραστεί στην κάμαρα που της είχαν ετοιμάσει. Το πρωί πριν φύγει της έβαλαν στο ταγάρι της φαΐ και κρασάκι και η γριούλα αποχαιρέτησε τη βασίλισσα και της είπε:

Να’ σαι πολύxρονη κι ευτυχισμένη βασίλισσα μου.

Ευχαριστώ, κυρούλα μου, αλλά να ξέρεις πως ευτυχισμένη δεν είμαι.

Και γιατί;

Γιατί θα ήθελα να έχω ένα παιδάκι και δεν έχω.

Μην στεναχωριέσαι βασίλισσα μου και του χρόνου τέτοιο καιρό θα κρατάς στην αγκαλιά σου ένα πανέμορφο κοριτσάκι.

Πριν καλά καλά η βασίλισσα προφτάσει να την ευχαριστήσει η γριά εξαφανίστηκε από μπροστά της.

Λοιπόν, αυτή η γριά ήταν η καλή μοίρα των ανθρώπων και γύριζε από τόπο σε τόπο, άκουγε τους ανθρώπους και τους βοηθούσε. Πότε βρισκόταν σε μέρη σκοτεινά, παγωμένα και πότε σε μέρη ζεστά που τα έψηνε ο ήλιος. Κι ό,τι έλεγε γινόταν. Έτσι λοιπόν σαν πέρασε ένας χρόνος η βασίλισσα απέκτησε ένα πεντάμορφο κοριτσάκι και κόντευε να της φύγει το μυαλό από την πολλή χαρά της. Αλλά και ο βασιλιάς δεν πήγαινε πίσω! Από την πολλή χαρά τους όμως ξέχασαν να καλέσουν τις μοίρες και αυτές θύμωσαν και δεν ευχήθηκαν κανένα καλό χάρισμα στη βασιλοπούλα. Έτσι λοιπόν εκτός από την ομορφιά της δεν είχε κανένα άλλο καλό. Κι όσο μεγάλωνε γινόταν άκαρδη, εγωίστρια, τεμπέλα, σκληρή και νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό της. Οι γονείς της την πήραν με το καλό, την πήραν με το άγριο αλλά εκείνη τίποτε. Της έφεραν σοφούς δασκάλους να την συμβουλέψουν μα αυτή τους κορόιδευε.

Πώς θα αφήσω το βασίλειο μου να το διοικήσει αυτή;

…έλεγε ο πατέρας της, αλλά η μητέρα της τον παρηγορούσε…

Που ξέρεις, μπορεί να διορθωθεί.

Ο βασιλιάς όμως δυσκολευότανε να το πιστέψει κι απλά κουνούσε το κεφάλι του πικραμένος.

Έξω από την πολιτεία, ήταν ένα μεγάλο και άγριο δάσος. Ούτε ξυλοκόποι, ούτε κυνηγοί πατούσαν εκεί. Τα κλαδιά του ήταν τόσο πυκνά που δεν μπορούσαν να τα διαπεράσουν. Το δάσος αυτό κατέληγε σ’ ένα βουνό όπου σταματούσαν τα δέντρα και μετά είχε ένα θεόρατο βράχο, ψηλό και γλιστερό, που όχι άνθρωπος αλλά ούτε κατσίκι δε μπορούσε ν΄ ανέβει.
Σ’ αυτό το βουνό είχε τη φωλιά του ένας αϊτός, που μια μέρα πέταξε στην άκρη του δάσους κι εκεί τον χτύπησαν κυνηγοί κι είδαν πως τα φτερά του ήτανε ολόχρυσα. Τον πήγαν κατευθείαν τότε στο βασιλιά και αυτός θαύμασε γιατί δεν ήξερε πως υπήρχε τέτοιο πουλί στο βασίλειο του. Μόλις τον είδε όμως η βασιλοπούλα φώναξε:

Αυτός ο χρυσός αϊτός θα έχει κι ένα χρυσό αετόπουλο. Θέλω να μου το φέρουν εδώ.

Πώς να σου το φέρουν κόρη μου, αφού στην κορυφή του βουνού όπου έχει τη φωλιά του ο αϊτός, δε μπορεί να πατήσει άνθρωπος!

Δε με νοιάζει! Εγώ θέλω το χρυσό αετόπουλο! Ή θα μου το φέρετε, ή θα κλειστώ στην καμάρα μου και δε θα βάλω μπουκιά στο στόμα μου, ώσπου να πεθάνω.

