Παραμύθι στην τύχη

  • Ήλιος και Φεγγάρι / The Sun and the Moon
    Read the english version.

    Ήτανε μια φορά ένας γέρος και μια γριά, που δεν είχανε παιδιά ούτε και μεγάλη περιουσία, το σπιτάκι τους μονάχα και ένα αμπέλι. Ένα πρωί, καθώς ο γέρος πήγαινε να σκάψει το αμπέλι του, βλέπει τον ήλιο και το φεγγάρι να μαλώνουν. Σαν είδαν το γέρο, τα δυο άστρα σταματήσανε τον καβγά και του είπαν

    Καλημέρα παππούλη! Θέλεις να μας λύσεις μια διαφορά;

    Γιατί όχι φίλοι μου; Φτάνει να μπορώ.

    Να μας πεις, ποιος από τους δυο μας είναι καλύτερος για τον κόσμο.

    Και οι δυο το ίδιο καλοί είστε . Ο ήλιος φέγγει και δημιουργεί την ημέρα και το φεγγάρι τη νύχτα.

    Μπράβο παππούλη! Η απάντησή σου πολύ μας ευχαρίστησε . Πες μας τώρα ποια χάρη θέλεις να σου κάνουμε για τη δίκαιη κρίση σου.

    Τίποτα δε θέλω. Μα, αν επιμένετε, ό,τι και να μου χαρίσετε, εγώ θα είμαι ευχαριστημένος.

    Για άλλη μια φορά μπράβο, παππούλη! Πάρε τώρα τούτη την κότα κι άμα περπατήσεις το μισό δρόμο και θέλεις χρυσά φλουριά, να την αφήσεις χάμω και να της πεις «γένησε κότα χρυσά φλουριά». Κι η κότα θα γεννήσει και θα γεννάει κάθε φορά που θα έχεις ανάγκη…

    …είπαν ο ήλιος και το φεγγάρι κι εξακολούθησαν το δρόμο τους στον ουρανό. Γεμάτος χαρά ο γέρος γυρίζει για το σπίτι . Όταν περπάτησε το μισό δρόμο και κόντευε να φτάσει, αφήνει την κότα χάμω και της λέει:

    Γένησε κότα χρυσά φλουριά…

    …και η κότα του γέννησε μια χούφτα φλουριά. Την πηγαίνει στο σπίτι και λέει της γριάς το μυστικό. Της συσταίνει να μην τα πει πουθενά και τους κλέψουν τη κότα. Την επόμενη μέρα πήγε στο μάστορα και του ζήτησε να του φτιάξει ένα όμορφο κοτέτσι. Ο μάστορας πήρε τα εργαλεία του και πάει στο σπίτι για το κοτέτσι, ενώ ο γέρος με την αξίνα του ξεκίνησε για το αμπέλι. Η γριά βλέποντας το μάστορα να δουλεύει και περήφανη και ξιπασμένη καθώς ήταν, από δω το είχε , από κει το είχε δεν κρατήθηκε να μη φανερώσει το μυστικό. Βάζει την κότα δίπλα του και της λέει:

    Γένησε κότα χρυσά φλουριά…

    …κι η κότα γέννησε αμέσως ένα σωρό φλουριά. Πονηρός ο μάστορας χωρίς λέξη να βγάλει από το στόμα του, φεύγει την ίδια ώρα για το σπίτι του. Βάζει σε ένα σακούλι μια κότα όμοια στο χρώμα και στο μπόι με την κότα της γριάς, γυρίζει πίσω κι όταν πήγε η γριά να μαγειρέψει, βρίσκει το καιρό και αλλάζει τις κότες. Κατά το βραδάκι ετοίμασε το κοτέτσι, παίρνει το σακούλι του και έφυγε για το σπίτι του, σα να μην έτρεχε τίποτα. O γέρος και η γριά βάλανε τη κότα στο κοτέτσι και την πρόσεχαν καλά. Δεν είχανε φανταστεί το παιχνίδι, που τους είχε σκαρώσει ο μάστορας. Ένα μεσημέρι χρειαστήκανε λεφτά για να αγοράσουν ένα περιβόλι. Βάζουν την κότα χάμω και της λένε:

    Γένησε κότα χρυσά φλουριά…

    …μα εκείνη, αντίς για φλουριά, τους άφησε στη χούφτα του γέρου μια τρανή κουτσουλιά. Στο μεταξύ κατάλαβε τι είχε συμβεί, πάει στο μάστορα και του ζητάει την κότα του. Ο μάστορας αρνήθηκε τα πάντα κι από πάνω με βρισιές και σπρωξιές έδιωξε το γέρο από το σπίτι του.

