Author Archives: nidriva

Ποιο είναι το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο;

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!

δυο αδερφιαΜια φορά ήταν δυο αδέρφια κι είχαν μαζί ένα κτήμα. Ο ένας ήταν πολύ έξυπνος, ενώ ο άλλος ήταν κουτός!
Ένα πρωί λέει ο έξυπνος στον κουτό:

Αδερφέ μου, θέλω να μοιράσουμε το κτήμα.

…κι ο κουτός αδερφός χωρίς να το σκεφτεί και πολύ, απάντησε:

Να το μοιράσουμε, αγαπημένε μου αδερφέ!

Έτσι, την επόμενη κιόλας μέρα, ο έξυπνος αδερφός μοίρασε το κτήμα διαλέγοντας πρώτος αυτός. Το χωράφι δεν ήταν όλο καλό. Το μισό είχε την ωραιότερη θέα, ενώ το άλλο μισό ήταν παλιοχώραφο γεμάτο τσουκνίδες και άλλα άγρια χόρτα. Ο έξυπνος διάλεξε και πήρε το καλό κι άφησε του καημένου αδερφού του το άλλο μισό. Ο κουτός ήθελε κι εκείνος το καλό χωράφι κι αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, φεύγει και πάει στο βασιλιά για να παραπονεθεί. Ο βασιλιάς, αφού τον άκουσε προσεκτικά και στην συνέχεια ζήτησε από τον αξιωματικό του να πάει και να φέρει τον αδερφό του προκειμένου να τους τα συμβιβάσει. Άδικος κόπος όμως. Κανείς τους δεν άκουγε τίποτα αφού και οι δύο ήθελαν το καλό χωράφι.

Οι μέρες περνούσαν και ο βασιλιάς, που ήταν γνωστός σε όλο το βασίλειο για την σοφία του, βρήκε τρόπο να γίνει η μοιρασιά του χωραφιού δίκαιη και για τα δύο αδέρφια. ‘Ετσι λοιπόν, αφού εμφανίστηκαν μπροστά του τα δύο αδέρφια τους είπε:

Το  κτήμα θα μοιραστεί έτσι, ώστε και οι δύο θα πάρετε και από το καλό και από το κακό χωράφι.

Μα αυτοί και πάλι πείσμωσαν! Ήθελαν και οι δύο το καλό. Αφού είδε την επιμονή τους, ο βασιλιάς σκέφτηκε να τους πει ένα γρίφο κι όποιος τον εξηγήσει, να πάρει το καλό χωράφι. Αφού τα δύο αδέρφια συμφώνησαν, άκουσαν με προσοχή τον βασιλιά να τους λέει:

Θέλω να μου πείτε, ποιο είναι το γρηγορότερο πράμα του κόσμου. Σας δίνω διορία οχτώ μέρες να σκεφθείτε.

Τα δύο αδέρφια γύρισαν σπίτι προβληματισμένα και σκεφτικά. Για την ακρίβεια, ο έξυπνος ήταν αυτός που σκεφτότανε περισσότερο. Ο κουτός δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Στεναχωριώτανε και αναστέναζε συνέχεια. Την στεναχώρια και τη λύπη του, δεν μπόρεσε να την κρύψει από την μονάκριβη κόρη του, η οποία δεν άντεχε να τον βλέπει άλλο έτσι και τον ρώτησε:

Τι έχεις, πατέρα, κι αναστενάζεις;

…κι ο κουτός αδερφός και πατέρας της, της τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Η κόρη του στο τέλος τον καθυσήχασε λέγοντάς του:
Μη στενοχωριέσαι, μπαμπά μου και την ημέρα που θα ’ναι για να πας, θα σου πω εγώ τι να πεις και θα κερδίσεις.
Ο κουτός αδερφός χάρηκε πάρα πολύ. Οι μέρες περνούσαν και ήρθε η στιγμή που θα πηγαίνανε στο βασιλιά. Πάει τότε και ρωτά την κόρη του κι εκείνη του λέει:
Θα πεις, πως το πιο γρήγορο πράγμα του κόσμου είναι ο νους.

Τα δυο αδέρφια πήγανε λοιπόν στο παλάτι και παρουσιάστηκαν μπροστά στον βασιλιά. Πρώτος πήρε το λόγο ο έξυπνος αδερφός και είπε πως το γρηγορότερο πράμα του κόσμου είναι το πουλί.

Όχι…

…του απάντησε ο βασιλιάς.

…τότε είναι το άλογο.

…επάνελαβε ξαφνιασμένος ο έξυπνος αδερφός, για να πάρει την ίδια αρνητική απάντηση από τον βασιλιά, ο οποίος έστρεψε το βλέμμα του στον κουτό αδερφό και τον ρώτησε:

Για πες μας εσύ τώρα!

Πολυχρονεμένε μας βασιλιά, το γρηγορότερο πράγμα του κόσμου είναι ο νους, γιατί ενώ είμαστε εμείς εδώ, αυτός μπορεί να ταξιδεύει όπου θέλει.

Πολύ σωστά, το βρήκες.

…απάντησε ο βασιλιάς και συνέχισε λέγοντας:

Θα σας πω όμως ακόμα έναν γρίφο. Ποιό είναι το βαρύτερο πράγμα του κόσμο;

Τα δύο αδέρφια γύρισαν και πάλι στα σπίτια τους προβληματισμένα. Ο έξυπνος άρχισε να σκέφτεται διάφορα ενώ ο κουτός είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στην μονάκριβη κόρη του. Έτσι, όταν αυτή γύρισε από την αγορά, ο κουτός της είπε και πάλι τί είχε συμβεί στο παλάτι και για το νέο γρίφο που τους έβαλε ο βασιλιάς. Η κόρη του, τον καθησύχασε λέγοντας πως την μέρα που θα πήγαινε στον βασιλιά, θα του είχε την απάντηση.
Αφού κύλησαν οι μέρες και ήρθε η όγδοη, λίγο πριν ξεκινήσει για το παλάτι ο κουτός αδερφός, φώναξε την κόρη του και της ζήτησε την απάντηση. Η κόρη του, του την είπε και λίγη ώρα αργότερα, εμφανίστηκαν τα δύο αδέρφια για άλλη μια φορά μπροστά στον βασιλιά.