…είπε με πείσμα η βασιλοπούλα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα την παρακαλούσαν να συνετιστεί, ο βεζίρης τη συμβούλευε, μα αυτή τίποτε. Το είπε και το έκανε. Κλείστηκε στην κάμαρα της χωρίς φαΐ και χωρίς νερό κι έμεινε εκεί για τρία μερόνυχτα. Είδε κι απόειδε τότε ο βασιλιάς κι έστειλε τους ντελάληδες να διαλαλήσουν πως όποιος έφερνε το χρυσό αετόπουλο στη βασιλοπούλα θα του έδινε το μισό του βασίλειο. Μόλις το άκουσε αυτό η βασιλοπούλα βγήκε από την κάμαρα της, έφαγε, ήπιε και χαμογέλασε. Όμως κανένας δεν εμφανίστηκε. Όσο και να αγαπούσαν οι υπήκοοι το βασιλιά τους, δεν έβαζαν σε κίνδυνο τη ζωή τους για ένα καπρίτσιο της κόρης του. Κάποιοι μάλιστα σχολίαζαν κιόλας:

Τι τα θέλει τα χρυσά αετόπουλα; Ας περάσει και χωρίς αυτά!

Ένα πρωί η βασιλοπούλα καθόταν και κεντούσε στον κήπο του παλατιού ώσπου κάποια στιγμή βλέπει να περνάει μια γριά κουρελιασμένη, που στηριζόταν σε μια μαγκούρα κι έτρεμε σε κάθε της βήμα. Όταν πέρασε από μπροστά της, η γριά της είπε:

Γεια σου πεντάμορφο κι ευτυχισμένο κορίτσι.

Πεντάμορφη είμαι, αλλά αν θες να ξέρεις δεν είμαι ευτυχισμένη.

Γιατί; Τι σου λείπει;

Αχ δε μου λείπει τίποτε εκτός από το χρυσό αετόπουλο και κανένας δεν πάει να μου το φέρει. Μα καλά δεν άκουσες τίποτε;

Η γριά την κοίταξε και της είπε:

Το πράγμα είναι πολύ πιο εύκολο απ΄ όσο νομίζεις. Αν έρθεις μαζί μου, μπορώ να σ’ ανεβάσω στο βουνό.

Αλήθεια; Τότε έρχομαι.

…απάντησε η βασιλοπούλα και παράτησε το κέντημα της και ακολούθησε τη γριά. Περπάτησαν μέσα από στενά σοκάκια για να μην τις δει κανείς και βγήκαν από την πολιτεία. Πέρασαν από λιβάδια και χωράφια, ώσπου έφτασαν στο δάσος. Η βασιλοπούλα είχε κουραστεί και είπε:

Ας κάτσουμε λιγάκι να ξαποστάσουμε! Δε μπορώ να περπατήσω άλλο!

Έκατσαν λοιπόν σε μια πέτρα και η βασιλοπούλα σκέφτηκε ότι δεν έμοιαζε καθόλου με την αναπαυτική πολυθρόνα της. Θυμήθηκε όμως το χρυσό αετόπουλο και παρηγορήθηκε. Μετά από λίγο συνέχισαν το δρόμο τους. Όσο προχωρούσαν τόσο τα αγκαθερά κλαδιά τους χτυπούσαν κι η βασιλοπούλα έτρεχε και τα χρυσά της γοβάκια σκίστηκαν και τα πόδια της μάτωσαν και πρήστηκαν ώσπου κάποια στιγμή λέει στη γριά:

Αχ, κυρά μου πεινώ, από την ώρα που ξεκινήσαμε δεν έβαλα τίποτε στο στόμα μου, δεν αντέχω!

Άντεξες τρεις μέρες και τρεις νύχτες νηστική στην κάμαρα σου , θ’ αντέξεις και τώρα! Περπάτα!

Και περπάτησαν, πέρασαν από μέρη που δεν είχε πατήσει πόδι ανθρώπου και το όμορφο πρόσωπο της βασιλοπούλας γρατζουνίστηκε και τα χρυσά της μαλλιά σκάλωναν στα κλαδιά και έμεναν τούφες – τούφες ώσπου ταλαιπωρημένη η βασιλοπούλα είπε στη γριά:

Αχ κυρά μου δε βαστώ άλλο! Να είχα λίγο νεράκι τουλάχιστον να πιω.

Άντεξες τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κάμαρα σου δίχως νερό, θ’ αντέξεις και τώρα. Περπάτα!

Και περπάτησαν, περπάτησαν ώσπου έφτασαν στους πρόποδες του ψηλού βουνού. Η γριά την πήρε από το χέρι και ανέβαιναν το γλιστερό βουνό σα να είχε σκαλοπάτια. Κάθε τόσο όμως η βασιλοπούλα κοίταζε πίσω, έβλεπε κάτω και τρόμαζε. Παρακαλούσε τη γριά να μην την αφήσει γιατί θα τσακιζότανε. Έφτασαν κάποτε στην κορυφή του βουνού κι εκεί είδαν έναν μεγάλο πύργο μ’ εφτά πατώματα που κατέληγε σε μια ταράτσα. Η γριά άνοιξε την πόρτα και μπήκαν σε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη αράχνες, σκόνες και σκουπίδια. Είχε όμως όλα τα χρειαζούμενα, τραπέζι, καρέκλες κι ένα κρεβάτι στην άκρη. Περίμενε εδώ να σου φέρω φαΐ και νερό και ρούχα για να αλλάξεις. Η βασιλοπούλα φόρεσε ένα αλλατζένιο φόρεμα που της έφερε, έφαγε, ήπιε και ξεκουράστηκε ώσπου την άλλη μέρα η γριά της είπε να συγυρίσει και να καθαρίσει την κάμαρα.

