Author Archives: stellamend

Η χωρίστρα της γυναίκας

Οι τρεις Μοίρες (Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος)

Οι τρεις Μοίρες (Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος)

Τα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν στις Μοίρες και πώς αυτές είναι που ορίζουν την τύχη του ανθρώπου. Οι Μοίρες ήταν τρεις αδερφές, που εξωτερικά μοιάζαν με συνηθισμένες γυναίκες, μόνο που ήταν αθάνατες και κατοικούσαν στην άκρη του κόσμου. Το παλάτι που ζούσαν ήταν θεόρατο και χτισμένο καταμεσής ενός όμορφου κήπου, σαν τον παράδεισο. Το παλάτι τους αυτό όμως, δεν το χαίρονταν πολύ μιας και τον περισσότερο καιρό ταξίδευαν. Γύριζαν όλη τη γη και μοίραιναν τα νεογέννητα παιδιά. Τα μοίραιναν την τρίτη μέρα, πράγμα που το ήξεραν όλοι κι έτσι ετοίμαζαν το μωρό, συγύριζαν το σπίτι και τις περίμεναν. Όταν πήγαιναν στο σπίτι, ήταν πάντα ντυμένες στα ολόλευκα και στολισμένες με στεφάνια χρυσά, βραχιόλια διαμαντένια, γιορντάνια μαργαριταρένια και πέπλα από μετάξι.

Λέγεται ότι καθώς πήγαιναν να μοιράνουν το παιδί κρατούσαν τρία πράγματα. Η μεγαλύτερη αδερφή κρατούσε ένα μαχαίρι, η μεσαία ένα αδράχτι και η τρίτη η μικρότερη ρόκα με λινάρι. Πάνω από το κρεβατάκι του μωρού μαζεύονταν, έγνεθε η μία με τη ρόκα και η άλλη με το αδράχτι τύλιγε την κλωστή. Κάθε τυλιξιά κι ένας χρόνος προστίθενταν στη ζωή του παιδιού. Και καθώς γνέθουν και τυλίγουν, μοιράζουν στο παιδί τα χαρίσματά του και την τύχη του. Όταν τελειώσουν με το μοίρασμα, τότε η μεγαλύτερη με το ψαλίδι κόβει την κλωστή.

Υπάρχουν όμως, και φορές που πριν τελειώσουν οι μοίρες το μοίρασμα, σπάει η κλωστή από μόνη της. Τότε το μοίρασμα σταματάει και όσες τυλιξιές έχει προλάβει να κάνει το αδράχτι, τόσα θα είναι και τα χρόνια του παιδιού. Και θα γίνουν τόσα πράγματα στη ζωή του, όσα πρόλαβαν οι Μοίρες να μοιράνουν.

Κάποτε γεννήθηκε ένα αγοράκι και στις τρεις μέρες έφτασαν στο σπίτι του οι Μοίρες για να το μοιράνουν.

Όταν μεγαλώσει, γίνει άντρας σωστός και βρει γυναίκα για να παντρευτεί, εκείνη την ίδια μέρα του γάμου του, θα περάσει ένα ποτάμι κι εκεί μέσα θα πέσει και θα πνιγεί.

Αυτά έγραψαν οι Μοίρες. Το παιδί όμως ήταν τυχερό μέσα στην ατυχία του, γιατί το ριζικό του,το άκουσαν ο Άι-Γιώργης και ο Άι-Δημήτρης. Το λυπήθηκαν κι αποφάσισαν να του παρασταθούν και να μην δεχτούν αυτό που του ‘δωσαν οι Μοίρες.

Αυτό είναι μεγάλη αδικία…

…είπαν και οι δύο.

Έτσι είναι γραμμένο…

…απάντησαν οι Μοίρες.