Πρώτος πήρε το λόγο και πάλι ο έξυπνος, λέγοντας πως το βαρύτερο πράγμα του κόσμου είναι το σμυρίγλι (είδος σκληρού ορυκτού).

Όχι…

…του λέει ο βασιλιάς.

…τότε το σίδερο…

…λέει ξανά ο έξυπνος για να τον κόψει και πάλι ο βασιλιάς και να δώσει τον λόγο στον κουτό αδερφό.

Το βαρύτερο πράγμα του κόσμου πολυχρονεμένε μας βασιλιά, είναι η φωτιά.

Και γιατί;

…τον ρώτησε απορημένος ο βασιλιάς.

Πολύ απλά, γιατί δε μπορούμε να τη σηκώσουμε.

Σωστά, αυτό είναι…

…απάντησε ο βασιλιάς, ο οποίος έδειχνε να απολαμβάνει την όλη διαδικασία.

Θα σας βάλω όμως άλλον έναν γρίφο και θα έρθετε πάλι σαν περάσουν οι οχτώ μέρες και τότε πια θα τελειώσει η υπόθεσή σας. Θέλω να μου πείτε, ποιο είναι το πιο αναγκαίο πράγμα του κόσμου.

Τα δύο αδέρφια φύγανε και πάλι για τα σπίτια τους και ο έξυπνος έπεσε σε βαθιά περισυλλογή και σκέψη, ενώ ο κουτός περίμενε την κόρη του να γυρίσει από την αγορά για να της τα πει. Έτσι κι έγινε. Οι οχτώ μέρες πέρασαν γρήγορα κι ο έξυπνος αδερφός ξεκίνησε για το παλάτι. Το ίδιο έκανε κι ο κουτός, αφού πρώτα άκουσε την απάντηση από την κόρη του. Τα δύο αδέρφια, στέκονταν για άλλη μια φορά μπροστά στον βασιλιά κι ο έξυπνος πήρε και πάλι τον λόγο πρώτος λέγοντας:

Το πιο αναγκαίο πράμα του κόσμου είναι τα λεφτά.

Όχι…

…του απάντησε ο βασιλιάς.

Το ψωμί μήπως;

…πετάχτηκε και δεύτερη φορά ο έξυπνος αδερφός.

Όχι…

…του απάντησε και πάλι ο βασιλιάς στρέφοντας το κεφάλι του προς τον κουτό περιμένοντας την απάντησή του.

Το πιο αναγκαίο πράγμα του κόσμου είναι η γη.

Ναι. Βρήκες και τους τρεις γρίφους που σας έβαλα, οπότε το καλό χωράφι ανήκει σε σένα.

…απάντησε ο βασιλιάς, αλλά ζήτησε από τον κουτό αδερφό να τον ακολουθήσει σε ένα άλλο δωμάτιο. Εκεί, μόνοι οι δυό τους, χωρίς κανέναν να τους ακούει, ο βασιλιάς τον ρώτησε:

Μόνος σου βρήκες τις απαντήσεις στους γρίφους ή σε βοήθησε κάποιος;

Μοναχός μου, βασιλιά μου.

Δε λες αλήθεια. Το βλέπω στα μάτια σου. Θέλω να μου πεις ποιος σε βοήθησε. Τώρα πια δεν έχεις κανένα φόβο. Το κτήμα είναι δικό σου.

Ο κουτός αδερφός έμεινε για λίγο σκεφτικός και μετά άρχισε να εξιστορεί στον βασιλιά για την κόρη του και την βοήθεια που του έδωσε.

Να την φέρεις αύριο στο παλάτι να την γνωρίσω.

…ήταν η απάντηση του βασιλιά και επέτρεψε στον κουτό αδερφό να φύγει από το παλάτι. Έτσι, την άλλη μέρα κι όλας, πατέρας και κόρη, παίρνουν το δρόμο για το παλάτι όπως πρόσταξε κι ο βασιλιάς. Μόλις ο βασιλιάς είδε την κόρη, θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά της και της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Η κοπέλα έφερε αντίρηση λέγοντας πως αυτή ήτανε φτωχιά και δεν άρμοζε για γυναίκα του, μα ο βασιλιάς ήταν αμετάκλητος στην απόφασή του.

Εμένα μου αρέσεις και σε θέλω για γυναίκα μου και δεν με νοιάζει αν είσαι φτωχιά. Απλά, θα κάνουμε ένα χαρτί που θα το υπογράψεις. Το χαρτί θα λέει πως δεν θ’ ανακατευτείς ποτέ σε δουλειά δική μου. Αν παρακούσεις την εντολή αυτή, τότε θα πρέπει να φύγεις από το παλάτι κι εγώ για να δείξω την μεγαλοψυχία μου, θα σε αφήσω να διαλέξεις κάτι από το παλάτι για να το πάρεις μαζί σου φεύγοντας.