Ξεχνάς ποια είμαι μου φαίνεται. Εδώ μ’ έφερες για να μου δώσεις το χρυσό αετόπουλο και όχι για να συγυρίσω τον πύργο!

Αν δεν συγυρίσεις, αετόπουλο δε βλέπεις

…είπε η γριά κλείνοντας την πόρτα. «Αν δε συγυρίσω αυτή η παλιόγρια μπορεί να με αφήσει για όλη μου τη ζωή εδώ». Σκέφτηκε η βασιλοπούλα και άρχισε να σκουπίζει βαριεστημένα. Μετά από λίγο όμως δεν είχε τι να κάνει και ξαναπήρε την σκούπα και καθάρισε πιο καλά, ξεσκόνισε και σε μια γωνιά είδε δύο πιθάρια. Το ένα είχε μέσα ασβέστη και το άλλο νερό. Έπλυνε τα τζάμια, ασβέστωσε και τους τοίχους και πότισε και μια τριανταφυλλίτσα που ήταν στο παράθυρο έτοιμη να ξεραθεί. Κατευθείαν πρασίνισε ξανά και ευωδίασε ο τόπος από τα τριανταφυλλάκια της. Πρωί-πρωί την άλλη μέρα μπήκε η γριά μέσα και όταν είδε την αίθουσα να αστράφτει από καθαριότητα, γέλασε και πήρε από το χέρι τη βασιλοπούλα και την ανέβασε στο δεύτερο πάτωμα, που ήταν μια κάμαρα γεμάτη σωρούς μαλλιά.

Κάτσε και γνέστα

…της είπε και η βασιλοπούλα θύμωσε πάρα πολύ.

Ποια είσαι εσύ που διατάζεις τη θυγατέρα του βασιλιά να γνέσει;

Είμαι η καλή σου μοίρα.

Εσύ είσαι η καλή μου μοίρα; Η μαύρη μου είσαι και είμαι άτυχη που σε απάντησα!

Η γριά έκλεισε πάλι την πόρτα κι έφυγε. Η βασιλοπούλα θυμήθηκε κάποια στιγμή τη βάγια της που την είχε δει να γνέφει και δοκίμασε κι αυτή. Στην αρχή της κοβόταν η κλωστή, τα λεπτά δάχτυλα της τρυπήθηκαν και δεν τα κατάφερε, σιγά σίγα όμως συνήθισε και της άρεσε κιόλας. Μόλις τέλειωσε το μαλλί ήρθε και η γριά και την ανέβασε στο τρίτο πάτωμα, που ήταν μια κάμαρα με έναν αργαλειό σε μια γωνιά.

Κάτσε τώρα να υφάνεις ένα πανί.

…της είπε και αμέσως η βασιλοπούλα θύμωσε και τα μάτια της έβγαλαν φωτιές.

Μ’ έφερες εδώ με πονηριά για να σου κάνω τις δουλειές σα να ήμουνα σκλάβα σου;

Η γριά δεν της απάντησε κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Η βασιλοπούλα άρχισε να υφαίνει με κλάματα στα μάτια. Στην αρχή δεν της άρεσε καθόλου, στη συνέχεια όμως της φαινόταν παιχνιδάκι και σκεφτόταν πόσο θα χαιρόταν η βασίλισσα σα θα γύριζε στο παλάτι και θα ήξερε να γνέφει και να υφαίνει. Μόλις τέλειωσε το πανί η γριά την ανέβασε στο τέταρτο πάτωμα. Μια κάμαρα γεμάτη πανιά, άσπρα και μαύρα.

Όλα αυτά τα πανιά θα τα κόψεις και θα ράψεις τα άσπρα, πουκάμισα και μισοφόρια και τα μαύρα φουστάνια.

Καλά κυρούλα.

…απάντησε η βασιλοπούλα και δε θύμωσε αυτή τη φορά, γιατί είχε συνηθίσει να κάνει δουλειές. Έκατσε λοιπόν τα έκοψε, τα έραψε και μόλις τα τελείωσε η γριά την ανέβασε στο πέμπτο πάτωμα και την έβαλε σε ένα δωμάτιο γεμάτο άπλυτα παλιόρουχα.

Πλύνε τα κόρη μου και μπάλωσε τα. Ύστερα να τα σιδερώσεις και να τα ταχτοποιήσεις στις κασέλες.

Η βασιλοπούλα τα έκανε πολύ καλά και τακτικά όλα και έτσι ανέβηκαν με τη γριά στο έκτο πάτωμα που ήταν μια αίθουσα πλούσια στολισμένη με ένα μεγάλο τραπέζι με δέκα πιάτα με φαγητά μοσχοβολιστά. Η βασιλοπούλα έκατσε να φάει και συλλογιζόταν ότι τέλειωσαν τα βάσανα της. Εκεί που έτρωγε ακούει κάτι νιαουρίσματα δίπλα της. Τρία γατάκια πετσί και κόκκαλο, πεινασμένα είχαν καρφώσει τα ματάκια τους επάνω της και ζητιάνευαν λίγο φαγητό.