    Ούτε σε είδα, ούτε σε ξέρω. Κι αν ξανάρθεις στο σπίτι μου, θα σε χτυπήσω άσχημα.

    …του απάντησε ο μάστορας. Το φύσαγε και δεν κρύωνε ο γέρος, αλλά ήτανε ανήμπορος να κάνει κάτι άλλο. Την άλλη μέρα πήρε πάλι την αξίνα του και τράβηξε κατά τα αμπέλι. Στο δρόμο βλέπει ξανά τον ήλιο και το φεγγάρι να μαλώνουν.

    Για σταθείτε φίλοι μου. Τι έχετε και μαλώνετε πάλι ;

    Μας είπες αλήθεια παππούλη πως κι οι δυο μας είμαστε το ίδιο και κανένας δεν είναι καλύτερος από τον άλλο;

    Nαι φίλοι μου. Ο ήλιος φαντάζει τη μέρα και το φεγγάρι τη νύχτα.

    Πάλι μας ευχαρίστησες παππούλη. Τι θέλεις τώρα να σου χαρίσουμε ;

    Ό,τι θέλετε εσείς, φίλοι μου. Εγώ θα είμαι ευχαριστημένος.

    Πάρε τώρα αυτό το τραπεζομάντιλο. Άμα περπατήσεις το μισό δρόμο και πεινάς, άνοιξέ το και ζήτησε ό,τι φαγητό θέλεις. Θα το έχεις την ίδια στιγμή και κάθε φορά που θα πεινάς, το τραπεζομάντιλο θα σου δίνει από όλα και θα χορταίνεις. Πρόσεξε όμως καλά μην πάθεις το ίδιο που έπαθες με την κότα.

    Θα προσέχω τώρα. Δεν την ξαναπαθαίνω…

    …είπε ο γέρος και γύρισε στο σπίτι του. Στα μισά του δρόμου ανοίγει ο γέρος το τραπεζομάντιλο και βρίσκει ό,τι επιθύμησε η καρδιά του. Έφαγε καλά, διπλώνει το τραπεζομάντιλο και πάει ίσια στο σπίτι του.

    Άκου γριά. Οι φίλοι μου σήμερα, μου χάρισαν τούτο το τραπεζομάντιλο, που όποτε πεινάμε θα το ανοίγουμε και θα βρίσκουμε τα φαγητά που επιθυμούν οι καρδιές μας. Έχε όμως το νου σου να μη μας το πάρουν σαν την κότα. Γι’ αυτό τσιμουδιά σε κανέναn. Ούτε είδες, ούτε ξέρεις.

    Μείνε ήσυχος γέρο μου. Θα προσέχω!

    Πέρασε κάμποσος καιρός. Ο γέρος έπαψε να δουλεύει στο αμπέλι και τίποτα δεν τους έλειπε. Περνούσαν ζωή χαρισάμενη. Ωστόσο, η γριά δεν ησύχασε και μια μέρα λέει στο γέρο να καλέσουν σε τραπέζι το βασιλιά.

    Καλά, ας τον καλέσουμε…

    …λέει ο γέρος. Ο βασιλιάς δεν μπορούσε να εξηγήσει από που και ως που η πρόσκληση του γέρου. Τελικά πήγε στο τραπέζι από περιέργεια και η περιέργεια έγινε τρομερό ξάφνιασμα σαν είδε το τραπεζομάντιλο να παρουσιάζει στη στιγμή όποιο φαγητό και αν του ζητούσαν. Αφού χόρτασαν καλά και σηκώθηκε ο βασιλιάς να φύγει, λέει στο γέρο.

    Εσένα αυτό το τραπεζομάντιλο δε σου χρειάζεται. Δίπλωσέ το να το πάρω στο παλάτι. Εκεί είναι η θέση του.

    Μα βασιλιά μου…

    Σιωπή γέρο μη διατάξω και σε κλείσουν στη φυλακή!

    Έτσι βούτηξε ο βασιλιάς το τραπεζομάντιλο και πάει… Την άλλη μέρα, πρωί – πρωί, ξανά ο γέρος για το αμπέλι. Στο δρόμο βλέπει πάλι τον ήλιο και το φεγγάρι να μαλώνουν. Δεν πρόφτασε να τους πει καλημέρα και του κάνανε την ίδια ερώτηση. Ο γέρος τους απάντησε τα ίδια:

    Ο ήλιος αξίζει τη μέρα και το φεγγάρι τη νύχτα.