Συμφώνησαν λοιπόν, και η όμορφη κοπέλα υπέγραψε. Ο γάμος έγινε και ζούσανε καλά. Η κοπέλα δεν ανακατευόταν σε δουλειές του βασιλιά κι ο βασιλιάς ήταν ευχαριστημένος.
Μια μέρα, μετά από χρόνια,  καθόταν η βασίλισσα στο παράθυρο και έβλεπε έναν νεαρό να έρχεται  με το γαϊδουράκι του φορτωμένο, μα ξαφνικά ο γάιδαρος σκόνταψε στο χαντάκι, έπεσε στη λίμνη και πέθανε. Ο αγωγιάτης έτρεχε δεξιά-αριστερά, για να του δώσει  βοήθεια. Εκείνη την ώρα περνούσε ένας άλλος με το γάιδαρό του και αφού είδε οτι ο γάιδαρος στη λίμνη είχε καινούριο σαμάρι, έβγαλε από το δικό του το παλιό που είχε γδαρθεί τόσο με τα χρόνια και έβαλε το νέο που πήρε από την λίμνη.
Οι δυο αγωγιάτες άρχισαν τότε να φιλονικούν· ο ένας έλεγε πως ήταν το καινούργιο δικό του και ο άλλος πάλι έλεγε πως ήταν δικό του. Η βασίλισσα από πάνω βλέπει το άδικο και φωνάζει:

Να πάρει ο αγωγιάτης του ψόφιου γαϊδάρου το καινούργιο σαμάρι που ήταν δικό του.

Κι έτσι έγινε, αφού το διέταξε η βασίλισσα. Μαθαίνει ο βασιλιάς πως η βασίλισσα έκανε τη δίκη του σαμαριού και πάει στο παλάτι θυμωμένος κι αμέσως λέει:

Ανακατεύτηκες σε δουλειά που δεν ήταν δικιά σου! Να ετοιμαστείς να φύγεις, αφού δεν κράτησες τη συμφωνία μας.

Μα η όμορφη βασίλισσα που ήταν έξυπνη, του λέει:

Θα φύγω, αλλά κάνε μου την χάρη, το βράδυ να φάμε μαζί.

Ο βασιλιάς συμφώνησε με την επιθυμία της και το βράδυ δεν άργησε να έρθει. Στο τραπέζι και ενώ έτρωγαν, η βασίλισσα έβαλε στο κρασί του βασιλιά υπνωτικό και μόλις το ήπιε κοιμήθηκε αμέσως. Αμέσως διέταξε να ετοιμαστεί η βασιλική άμαξα. Έπειτα, διέταξε να βάλουν τον βασιλιά όπως ήταν κοιμισμένος μέσα και κατευθύνθηκαν στο σπίτι του πατέρα της. Ο πατέρας της όταν την είδε, τρόμαξε και την ρώτησε:

Τι τρέχει παιδί μου;

Εκείνη όμως του είπε πως ο βασιλιάς κοιμότανε και γι’ αυτό έπρεπε να κάνει ησυχία, για να μη ξυπνήσει από τις φωνές.  Πιάνουν ύστερα το βασιλιά και τον βάζουν στο κρεβάτι τους. Το πρωί όταν ξύπνησε ο βασιλιάς, κοίταξε καλά καλά, γιατί δεν ήξερε πού βρισκόταν. Χτυπά τα χέρια του και πάει μπροστά του η βασίλισσα και του λέει:

Τι θέλεις, Μεγαλειότατε;

Θέλω να μου πεις πού βρίσκομαι.

Βρίσκεσαι στο σπίτι του πατέρα μου.

Και ποιος σου έδωσε την άδεια να με φέρεις εδώ;

Αμέσως του δείχνει το χαρτί που είχαν υπογράψει, να διαλέξει δηλαδή ό,τι θέλει, να το πάρει από το παλάτι και να φύγει  και του λέει:

Εγώ ούτε τα πλούτη σου ήθελα ούτε τα καλά σου, μόνο εσένα ήθελα κι εσένα πήρα.

Ο βασιλιάς γέλασε τόσο πολύ που της είπε:

Μπράβο σου! Εσύ είσαι πιο έξυπνη από μένα και στο εξής σου δίνω το δικαίωμα να κρίνεις όλες μου τις υποθέσεις.

Κι έτσι, γύρισαν  πίσω στο παλάτι τους και ζήσανε όμορφα και ευτυχισμένοι τα χρόνια που ακολούθησαν.

(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, A΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σια A.E., 1994)

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Το ασημένιο κουδουνάκι

Japan-flagΠαραμύθι από την Ιαπωνία.

Στα παλιά τα χρόνια, σε ένα μικρό χωριό που βρίσκονταν κοντά στην θάλασσα, ζούσε ένας σοφός γέροντας με κάτασπρα μαλλιά και εξίσου κάτασπρο και μεγάλο μούσι. Ντυμένος με έναν πορτοκαλί χιτώνα, ξυπόλητος, απολάμβανε να κάθεται στη βεράντα του σπιτιού του και να αγναντεύει τη θάλασσα για ώρες. Επειδή ήτανε μόνος, προκειμένου να σπάει την μονοτονία της ησυχίας, είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στην άκρη της σκεπής της βεράντας του. Έτσι, με το παραμικρό φύσημα του αγέρα, το ασημένιο κουδουνάκι άρχισε να ηχεί μελωδικά. Κάπως έτσι περνούσε τις ώρες και τις μέρες του ο σοφός γέροντας.

41mSJyaGcDL._SL500_AA300_

Λίγο παρακάτω από το σπίτι του, ζούσε ένας φαρμακοποιός. Τα πράγματα τελευταία, δεν πήγαιναν καλά γι’ αυτόν. Οι δουλειές του πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, με αποτέλεσμα ο φαρμακοποιός να έχει πέσει σε βαθιά μελαγχολία. Έτσι, σκέφτηκε να επισκεφτεί τον σοφό γέροντα και να του ζητήσει την συμβουλή του. Όταν έφτασε στο σπίτι του, τον είδε να κάθεται γαλήνιος και ευτυχισμένος αγναντεύοντας την θάλασσα. Αρχικά απόρησε. Εκείνη την στιγμή, ένα μικρό αεράκι, έκανε το ασημένιο κουδουνάκι να ηχήσει μελωδικά και τότε όλες οι απορίες του φαρμακοποιού διαλύθηκαν. Οπλίστηκε με θάρρος και είπε στον σοφό γέροντα:

Καλέ μου γέροντα, μήπως σου είναι εύκολο, να μου δανείσεις για μια μέρα το ασημένιο κουδουνάκι σου; Αύριο, τέτοια ώρα, θα στο έχω επιστρέψει!