Ξουτ από δω!

…τα έδιωξε χτυπώντας το πόδι στο πάτωμα κι εκείνα έφυγαν τρομαγμένα. Την άλλη μέρα η γριά της έφερε τρία πιάτα με φαγητά και όταν άρχισε να τρώει η βασιλοπούλα, άκουσε πάλι τα νιαουρίσματα από τα γατάκια. Η καρδιά της ένιωσε λύπηση για πρώτη φορά. Τους έδωσε το ένα πιάτο με φαγητό και καθώς τα έβλεπε που έτρωγαν, η καρδιά της χτύπησε δυνατά και ένιωσε μια γλυκιά και ζεστή χαρά από τα νύχια ως την κορφή. Την άλλη μέρα η γριά της έφερε ένα μόνο πιάτο φαγητό. Και η βασιλοπούλα το έδωσε στα πεινασμένα γατάκια κι αυτή έμεινε νηστική.

Πρωί-πρωί την επόμενη μέρα η γριά την ανέβασε στο έβδομο πάτωμα που ήταν μια μεγάλη κάμαρα γεμάτη από λογής-λογής φορεσιές, μεταξωτές, βελούδινες, στολισμένες με διαμάντια και μαργαριτάρια και πέπλα αέρινα, σα να τα είχαν υφάνει νεράιδες.

Διάλεξε ό,τι θες κόρη μου για να ντυθείς και να στολιστείς και θα έρθω να σε πάρω.

Η βασιλοπούλα θαύμασε όλες τις στολές μία προς μία, μα σε μια άκρη της κάμαρης, είδε ένα φουστάνι από αλατζένιο πανί κι ένα ζευγάρι χοντρά παπούτσια. Όταν την είδε η γριά απόρησε:

Τόσες φορεσιές, την αλατζένια διάλεξες βρε κόρη μου;

Μ’ αυτή κάνω άνετα όλες μου τις δουλειές κυρούλα μου

…απάντησε η βασιλοπούλα και ανέβηκαν στην ταράτσα, όπου ήταν ένα κλουβί και μέσα στο κλουβί το χρυσό αετόπουλο.

Πάρτο και φύγε.

…της είπε…

Πώς θα φύγω; Το βουνό είναι γλιστερό! Το δάσος γεμάτο βάτους και αγκάθια!

Κάνε όπως σου λέω και δε θα το μετανιώσεις.

…της είπε η γριά και η βασιλοπούλα πήρε το κλουβί, ευχαρίστησε τη γριά και ξεκίνησε. Όπου πατούσε το πόδι της γινόταν σκαλάκι και κατέβαινε το βουνό και οι βάτοι παραμέριζαν τα αγκάθια τους για να μην την πληγώσουν. Τέλος έφτασε στην πολιτεία και πήγε κατευθείαν στο παλάτι με το κλουβί. Στην αρχή δεν τη γνώρισαν και την πέρασαν για καμιά γυναίκα που ζητάει δουλειά. Εκείνη χωρίς να σταματήσει έτρεξε κατευθείαν στο βασιλιά και στη βασίλισσα. Σαν την είδαν μπροστά τους τρελάθηκαν από τη χαρά τους! Όταν όμως είδαν το αλατζένιο φόρεμα τα έχασαν.

Πού το βρήκες αυτό το φουστάνι; Τι έγινες τόσο καιρό;

…τη ρώτησε η βασίλισσα. Η βασιλοπούλα τους τα εξιστόρησε όλα και στο τέλος η μητέρα της θυμήθηκε τη κουρελιασμένη γριά που είχε βοηθήσει και συγκινήθηκε. Η βασιλοπούλα πήρε το κλουβί και το έβαλε σε μια γωνιά στην κάμαρα της. Μετά από λίγες μέρες λέει του αετόπουλου:

Ύφανα ένα μάλλινο σκέπασμα. Πάρτο καλό μου αετόπουλο και πήγαινε το σε κάποιον φτωχό που κρυώνει.

Το αετόπουλο το πήρε και πέταξε μακριά. Μετά από λίγη ώρα γύρισε στο κλουβί του. Την άλλη μέρα λέει ξανά η βασιλοπούλα:

Ετοίμασα αυτό το σακούλι που έχει φαγητό και κρασί. Πάρτο αετόπουλο και πήγαινε το σε κάποιον που πεινάει.

Το αετόπουλο πήγε το δέμα και σε λίγη ώρα επέστρεψε πάλι στο κλουβί του. Πέρασαν χίλιες μέρες και το χρυσό αετόπουλο κάθε μέρα έκανε κι από ένα καλό. Σαν ήρθε το επόμενο πρωί, πάει η βασιλοπούλα να το καλημερίσει μα βρήκε το κλουβί άδειο.