    Χωρίς άλλη κουβέντα τώρα, δώσανε στο γέρο ένα ξύλο και του είπαν:

    Μη λάχεις και πεις σε αυτό το ξύλο «μη χτυπάς ξύλο», γιατί ύστερα εσύ θα δεις τι θα πάθεις.

    Ο γέρος πήρε το ξύλο κι έφυγε για το σπίτι του. Μόλις περπάτησε στα μισά του δρόμου, θέλησε από περιέργεια να δοκιμάσει το ξύλο, για να δει ποια ήταν η δύναμη του και του λέει:

    Μη χτυπάς ξύλο…

    Στη στιγμή το ξύλο άρχισε να τον βαράει στο κεφάλι, στις πλάτες, στα χέρια και στα πόδια και τον έκανε του αλατιού. Είδε κι έπαθε ο γέρος να το σταματήσει. Πονούσε πάρα πολύ, μα δεν τον ένοιαζε. Είχε το σκοπό του. Πάει πρώτα στο μάστορα και του λέει:

    Δώσε μου γρήγορα μάστορα την κότα γιατί δεν ξέρεις τι σε περιμένει.

    Σου είπα γέρο να μην ξαναπατήσεις στο σπίτι μου…

    …φώναξε θυμωμένος ο μάστορας και πήγε να χιμήξει πάνω του.

    Μη χτυπάς ξύλο…

    …λέει ο γέρος και το ξύλο αρχίζει να χτυπάει το μάστορα αλύπητα και να μη σταματάει.

    Aμάν γέρο, λυπήσου με. Πάρε την κότα σου και άμε στο καλό.

    Ο γέρος πήγε την κότα στο κοτέτσι της. Από εκεί μια και δυο πάει στο βασιλιά και του λέει:

    Βασιλιά, φτάνει πια τόσο καιρό που κρατάς το τραπεζομάντιλο μου. Δώσε το τώρα.

    Πιάστε τον!

    Φωνάζει ο βασιλιάς στη φρουρά του, μα πριν προλάβουν να κινηθούν λέει και πάλι ο γέρος:

    Μη χτυπάς ξύλο…

    Το ξύλο άρχισε να χτυπάει το βασιλιά με όλη του τη δύναμη. Οι στρατιώτες της φρουράς τα χάσανε και μείνανε ακίνητοι.

    Σταμάτησέ το γέρο…

    …παρακαλεί τώρα ο βασιλιάς.

    Πάρε το τραπεζομάντιλό σου και άμε στο καλό.

    Έτσι ο γέρος πήρε και το τραπεζομάντιλό του, γύρισε χαρούμενος στο σπίτι του, έβαλε την κότα και του γέννησε φλουριά, άνοιξε και το τραπεζομάντιλο κι έφαγαν με τη γριά του του κόσμου τα φαγητά. Από τότε ούτε πείνασαν ούτε κι άλλη ανάγκη είχαν και ζήσανε καλά….κι εμείς καλύτερα.


    Once upon a time there was an old man and an old lady. They didn’t have children or money. They had only a small house and a vineyard. One morning, while the old man was going to his vineyard, he saw the sun and the moon fighting. When they saw him, they stopped fighting and told him:

    “Good morning old man. Can you help us? We have a quarrel.”

    “Why not my friends? If I can…..” he answered.

    “Tell us, who is the best for the world?” they asked him

    “You are both good! The sun shines and brings the day and the moon brings the night.”

    “Well done old man!  Your answer really pleased us. Now tell us , what would you like as a gift?”

    “Nothing! But if you insist, I’ll be glad with any present!”

    “For one more time, well done old man! Take this chicken and if you walk half the way and you want gold coins, put her down and tell her: Chicken, lay gold coins! And the chicken will lay gold coins for you, and it will lay some, every time you need them….”

    The old man, full of joy took the way back home. When he walked half the way and he was almost there, he put the chicken down and said: “Chicken, lay gold coins”……….

    ………and the chicken laid a few cold coins. He brought the chicken to his wife and told her not to tell anybody about their secret, because some people might want to steal her.

    The next day, he went to a carpenter and asked him to make a roost. The carpenter took his tools and went to the small house, where the old lady was waiting.  While the carpenter was working, the old lady wanted to brag about the chicken, and finally she told him the secret! She put the chicken close to him and she said: “Chicken, lay gold coins”……………..