Ο γέροντας, χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, απάντησε:

Ναι…γιατί όχι; Μην ξεχάσεις να μου το επιστρέψεις όμως, γιατί αυτό είναι που διώχνει την μοναξιά μου και μου είναι αναγκαίο!

Ο φαρμακοποιός συμφώνησε, ευχαρίστησε τον σοφό γέροντα και υποσχέθηκε να του το επιστρέψει την επόμενη μέρα. Γύρισε αμέσως στο σπίτι του κι έβαλε το ασημένιο κουδουνάκι στον κήπο του, στο ψηλότερο σημείο ενός αναρριχώμενου φυτού. Το βραδινό αεράκι δεν άργησε να έρθει και το ασημένιο κουδουνάκι άρχισε να ηχεί ξανά, προσφέροντας έτσι χαλάρωση και γαλήνη στον φαρμακοποιό. Ξαφνικά άρχισε να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά, αισιόδοξα. Είδε την ζωή όμορφη και χωρίς να το σκεφτεί άρχισε να χορεύει.

Η μέρα πέρασε γρήγορα και έφτασε η στιγμή που έπρεπε ο φαρμακοποιός να επιστρέψει το ασημένιο κουδουνάκι…μα τίποτα. Οι ώρες περνούσαν κι ο γέροντας μάταια περίμενε να δει την εξώπορτά του να ανοίγει. Έτσι, αφού τελείωσε το μεσημεριανό φαγητό τους, ο γέροντας ζήτησε από ένα μαθητή του, τον Τσιάο, να πάει μέχρι το σπίτι του φαρμακοποιού, να δει τι συμβαίνει, να ζητήσει πίσω του κουδουνάκι και να το φέρει πίσω.

Ο Τσιάο, δίχως να χάσει στιγμή, ξεκίνησε για το σπίτι του φαρμακοποιού. Μόλις πέρασε την ξύλινη καγκελόπορτα της αυλής όμως, σάστισε από την όμορφη μελωδία που άκουσε, ενώ δεν πίστευε στα μάτια μόλις αντίκρισε τον φαρμακοποιό να χορεύει. Η αρχική παγωμάρα δεν άργησε να φύγει και την θέση της πήρε η … δράση. Ο Τσιάο δεν άντεξε, και υπέκυψε στον πειρασμό αρχίζοντας να χορεύει κι αυτός, ξεχνώντας τα λόγια του δασκάλου του. Τώρα χόρευαν κι οι δυο τους, ξέγνοιαστοι, χαλαροί και ευτυχισμένοι…μα οι ώρες περνούσαν κι ο σοφός γέροντας άρχισε να θυμώνει μιας και τώρα, εξαφανίστηκε κι ο μαθητής του. Τότε, φώναξε έναν άλλον μαθητή του, τον Κοτάρο. Πάνω-κάτω, τα ίδια είπε και σε αυτόν, με την διαφορά ότι αν δει στον δρόμο τον Τσιάο, να τον επιπλήξη για την ανυπακοή του.

Λίγες στιγμές αργότερα, ο Κοτάρο περνούσε την ξύλινη καγκελόπορτα του σπιτιού του φαρμακοποιού, λαχανιασμένος κι έτοιμος να βάλει τις φωνές, μα… πάγωσε όταν αντίκρισε τον φαρμακοποιό και τον Τσιάο, να χορεύουν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι υπό τους ήχους του ασημένιου κουδουνιού. Δεν άντεξε κι ενώ ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σε φωνές, τελικά ξέσπασε σε γέλια και χορό, ακολουθώντας τα βήματα των άλλων δύο..και οι ώρες περνούσαν.

Ο σοφός γέροντας κόντευε να σκάσει από την περιέργειά του και την ανυπομονησία του. Έτσι, αποφάσισε να πάει ο ίδιος εκεί και να δει τί γίνεται. Ξεκίνησε από το σπίτι του όταν άρχισε ο ήλιος να δύει κι αφού έφτασε έξω από το σπίτι του φαρμακοποιού, ετοιμάστηκε να χτυπήσει την πόρτα με την μαγκούρα του, όταν άκουσε γέλια, λαχανιάσματα και ήχους από το ασημένιο κουδουνάκι του. Έσπρωξε την πόρτα με την μαγκούρα του και ξαφνιάστηκε με το θέαμα που αντίκρισε. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το «πως» και το «γιατί», ο φαρμακοποιός με τους δύο μαθητές του, χόρευαν και γελούσαν ευτυχισμένοι και χαλαροί. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε, αλλά τελικά δεν άντεξε. Μια επιθυμία για χορό, τον έσπρωξε και πιάστηκε χέρι με χέρι με τον φαρμακοποιό, τον Τσιάο και τον Κοτάρο. Τώρα, χορεύανε κι οι τέσσερις μαζί. Χαρούμενοι, χαλαροί κι ευτυχισμένοι. Κι ύστερα γίνανε, πέντε…έξι…εφτά…αφού όποιος περνούσε από το σπίτι, ακούγοντας τα γέλια και τα λαχανιάσματα μαζί με τον ήχο από το ασημένιο κουδουνάκι, έμπαινε στην αυλή κι άρχιζε κι αυτός το χορό.