Αχ δυστυχία μου! Που είσαι καλό μου αετόπουλο! Τι έγινες;

Άνθρωπος έγινα…

ακούει μια φωνή πίσω της. Γυρνάει και τι να δει! Ένα ωραίο βασιλόπουλο την κοίταζε χαμογελαστό.

Πάμε να σου τα εξηγήσω όλα μπροστά στο βασιλιά και τη βασίλισσα.

Εξήγησε λοιπόν το βασιλόπουλο ότι μια κακή μοίρα τον είχε μεταμορφώσει σε χρυσό αετόπουλο και η γριά, η καλή μοίρα επειδή τον λυπήθηκε, ευχήθηκε να ξαναγίνει άνθρωπος όταν θα είχε κάνει χίλιες ευεργεσίες.

Αφού τέλειωσα τις χίλιες ευεργεσίες χάρη στην καλόκαρδη βασιλοπούλα θα ήθελα να σας τη ζητήσω για γυναίκα μου και σας ορκίζομαι πως δε θα περάσει μέρα που να μην κάνουμε κι από ένα καλό.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα δέχτηκαν με μεγάλη χαρά και έγιναν οι γάμοι με χαρές και πανηγύρια και η πρώτη που κάλεσαν στην χαρά ήταν η γριούλα, η καλή τους μοίρα.

Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,, | Σχολιάστε

Η αλεπού κι ο λύκος πάνε για ψάρεμα!

Λαϊκό παραμύθι από την Ρωσία –

Αλεπού στα χιόνιαΈνα ζευγάρι ηλικιωμένων ζούσε σε ένα μακρινό και απόμερο χωριό της Ρωσίας. Εκείνος ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Η λίμνη κοντά στο χωριό είχε παγώσει τόσο πολύ, που τα παιδιά κάνανε πατινάζ πάνω της. Η φύση ολάκερη είχε ντυθεί στα άσπρα με το χιόνι να πέφτει μέρα και νύχτα.

Ένα πρωινό, ο γέρος ζήτησε από την γυναίκα του να του ετοιμάσει λίγα κουλουράκια να πάρει μαζί του στο ψάρεμα. Αυτή δεν του χάλασε το χατίρι. Έπειτα έδεσε το έληθρο στα σκυλιά του και ξεκίνησε για την λίμνη. Άνοιξε μια τρύπα στην παγωμένη πλάτη της λίμνης και ψάρευε για ώρες και συνέχεια έβγαζε ψάρια λογιώ-λογιώ. Τέλος, τα φόρτωσε στο έλκηθρο και ξεκίνησε για το καλύβι του.

Στην επιστροφή, ανάμεσα σε δύο δέντρα, είδε ξαπλωμένη στο χιόνι μια αλεπού.

Δεν άντεξε το κρύο… Δεν θα πάει χαμένη όμως. Θα την δώσω στην γρια μου για να την γδάρει και να πουλήσουμε την γούνα της!

…σκέφτηκε ο γέρος και την φόρτωσε στο έλκηθρο μαζί με τα ψάρια. Ξεκίνησε και πάλι για το καλύβι του. Μα η αλεπού που δεν ήταν ψόφια, αλλά προσποιότανε, άρχισε να πετάει ένα-ένα τα ψάρια στο δρόμο κι όταν τελείωσαν, έπεσε κι η ίδια.

Όταν ο γέρος έφτασε στην καλύβα του φώναξε την γυναίκα του να δει την ψαριά που της έφερε καθώς και την αλεπού. Μα η γυναίκα τα έχασε όταν αντίκρισε ένα άδειο έλκηθρο. Το ίδιο κι ο γέρος που την πάτησε από την αλεπού.

Εν τω μεταξύ, η αλεπού κατάφερε και μάζεψε όλα τα ψάρια. Κάθισε σε ένα δέντρο από κάτω κι άρχισε να απολαμβάνει το γεύμα της όταν εμφανίστηκε ένας πεινασμένος λύκος!

Καλή σου μέρα αγαπημένη μου αλεπού!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου λύκε!

Τί καλό τρως εκεί;

Δεν βλέπεις; Ψάρια!

Δεν μου προσφέρεις κι εμένα ένα ψαράκι που έχω μέρες να φάω;

Και γιατί να σου προσφέρω; Στο χρωστάω; Τι με πέρασες; Να πας να ψαρέψεις αν θες να φας ψάρια.

Μα δεν ξέρω να ψαρεύω!

Δεν είναι και τίποτα δύσκολο βρε αδερφέ. Πάνε στην λίμνη, άνοιξε μια τρύπα και χώσε τουν ουρά σου μέσα. Έτσι ψαρεύουμε εμείς τα ζώα.