Κάτι πρέπει να γίνει. Αν κάποιος θελήσει και του χαρίσει χρόνια από τη δική του τη ζωή, θα μπορέσει το παιδί να ζήσει;

Οι Μοίρες το σκέφτηκαν μια στιγμή και είπαν:

Άμα βρεθεί τέτοιος άνθρωπος, ναι το παιδί θα ζήσει.

Πέρασαν λοιπόν τα χρόνια, το αγοράκι μεγάλωσε κι ήρθε η ώρα του να παντρευτεί. Ο γάμος του έγινε σε άλλο χωριό και καθώς επέστρεφαν στο σπίτι το παλικάρι, η γυναίκα του και τα γονικά του, βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα ποτάμι. Τότε ο Άι-Γιώργης και ο Άι-Δημήτρης κατάλαβαν ότι ήρθε η ώρα να εκπληρωθεί το ριζικό του παιδιού. Έτσι ξεπέζεψαν από τα άλογά τους, πλησίασαν τον πατέρα και του είπαν:

Η Μοίρα του παιδιού σου λέει πώς τώρα που θα περάσει το ποτάμι θα πνιγεί. Ο μόνος τρόπος για να αλλάξει αυτό είναι να βρεθεί ένας άνθρωπος να του δώσει κάποια χρόνια από τα δικά του. Δίνεις εσύ, που είσαι και ο πατέρας του, λίγα χρόνια από τα δικά σου;

Δεν μπορώ να δώσω εγώ! Έχω κι άλλα παιδιά να νοιαστώ και τόσο βιος να φέρω βόλτα. Δε δίνω.

Οι Άγιοι τότε στράφηκαν στη μάνα.

Δεν μπορώ γιατί έχω να φτιάξω προικιά να προικίσω τις θυγατέρες μου. Έχω να τους παρασταθώ στο γάμο τους, να τις συμβουλέψω. Δε δίνω.

Τέλος, οι Άγιοι γυρνούν και στη γυναίκα του και τη ρωτούν:

Δίνεις στον άντρα σου λίγα χρόνια από τα δικά σου;

Τότε εκείνη με μια κίνηση ξέμπλεξε τα μαλλιά της, έπιασε τα μισά στη χούφτα της και είπε:

Τόσα του δίνω. Τα μισά μου χρόνια!

Θαύμασαν όλοι την γυναίκα που με την αγάπη της νίκησε ακόμα και το γραφτό της Μοίρας, κι είχανε να το λένε για χρόνια. Από τότε λέγεται έμεινε κι οι γυναίκες έχουν χωρίστρα στο κεφάλι.

 

 

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Λήμνος Junior Festival 2014

Λήμνος-201408Η ώρα που όλοι περιμέναμε εδώ και εβδομάδες έφτασε! Το μεσημέρι της Πέμπτης 7 Αυγούστου μία αποστολή παραμυθάδων ξεκίνησε από το λιμάνι της Καβάλας για τη Λήμνο. Γύρω στις 8 το απόγευμα, φτάσαμε λοιπόν σε μία αυλή σχολείου γεμάτη από παιδιά, που έπαιζαν και συμμετείχαν στις δραστηριότητες του 1ου Lemnos Junior Festival. Αμέσως έφυγε από πάνω μας όλη η κούραση του ταξιδιού και μπήκαμε ανάμεσα στα παιχνίδια, να γνωρίσουμε τους εθελοντές, τα παιδιά, μα και τους διοργανωτές του φεστιβάλ. 

Δεν πέρασε πολλή ώρα και εμφανιστήκαμε μπροστά στα παιδιά με τη δραματοποίηση του παραμυθιού: «Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα». Τα παιδιά γεμάτα ενθουσιασμό και αυθορμητισμό παρακολούθησαν το παραμύθι και μάλιστα έδωσαν ένα νέο και διαφορετικό φινάλε. Λίγο πριν κλείσει η δραματοποίηση με τραγούδι, σηκώθηκαν όλα τα παιδιά και περιτριγύρισαν το βασιλιά, εξηγώντας του φυσικά την «γκάφα» του. Έτσι γλυκά και πρωτότυπα λοιπόν, έκλεισε η πρώτη μέρα του φεστιβάλ.

Τη δεύτερη μέρα, η ομάδα μας βρισκόταν από νωρίς στο χώρο και με την εμφάνιση των πρώτων παιδιών, ξεκινήσαμε τις αφηγήσεις παραμυθιών. Οι εθελοντές μάς ετοίμασαν έναν χώρο, δίπλα από τον κεντρικό χώρο των δραστηριοτήτων, ώστε να έχουμε κάποια σχετική ιδιωτικότητα, με μαξιλάρες για τα παιδιά. Παιδιά κάθε ηλικίας, πέρασαν από τη «γωνιά των παραμυθιών». Άλλα άκουσαν όλα τα παραμύθια, άλλα κάναν ένα διάλειμμα από το παιχνίδι.

Τα παραμύθια που ακούστηκαν με τη σειρά είναι:

  • «Ο γάμος της ποντικούλας», από τη Μέλη Μίχα
  • «Ο γάιδαρος, η αλεπού κι ο λύκος», από τη Στέλλα Μεντεσίδου
  • «Η Θεοδώρα», από τη Θεοδώρα Μπαγδάτογλου
  • «Η Τρουλίτα», από τη Μαρία Μπουγά

Ολοκληρώνοντας τις αφηγήσεις, χωριστήκαμε σε δύο ομάδες (παιδιά, εθελοντές και παραμυθάδες) και παίξαμε μηλάκια! Το παιχνίδι ήταν γνωστό στα περισσότερα παιδιά κι ο ενθουσιασμός τόσο μεγάλος που παίξαμε αρκετούς γύρους και το σκορ … ισοπαλία!
Αφού πήραμε μια ανάσα τελειώνοντας το παιχνίδι, ξεκινήσαμε το εργαστήρι κατασκευής της βασιλικής κορώνας. Τα παιδιά περνούσαν με τη σειρά από τους πάγκους με τα υλικά, όπου υπήρχαν χαρτόνια, αυτοκόλλητα, αστέρια, χρυσόσκονες και πολλά στολίδια και έφτιαχναν τη δική τους μοναδική κορώνα με την οποία φωτογραφίζονταν στο θρόνο του βασιλιά. Παράλληλα, όσα παιδιά είχαν τελειώσει με το εργαστήριο και είχαν φωτογραφηθεί άκουγαν τα παραμύθια «Το πιο γλυκό ψωμί» και «Ο ποντικός του αγρού και ο ποντικός της πόλης» από τη Μαρία Μπουγά, μέχρι να αρχίσει η δραματοποίηση. Έτσι τελειώνοντας κι αφού είχε πια πέσει ο ήλιος, είχαμε ένα πλήθος από πολλούς μικρούς βασιλιάδες και βασίλισσες να μας περιμένουν να ξεκινήσουμε την δραματοποίηση του παραμυθιού μας. Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα παίχτηκαν για δεύτερη και τελευταία φορά, με την ενεργό συμμετοχή των παιδιών στα κυριότερα σημεία του έργου, όπως ήταν για παράδειγμα η παρουσίαση των ρούχων στο βασιλιά και η παρέλαση που έκανε ο ίδιος αργότερα με αυτά.

Βλέποντας τη Μύρινα να απομακρύνεται το μεσημέρι της Κυριακής, όλοι μας συμφωνήσαμε ότι η φιλοξενία και η υποδοχή των Λημνιών ήταν μοναδική. Για το Junior Festival ήταν η πρώτη χρονιά και η μεγάλη συμμετοχή των παιδιών ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ευχόμαστε από καρδιάς να συνεχιστεί το όμορφο έργο τους και τις επόμενες χρονιές και, γιατί όχι, να ξανα-ανταμώσουμε!

Οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ από όλους μας, για την ευκαιρία που μας δόθηκε να συμμετέχουμε στο φεστιβάλ και να γνωρίσουμε έναν τόσο όμορφο τόπο όσο η Λήμνος, τόσο στην ομάδα των «Λημνιών εν δράσει» που το οργάνωσε (και ειδικότερα τους Θεόδωρο Καραμούτσο και Γιάννη Σοφιανό, με τους οποίους συνεργαστήκαμε περισσότερο), όσο και στην ομάδα των εθελοντριών του φεστιβάλ, που με ευγένεια και προθυμία μας βοήθησαν όπου χρειάστηκε (με ειδική μνεία για τις Σταυρούλα Ατζαμή, Ίλντα Τζεπετζίου και Χριστίνα Τσελεπή που ανέλαβαν για εμάς την κάλυψη της δραματοποίησής μας με φωτογραφίες και βίντεο).

Στην αντιπροσωπεία των Παραμυθάδων συμμετείχαν οι: Στέλλα Μεντεσίδου, Μέλη Μίχα, Θεοδώρα Μπαγδάτογλου, Μαρία Μπουγά και Απόστολος Τσομπανόπουλος.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Categories: Τα νέα μας | Ετικέτες: ,, | 1 σχόλιο

Το μαντήλι της νεράιδας

Κάποτε, στα μέρη της Θήβας ζούσε ένα παλικάρι. Ήταν πραματευτής και με το άλογο και το ντουφέκι του γυρνούσε όλα τα χωριά χωρίς να φοβάται τίποτα και κανέναν.

Ένα μεσημέρι καθώς περνούσε από ένα μέρος που είχε χίλιες βρύσες, Βρυσάκια το λέγανε, άκουσε γέλια και τραγούδια. Πάει κοντά και τι να δει; Νεράιδες που χόρευαν και τραγουδούσαν. Αμέσως μόλις τον κατάλαβαν πήγαν κοντά του κι όταν είδαν άντρα κι όμορφο αποφάσισαν να τον τυραννήσουν λιγάκι.

Βάστα το καπίστρι…

…του είπε η μία

Κράτα το άλογο!

…του παρήγγειλε η άλλη

Κατέβα να χορέψουμε!

fairy…του είπε εκείνη που ήταν πιο κοντά του. Εκείνος καθώς ήταν άφοβος, κατέβηκε μεμιάς από το άλογό του, χωρίς όμως ποτέ να αφήνει το ντουφέκι απ’ το πλευρό του. Κι έτσι τον έβαλαν μπροστά οι νεράιδες κι άρχισαν το χορό. Εκείνος καθώς χόρευε παρατηρούσε μία – μία όλες τις κοπέλες. Έψαχνε να βρει την πιο όμορφη απ’ όλες και σαν την βρήκε και την ξεχώρισε από τις υπόλοιπες, πήρε το μαντήλι της και το έχωσε όλο μες την κάννη του όπλου του. Σαν τελείωσε κάποτε ο χορός όλες οι νεράιδες έφυγαν. Όλες εκτός από την πιο όμορφη, που δεν μπορούσε να φύγει μιας και δεν είχε το μαντήλι της. Έτσι, τι να έκανε; Ακολούθησε τον πραματευτή και πήγανε μαζί μέχρι τα Πολιτικά, το χωριό δηλαδή που βρισκόταν το σπίτι του.

Η γιαγιά του πραματευτή σαν γνώρισε την κοπέλα που επρόκειτο να παντρευτεί ο εγγονός της απόρησε με την τόση ομορφιά της. Την λυπήθηκε όμως έτσι ολομόναχη που ήταν. Γι’ αυτό τη μέρα του γάμου τους, έβγαλε ένα σπασμένο κέρατο μέσα από το μπαούλο, που ήταν γεμάτο λίρες.

Να ‘χεις κάτι κοπέλα μου, για μια ώρα ανάγκης!

Παντρεύτηκαν λοιπόν πραματευτής και νεράιδα και ζούσαν σε ένα σπιτάκι στα ριζά του πύργου. Έκαναν και δύο παιδιά που ομορφότερά τους δεν υπήρχαν. Εκείνη κάθε τόσο τον παρακάλαγε:

Δωσ’ μου το μαντήλι…

Όχι,

…έλεγε πάντα αυτός, και το ‘χε καλά κρυμμένο για να μην το βρει η νεράιδα και το πάρει.

Ο πραματευτής την κρατούσε πάντα κλεισμένη μέσα στο σπίτι, μην την δει κανείς και χάσει τα μυαλά του από την τόση ομορφιά της. Όπου και να τους καλούσαν, σε γάμους, πανηγύρια και χαρές δεν πήγαιναν πουθενά.

Μόνο τα βράδια, με το φεγγάρι έβγαινε η νεράιδα. Ανέβαινε και καθότανε στο παράθυρο του πύργου και χτένιζε τα μαλλιά της, που έφταναν ως το πάτωμα, μ’ ένα ασημένιο χτενάκι.

Με τα πολλά, τους κάλεσαν για ακόμη μια φορά σε ένα γάμο. Αυτή τη φορά τόσο που τον παρακάλεσε η καημένη η νεράιδα, ο πραματευτής το πήρε απόφαση να πάνε.

Τόσα χρόνια είμαστε μαζί κι εξάλλου έχουμε και δυο παιδιά. Πώς θα μου φύγει;

Σκέφτηκε ο πραματευτής. Αν και είχαν περάσει τόσα χρόνια, η ομορφιά της νεράιδας δεν άλλαξε καθόλου. Όσο έλαμπε ο ήλιος άλλο τόσο έλαμπε κι η νεράιδα!

Πάμε,

…της λέει ο πραματευτής σαν ήρθε η μέρα.

Θα μου δώσεις το μαντήλι μου; Αλλιώς δεν χορεύω!

Θα σου το δώσω. Κάνε λίγη υπομονή. Θα σ’ το δώσω αλλά στα μισά του γάμου, όχι τώρα.

Ντύθηκε, στολίστηκε κι έφεξε ο τόπος.

Στην πλατεία ήταν μαζεμένος κόσμος και ντουνιάς και χορεύανε. Σαν πέρασε μπροστά η γυναίκα του πραματευτή όλοι θαμπώσανε.

Δώσ’ μου το μαντήλι, να φέρω ένα γύρο,

…του κάνει εκείνη στα κρυφά κι εκείνος της το δίνει.

Το ρίχνει η νεράιδα στο κεφάλι της κι άστραψε ο τόπος όλος. Έλαμψε η γη κι αυτή έφυγε στα ουράνια! Με τα μάτια του ο πραματευτής δεν την ξανάδε ποτέ.

Μόνο κάθε βράδυ σαν γύριζε σπίτι του έβλεπε φαΐ στα πιάτα, όλα να ‘ναι συγυρισμένα και τα παιδιά του καθαρά και χτενισμένα. Και μέσα στο μπαούλο της βρήκαν ένα σπασμένο κέρατο γεμάτο περισσότερες λίρες από πρώτα.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | 5 Σχόλια

Ο λύκος, η αλεπού κι ο γάιδαρος

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!

donkeyΖούσε μια φορά σε ένα λιβάδι ένας γάιδαρος παχύς και καλοθρεμμένος. Εκεί που έβοσκε μια μέρα τον είδε μια αλεπού και τον ορέχτηκε τόσο πολύ που όλη την υπόλοιπη μέρα σκεφτόταν πώς θα γίνει να τον φάει. Πονηρή καθώς ήταν δεν άργησε να βρει μια λύση και πάει το λοιπόν γρήγορα-γρήγορα στο λύκο:

Που ‘σαι, λύκο; Έλα να δεις πράμα που σου έχω για φάγωμα! Έλα να δεις ένα γάιδαρο!

Όντως ο λύκος ακολουθεί την αλεπού, που τον πάει στο λιβάδι που έβοσκε ο γάιδαρος. Μόλις τον αντίκρισε ο λύκος άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια έτσι πεινασμένος που ήταν. Τότε η αλεπού δεν χάνει ευκαιρία και του λέει:

Ξέρεις τι νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε, λύκο;

Τι; Εσύ είσαι έξυπνη όλο και κάτι θα σκέφτηκες.

Να αγοράσουμε μια βάρκα και να τη φορτώσουμε με ελιές. Τότε θα πάρουμε το γάιδαρο τάχα μου για ναύτη, μα μόλις ανοιχτούμε στο πέλαγος θα τον φάμε! Λοιπόν, λύκο, τράβα εσύ να βρεις μια βάρκα και άσε πάνω μου το γάιδαρο. Πάω να του πω την ιδέα μας και θα συμφωνήσει σίγουρα.

Παίρνει δρόμο ο λύκος λοιπόν, και μέχρι να βραδιάσει βρήκε βάρκα, βρήκε κι ελιές και τη φόρτωσε όπως ακριβώς τον πρόσταξε η αλεπού να κάνει. Στο μεταξύ εκείνη, είχε πάει κι είχε πάρει τον γάιδαρο και κατέβαιναν παρέα στο γιαλό να συναντήσουν το λύκο. Μόλις βρέθηκαν όλοι μαζί, ανέβηκαν στη βάρκα και ξεκίνησαν. Κατά μεσής του πελάγους λέει η αλεπού:

Εμείς τώρα ταξιδεύουμε, μα ποιος ξέρει αν θα φτάσουμε ζωντανοί … Θάλασσα είναι αυτή κι έχει πνίξει πολλούς. Για καλό και για κακό εγώ λέω να εξομολογηθούμε μεταξύ μας.

Γίνεται λοιπόν πρώτα ο λύκος παπάς και πιάνει να εξομολογήσει την αλεπού:

Τι αμαρτίες έκανες κυρά- αλεπού;

Έκλεψα κάμποσες κότες, άλλες μοναχά τις έπνιξα και τις παράτησα. Κι έφαγα και κάτι αγριμέλια, λαγούς μα και κουνέλια. Αυτές είναι οι αμαρτίες μου, τέτοια πράγματα έπνιξα και έφαγα.

Μα αυτά δεν είναι τίποτα, κυρά αλεπού! Σκουλήκια της γης είναι! Κάνε τώρα τη δουλειά σου εσύ, έλα κι εξομολόγησε κι εμένα.

Λοιπόν, τι αμαρτίες έχεις κάνει, λύκο μου;

Έφαγα μερικά προβατάκια… Τι μερικά δηλαδή, κάμποσα.. Κοπάδια ολόκληρα για να λέμε την αλήθεια! Και κάμποσα κατσίκια, μα και γελάδες!

Ε αυτά είναι μικρά πράγματα! Σκουλήκια της γης! Σχωρεμένος!

Και μόλις τελειώσαν μεταξύ τους, γυρνάει ο λύκος και λέει στον γάιδαρο:

Έλα κι εσύ κυρ-γάιδαρε να μας πεις τις αμαρτίες σου να σε εξομολογήσουμε.

Εγώ μια φορά, θυμάμαι με είχανε φορτώσει με κάτι τελάρα μαρούλια. Έτσι όπως ήμουν κουρασμένος και πεινασμένος, λιμπίστηκα ένα μαρουλόφυλλο και το ‘κοψα και το έφαγα.

Ααααα! κυρ γάιδαρε!

είπανε κι οι δυο μαζί!

Έφαγες το μαρουλόφυλλο έτσι;  Χωρίς λάδι, χωρίς ξύδι; Μα πώς και δεν πνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι;

Η αμαρτία σου είναι μεγάλη και πρέπει να σε φάμε!

Βρε αμάν!!!

Όχι πρέπει να σε φάμε!

Ο γάιδαρος τα έχασε για λίγο μα μετά αποκρίθηκε:

Καλά… Μόνο κάντε μου μια χάρη τελευταία. Ο πατέρας μου σαν πέθανε πριν χρόνια μ’ άφηκε μια γραφή και την έχω εδώ, στο πέταλο του ποδαριού μου. Έλα κυρ – λύκε διάβασέ τη μου, να μάθω τι γράφει και μετά μπορείτε να με φάτε.

Σηκώνει ο γάιδαρος τότε το πισινό του το ποδάρι, σκύβει ο λύκος για να δει, μα του πατάει ο γάιδαρος μια κλωτσιά που τον έστειλε με μιας στον πάτο της θάλασσας. Σαν το είδε αυτό η αλεπού τρόμαξε τόσο που πήδηξε από τη βάρκα για να γλυτώσει μα πνίγηκε κι αυτή. Έτσι λοιπόν, ο γάιδαρος γλύτωσε και του έμεινε και η βάρκα με τις ελιές!

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λέν’ στα παραμύθια!

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | 1 σχόλιο

Πέντε ποντικοί

Πέντε ποντικοί μουντζούροι

κι άλλοι τρεις αλευρομούροι

μια φρεγάδα αρματώσαν

και φακή την εφορτώσαν.

Πέντε μέρες αρμενίζαν

και καιρό δεν εγνωρίζαν,

και στο πέλαγο που βγήκαν

κει βαριά φουρτούνα βρήκαν.

Τρέχει ο ένας στο τιμόνι:

-Ωχ! Κακός καιρός πλακώνει!

Πάει ο άλλος στην αντένα:

-Θα χαθούμε τα καημένα!

Πάει κι άλλος μες στ’ αμπάρι:

-Βρε παιδιά, κακό χαμπάρι!

Πάει κι άλλος μες στ’ αρμάρι

για να τρώει παξιμάδι.

Πάει το ένα, πάει τ’ άλλο

γίνηκε κακό μεγάλο.

Πέρα στο νησί εβγήκαν,

το ‘στρωσαν και κοιμηθήκαν.

Categories: Παιδικά τραγούδια | Ετικέτες: | Σχολιάστε

Ο παππούς μας

papoysΟ παππούς μας ο καλός

που ‘χει χρήματα πολλά

αγόρασε, ξαγόρασε…

αγόρασε… έναν κόκορα:

kokorasκικιρίκου ο κόκορας!

Ο παππούς μας ο καλός

που ‘χει χρήματα πολλά

αγόρασε, ξαγόρασε… μία κότα:

chickenκοκοκοόκ η κότα,

κικιρίκου ο κόκορας!

Ο παππούς μας ο καλός

που ‘χει χρήματα πολλά

αγόρασε, ξαγόρασε… μια χήνα:

Domestic_Gooseχιχιχί η χήνα,

κοκοκοόκ η κότα,

κικιρίκου ο κόκορας!

Ο παππούς μας ο καλός

που ‘χει χρήματα πολλά

αγόρασε, ξαγόρασε… μια πάπια:

παπιαπαπαπά η πάπια,

χιχιχί η χήνα,

κοκοκοόκ η κότα,

κικιρίκου ο κόκορας!

catΟ παππούς μας ο καλός

που ‘χει χρήματα πολλά

αγόρασε, ξαγόρασε… ένα γατί,

ένα σκυλί κι ένα αρνί:

doglamb

Μπε μπε το αρνί,

γαβ γαβ το σκυλί,

νιάου νιάου το γατί,

χιχιχί η χήνα,

κοκοκοόκ η κότα,

κικιρίκου ο κόκορας!

Categories: Παιδικά τραγούδια | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: