
Οι τρεις Μοίρες (Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος)
Τα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν στις Μοίρες και πώς αυτές είναι που ορίζουν την τύχη του ανθρώπου. Οι Μοίρες ήταν τρεις αδερφές, που εξωτερικά μοιάζαν με συνηθισμένες γυναίκες, μόνο που ήταν αθάνατες και κατοικούσαν στην άκρη του κόσμου. Το παλάτι που ζούσαν ήταν θεόρατο και χτισμένο καταμεσής ενός όμορφου κήπου, σαν τον παράδεισο. Το παλάτι τους αυτό όμως, δεν το χαίρονταν πολύ μιας και τον περισσότερο καιρό ταξίδευαν. Γύριζαν όλη τη γη και μοίραιναν τα νεογέννητα παιδιά. Τα μοίραιναν την τρίτη μέρα, πράγμα που το ήξεραν όλοι κι έτσι ετοίμαζαν το μωρό, συγύριζαν το σπίτι και τις περίμεναν. Όταν πήγαιναν στο σπίτι, ήταν πάντα ντυμένες στα ολόλευκα και στολισμένες με στεφάνια χρυσά, βραχιόλια διαμαντένια, γιορντάνια μαργαριταρένια και πέπλα από μετάξι.
Λέγεται ότι καθώς πήγαιναν να μοιράνουν το παιδί κρατούσαν τρία πράγματα. Η μεγαλύτερη αδερφή κρατούσε ένα μαχαίρι, η μεσαία ένα αδράχτι και η τρίτη η μικρότερη ρόκα με λινάρι. Πάνω από το κρεβατάκι του μωρού μαζεύονταν, έγνεθε η μία με τη ρόκα και η άλλη με το αδράχτι τύλιγε την κλωστή. Κάθε τυλιξιά κι ένας χρόνος προστίθενταν στη ζωή του παιδιού. Και καθώς γνέθουν και τυλίγουν, μοιράζουν στο παιδί τα χαρίσματά του και την τύχη του. Όταν τελειώσουν με το μοίρασμα, τότε η μεγαλύτερη με το ψαλίδι κόβει την κλωστή.
Υπάρχουν όμως, και φορές που πριν τελειώσουν οι μοίρες το μοίρασμα, σπάει η κλωστή από μόνη της. Τότε το μοίρασμα σταματάει και όσες τυλιξιές έχει προλάβει να κάνει το αδράχτι, τόσα θα είναι και τα χρόνια του παιδιού. Και θα γίνουν τόσα πράγματα στη ζωή του, όσα πρόλαβαν οι Μοίρες να μοιράνουν.
Κάποτε γεννήθηκε ένα αγοράκι και στις τρεις μέρες έφτασαν στο σπίτι του οι Μοίρες για να το μοιράνουν.
Όταν μεγαλώσει, γίνει άντρας σωστός και βρει γυναίκα για να παντρευτεί, εκείνη την ίδια μέρα του γάμου του, θα περάσει ένα ποτάμι κι εκεί μέσα θα πέσει και θα πνιγεί.
Αυτά έγραψαν οι Μοίρες. Το παιδί όμως ήταν τυχερό μέσα στην ατυχία του, γιατί το ριζικό του,το άκουσαν ο Άι-Γιώργης και ο Άι-Δημήτρης. Το λυπήθηκαν κι αποφάσισαν να του παρασταθούν και να μην δεχτούν αυτό που του ‘δωσαν οι Μοίρες.
Αυτό είναι μεγάλη αδικία…
…είπαν και οι δύο.
Έτσι είναι γραμμένο…
…απάντησαν οι Μοίρες.
Κάτι πρέπει να γίνει. Αν κάποιος θελήσει και του χαρίσει χρόνια από τη δική του τη ζωή, θα μπορέσει το παιδί να ζήσει;
Οι Μοίρες το σκέφτηκαν μια στιγμή και είπαν:
Άμα βρεθεί τέτοιος άνθρωπος, ναι το παιδί θα ζήσει.
Πέρασαν λοιπόν τα χρόνια, το αγοράκι μεγάλωσε κι ήρθε η ώρα του να παντρευτεί. Ο γάμος του έγινε σε άλλο χωριό και καθώς επέστρεφαν στο σπίτι το παλικάρι, η γυναίκα του και τα γονικά του, βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα ποτάμι. Τότε ο Άι-Γιώργης και ο Άι-Δημήτρης κατάλαβαν ότι ήρθε η ώρα να εκπληρωθεί το ριζικό του παιδιού. Έτσι ξεπέζεψαν από τα άλογά τους, πλησίασαν τον πατέρα και του είπαν:
Η Μοίρα του παιδιού σου λέει πώς τώρα που θα περάσει το ποτάμι θα πνιγεί. Ο μόνος τρόπος για να αλλάξει αυτό είναι να βρεθεί ένας άνθρωπος να του δώσει κάποια χρόνια από τα δικά του. Δίνεις εσύ, που είσαι και ο πατέρας του, λίγα χρόνια από τα δικά σου;
Δεν μπορώ να δώσω εγώ! Έχω κι άλλα παιδιά να νοιαστώ και τόσο βιος να φέρω βόλτα. Δε δίνω.
Οι Άγιοι τότε στράφηκαν στη μάνα.
Δεν μπορώ γιατί έχω να φτιάξω προικιά να προικίσω τις θυγατέρες μου. Έχω να τους παρασταθώ στο γάμο τους, να τις συμβουλέψω. Δε δίνω.
Τέλος, οι Άγιοι γυρνούν και στη γυναίκα του και τη ρωτούν:
Δίνεις στον άντρα σου λίγα χρόνια από τα δικά σου;
Τότε εκείνη με μια κίνηση ξέμπλεξε τα μαλλιά της, έπιασε τα μισά στη χούφτα της και είπε:
Τόσα του δίνω. Τα μισά μου χρόνια!
Θαύμασαν όλοι την γυναίκα που με την αγάπη της νίκησε ακόμα και το γραφτό της Μοίρας, κι είχανε να το λένε για χρόνια. Από τότε λέγεται έμεινε κι οι γυναίκες έχουν χωρίστρα στο κεφάλι.