Με την συμβουλή αυτή της αλεπούς ο λύκος κίνησε για την λίμνη κι έκανε έτσι ακριβώς. Άνοιξε μια τρύπα κι έχωσε την ουρά του. Κάθισε για ώρες εκεί μέχρι που νύχτωσε. Τότε, προσπάθησε να σηκωθεί, μα η ουρά του είχε παγώσει για τα καλά και δεν μπορούσε να κινηθεί καθόλου.

Πρέπει να έχω πιάσει πάρα πολλά ψάρια για να μην μπορώ να τραβήξω την ουρά μου έξω…

…σκέφτηκε ο λύκος και συνέχισε να ψαρεύει.

Το επόμενο πρωί, ήρθαν στην λίμνη γυναίκες για να γεμίσουν με νερό τα δοχεία και τις στάμνες τους. Μα μόλις είδαν τον λύκο βάλανε τις φωνές. Έπειτα, πήρανε ξύλα από το δάσος κι όρμηξαν καταπάνω του κι άρχισαν να τον χτυπάνε όπως χτυπάνε τα χαλιά για να τα ξεβρωμίσουν. Μάταια προσπαθούσε ο λύκος να τις ξεφύγει. Με την ουρά παγωμένη στην λίμνη, δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα.

Έφαγε πολλές ξυλιές ώσπου δεν άντεξε άλλο. Έβαλε όλη τη δύναμή του και πετάχτηκε μακριά τους τρέχοντας…

…όσο για την ουρά του, αυτή έμεινε ακόμα εκεί να ψαρεύει. Από τότε, οι λύκοι σταμάτησαν να ψαρεύουν με τις ουρές!

 

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,,,, | Σχολιάστε

Η γριά κι ο γιατρός

Μύθος του Αισώπου!

"Η γριά με το κομπολόι", έργο του Paul Cezanne στα 1895-96

«Η γριά με το κομπολόι», έργο του Paul Cezanne στα 1895-96

Μια γριά γυναίκα είχε πρόβλημα στα μάτια της. Δεν έβλεπε καλά. Φώναξε λοιπόν έναν γιατρό και του ζήτησε να την θεραπεύσει. Του υποσχέθηκε μάλιστα, μπροστά σε μάρτυρες, ότι αν της γιατρέψει τα μάτια, θα του δώσει μια γενναία αμοιβή. Αν όμως γίνει το αντίθετο, δηλαδή αν δεν καταφέρει να την βοηθήσει, τότε δεν θα του έδινε τίποτα. Αφού συμφώνησαν, ξεκίνησαν την θεραπεία αμέσως.

Ο γιατρός πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι της γριάς και της τοποθετούσε στα μάτια κομπρέσες με φάρμακα. Όσο αυτή είχε τις κομπρέσες στα μάτια, ο γιατρός την έκλεβε, αφαιρώντας από το σπίτι, σιγά-σιγά και λίγο-λίγο,  πολύτιμα αντικείμενα, χρυσαφικά και χρήματα.

Όταν πέρασε ο καιρός και η θεραπεία ολοκληρώθηκε με επιτυχία, ο γιατρός ζητούσε από την γριά να του δώσει αυτά που του έταξε. Αυτή όμως, βλέποντας την κατάντια του σπιτιού της, αρνήθηκε να τον πληρώσει. Αυτός επέμενε κι έτσι την οδήγησε στην δικαιοσύνη. Η γριά στάθηκε μπροστά στους άρχοντες και τους είπε:

Ο γιατρός έχει δίκιο κατά πώς τα λέει. Του είχα τάξει αρκετά χρήματα σε περίπτωση που με θεραπεύσει. Τώρα, αυτός ισχυρίζεται ότι με γιάτρεψε κι ότι τα μάτια μου είναι καλά. Αλλά εγώ λέω ότι, όταν τα μάτια μου είχαν πρόβλημα, μπορούσα και έβλεπα τα αντικείμενα μέσα στο σπίτι μου. Τώρα που τα μάτια μου είναι καλά, δεν μπορώ να δω τίποτα μέσα στο σπίτι. Ούτε αντικείμενα, ούτε χρήματα. 

Με τον μύθο αυτό βλέπουμε ότι η πλεονεξία κάποιων πονηρών ανθρώπων, οδηγεί τους ίδιους στο να κατηγορηθούν τελικά εις βάρος τους. 

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Ο τερατάνθρωπος του Ουαγιού

Μύθος από το Βέλγιο – 

Ο Ουαγιού ήταν παλιά ένα ποτάμι πολύ πιο βαθύ από ότι είναι σήμερα. Γύρω στην περιοχή του Ουαγιού βασίλευε ο φόβος κι ο τρόμος. Όλοι φοβόντουσαν ένα πλάσμα, που κανείς όμως δεν είχε δει. Το ονόμαζαν ο τερατάνθρωπος του Ουαγιού, χωρίς καλά καλά να ξέρουν αν έμοιαζε με άνθρωπο ή με τέρας. Ήταν όμως γεγονός ότι φερόταν σαν τρομερό και άγριο θηρίο, αφού τρεφόταν με τις καρδιές των θυμάτων του.

Στην τροφή αυτή λένε, οφειλόταν το χάρισμα να βλέπει τη νύχτα, να διακρίνει ως το βυθό της θάλασσας ακόμη και πίσω από τα πιο χοντρά και δυνατά τείχη.

Όταν ήθελε να πιάσει κάποια πλύστρα, καθρέφτιζε μέσα στο νερό, ακριβώς μπροστά στα μάτια της κοπέλας, ένα χρυσό δαχτυλίδι, μια διαμαντένια χτένα ή ένα μαργαριταρένιο κολιέ. Φυσικά η κοπέλα βούταγε το χέρι της για να πιάσει το κόσμημα, και εκείνη τη στιγμή μια τρομαχτική δύναμη την τραβούσε στο βυθό του ποταμού.

Υπήρχαν φορές όμως, που ο τερατάνθρωπος του Ουαγιού είχε όρεξη να φάει καρδιά παιδιού. Έκανε τότε να πλέει σε μια όχθη ένα όμορφο καραβάκι με κάτασπρα πανιά από εκείνα που αρέσουν σε όλα τα παιδιά.

Οι κάτοικοι της κοιλάδας δεν άντεχαν άλλο αυτή τη ζωή. Τα κορίτσια αρνούνταν να πλύνουν τα ρούχα τους και τα μικρά παιδιά δεν ήθελαν να πάνε στο σχολείο, που βρισκόταν κοντά στο ποτάμι. Είχαν αρχίσει μάλιστα να αναρωτιούνται αν θα έπρεπε να χτίσουν ένα άλλο σχολείο και ένα μεγάλο πλυσταριό μακριά από τον Ουαγιού, από την ημέρα που εξαφανίστηκε μια γυναίκα, πολύ γριά. Αυτό ήταν πρωτοφανές γιατί ο τερατάνθρωπος άρπαζε πάντα μικρά παιδιά ή νεαρές κοπέλες.

Ωστόσο ο σιδεράς και δυο άλλοι χωρικοί υποστήριζαν ότι είχαν δει την άμοιρη γριούλα να πέφτει με το κεφάλι στο νερό και να χάνεται σαν να την τραβούσε κάποια αόρατη δύναμη. Οι συγγενείς της γριάς την έκλαψαν πολύ, αλλά κι όλο το χωριό την λυπήθηκε, γιατί αυτή η γυναίκα ήξερα να θεραπεύει με βότανα.

Πέρασαν δώδεκα μήνες. Στο διάστημα αυτό εξαφανίστηκαν δεκατέσσερα παιδιά και οχτώ γυναίκες. Ξαφνικά ένα πρωί που τα νερά ήταν σκεπασμένα με πυκνή ομίχλη, είδαν να ξαναπαρουσιάζεται η θεραπεύτρια.

Φαινόταν μια χαρά στην υγεία της και όταν κάθισε πλάι στη φωτιά και ήπιε ένα ζεστό ρόφημα, άρχισε να διηγείται την ιστορία της. Ο τερατάνθρωπος του Ουαγιού την είχε τραβήξει στο σπίτι του, μια σπηλιά στα βάθη του ποταμού. Νόμιζε ότι θα της έτρωγε την καρδιά, αλλά όταν φτάσανε στο σπίτι του, άρχισε να της μιλάει ευγενικά, να την ρωτάει τι θέλει να πιει, τι θέλει να φάει, αν θέλει να ξεκουραστεί. Η γυναίκα από το φόβο της ούτε πεινούσε, ούτε διψούσε. Του απάντησε ότι δε χρειαζόταν τίποτα και πως το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στο σπίτι της. Και τότε ο τερατάνθρωπος της είπε πως θα γυρνούσε σπίτι της, μόνο αν γιατρέψει την γυναίκα του που είχε κρεβατωθεί από τους ρευματισμούς. Βλέπετε το σπίτι τους ήταν κάτω από νερό, και ήταν φυσικό να πάθει ρευματισμούς. Η γριά προσπάθησε να τον πείσει πως αυτό δεν ήταν μέρος για  μια γριά γυναίκα, αλλά μάταια. Βλέποντας λοιπόν ότι είναι ξεροκέφαλος, του έφτιαξε μια λίστα με τα βότανα που θα χρειαζόταν και έφυγε. Τα μάζεψε και ξαναγύρισε. Κι έτσι για ένα χρόνο η γριά θεράπευε τη γυναίκα του τερατανθρώπου, που είναι πλέον καλά στην υγεία της.

Όλο το χωριό άκουγε την αφήγηση της. Δύσπιστοι, μερικοί νεαροί χαμογελούσαν και σκούνταγαν ο ένας τον άλλο, αλλά οι μεγαλύτεροι κουνούσαν τα κεφάλια τους σκεφτικοί.

Όταν η γυναίκα σώπασε, έγινε μια παύση και κάποιος ρώτησε:

– Και τι έτρωγες όλο αυτόν τον καιρό;

Η θεραπεύτρια χαμήλωσε τα μάτια, έξυσε το πιγούνι της και απάντησε με τρεμάμενη φωνή:

– Εγώ ξέρετε, δεν είμαι δύσκολη στο φαγητό. Μαγείρευε ο ίδιος ο τερατάνθρωπος. Έχει δικές του συνταγές. Και ποτέ δε τον ρωτούσα. Το μόνο που μπορώ να σας πω, είναι πως συνδυάζει το κρέας και το ψάρι με χορταρικά που δε τα ξέρω και που φυτρώνουν στα βάθη του ποταμού. Όμως ήταν όλα πολύ νόστιμα.

Καθένας  γύρισε στο σπίτι του και η ζωή στο χωριό συνεχίστηκε. Η θεραπεύτρια ξανάρχισε να γιατρεύει τους ανθρώπους, τα παιδιά εξακολούθησαν να χάνονται και τα κορίτσια δεν έλεγαν να πάνε για μπουγάδα.

Ωστόσο, υπήρχε κάτι που παραξένευε πολύ τον άντρα και τα παιδιά της γριάς. Όταν για παράδειγμα, κάθονταν στο τραπέζι και κάποιος χτυπούσε την πόρτα, η γριά έλεγε:

– Είναι ο τάδε.

Και ποτέ δεν έπεφτε έξω. Πολλές φορές κάρφωνε τα μάτια της στον τοίχο και έλεγε:

– Η κυρά Τάδε και η κυρά Δείνα γυρίζουν από τα ψώνια τους.

Κι αν κοίταζες από το παράθυρο έβλεπες πως δεν έκανε λάθος.

Η οικογένεια της δεν άργησε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Είχε μείνει ένα χρόνο στο σπίτι του τερατανθρώπου και σίγουρα θα είχε φάει και καρδιά παιδιού. Αυτό δεν ήταν καθόλου ευχάριστο, αλλά αναγκάστηκαν να το δεχτούν και έκαναν ότι μπορούσαν για να μην το μάθουν οι άλλοι χωριανοί.

Αυτό που κανένας δεν ήξερε, ήταν πως αφού μπορούσε να βλέπει πίσω από τους τοίχους η γριά, είχε και τη δύναμη να βλέπει ότι ήταν αόρατο.

Έτσι λοιπόν, μια μέρα που πήγαινε για να πλύνει, είδε τον τερατάνθρωπο του Ουαγιού. Έκανε τον περίπατο του πλάι στο ποτάμι, ήσυχος πως ήταν αόρατος και πως δεν τον έβλεπε κανείς. Η γριά τον πλησίασε και ρώτησε:

– Μπα, πως από εδώ; Η γυναίκα σας είναι καλά;

Μερικοί περαστικοί που την άκουσαν να μιλάει μόνη της, νόμισαν πως είχε αρχίσει να τα χάνει. Και σάστισαν ακόμη περισσότερο, βλέποντας την να αφήνει το πανέρι με τα ρούχα και να πηγαίνει προς το ποτάμι, κουνώντας τα χέρια της στον αέρα, σαν κάποιος να την τραβούσε παρά τη θέληση της.

– Άφησε με! Γιάτρεψα τη γυναίκα σου! Δε θέλω να ξαναγυρίσω στο ποτάμι! Άφησε με! Βοήθεια!

Φώναζε η γριά κι ο τερατάνθρωπος, που μόνο εκείνη άκουγε τη φωνή του, την έσερνε και έλεγε:

– Μπορείς και με βλέπεις.. Κάποια μέρα θα μου κάνεις κακό. Γι’ αυτό θα εξαφανιστείς. Αυτή τη φορά δε θα ξαναβγείς από το νερό.

Η καημένη η γριά δεν απείχε παρά μερικά βήματα από την όχθη, όταν την είδε ο σιδεράς. Αμέσως κατάλαβε τι συνέβαινε. Άρπαξε το τσεκούρι του κι άρχισε να χτυπάει με όλη του τη δύναμη. Χτυπούσε στον αέρα, αλλά αν και δεν έβλεπε, τα χτυπήματα του δεν πήγαιναν χαμένα. Ένιωθε ότι χτυπούσε κάτι. Κι όταν η γριά έπεσε ελεύθερη πάνω στο χορτάρι, ο σιδεράς είδε γύρω από τον καρπό της τα σημάδια που είχε αφήσει το τεράστιο χέρι του τερατανθρώπου.

Η γριά μεταφέρθηκε φοβισμένη στο σπίτι της, ήπιε ένα ζεστό τσάι και συνήλθε.

Από την ημέρα εκείνη, τα κορίτσια δεν είχαν κανένα λόγο πια να μην κάνουν τη μπουγάδα τους και όλα τα παιδιά ξαναγύρισαν στο σχολείο.

Όσο για τη γριά, λένε πως έπαψε πια να βλέπει μέσα από τους τοίχους.

Ο μύθος «Ο τερατάνθρωπος του Ουαγιού» μας έρχεται από το Βέλγιο

Πηγή: Μύθοι και θρύλοι από όλες τις χώρες

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.