πήγε στο σπίτι του φαρμακοποιού όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν έφτασε εκεί είδε έκπληκτος τον Τσιάο και το φαρμακοποιό να χορεύουν χαρούμενοι στον κήπο. Και πριν καλά καλά το καταλάβει αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος που άρχισε να χορεύει κι εκείνος. Ο ήλιος κόντευε να δύσει και ο γέροντας ακόμα περίμενε το ασημένιο κουδουνάκι του. Τον έπιασε μια βαθιά μελαγχολία χωρίς τον ήχο του αγαπημένου του κουδουνιού. Τελικά δεν άντεξε άλλο και πήγε ο ίδιος να δει τι συνέβαινε. Σαν έφτασε επιτέλους στο σπίτι άκουσε τον ήχο του ασημένιου κουδουνιού και είδε στον κήπο, ανάμεσα στα λουλούδια, τον φαρμακοποιό και τους δυο μαθητές του, να χορεύουν χαρούμενα. Ο γέροντας απόρησε και δεν ήξερε τι εξήγηση να δώσει. Δεν έμεινε όμως πολύ ώρα έτσι. Η λύπη του εξαφανίστηκε και ένιωσε την επιθυμία να χορέψει. Πιάστηκε χέρι-χέρι με το φαρμακοποιό, τον Τσιάο και τον Κοτάρο και ευτυχισμένοι συνέχισαν να χορεύουν όλοι μαζί. Κι όποιος περνούσε απ το σπίτι του φαρμακοποιού το έριχνε κι αυτός στο χορό.

Και που ξέρεις…αν καμιά φορά βρεθείς στην Ιαπωνία, κι αν τύχει και περάσεις από το σπίτι του φαρμακοποιού, αφουγκράσου έξω από την πόρτα του. Αν ακούσεις γέλια, λαχανιάσματα κι ήχους από ασημένιο κουδουνάκι, μην ξαφνιαστείς και προπαντώς να μην ντραπείς…σπρώξε την πόρτα και μπες μέσα. Δώσε το χέρι σου σε κάποιον και σύρε στο χορό…!

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Η πεντάμορφη Ελενίτσα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο αδερφές. Η μία ήταν πολύ πλούσια και κακιά κι η άλλη πολύ φτωχιά και πολύ καλή. Η καλή γυναίκα είχε δύο παιδιά, την Ελενίτσα και τον Γιαννάκη. Η κακιά γυναίκα είχε μόνο ένα κοριτσάκι και το λέγανε Ανθούλα. Μία ημέρα, η καλή γυναίκα είπε στα παιδιά της:

 – Εγώ, παιδιά μου, θα πάω να μαζέψω χόρτα. Εσύ Γιαννάκη, να πας να μαζέψεις ξύλα κι εσύ Ελενίτσα, να πας στο πηγάδι για νερό.

Όταν η Ελενίτσα πήγε να βγάλει νερό, παρουσιάστηκαν μπροστά της τρεις γριές και της ζήτησαν νερό.

 – Πολύ ευχαρίστως…

…είπε η Ελενίτσα και έδωσε και στις τρεις γριές νερό για να πιούνε κι αυτές σε αντάλλαγμα της έδωσαν από μια ευχή. Η πρώτη της ευχήθηκε:

 – Όταν γελάς, να βγαίνουν από το στόμα σου ωραία τριαντάφυλλα.

Η δεύτερη γριά:

– Όταν κλαις, να γίνεται κατακλυσμός.

Και η τρίτη :

– Όταν περπατάς, να βγάζεις από τα πόδια σου χρυσάφι.

Ύστερα απ’ αυτά, η Ελενίτσα πήγε σπίτι της και η μάνα της άρχισε αμέσως να τη φωνάζει και να τη δέρνει διότι άργησε στο πηγάδι. Η Ελενίτσα τότε, άρχισε να κλαίει και ξαφνικά, άνοιξαν οι ουρανοί κι έγινε μεγάλος κατακλυσμός. Κανείς τους όμως δεν έδωσε σημασία. Ο αδερφός της ο Γιαννάκης την λυπήθηκε που έκλαιγε κι άρχισε να τη γαργαλάει για να την κάνει να γελάσει. Και το κατάφερε, αλλά ξαφνιάστηκε γιατί είδε ότι  άρχισαν να βγαίνουν από το στόμα της ωραία τριαντάφυλλα. Κάνει να περπατήσει μα σε κάθε βήμα της, βλέπουν από τα πόδια της να βγαίνει χρυσάφι. Η μαμά της απόρησε κι άρχισε να τη ρωτάει τι της συνέβηκε στο πηγάδι που πήγε για νερό. Αμέσως, η Ελενίτσα της διηγήθηκε ότι είδε τις τρεις γριές και η μητέρα της, της είπε ότι αυτές είναι οι μοίρες της. Με τα χρυσάφια αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι. Όταν το έμαθε η αδερφή της, θέλησε να κάνει κι αυτή το ίδιο. Χωρίς να εξηγήσει στην κόρη της την Ανθούλα τι συμβαίνει, την έστειλε στο πηγάδι για νερό. Η Ανθούλα νευριασμένη διότι έστειλε αυτή για νερό και όχι την υπηρέτρια της, έφυγε κλαίγοντας. Πήγε στο πηγάδι κι έβγαλε νερό κι αμέσως εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκαν μπροστά της οι τρεις γριούλες και της ζήτησαν νερό. Μα η Ανθούλα όπως ήταν νευριασμένη απάντησε στην πρώτη:

– Κουτσή δεν είσαι κυρά μου. Βάλε μόνη σου.

Όταν την πλησίασε η δεύτερη γριά η Ανθούλα της είπε:

– Στραβή δεν είσαι. Άντε να πάρεις μόνη σου.