    ……and the chicken laid a lot of them. The wily carpenter returned to his house, put a similar chicken in a bag, went back to the small house and while the old lady was cooking, he found the chance and switched the two chickens. In the evening the roost was ready. The carpenter took his bag and left, as if nothing had happened. The old couple put the chicken in the roost and they were taking care of it. They couldn’t imagine what the carpenter had done!

    One day, they needed money to buy a field. They put the chicken down and they said:

    “Chicken, lay gold coins!”………but instead of gold coins, the chicken left droppings on the old man’s hand. It was then, when they understood what had happened! The old man went to the carpenter and asked  the chicken back . The carpenter denied everything and threw the old man out of the house.

    “I have never seen you, I don’t know you. Don’t come back here, I’ll beat you hard!

    The old man felt helpless, he couldn’t do anything else. The next day he took his pickaxe and he took the way to his vineyard. Suddenly, he saw again the sun and the moon fighting.

    “What’s wrong my friends? Why are you fighting again?” he asked

    “Did you tell us the truth when you said that we are both good and nobody is better than the other?

    “Sure, my friends! The sun is great during the day and the moon during the night.”

    “Thank you old man! What would you like as a present?”

    “Anything you like my friends. I’ll be glad”

    “Take this tablecloth. If you walk half the way and you feel hungry, open it and ask any food you like. You will have it right away and every time you are hungry, the tablecloth will give you anything you wish. But be careful!! You don’t want to have the same problem as you had with  the chicken!!

    “Of course I’ll be careful!!!!” the old man answered. When he walked half the way, he opened the tablecloth and found whatever he wished for. He ate well, folded the tablecloth and went back home.

    He told his wife: “Listen to me, my friends gave me this tablecloth and every time we are hungry we will open it and we will eat whatever we wish. But be careful! We don’t want to lose it as we lost the chicken. So don’t tell anybody!!

    “Don’t worry, I’ll be careful!”

    The time passed. The old man stopped working and they had everything they wanted. But the old lady one day told her husband to invite the king for dinner.

    “OK, let’s invite him” the old man said.

    The king couldn’t explain why the old man invited him. Finally he went to the dinner out of curiosity and his curiosity became a big surprise when he saw the tablecloth  presenting  any food they asked for. After eating, the king stood up and said:

    “You don’t need this tablecloth. Fold it and I will take it with me to the palace. This is where it belongs!”

    “But your majesty….”

    “Quiet! Or else I’ll order to put you into jail.

    So, the king took the tablecloth and left. The next day, early in the morning, the old man took the way to his vineyard again. While he was walking, he saw the sun and the moon fighting again! They asked him the same question and he answered again that the sun is great during the day and the moon during the night.

    Without second word, they gave him a wooden stick and they told him:

    “Don’t say to this stick “don’t hit, stick”, because you’ll see what will happen to you!”

    The old man took the stick and left . When he walked half the way he wanted to try the stick  to see what was its strength . He said: “Don’t hit, stick!”

    The stick started beating him on his head, his back, his arms and his legs. Finally he managed to stop it. The old man was in pain but he didn’t care. He had a plan!

    First he went to the carpenter and told him: “Give me back my chicken, or else you don’t know what will happen to you!”

    “I told you not to come back here” the carpenter shouted and tried to beat the old man.

    “Don’t hit, stick!” the old man said and the stick started beating the carpenter!

    “Mercy, old man! Here, take your chicken!”

    The old man put the chicken in the roost and then he went to the king.

    “Your majesty, you have kept the tablecloth too long. That’s enough! Now, give it back to me.”

    “Catch him” the king ordered and called his guards.

    The old man said: “Don’t hit, stick!”

    The stick started beating the king and the guards stayed still.

    “Stop it old man!” the king begged. “Here, take your tablecloth”

    The old man took the tablecloth, returned happily to his house, made the chicken to lay some more gold coins, opened the tablecloth and they ate with his wife as much as they wanted. Since then, they never felt hungry again neither did they need anything else…………and they lived happily ever after!

    Οι μεταφράσεις και αποδόσεις των παραμυθιών στα αγγλικά γίνονται από το μέλος των Παραμυθάδων και Διευθύντρια του Φροντιστηρίου Ξένων Γλωσσών Σ. Καλογραία (Ομονοίας 60) Ξανθούλα Στογιαννίδου.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.