Και στην τρίτη είπε:

  – Άσε με ήσυχη. Κουλή δεν είσαι. Τράβα να πάρεις κυρά μου.

Τότε οι τρεις γριές της δώσανε τρεις κατάρες:

– Η μούρη σου να γίνει σαν του γαιδάρου.

…είπε η πρώτη.

 – Τα πόδια σου, να γίνουν στραβά.

…είπε η δεύτερη.

 – Όταν γελάς, να γίνεται κατακλυσμός.

…της είπε η τρίτη κι έφυγαν όπως έφυγε και η Ανθούλα.

Μια μέρα, ο βασιλιάς βγήκε για κυνήγι. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει δυνατά κι ο βασιλιάς για να μη βραχεί, τρύπωσε στο σπίτι της Ελενίτσας. Μόλις είδε την Ελενίτσα, του άρεσε πάρα πολύ και ήθελε να την κάνει γυναίκα του. Μόλις το έμαθε αυτό η κακιά θεία της, πήγε στο νου της να κάνει κακό στην Ελενίτσα. Τότε λέει στην αδερφή της:

  – θέλεις να πάω εγώ την Ελενίτσα στο βασιλιά;

– Πολύ ευχαρίστως.

Πήρε λοιπόν τον Γιαννάκη, την Ελενίτσα και την κόρη της την Ανθούλα και μπήκαν στο καράβι. Όταν έφυγαν, η πλούσια θεία της Ελενίτσας, είχε πάρει μαζί της για το δρόμο πολλά γλυκά και κουλουράκια. Στο δρόμο που πήγαιναν, η Ελενίτσα δίψασε πάρα πολύ και ζήτησε από τη θεία της λίγο νερό.

– Θα σου δώσω νερό, αν καθήσεις να σου βγάλω το ένα σου μάτι.

απάντησε η θεία κι επειδή η Ελενίτσα διψούσε πολύ, κάθισε και της έβγαλε το μάτι. Καθώς προχωρούσαν, η Ελενίτσα ξαναδίψασε και ξαναζήτησε λίγο νερό.

– Θα σου δώσω, αν καθήσεις να σου βγάλω και το άλλο μάτι.

Και η δόλια η Ελενίτσα, επειδή δίψαγε πάρα πολύ, δέχτηκε και της το έβγαλε. Στον Γιαννάκη, ο οποίος καθόταν στεναχωρημένος, του είπε η θεία του να μη βγάλει τσιμουδιά. Τα ματάκια της Ελένης η θεία της τα έβαλε στην τσάντα της. Μα ξάφνου η Ελένη μεταμορφώθηκε σε περιστεράκι χωρίς ματάκια. Έφθασαν στο παλάτι με την Ανθούλα. Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε μόλις είδε την άσχημη κόρη της κακιάς γυναίκας και είπε:

– Αυτή η γυναίκα είναι άσχημη και καθόλου δεν μοιάζει με εκείνη που είχα δει.

 – Αχ! βασιλιά μου, μέσα στο καράβι που ερχόμαστε, την καταράστηκαν τρεις γριές, αλλά με τον καιρό θα ‘ρθούν πάλι οι ομορφιές της.

…απάντησε η κακιά γυναίκα κι επειδή φοβόταν μήπως ο Γιαννάκης τα μαρτυρήσει, είπε στο βασιλιά να τον κλείσει στη φυλακή. Στον κήπο του βασιλιά ήταν τρία μεγάλα κυπαρίσσια. Ένα πρωί, άκουσαν μια φωνή που έβγαινε από ένα περιστέρι κι έλεγε:

– Ο Γιαννάκης στη φυλακή, μπουκιά νερό-μπουκιά ψωμί, όπως καίγεται η καρδιά μου, να καεί και το κυπαρίσσι.

Και μόλις έφυγε το περιστέρι, το κυπαρίσσι έπιασε φωτιά. Ο βασιλιάς έβαλε σκοπούς να φυλάξουν και να πιάσουν εκείνον που έκαψε το κυπαρίσσι. Το άλλο πρωί, ακούστηκε ξανά η φωνή που έλεγε:

  – Ο Γιαννάκης στη φυλακή, μπουκιά νερό-μπουκιά ψωμί, όπως καίγεται η καρδιά μου, να καεί και το κυπαρίσσι.

Κι αμέσως πήρε φωτιά και το δεύτερο κυπαρίσσι. Το άλλο πρωί πάλι άκουσαν την ίδια φωνή να λέει:

– Ο Γιαννάκης στη φυλακή, μπουκιά νερό-μπουκιά ψωμί, όπως καίγεται η καρδιά μου, να καεί και το κυπαρίσσι.

Αλλά αυτή τη φορά δεν γλίτωσε το περιστέρι, γιατί το έπιασαν και αποφάσισαν να το σκοτώσουν. Μα μόλις το σκότωσαν, σείστηκε η γη κι ένα μεγάλο δέντρο πετάχτηκε παραδίπλα που έσκυψε και προσκύνησε τον βασιλιά. Τότε, οι αξιωματικοί του έπιασαν αμέσως και το έκοψαν κι αυτό. Ύστερα από κάμποσες μέρες, πέρασε απ’ έξω από το παλάτι ένας γέρος και βλέποντας τον κορμό του δέντρου το πήρε σπίτι του για να το κάψει στη φωτιά. Δεν πρόλαβε όμως να το βάλει στο τζάκι κι άκουσε μια φωνή:

       – Παππούλη, πονάω…

…κι αμέσως ο κορμός σκίστηκε κι από μέσα του πετάχτηκε η Ελενίτσα. Από την χαρά της που έγινε πάλι κορίτσι άρχισε να γελάει και βγήκαν από το στόμα της πολύ ωραία τριαντάφυλλα. Τα τριαντάφυλλα αυτά τα έδωσε στο γέρο και του είπε να πάει στο παλάτι και να φωνάζει δυνατά: «Όποιος μου δώσει δύο ματάκια, θα του δώσω τα ωραία αυτά τριαντάφυλλα…». Έτσι κι έγινε. Ο γέρος, πήρε τα τριαντάφυλλα και πήγε έξω από το παλάτι κι άρχισε να φωνάζει:

– Όποιος μου δώσει δύο ματάκια, θα του δώσω τα ωραία αυτά τριαντάφυλλα…

– Πάρε τα δύο αυτά ματάκια και δώσε μου τα τριαντάφυλλα,

…ακούστηκε η φωνή της κακιάς θείας που εκείνη την ώρα βρίσκονταν στο μπαλκόνι της. Ο γέρος πήρε τα μάτια κι έτρεξε χαρούμενος στην Ελενίτσα και της τα έδωσε. Τότε η Ελενίτσα του διηγήθηκε όλα τα παθήματα της. Οι μέρες περνούσαν και  η Ελενίτσα πήγε στο παλάτι. Μόλις την είδε η θεία της τα έχασε και διέταξε να τη βγάλουν αμέσως έξω. Ο βασιλιάς όμως σηκώθηκε αμέσως και διέταξε δύο στρατιώτες να πιάσουν και να δέσουν τη θεία της Ελενίτσας σε δύο άλογα και να τη σύρουν έως το δάσος. Έδιωξε και την Ανθούλα από το παλάτι, βγάλανε και τον Γιαννάκη από τη φυλακή και παντρεύτηκε ο βασιλιάς την Ελενίτσα και μαζί με τον γέρο και τη μαμά της που μετακομίσανε στο παλάτι  ζήσανε ευτυχισμένοι και αγαπημένοι.

Ψέμματα ή αλήθεια έτσι λεν’ τα παραμύθια!

Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: | 2 Σχόλια

Οι τρείς λίρες

Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια, σ’ έναν τόπο μακρινό, ζούσε ένα ζευγάρι πολύ αγαπημένο. Κάθε πρωί ο άνδρας έπαιρνε το σάκο του και κατέβαινε στην πόλη να βρει δουλειά. Μάταια όμως. Δουλειές υπήρχαν, αλλά όχι γι’ αυτόν. Πέρασε λίγος καιρός και η γυναίκα του, του ανακοίνωσε ότι περιμένει παιδί. Η είδηση αυτή τον ταρακούνησε και πήρε μια μεγάλη απόφαση. Να ταξιδέψει στην Ανατολή. Να δουλέψει εκεί για να μπορεί να ζήσει τη γυναίκα του και το παιδί τους.
Πήρε λοιπόν τα πράγματά του και ξεκίνησε για την  Ανατολή. Περπάταγε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, μα δε βρήκε κανένα μέρος, κανένα χωριό, παρά μόνο την τέταρτη μέρα ξεπρόβαλαν μπροστά του κάτι μικρά σπιτάκια. Εκεί δούλεψε λίγο. Την μια σε κάτι κτήματα ενός γεωργού. Την άλλη σε κάτι αμπελώνες. Πότε από εδώ και πότε από εκεί, κατάφερε και με την δουλειά του, πήρε λίγο ψωμί και συνέχισε να περπατά ψάχνοντας να βρει καλύτερη τύχη. Είχε κουραστεί τόσο πολύ, μα σκεφτόταν τη γυναίκα του και χαμογελούσε κι αυτό του έδεινε δύναμη για να συνεχίσει.

Στις δέκα μέρες που περιπλανιώτανε, βρέθηκε σ’ ένα πιο μεγάλο κτήμα. Χτυπάει την πόρτα και όταν άνοιξε  είπε στον ιδιοκτήτη:

– Είμαι πεινασμένος, διψασμένος. Σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο ψωμί, λίγο νερό και  εγώ θα δουλέψω για εσένα.

Τον κοίταξε ο άνθρωπος, που είχε το κτήμα και του απάντησε:

– Εντάξει λοιπόν… θα σε κρατήσω.

Έτσι κι έγινε. Τον κράτησε κι άρχισε να δουλεύει αμέσως με πολύ χαρά και υπομονή.  Πέρασε ένας χρόνος και το φαγητό δε του έλειψε. Πέρναγε καλά, αλλά δεν τολμούσε να του ζητήσει χρήματα. Κάπως έτσι, πέρασε και ο δεύτερος χρόνος, πέρασε και τρίτος χρόνος και τίποτα! Κάποια στιγμή, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, αποφάσισε και είπε στον κτηματία:

– Αφεντικό, είχα και μια γυναίκα, η οποία θα μ’ έχει ξεχάσει, τώρα πια. Δε νομίζεις, ότι πρέπει να πάω στο σπίτι μου, να δω τη γυναίκα μου; Θα έχει γεννήσει κιόλας και το παιδί μου θα έχει μεγαλώσει. Αλλά τόσο που έμεινα εδώ, φοβάμαι ότι θα μ’ έχει ξεχάσει!

Αφού σκέφτηκε ο κτηματίας, του είπε:

– Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, που κάθισες δέκα ολόκληρα χρόνια στην δούλεψή μου και με βοήθησες. Ναι, να πας στη γυναίκα σου!

– Πότε θα φύγω, αφεντικό;

– Αύριο κιόλας!

Ο ήρωας της ιστορίας μας, δεν έχασε καθόλου καιρό. Ετοιμάστηκε και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι του.

– Να σε χαιρετήσω, αφεντικό…

του είπε, ελπίζοντας ότι θα του έδινε χρήματα για τη δουλειά που έκανε όλα αυτά τα χρόνια, μα το μόνο που του έδωσε ήταν έναν σάκο και του είπε:

– Αυτά τα τρία ψωμιά είναι για το σπίτι σου!

…και την ίδια στιγμή, ανοίγοντας το χέρι του έβαλε στην παλάμη και τρεις χρυσές λίρες. «Τρεις λίρες για δέκα χρόνια;» σκέφτηκε ο φίλος μας, αλλά δεν είπε τίποτα στον κτηματία, παρά μόνο ένα «Ευχαριστώ» και ξεκίνησε να φύγει δυσαρεστημένος. Δεν πρόλαβε να κάνει πέντε βήματα, αλλά άκουσε τον κτηματία να τον φωνάζει.

– Για έλα εδώ!

– Τι ’ναι, αφεντικό;

– Δώσε μου τη μια χρυσή λίρα!

Τι να κάνει ο φίλος μας…έβγαλε και του έδωσε πίσω την μια λίρα.

– Απ’ τον παλιό δρόμο που ’ρθες, απ’ τον παλιό δρόμο να πας!

– Εντάξει…Ευχαριστώ, αφεντικό!

– Αντίο, αντίο!…

Και γυρίζει να φύγει πάλι, μα προτού προλάβει να κάνει δέκα βήματα ακούει και πάλι τον κτηματία να του λέει:

– Για έλα δω! Δώσ’ μου την άλλη λίρα!

Τι να κάνει…βγάζει και του δίνει και την δεύτερη λίρα και ο κτηματίας του αποκρίθηκε:

– Τα μη σε μέλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην έχεις!

Χαιρετήθηκαν και πάλι, κίνησε ο φίλος μας να φύγει, μα ο κτηματίας τον σταμάτησε και πάλι λέγοντάς του:

– Δώσ’ μου και την άλλη λίρα!

Και για άλλη μια φορά υπάκουσε, και έδωσε και την τρίτη λίρα για να ακούσει τον κτηματία να του λέει:

– Υπομονή βασιλεύει.

Έτσι, του πήρε τις λίρες και αυτός μ’ έναν σάκο βαρύ στον ώμο, έφυγε και δεν είπε τίποτα. Στα μισά του δρόμου βλέπει ένα καινούριο δρόμο που έλεγε πως πάει για το χωριό του. Πήγε να περάσει τον καινούριο δρόμο αλλά θυμήθηκε τα λόγια του κτηματία: «Από τον παλιό δρόμο που ’ρθες, από τον παλιό δρόμο να πας» και έτσι, δεν ακολούθησε  τον καινούριο, παρά μόνο αυτόν από τον οποίο είχε έρθει. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί και πολύ και ξαφνικά αντίκρυσε μπροστά του ένα σπίτι φτιαγμένο από ανθρώπινα κεφάλια! Εκείνη τη στιγμή συναντάει κάποιον και ετοιμάζεται να τον ρωτήσει για το σπίτι , αλλά αμέσως θυμήθηκε την άλλη συμβουλή που του έδωσε το αφεντικό του: «Τα μη σε μέλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην έχεις!» Και όπως μάθαμε μετά, αυτός που καθότανε εκεί, έκοβε τα κεφάλια όποιων του μιλούσανε κι έτσι είχε χτίσει το σπίτι. Περπάτησε…περπάτησε… περπάτησε αρκετά, περίπου δέκα μέρες, μέχρι που κάποτε, έφτασε στο χωριό του και στο σπίτι του. Μα πριν μπει, σκύβει και κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα και βλέπει τη γυναίκα του και ένα αγόρι το οποίο όμως το πέρασε για άντρα. Αμέσως θύμωσε και εξοργίστηκε.

– Εγώ να λείπω τόσα χρόνια για να δουλέψω και η γυναίκα μου με ξέχασε κιόλας. Κι όχι απλά με ξέχασε, αλλά βρήκε και άλλον άντρα.

Αρπάζει λοιπόν μια τσάπα που υπήρχε έξω από την πόρτα και ετοιμάζεται να μπει και να ορμήξει του άντρα, μα αμέσως του ήρθε στο μυαλό η τρίτη συμβουλή που του είχε πει ο κτηματίας: «Η υπομονή βασιλεύει!» Αφήνει λοιπόν την τσάπα στην θέση της και χτύπησε την πόρτα. Όταν η γυναίκα του άνοιξε και τον αντίκρυσε, η χαρά της ήταν μεγάλη και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Σαν πέρασε μέσα και ήρθε αντιμέτωπος με το παιδί, η γυναίκα του του είπε:

– Από εδώ ο γιος σου.

– Να σας πω τον πόνο μου. Δέκα ολόκληρα χρόνια δούλευα σ’ έναν πολύ τίμιο άνθρωπο αλλά μου ’δωσε τρία χρυσά φλουριά κι ύστερα μου τα πήρε για να μου δώσει τρεις συμβουλές, που μ’ έσωσαν, μέχρι να ’ρθω να σας βρω. Το μόνο που μου  απόμεινε είναι τα τρία ψωμιά που έχω στο δισάκι μου, και που μου όρισε να τα φάω μαζί σας.

Στρώνει η γυναίκα το τραπέζι για να φάνε κι ο άντρας βγάζει το πρώτο δέμα που είχε το πρώτο ψωμί. Μα μόλις το άνοιξε, σκορπίστηκαν από μέσα κάμποσες χρυσές λίρες. Κάνει να ανοίξει το δεύτερο, άλλες τόσες και περισσότερες λίρες σκορπίστηκαν στο τραπέζι. Κάνει να ανοίξει το τρίτο, μα εκείνο ακόμα καλύτερα…ήταν γεμάτο φλουριά χρυσά. Μόνο τότε κατάλαβε ο φίλος μας, ότι το αφεντικό του κρατούσε τις λίρες για να τον βοηθήσει..

Ψέμματα ή αλήθεια, έτσι λεν’ τα παραμύθια!

Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: | Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: