Author Archives: theodoreblue3

Το βασιλόπουλο κυνηγός

Αφηγητής είναι ο Αθανάσιος Παχαταρίδης, ο οποίος γεννήθηκε το 1916 και κατάγεται από την Σκόπη – Αγυρνάς Καισάρειας.

Παραμύθι μύθι μύθι, το κουκί και το ρεβύθι!!

castle in forestΜια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε έναν γιο. Ο βασιλιάς αρρώστησε και μετά από λίγο πέθανε αφήνοντας πίσω του μια χήρα και ένα ορφανό. Το βασιλόπουλο αγαπούσε πολύ το κυνήγι. Έβγαινε με το τουφέκι και τα σκυλιά του, χτυπούσε τις περισσότερες  φορές λαγούς, πέρδικες, αγριόχηνες και αγριογούρουνα. Σχεδόν πάντα υπήρχε στο παλάτι φαγητό από τα θηράματά του που μαγείρευε η μητέρα του. 

Μια μέρα που βγήκε για κυνήγι στο βουνό ακούει τα σκυλιά του να γαβγίζουν διαφορετικά από τις άλλες φορές. Από το γάβγισμά τους υπέθεσε ότι δεν κυνηγάνε κάποιο ζώο. Κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο και περίμενε να δει τι συμβαίνει. Ξαφνικά βλέπει έναν καβαλάρη σε άλογο να κρατάει σφιχτά μια κοπέλα στα χέρια του. Το κορίτσι φαινόταν ταλαιπωρημένο και στεναχωρεμένο και έτσι συμπέρανε ότι την είχε κλέψει. Όταν απομακρύνθηκαν λίγο, το βασιλόπουλο πυροβολάει στον αέρα. Ο καβαλάρης αφήνει το κορίτσι από τα χέρια του και συνεχίζει με το άλογό του. Πηγαίνει το βασιλόπουλο κοντά στο κορίτσι και το ρωτάει:

– Πες μου κοπέλα μου ποια είσαι και από πού; Πες μου να χαρείς πνεύμα ή ζωντανή ύπαρξη είσαι;

– Ούτε πνεύμα είμαι, ούτε πετούμενο. Είμαι η θυγατέρα του βασιλιά που κυβερνάει στον πέρα κάμπο, απαντάει η κοπέλα.

– Κόρη του άρχοντα και βασιλιά. Περίμενε δέκα λεπτά εδώ που είσαι. Εγώ θα χτυπήσω γρήγορα έναν λαγό και θα σε πάω στον πατέρα σου.

Έφυγε το βασιλόπουλο και πήγε να κυνηγήσει. Το κορίτσι κάθισε κάτω από έναν ίσκιο και περίμενε. Δεν πρόλαβε να πάρει πέντε ανάσες και βλέπει εκείνον που την είχε αρπάξει να έρχεται καταπάνω της. Το κορίτσι φοβήθηκε πολύ και σκεφτόταν με αγωνία τι να κάνει όταν ξαφνικά έπεσε μια αστραπή από τον συννεφιασμένο ουρανό που έριξε κάτω, τυφλωμένο τον άνδρα. Αυτός άρχισε να κλαίει και να τσιρίζει από τον πόνο. Φώναξε τρεις φορές ένα γυναικείο όνομα. Τότε κατεβαίνει ένα σύννεφο από τον ουρανό και φέρνει μαζί μια όμορφη κοπέλα, ντυμένη στα λευκά, που στέκεται κοντά του. Γονατίζει, φιλάει το πληγωμένο παλικάρι μια φορά στο μέτωπο και οοπ… αυτό στάθηκε όρθιο στα πόδια του. Στο μέρος που έπεσε η αστραπή, σχηματίστηκε ένας λάκκος και το χώμα του ήταν κατάμαυρο σαν κάρβουνο. Σκύβει η ασπροντυμένη κοπέλα, παίρνει λίγο χώμα και το τινάζει στα μάτια του παλικαριού. Εκείνος αμέσως ανοίγει τα μάτια του και πήρε βαθιά ανάσα.

– Εγώ σε θέλω για δικό μου, του λέει η κοπέλα που κατέβηκε από τον ουρανό.

– Εσύ γεννήθηκες για μένα, λέει το παλικάρι.

Σιγά σιγά πυκνώνει το σύννεφο, τους παίρνει και τους δυο και μαζί χάθηκαν στον ουρανό. Το κορίτσι που παρατηρούσε την όλη σκηνή, σκύβει, παίρνει λίγο από το καρβουνισμένο χώμα, το βάζει σε ένα μαντήλι και το κρύβει στον κόρφο της. Μετά από λίγο έρχεται το βασιλόπουλο κρατώντας δυο λαγούς, έναν στο ένα χέρι κι έναν στο άλλο. Αντί να είναι χαρούμενος όμως, ήταν σκεπτικός. Η κοπέλα που το πρόσεξε, τον ρώτησε:

– Τι έχεις παλικάρι και είσαι στεναχωρεμένος;

Το βασιλόπουλο κάθισε λίγο πλάι της και έδειξε ότι ήθελε να αποφύγει την απάντηση. Αφήνει απλώς τους δυο λαγούς που κρατούσε στο χώμα. Μόλις οι λαγοί πάτησαν στο χώμα, άρχισαν να παίζουν λαγίσια παιχνίδια κοντά τους, χωρίς να απομακρύνονται.

– Βλέπεις, λέει το παλικάρι. Έτσι έπαιζαν και όταν τους έβαλα στο στόχαστρο με το τουφέκι μου. Έλαμψε μια αστραπή και ακούστηκε ένας κρότος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι λαγοί να έρθουν και να σταθούν μπροστά στα πόδια μου. Αυτό δεν μου έχει ξανασυμβεί. Δεν θα τους σκοτώσω, ας απολαύσουν την ζωή τους!

Το βασιλόπουλο και η βασιλοπούλα παίρνουν τον δρόμο για το παλάτι, όπου βασίλευε ο πατέρας της κοπέλας. Ο βασιλιάς, σαν τους είδε, χάρηκε πολύ και πρότεινε να φιλοξενήσει το γενναίο άνθρωπο που έφερε την κόρη του. Καθώς μιλούσε μαζί του κατάλαβε ότι του αρέσει το κυνήγι και του λέει:

– Όσες μέρες θα μείνεις εδώ σου δίνω την άδεια να πηγαίνεις για κυνήγι στα δασωμένα βουνά της χώρας μου, όπου υπάρχουν πολλά άγρια ζώα.

Την επόμενη μέρα, πρωί – πρωί, το βασιλόπουλο ξεκίνησε για το βουνό. Όμως χάθηκε στα πυκνά δάση και έψαχνε να βρει ένα μονοπάτι να γυρίσει πίσω.  Άλλά όσο περισσότερο έψαχνε, τόσο περισότερο χανόταν. Κάποια στιγμή βλέπει μια μεγάλη πόρτα που φαινόταν να κλείνει κάποια σπηλιά μέσα στο βουνό. Έτσι όπως ήταν κουρασμένος και πεινασμένος δίνει μια κλωτσιά στην πόρτα και εκείνη σιγά σιγά άνοιξε. Μπαίνει μέσα και βλέπει πως βρίσκεται μέσα σε ένα απέραντο παλάτι που τα παράθυρά του ήταν σαν φεγγίτες. Είχε σαράντα μεγάλα δωμάτια, από τα οποία μόνο το ένα από αυτά ήταν κλειδωμένο. Το παλάτι είχε μέσα όλα τα καλά για να ζήσει ένας άνθρωπος. Έφαγε και ξάπλωσε να ξεκουραστεί.

Την άλλη μέρα το πρωί που σηκώθηκε άρχισε πάλι να ψάχνει δρόμο για να γυρίσει στο παλάτι του. Μέσα στην ανησυχία και την αγωνία βλέπει δυο λαγούς να χοροπηδάνε γύρω του. Με τα αυτιά, τα μπροστινά τους πόδια και τα μουστάκια τους, οι λαγοί έκαναν διάφορες κινήσεις σαν κάτι να ήθελαν να πουν. Μετά άρχισαν να πηγαίνουν πηδηχτά σε ένα μονοπάτι. Το παλικάρι ακουλούθησε αρκετές ώρες το μονοπάτι πίσω από τους λαγούς. Όταν άρχισε να βραδιάζει συνάντησε μέρη γνωστά και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Αλλά τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από τότε που έφυγε, καθώς η μητέρα του έιχε παντρευτεί άλλον άνδρα, ο οποίος εξουσίαζε το παλάτι. Μάλιστα η μητέρα του τον πλησιάζει και του λεει:

-Όπως βλέπεις παιδί μου αυτό το παλάτι δεν μας χωράει και τους δύο τώρα που παντρέυτηκα. Πρέπει ή εσύ να φύγεις ή εγώ, διάλεξε!

Το παλικάρι αποφάσισε να γυρίσει στο παλάτι με τα σαράντα δωμάτια. Παίρνει μαζί του λίγα τρόφιμα και ένα τουφέκι. Ανέβαίνει στο άλογό του και πηγαίνει προς το μεγάλο σπίτι που είχε βρει στο δάσος. Μετά από λίγες μέρες φτάνει στον προορισμό του. Βρίσκει όμως την μεγάλη πόρτα κλειστή. Την χτυπάει δυνατά με το πόδι του και η πόρτα άνοιξε. Μπαίνει μέσα και τακτοποιεί τα πράγματά του. Μετά τακτοποιεί και το άλογό του και ξαπλώνει να κοιμηθεί. Όμως θόρυβος και φωνές από έξω τον ξύπνησαν κάποια στιγμή. Ήταν σαράντα δράκοι που είχαν επιστρέψει για να κοιμηθούν σπίτι τους. Μόλις είδαν την μεγάλη πόρτα ανοιχτή κατάλαβαν ότι κάτι παράξενο συμβαίνει και τους έπιασε φόβος. Κι αυτό γιατί η πόρτα ήταν τόσο βαριά που για να την ανοίξουν προσπαθούσαν κάθε φορά τρεις δράκοι μαζί. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να ελέγξει τι συμβαίνει και αποφάσισαν να βάλουν κλήρο. Ο κλήρος έπεσε στον κουτσό, πιο δειλό και πιο ηλικιωμένο δράκο. Άρχισε να ψάχνει ο κουτσός δράκος ένα ένα τα δωμάτια. Οι υπόλοιποι δράκοι εντωμεταξύ, επειδή άργησαν να ακούσουν νέα από τον φίλο τους που είχε πάει να ψάξει για τον άνθρωπο φοβήθηκαν ακόμα περισσότερο και το έβαλαν στα πόδια. Έφυγαν για πάντα σε άλλα μακρινά λημέρια. Ο κουτσός δράκος μόλις αντίκρισε το βασιλόπουλο στο τελευταίο δωμάτιο, έπεσε στα γόνατά του και τον παρακαλούσε:

– Αφέντη λυπήσου τα χρόνια και την αναπηρία μου. Όσο θα βγαίνει ο ήλιος εγώ θα είμαι για σένα δούλος και εργάτης σε όλες τις δουλειές σου.

Το βασιλόπουλο εμπιστεύτηκε τον δράκο και συμφώνησε στην πρότασή του. Πήγαινε για κυνήγι στο βουνό και πάντα όταν επέστρεφε, έφερνε κάτι για φαγητό. Ο κουτσόδρακος έμενε στο δρακόσπιτο, μαγείρευε, έπλενε, καθάριζε και φύλαγε το σπίτι. Υπήρχαν μέρες που το βασιλόπουλο έφερνε τρία και ίσως και πέντε γουρουνόπουλα σκοτωμένα. Ο κουτσοδράκος απορούσε πως το παλικάρι έβρισκε τόση δύναμη να κουβαλήσει τα θηράματά του. Τα έφερνε τραγουδώντας, χωρίς σταγόνα ιδρώτα σαν να ήταν τα γουρούνια πετροπέρδικες. Όταν έπαιρναν το γέυμα τους, το βασιλόπουλο έτρωγε μια μερίδα φαγητό, ενώ ο κουτσοδράκος ένα γουρουνόπουλο ολόκληρο. Μάλιστα κάποια στιγμή που έτρωγαν δείπνο το βασιλόπουλο εκμυστηρεύτηκε στον δράκο που και πότε γεννήθηκε.

Το δρακόσπιτο είχε ένα μυστικό: σε ένα ακρινό δωμάτιο βρισκόταν ένα πεντάμορφο κορίτσι το οποίο είχαν αιχμαλωτίσει κάποτε οι δράκοι. Επείδη το κορίτσι είχε μείνει για καιρό στην απομόνωση, είχε ξεχάσει τους σωστούς τρόπους συμπεριφοράς και φερόταν σαν αγρίμι. Ο κουτσοδράκος είχε μόνο το κλειδί του δωματίου και όποτε ήθελε της πήγαινε νερό και τροφή. Αυτό όμως που χαιρόταν περισσότερο ήταν να την χτενίζει μια φορά την βδομάδα μετά το μπάνιο. Ο δράκος ετοίμαζε το ζεστό νερό, τα σαπούνια, τα αρώματά της και έβγαινε έξω. Όταν μετά από ώρα το κορίτσι τελείωνε το μπάνιο και ντυνόταν, ξεκλείδωνε ο δράκος και χτενίζε το κορίτσι με μια χρυσή χτένα που είχε πάνω διαμαντόπετρες. Τα μαλλιά που κολλούσαν στην χτένα, τα μάζευε ο δράκος και τα άφηνε στον ήλιο να γίνουν χρυσαφένια. Έπειτα τα έβαζε κάτω από το μαξιλάρι του. Κάποια στιγμή βλέπει το παλικάρι τα απλωμένα μαλλιά που είχαν μάκρος δυο πήχες και ρωτάει τον δράκο:

– Τι είναι αυτά γεροδράκο;

– Είναι μετάξι που βγαίνει από τις μουριές, στην κοντινή μας ρεματιά.

Μια μέρα που το βασιλόπουλο βρίσκει μια όμορφη γυναικεία φορεσιά απλωμένη στον φράχτη ρωτάει τον δράκο τι είναι κι εκείνος απαντάει:

– Το βρήκα κρυμμένο στο σεντούκι της μάνας μου, το έπλυνα και το άπλωσα για να στεγνώσει.

Κάποιες νύχτες, όπως κοιμόταν το παλικάρι, άκουγε μια γλυκειά γυναικεία φωνή να τραγουδάει με παράπονο. Πηγαίνει στο δράκο να τον ρωτήσει, αλλά ο δράκος του απαντούσε συνεχώς:

– Αααα… παιδί μου! Νεός είσαι και στον ύπνο σου γλυκοτράγουδα θα ακούς.

Κάποια νύχτα που ακούστηκε πάλι το τραγούδι, πηγαίνει ο νέος και λέει στον δράκο:

– Θέλω να μου δώσεις το κλειδί του δωματίου που είναι κλειδωμένο!

Παίρνει ο δράκος τα σαράντα κλειδιά, αλλά ενώ προσπαθούσαν, η πόρτα δήθεν δεν άνοιγε με κανένα τρόπο. Κάποια στιγμή το παλικάρι νύσταξε και πήγε να κοιμηθεί γιατί την άλλη μέρα νωρίς το πρωί θα πήγαινε για κυνήγι σε μακρινό βουνό. Έτσι το βασιλόπουλο όταν ξημέρωσε, ξεκίνησε.

Ο δράκος έλεγε ψέμματα, γιατί φοβόταν την υπερβολική δύναμη του παλικαριού-κυνηγού. Ηθελε να μάθει από που το παλικάρι αντλούσε την δύναμη και το παλικάρι ήθελε να μάθει από που ο δράκος έβρισκε τις γυναικείες τρίχες και τα φορέματα. Ο δράκος εκμεταλεύτηκε την απουσία του παλικαριού στο κυνήγι, ντύθηκε ζητιάνος και ξεκινάει να πάει στον τόπο που γεννήθηκε το βασιλόπουλο. Βρίσκει την μαμή που τον γέννησε, της δίνει δυο χούφτες χρυσές λίρες και μαθαίνει ότι αν κοπούν οι τρεις χρυσαφένιες τρίχες που έχει στο κεφάλι, χάνει την περίσσια δύναμή του.

Ο δράκος γύρισε το βράδυ σπίτι σκεπτόμενος τι να κάνει και του ήρθε η εξής ιδέα: θα έβαζε στο υπνοδωματιό του μια ανθοδέσμη, στην οποία ένα από τα λουλούδια είχε μια οσμή που προκαλούσε υπνηλία για τρεις μέρες. Έτσι και έκανε. Βλέπει την ανθοδέσμη το παλικάρι και ρωτάει:

– Πώς κι έτσι γεροδράκε στόλισες το δωμάτιό μου;

– Να κοιμηθείς ελαφρά λεβέντη μου και να μην βλέπεις εφιάλτες.

Ξάπλωσε το βασιλόπουλο και έπεσε σε βαθύ ύπνο. Ο δράκος ξεκλειδώνει την κοπέλα, της δίνει ένα ψαλίδι και την οδήγει στο δωμάτιο του παλικαριού. Εκεί της ζητάει να του κόψει τις χρυσαφένιες τρίχες. Όταν κόπηκε η τελευταία τρίχα, το παιδί έβγαλε έναν δυνατό αναστεναγμό που κουνήθηκε ολόκληρο το δρακόσπιτο. Μετά διέταξε την κοπέλα να τον χτενίσει με την χρυσαφένια χτένα της. Κατά την διάρκεια που τον χτένιζε τον  αναγνώρισε. Ήταν εκείνος που την είχε σώσει από την απαγωγή και την είχε πάει σώα στον πατέρα της. Ο κουτσοδράκος ντυμένος παλικάρι την έκλεψε και την φυλάκισε σπίτι του. Στην συνέχεια, ο δράκος κλειδώνει την κοπέλα στο δωμάτιό της, παίρνει ένα καυτό σίδερο και τυφλώνει τα μάτια του νέου. Δεν πάτησε όμως καλά το σίδερο κι έτσι το ένα μάτι μπορούσε να βλέπει λίγο. Μετά τον φορτώνεται στην πλάτη και τον πηγαίνει σε μακρινά βουνά να τον φάνε οι λύκοι και τα τσακάλια.

Μετά από αυτά τα γεγονότα, το φυλακισμένο κορίτσι δεν ξανάφησε τον δράκο να την χτενίσει. Σταμάτησε να τραγουδάει κι έκλαιγε μερικές φορές. Κάποια στιγμή, εκεί στα άγρια βουνά το αγόρι ξύπνησε με έναν έντονο πόνο στα μάτια. Τα έτριψε και μπόρεσε να δει λίγο από το ένα μάτι. Σηκώθηκε να περπατήσει, αλλά σκόνταψε σε ένα ζώο. Κοιτάζει καλά και διακρίνει έναν ξαπλωμένο λύκο. Δοκιμάζει να περπατήσει από την άλλη πλευρά και διακρίνει έναν άλλο ξαπλωμένο λύκο και παρα πέρα δυο μεγάλες αρκούδες. Τα άγρια ζώα του βουνού πήγαν να τον φάνε, αλλά καθώς τον πλησίαζαν μύριζαν την μυρωδιά που είχε πάρει το παλικάρι από τα λουλούδια του γεροδράκου και κοιμόταν βαριά. Με δυσκολία κατάφερε να προσπεράσει τα άγρια ζώα και προχώρησε λίγο πιο πέρα. Κάποια στιγμή νιώθει κάτι πολύ απαλό στα πόδια του, κοιτάζει και διακρίνει τους δυο λαγούς που παλιότερα τους είχε χαρίσει την ζωή. Μπαίνει μπροστά του ο ένας λαγός και πίσω του ο άλλος και τον έβαλαν σε ένα ανοιχτό μέρος που είχε μια πηγή νερού. Πίνει να ξεδιψάσει, σηκώνεται να περπατήσει αλλά πέφτει από την πείνα και την κούραση. Όταν ξύπνησε είχε δίπλα του μερικά αγριόμηλα και γλυκά σύκα από τους λαγούς. Το παλικάρι έφαγε και πήρε δυνάμεις. Δεν μπορούσε να καταλάβει όμως που βρίσκεται και που πηγαίνει. Οι λαγοί τον οδηγούν σιγά – σιγά σε μια μικρή σπηλιά στην ρίζα ενός δέντρου. Εκεί μπορούσε να προστατευτεί από το κρύο και την βροχή. Σε μια άκρη της σπηλιάς είχε σωρό λαγίσιο μαλλί που το έκαναν στρώμα να κοιμάται το βασιλόπουλο. Καθε μέρα οι λαγοί του προσέφεραν αγριόμηλα, σύκα και καρύδια του βουνού. Άρχισε να δυναμώνει, αλλά με τα μάτια διέκρινε λίγες σκιές.

Ο λαγός και η λαγουδίνα μπορεί να μην είχαν ανθρώπινη λιαλιά, αλλά ένιωθαν την δυστυχία του νέου. Επειδή ήταν οι βασιλιάδες των λαγών εκείνης της χώρας, αποφασίζουν να στείλουν διάγγελμα στους υπηκόοους τους που έλεγε:

Λαγοί της χώρας μας. Σας παραγγέλνουμε να συγκεντρωθείτε όλοι κοντά στον ξεροπόταμο. Θα πάμε την νύχτα να βοήθησουμε έναν άνθρωπο που έσωσε κάποτε την ζωή μας. Ελάτε όλοι να εργαστούμε για το καλό.

Όλοι οι λαγοί της χώρας που το άκουσαν, υπάκουσαν και μέσα σε μια νύχτα έσκαψαν κάτω από το θεμέλια του δρακόσπιτου ένα λαγούμι που οδηγούσε στο δωμάτιο της φυλακισμένης από τον δράκο κοπέλας. Ενώ κοιμόταν το κορίτσι, λύνουν προσεχτικά, για να μην την ξυπνήσουν, την ζώνη που φορούσε και παίρνουν το μαντήλι μέσα στο οποίο είχε φυλαγμένο το καρβουνόχωμα της αστραπής. Τρέχουν και το παραδίνουν στην λαγουδίνα που είχε μείνει στο πλάι του παλικαριού. Με την ουρά της άλειψε το καρβουνόχωμα στα μάτια του κοιμισμένου παλικαριού.

Το πρωί που ξύπνησε το βασιλόπουλο, κοίταξε γύρω του και νόμιζε πως βλέπει όνειρο. Τα λαγουδάκια χοροπηδούσαν από την χαρά. Αφού γιατρεύτηκε άρχισε να σκέφτεται πως θα γυρίσει στον τόπο του. Ήθελε αλλά φοβόταν να πάει στο δρακόσπιτο, γιατί είχε χάσει τις δυνάμεις του. Κάποια μέρα οδηγείται από τους λαγούς, αφού περπατούσαν μέρες, εκεί που ήθελαν. Αλλά ήταν νύχτα με φεγγάρι όταν έφτασαν. Ο ένας λαγός φεύγει από κοντά του και μπαίνει στο λαγούμι που οδηγούσε στο δωμάτιο της φυλακισμένης. Αρπάζει την χτένα και την παραδίδει στο βασιλόπουλο. Μόλις την αγγίζει το παλικάρι αναστενάζει τόσο δυνατά που κουνήθηκε η γη από κάτω. Η διαμαντόχτενα είχε τρεις τρίχες της κοπέλας που έγιναν χρυσαφένιες και φύτρωσαν στο κεφάλι του βασιλόπουλου. Εκείνη την στιγμή ακούστηκε το γλυκό τραγούδι της κοπέλας που άκουγε τις νύχτες πριν πάθει κακό. Ήτανε η φωνή της φυλακισμένης κόρης. Στάθηκε το παλικάρι λίγο έξω από το δωμάτιό της και είπε:

Μίλα φεγγάρι να χαρείς τόσο καλό που είσαι

ποια πόρτα πρέπει να διαβώ να βρω αυτό που θέλω

να βρω αγάπης πάπλωμα να ζεσταθώ λιγάκι.

Να βρω και την καλίτσα μου με το χρυσό το χτένι

όπου κλεισμένη φυλακή χρόνια με περιμένει.

Πηγαίνει στην μεγάλη πόρτα, δίνει μια κλωτσιά και την ανοίγει. Βρίσκει τον κουτσόδρακο, τον πιάνει από το αυτί και τον διατάζει να ανοίξει την απαγορευμένη πόρτα. Ο δράκος μόλις άνοιξε έπεσε κάτω και πέθανε από τον φόβο. Η κοπέλα έπεσε στην αγκαλιά του παλικαριού χαρούμενη. Πήγαν στο παλάτι του πατέρα της και έκαναν χαρές που κράτησαν σαράντα μερόνυχτα.

Ήμουνα κι εγώ εκεί και κουβαλούσα νερό με το κόσκινο!

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

O δερβίσης και το ραφτάκι

Ο αφηγητής Ανάργυρος Τσαλόγλου (1915-2003)  κατάγεται από την Κενάταλα Καππαδοκίας και έζησε στην Κομοτηνή.

Παραμύθι μύθι μύθι, το κουκί και το ρεβύθι!

dervisΚάποτε, στα πολύ παλιά χρόνια ήταν δυο φίλοι έμποροι. Συνεργαζόταν αρμονικά και κέρδιζαν πολλά λεφτά. Κάποια μέρα, ο ένας από τους εμπόρους πέθανε και άφησε πίσω του ένα παιδί ορφανό. Η χήρα γυναίκα του πηγαίνει στο παλιό συναιτέρο του άνδρα της και του λέει:

– Εφτός Μπέη, το παιδί μου μεγάλωσε αρκετά. Βρες του μια καλή δουλειά να μάθει μια τέχνη και να βγάζει το ψωμί του.

– Πολύ ευχαρίστως, απαντάει ο Εφτός μπέης.

Έτσι το ορφανό αγόρι έμαθε κοντά σε έναν πολύ ξακουστό ράφτη, που είχε για πελάτες σπουδαίους και σημαντικούς ανθρώπους. Μια μέρα έρχεται στο ραφτάδικο ένας δερβίσης και λέει στον πρωτοράφτη:

– Μάστορά μου θέλω να μου κάνεις ένα καλπάκι (δηλαδή κάλυμμα κεφαλής-σκούφο) που να μην έχει καμιά ραφή πάνω του. Πουθενά να μην φαίνεται ούτε μια βελονιά ή ραφή.

– Αυτό δεν γίνεται λέει ο πρωτοράφτης. Λάθος πόρτα χτύπησες πατριώτη. Αυτό που ζητάς αλλού να το βρεις! Εδώ είμαστε για να δουλεύουμε και όχι για να λέμε παραμύθια!

Ο Δερβίσης όμως, όπως και ο πρωτοράφτης, επέμενε. Το ραφτάκι πήρε τον λόγο και είπε:

– Μάστορα μην στεναχωριέσαι. Άσε την δουλειά σε μένα!

Ο μάστορας σκέφτηκε λίγο και για να ξεφορτωθεί τον δερβίση, λέει:

– Αφού επιμένεις πολύ, θα το προσπαθήσω.

Το μαστοράκι ήταν έξυπνο. Έκανε ένα καλπάκι ακριβώς στα μέτρα του πελάτη. Το ανθρώπινο μάτι δεν μπορούσε να δει ούτε ραφή ούτε βελονιά. Μετά από λίγες μέρες έρχεται ο δερβίσης, παρατηρεί προσεχτικά από μέσα και από έξω το καλπάκι και θαύμασε την τέχνη του:

– Μπράβο στον χρυσοχέρη δημιουργό! Έτσι ακριβώς το ήθελα, λέει χαρούμενος.

Πλήρωσε περισσότερα από όσα κόστιζε, φόρεσε το καλπάκι του και έφυγε για την Αραβία.

Στην πόλη που δούλευε ο ράφτης υπήρχε βασιλιάς και κάθε χρόνο την ίδια μέρα γινόταν ένα παράξενο βασιλικό έθιμο. Η βασιλοπούλα χωρίς ρούχα ανέβαινε στο βασιλικό αμάξι και τριγύριζε τους μεγάλους δρόμους της πόλης. Πολλοί οργανοπαίχτες με διάφορα όργανα την συνόδευαν. Όποιος γύριζε να κοιτάξει την βασιλοπούλα σκοτώνονταν αμέσως. Στους δρόμους της πόλης απαγορέυοταν η κυκλοφορία και έπρεπε να είναι κλειστά οι πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών. Καμιά ψυχή στον δρόμο δεν επιτρεπόταν να αντικρίσει την γυμνή βασιλοπούλα. Την ημέρα εκείνη το ραφτάκι βρέθηκε μέσα στο μαγαζί που ήταν στο δρόμο εκείνο, από το οποίο θα περνούσε το βασιλικό αμάξι. Στην κλειστή πόρτα του μαγαζιού προς τον δρόμο υπήρχε μια μικρή τρύπα, όπου το ραφτάκι έριξε μια ματιά στην βασιλοπούλα και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Μέσα του φώλιασε τόσο δυνατός καημός που άρχιζε να τον βασανίζει.

Μέρα με την μέρα το παιδί αδυνάτιζε, χλώμιαζε, έχανε την δεξιοτεχνία του στην δουλειά, καθώς έγινε αφηρημένος και απρόσεχτος. Το αφεντικό το παρατήρησε και άρχισε να ψάχνει την αιτία. Πηγαίνει κρυφά στην μητέρα του και την ρωτάει τι βασανίζει τον γιο της. Εκείνη δεν γνώριζε την απάντηση, αλλά η υγεία του παιδιού χειροτέρευε μέρα με την μέρα και χρειαζόταν πλέον βοήθεια. Πέρασαν πολλοί γιατροί, εφαρμόστηκαν πολλές ιατρικές συμβουλές και φάρμακα, αλλά κανένα αποτέλεσμα. Πήγαινε σιγά σιγά προς τον τάφο.

Εκείνον τον καιρό γύριζε ο δερβίσης από την Αραβία και πηγαίνει στο ραφτάδικο να πει πόσο μεγάλη εντύπωση προξένησε το καλπάκι στους δερβίσηδες της χώρας εκείνης και να συγχαρεί ακόμα μια φορά τον άξιο τεχνίτη. Ο δερβίσης μαθαίνοντας τα άσχημα νέα για το ραφτάκι, τρέχει στο σπίτι του παιδιού και βλέπει την μάνα του. Λέει κρυφά στο παιδί:

– Εγώ θα σε γιατρέψω, αλλά θέλω αντί για πληρωμή να μου δώσεις την μάνα σου για γυναίκα μου.

Το παιδί φανερώνει την επιθυμία του δερβίση στην μάνα του και εκείνη δέχεται να τον πάρει άντρα της.  Αφού έκλεισε αυτό το ζήτημα, ο δερβίσης βάζει το παιδί να καθίσει κάτω, παίρνει ένα αναμμένο κάρβουνο και το γυροφέρνει τρεις φορές γύρω από το κεφάλι του, λέγοντας μερικά λόγια που δεν τα καταλάβαιναν. Έπειτα λέει στον μικρό:

– Τώρα πήγαινε στο παλάτι και μπες στο δωμάτιο της βασιλοπούλας. Να την φιλήσεις  χωρίς να φοβάσαι.

Ο δερβίσης στην Αραβία είχε γίνει μάγος και έκανε το παιδί αόρατο. Το ραφτάκι έκανε ότι του είπε ο δερβίσης, ενώ η βασιλοπούλα κοιμόταν. Η βασιλοπούλα ένιωθε το φιλί, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Βάζει τις φωνές, έρχονται οι γονείς της και άλλοι παλατιανοί να δούνε τι συμβαίνει και η βασιλοπούλα τους εξήγησε τι ένιωσε. Μετά από λίγες μέρες, ο δερβίσης έκανε πάλι τα μαγικά του και έστειλε το παιδί στο παλάτι. Ο βασιλιάς μετά από αυτό κάλεσε στο παλάτι όλους τους σοφούς του τόπου για να βρούνε μια εξήγηση στο φαινόμενο. Πέρασαν πολλοί και διάφοροι, αναμέσα από τους οποίους και ένας άλλος δερβίσης από την Αραβία που γνώριζε από τέτοιες καταστάσεις. Βάζει στο στο δωμάτιο της κοπέλας ένα μαγκάλι με κάρβουνα και συμβουλεύει την κοπέλα μόλις νιώσει πάλι την ενόχληση να βάλει φωτιά στα κάρβουνα και να φωνάξει βοήθεια.

Πέρασαν λίγες μέρες και ο δερβίσης έστειλε το παιδί για τρίτη φορά. Αυτή η φορά όμως αντιμετωπίστηκε διαφορετικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του άλλου δερβίση. Έτρεξαν όλοι οι παλατιανοί, κι ο βασιλιάς μαζί και βλέπουν ένα παλικάρι να στέκεται μπροστά τους. Το πάραπτωμα ήταν μεγάλο και ο βασιλιάς διατάζει να τιμωρηθεί το παιδί με κρεμάλα. Καθώς οι εκτελεστές οδηγούσαν το παιδί στην κρεμάλα, ο μάγος με την τέχνη του κάνει το παιδί αόρατο και καταφέρνει να το φυγαδεύσει. Στην θέση του έβαλε κάποιον άλλο που δεν είχε ιδέα. Βλέπει αυτός ο άλλος που τον πηγαίνανε και φωνάζει:

– Που με πάτε; Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Δεν έκανα τίποτα κακό, είμαι αθώος.

Οι άνθρωποι του βασιλιά συνειδητοποίησαν πως είχαν στα χέρια τους έναν άλλο άνθρωπο και τον άφησαν να φύγει. Ο βασιλιάς στέλνει τους άντρες του να πάνε στο σπίτι του παιδιού να φέρουνε τον θετό του πατέρα. Ο δερβίσης όμως αρνήθηκε να τους ακολουθήσει στο παλάτι. Τότε τον πιάνουν με την βία από τα χέρια, τα οποία όμως ξεκολλούσαν από το υπόλοιπο σώμα και ο δερβίσης έμενε στον ίδιο τόπο. Τό ίδιο έγινε με τα πόδια του.

– Βρε παιδιά, πέστε μου τι θέλετε από μένα; ρωτάει.

– Σε θέλει ο βασιλιάς να έρθεις μαζί μας στο παλάτι, του απαντάνε.

– Εγώ δεν έρχομαι μαζί σας!

Αμέσως σφυρίζει και παρουσιάζονται τόσο όμορφα κορίτσια, όσοι και οι στρατιώτες του βασιλιά.

– Πάρτε αυτά τα κορίτσια και αφήστε με στην ησυχία μου.

Οι στρατιώτες παίρνουν ο καθένας από ένα κορίτσι, άλλα όσο να φτάσουν στο παλάτι μετατράπηκαν σε σκυλιά και σκύλες. Ο βασιλιάς γνώρισε τους ανθρώπους του από τα διαμάντια που φορούσαν ακόμα στις ζώνες του.

Ο βασιλιάς αποφάσισε να πάει ο ίδιος με τον υπασπιστή του στο σπίτι του δερβίση, το οποίο είχε σε όλο το δάπεδο στρωμένα χαλιά, έμοιαζε με παλάτι. Ο δεβίσης καλοδέχτηκε τους επισκέπτες του και για να τους τιμήσει, ετοίμασε ένα τραπέζι πλούσιο από θαυμάσια φαγητά. Το σπίτι είχε μεγάλη αυλή που ο δερβίσης την μεταμόρφωσε σε λίμνη και μέσα έβαλε ένα μεγάλο χρυσαφένιο καίκι. Μετά το φαγητό προσκάλεσε τους επισκέπτες να κάνουν μια βόλτα με το καίκι μέσα στην λίμνη. Οι επισκέπτες ανέβηκαν, άλλα όσο περνούσε η ώρα η λίμνη γινότανε μεγαλύτερη ώσπου έγινε μια θάλασσα ατέλειωτη και το καίκι έγινε βαπόρι. Το βαπόρι ταξίδεψε αρκετά μερόνυχτα και σταμάτησε σε ένα μικρό λιμάνι. Εκεί οι επισκέπτες κατέβηκαν, αλλά μετατράπηκαν αμέσως σε απλούς άνθρωπους, χωρίς αξιώματα, ωραία φορέματα και χρήματα. Ανάγκαστηκε ο βασιλιάς να δουλέψει σαν εργάτης σε ένα μαγειρείο και ο υπασπιστής σαν γουρουνοβοσκός. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο βρέθηκαν τυχαία στο ίδιο λιμάνι και αντίκρισαν το καράβι που τους είχε φέρει. Το βλέπει ο υπασπιστής και λέει στον βασιλιά:

– Έλα να γυρίσουμε στον τόπο απ’ όπου ξεκινήσαμε.

Το καράβι ξεκίνησε και όσο περνούσε η ώρα γινότανε μικρότερο, όπως και η θάλασσα γινόταν μικρότερη. Όταν έφτασαν το καράβι είχε γίνει καίκι και η θάλασσα η μικρή λίμνη του δερβίση. Οι δυο άντρες είχαν πάρει πίσω τα αξιώματά τους. Τους βλέπει ο δερβίσης και τρέχει να τους προυπαντήσει:

– Μεγαλειώτατε πού είχατε πάει και αργήσατε; Ετοιμάσαμε να σας προσφέρουμε τον απογευματινό καφέ, αλλά κρύωσε.

– Μας τιμώρησες αρκετά, λέει θυμωμένος ο βασιλιάς. Υποφέραμε και πεινάσαμε εκεί που πήγαμε. Βρέθηκα στην ανάγκη να δουλέψω εργάτης και ο υπασπιστής μου γουρουνοβοσκός. Σου αξίζει μεγάλη τιμωρία.

– Αυτά που είδατε και πάθατε μεγαλειότατε δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που έχετε να πάθετε ακόμα. Για να γλυτώσετε, αυτή την στιγμή ζητώ να δώσετε το χέρι της κόρη σας στον θετό μου γιο, ο οποίος έχει γίνει ο καλύτερος ράφτης του κόσμου. Αγαπάει πάρα πολύ την βασιλοπούλα και δεν μπορεί να ζήσει μακριά της.

Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να αποφύγει το θέλημα του δερβίση και δέχτηκε να κάνει γαμπρό του το ραφτάκι. Έδωσε διαταγή να ετοιμαστού οι χαρές για τον γάμο που κράτησαν μέρες.

Ήμουν κι εγώ εκεί και κουβαλούσα νερό στο γάμο με ένα κόσκινο!

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Ο κυνηγός Τρελονικόλας

Ο αφηγητής Νικόλαος Τσιαβδαρίδης γεννήθηκε το 1924  στο Σαχούμι Ρωσίας και οι γονείς του ήταν Πόντιοι. Ζει πλέον στο Κιζάρι Ροδόπης.

Παραμύθι μύθι μύθι, το κουκί και το ρεβίθι!

κυνηγοςΚάποτε ήταν ένα χωριό μακριά, μέσα στα δάση και τα βουνά. Εκεί ζούσε ο Τρελονικόλας που ήταν κάμποσο παλαβός, αλλά ήταν ωραίος άντρας και λεβέντης. Είχε ένα τουφέκι κυνηγιού, δυο σκυλιά και ένα καλό άλογο. Αγαπούσε πάρα πολύ το κυνήγι και σε αυτό ξόδευε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του. Τόσο πολύ αδιαφορούσε για τα υπόλοιπα που η γυναίκα του πέθανε από την καημό και την κούραση να αναλαμβάνει τα πάντα στην οικογένεια. Εφόσον ο Τρελονικόλας έχασε την γυναίκα του, έμεινε μοναχός του και προβληματιζόταν πως θα συνεχίσει από εδώ και μπρος. Για να ξεχνάει τον καημό του που το σπίτι του έμεινε έρημο, κυνηγούσε με περισσότερο πάθος. Αφού δεν είχε κανέναν να τον περιμένει, έφευγε νωρίς το πρωί με τα σκυλιά, το άλογό του και γύριζε αργά το βράδυ. Κάποια στιγμή αντάμωσε έναν παλιό του φίλο κυνηγό και κάθισαν να τα πούνε.

– Φίλε, λέει ο κυνηγός από το διπλανό χωριό, έμαθα πως έχασες την γυναίκα σου και λυπήθηκα. Εκείνη πέθανε και ησύχασε, ενώ εσύ έμεινες μόνος, χωρίς κανέναν να σε φροντίζει. Έτσι όπως είσαι σε λυπάμαι. Θα σου βρούμε μια καλή γυναίκα, αλλά και εσύ πρέπει να βάλεις λίγο νερό στο κρασί σου. Να βοηθάς λίγο και στις δουλειές του σπιτιού.

– Έχεις δίκιο φίλε μου, απαντάει ο Τρελονικόλας. Άμα συνεχίσω έτσι θα γίνω αγρίμι. Θα με βλέπουν οι άνθρωποι και θα τρομάζουν.

Πέρασε αρκετός καιρός και οι δυο φίλοι συναντήθηκαν αρκετές φορές. Αναφέροταν κάθε φορά και στην παντρειά. Κάποια μέρα ο Τρελονικόλας αποφασίζει να αλλάξει τρόπο ζωής και πηγαίνει να βρει τον φίλο του.

– Φίλε, του λέει, προσπάθησε να βρεις κάποια βολική γυναίκα να παντρευτώ και θα κάνω υπομονή να ζήσω όμορφα μαζί της.

Πέρασαν μερικές εβδομάδες και ο φίλος αναζητούσε νύφη. Σε ένα χωριό εκεί κοντά ζούσε μια πολύ εγωίστρια γυναίκα που κατάφερε να διώξει και τους δύο προηγούμενους άντρες της. Δεν άφηνε κανέναν εκτός από αυτή να αποφασίζει και να εξουσιάζει. Αυτή την γυναίκα βρήκε και πηγαίνει να συναντήσει τον Τρελονικόλα.

– Άκουσε φίλε μου, του λέει. Βρήκα μια γυναίκα για σένα, αλλά… Εγώ θα σου πω την αλήθεια και εσύ κάνε όπως νομίζεις, γιατί δεν θέλω να σε χάσω από φίλο μου. Η γυναίκα αυτή μέχρι στιγμής έχει διώξει δυο άντρες. Με κανέναν δεν μπόρεσε να κάνει σωστό σπιτικό. Κάνει αυτό που θέλει και δεν ακούει κανέναν άλλο. Την φοβούνται όλοι, γιατί δεν το βάζει κάτω με τίποτα.

Παρόλα αυτά τα μειονεκτήματα ο Τρελονικόλας δέχτηκε να πάνε να συζητήσουν με την γυναίκα. Ζεύουν το άλογο στην σούστα και πηγαίνουν στο σπίτι της. Χτυπάνε την πόρτα και η ζωντοχήρα τους ανοίγει και τους προσκαλεί στο σαλόνι. Τους φέρνει κεράσματα και κατόπιν μπαίνουν κατευθείαν στο θέμα.

–  Εγώ σκέφτηκα πολύ όσο να πάρω απόφαση να περάσω τα σκαλοπάτια του σπιτιού σου. Θελώ να γνωρίζεις τα ελαττώματά μου. Λατρεύω το κυνήγι, τα σκυλιά και το άλογό μου. Για να παντρευτώ είμαι αποφασισμένος να διορθώσω τις αδυναμίες μου αυτές. Τώρα θέλω να μου πεις τις δικές σου κακές συνήθειες.

– Θέλω να ξέρεις την βασική αρχή στην ζωή μου: “Όποιος σηκώνεται πρώτος το πρωί και κάνει τις δουλειές, αυτός θα κάνει κουμάντο ολόκληρη την μέρα. Αν δεν τηρηθεί, θα χωρίσουμε”.

Αφού το σκέφτηκε λίγο ο Τρελονικόλας της απάντησε:

– Άκουσε μια άλλη συμφωνία. Ένα εξάμηνο θα κάνεις κουμάντο εσύ, ένα εγώ. Όσο θα κάνεις εσύ κουμάντο θα ζούμε στο δικό σου σπίτι και όσο θα κάνω κουμάντο εγώ θα ζούμε στο δικό μου σπίτι. Δέχομαι από τώρα να κάνεις κουμάντο εσύ το πρώτο διάστημα και εγώ θα σε υπακούω χωρίς καμιά αντίρρηση.

Η γυναίκα σκέφτηκε λίγο τα λόγια αυτά και της φάνηκαν λογικά και δίκαια. Η ίδια όμως αμφέβαλλε για το αν θα κατάφερνε τελικά να κρατήσει το λόγο, τόσο η ίδια όσο και ο άντρας. Ήταν πονηρή.  Δέχτηκε γιατί έτσι κι αλλιώς αυτή θα έκανε κουμάντο στην αρχή. Θα έβλεπε πως πήγαιναν τα πράγματα και άμα δεν της ταίριαζε θα τον έκανε να φύγει. Αφού συμφώνησαν φώναξαν παπά, έκαναν τον φίλο τους κουμπάρο και έβαλαν τα στέφανα. Όπως ήταν η συνήθεια δεν έκαναν γλέντια, γιατί και οι δύο είχαν ξαναπαντρευτεί.

Αρχίσαν να ζούνε λοπόν στο σπίτι της γυναίκας. Αν η γυναίκα έλεγε στον Τρελονικόλα να πάει στο χωράφι, πήγαινε. Αν δεν ήθελε να πάει στο κυνήγι, δεν πήγαινε. Αν ήθελε να πάει για ύπνο, πήγαινε. Αν ήθελε να ανάψει το τζάκι, το άναβε. Μετά από κάποιο διάστημα ο άντρας αγανάχτησε και σκεφτότανε:  «Αφού πέρασε τόσος καιρός, ας κάνω λίγη ακόμα υπομονή να βγάλω δανεικά αυτά που έπαθα». Οι χωριανοί που τους έβλεπαν, απορούσαν με το πως παντρεύτηκαν αυτοί οι δύο. Πώς αυτός ο λεβέντης που πέθανε την πρώτη του γυναίκα υπηρετούσε σαν σκλάβος αυτή την τύραννο που σιγά σιγά είχε ημερώσει; Τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν και μάλιστα έβγαλαν ένα τραγούδι που ιστορούσε το παράξενο:

“Ποιος είναι άνθρωπος σοφός με λογισμό και γνώση

για να σκεφτεί και να μας πει αυτό που μας συμβαίνει

να βλέπουμε άντρα κυνηγό λεβέντη και βουνίσιο

να γίνεται σαν το αρνί στα χέρια μιας γυναίκας.

Πρωί να τρέχει στην δουλειά, βράδυ να πλένει πιάτα

 και να ζυμώνει το ψωμί, στο φούρνο να το ρίχνει.

Την σκούπα να έχει για δουλειά την πλύση για καμάρι

και το κεφάλι του σκυφτό, με ήλιο, με φεγγάρι.

Μη ψάχνετε στα μακρινά ελάτε στο χωριό μας,

Τρελονικόλας ήταν και γίνηκε ο καλός μας”.

Πέρασε ένα εξάμηνο και ο άντρας πλησιάζει την γυναίκα του και της λέει:

– Τόσο καιρό εσύ έκανες κουμάντο. Έχεις κανένα παράπονο;

– Όχι απαντάει η γυναίκα. Ότι και να πω, το έκανες.

– Αφού είναι έτσι από αύριο εγώ θα αναλάβω να κάνω κουμάντο. Θέλω να δω πόσο θα κρατήσεις τον λόγο σου. Τώρα πάμε για ύπνο και αύριο έχει ο Θεός.

Πήγαν και κοιμήθηκαν γλυκά και αγαπημένα. Πρωί πρωί σηκώνεται ο άντρας για κυνήγι και αφήνει την γυναίκα του να κοιμάται. Παίρνει το τουφέκι του, βγάζει τα σκυλιά και το άλογό του έξω μετά από ένα εξάμηνο. Πηγαίνει προς το βουνό και επιστρέφει το βράδυ με δύο λαγούς και τρεις πέρδικες. Η γυναίκα τον υποδέχτηκε χαρούμενη και ταχτοποίησε τα πάντα χωρίς να χρειαστεί να της πει κάτι ο άντρας της.

– Ετοίμασε ότι πρέπει για να πάμε αύριο στο δικό μου χωριό.

Την επόμενη μέρα, ανέβηκαν στην σούστα και το αλογάμαξο. Έφτασαν στο σπίτι του Τρελονικόλα και η ζωή τους περνούσε ήρεμα και ωραία. Ο άντρας φρόντιζε γα τις δικές του δουλειές και η γυναίκα έκανε από μόνη της δουλειές που αρμόζουν σε μια γυναίκα. Οι χωριανοί που ήξεραν τον Τρελονικόλα απορούσαν και έπλασαν ένα άλλο τραγούδι που το έλεγαν στα κρυφά.

“Ένα σπίτι στο χωριό μας ήταν άδειο και ορφανό.

Έφυγε ο Τρελονικόλας στο διπλανό χωριό.

Τον επλάνεψε γυναίκα όμορφη και βολική

και του πήρε τα μυαλά, τον κατάντησε αρνί.

Πόσο κρίμα, πόσο κρίμα αχ  σε σένα Νικολό

να σε κλαίνε οι περδικούλες από παν’ απ’ το βουνό”.

Ήρθε καιρός που γινότανε πανηγύρι σε ένα διπλανό χωριό και ο άντρας λέει στην γυναίκα του:

– Κόψε έναν κόκορα και βάλε τον να βράσει. Βάλε τα καλά σου να πάμε στο πανηγύρι.

Η γυναίκα υπάκουσε ενθουσιασμένη, καθώς από τότε που παντρεύτηκαν δεν είχε πάει πουθενά με τον άντρα της. Την επόμενη μέρα ζεύουν το άλογο στην σούστα, παίρνουν τα σκυλιά μαζί τους και βγαίνουν στο δρόμο. Λίγο πριν φτάσουν, συναντάνε ένα χωριό.

– Σιιιι, σιιι κάνει ο άντρας στο άλογο και σταματάει το κάρο. Γυναίκα κάτσε εδώ !

Ο Τρελονικόλας μπαίνει σε ένα μαγαζί και πίνει στα γρήγορα δυο ούζα. Μετά επιστρέφει στο κάρο και συνεχίζουν το ταξίδι. Εκεί που πήγαν έβλεπαν άλλες παρέες από γύρω χωριά να τρωγοπίνουν κι άλλες να χορέυουν. Έπαιζαν τα βιολιά, τα κλαρίνα και τα λαούτα. Οι περισσότεροι πιασμένοι χέρι χέρι χόρευαν ότι αγαπούσαν. Ο Τρελονικόλας βρίσκει μια καλή σκιά κάτω από ένα δέντρο, τραβάει την σούστα από κάτω, ξεζεύει το άλογο και του δίνει να φάει. Λύνει και τα σκυλιά να τρέξουν ελεύθερα. Ο άντρας παίρνει την γυναίκα και κάνουν μια βόλτα να βρούνε φίλους και γνωστούς. Κάθονται μαζί με μια παρέα από το χωριό τους και πιάνονται στο γλέντι και το χορό. Πέρασε χαρούμενα η μέρα και ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Ο Τρελονικόλας ήπιε παραπάνω και δεν ετοιμαζόταν για να φύγουνε. Η γυναίκα σκεφτότανε να του πει “Άντε να φύγουμε!”, αλλά δεν το τολμούσε γιατί το κουμάντο το είχε ο άντρας. Ο Τρελονικόλας κατάλαβε την πρόθεση της γυναίκας του και πειράχτηκε. Πηγαίνει λοιπόν στον κορμό του δέντρου που είχαν αφήσει τα ζώα τους, ακουμπάει την πλάτη του και δίνει διαταγή στο σκύλο του:

– Αράπη ζέψε το άλογο να φύγουμε!

Ο σκύλος φυσικά δεν καταλάβαινε. Απλώς στο άκουσμα του ονόματός του κουνούσε την ουρά του και κοιτούσε τον αφέντη του. Διατάζει ξανά το σκυλί. Ο σκύλος αντιδράει με τον ίδιο τρόπο. Μετά από μια αποτυχημένη τρίτη προσπάθεια, παίρνει το τουφέκι του και πυροβολεί στον αέρα. Το σκυλί φεύγει τρομαγμέν0 μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους. Μετά απευθύνεται στο άλλο του σκύλο, λέγοντας:

– Τσακάλι ζέψε το άλογο να φύγουμε!

Ο σκύλος επίσης δεν κατάλαβε, πάρολο που το επανάλαβε πολλές φορές ο Τρελονικόλας. Στο τέλος εξαφανίστηκε μετά τον πυροβολισμό. Η γυναίκα έβλεπε τι γινότανε αλλά φοβότανε να μιλήσει λόγω της συμφωνίας με τον άντρα της, αλλά και επειδή φοβότανε μην τον εξοργίσει περισσότερο. Κάθισε ο Τρελονικόλας μια στιγμή να σκεφτεί τι να κάνει. Μετά από ένα λεπτό δίνει διαταγή στον άλογο του:

– Κίτσο πήγαινέ μας σπίτι επιτέλους!

Μετά από τρεις επίσης αποτυχημένες προσπάθειες, ο Τρελονικόλας πυροβολάει και το άλογο τους εγκαταλείπει επίσης. Η γυναίκα τρέμει από φόβο και στεναχώρια  που ο παλαβός ο άντρας της έδιωξε τα ζώα τους. Ο Τρελονικόλας δεν ήξερε τι να κάνει πλέον. Δίνει έπειτα διαταγή στην γυναίκα να φύγουν. Η καημένη μπαίνει στην θέση του αλόγου, πιάνει ένα πλοκάμι της σούστας και σέρνει το κάρο με τον άντρα πάνω του. Οι χωριανοί δεν πίστευαν στα μάτια τους, αντικρίζοντας την γυναίκα σε αυτή την ταπεινωτική κατάσταση. Όταν επιτέλους έφτασαν σπίτι, η γυναίκα μπαίνει στο σπίτι εξαντλημένη, αλλά πολύ περισσότερο εκνευρισμένη. Λέει στον άντρα της:

– Αυτό που έκανες ήταν πολύ κακό, αλλά σε συγχωρώ γιατί ήσουν μεθυσμένος. Είμαι αποφασισμένη όμως να σε ακούω και να σε σέβομαι. Είσαι ελεύθερος να  μιλήσεις και να πεις αυτό που σκέφτεσαι.

– Γυναίκα είμαι κι εγώ αποφασισμένος να ζήσω μαζί σου. Κι αυτό γιατί ξεχασες τα παλιά και καταφέραμε να κάνουμε ένα σωστό σπιτικό. Από εδώ και πέρα μόνο στο πιοτό θελω να μου κάνεις κουμάντο. Χρειάζομαι κάποιον να με σταματάει όταν χάνω τον έλεγχο με το ποτό. Αν το αναλάβεις αυτό, θα σε κάνω αρχόντισσα του σπιτιού.

Κράτησαν τον λόγο τους και οι δύο. Ο Τρελονικόλας μάλιστα έγινε ο καλυτερος νοικοκύρης της περιοχής. Τελικά ο δύστροπος άντρας και η ανυπόταχτη γυναίκα έζησαν με ομόνοια. Έκαναν οικογένεια με πολλά παιδιά και όταν ήρθε η ώρα έφυγαν ήρεμα για τον άλλο κόσμο.

Categories: Παραμύθια για ενήλικες | Ετικέτες: | Σχολιάστε

Τα σιδερένια παπούτσια

Η Αριλιά Σπάρταλη άκουσε το παραμύθι από την γιαγιά της (1902-1994) που καταγόταν από το Μεγαρίσι Ανατ. Θράκης και έζησε στην Πέρνη Καβάλας.

Παραμύθι μύθι μύθι, το κουκί και το ρεβύθι!

fsdfΜια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός πατέρας που είχε ένα κοριτσάκι και έμενε σε ένα σπίτι μέσα στο δάσος. Το κοριτσάκι ήταν όμορφο και έξυπνο και όσο μεγάλωνωνε τόσο πιο όμορφο γινότανε. Όταν το κορίτσι έγινε δεκαπέντε χρονών, ο πατέρας αρρώστησε βαριά. Έψαξαν και ρώτησαν όποιον γνώριζαν, ποιος ή τι θα μπορούσε να τον γιατρέψει. Έμαθαν ότι για να γίνει καλά, έπρεπε να πάρει φάρμακο από μια μάγισσα που κατοικούσε σε ένα μακρινό βουνό και ήξερε να κάνει πολλά και χρήσιμα πράγματα. Η μάγισσα αυτή έβοσκε μόνη τα πρόβατά της κι όποιος κατάφερνε να την συναντήσει δύσκολά γλύτωνε από τα μάγια. Το σπίτι της ήταν κρυμμένο μέσα στο δάσος. Το δάσος είχε πολλά μονοπάτια και διασταυρώσεις για να μπερδέυονται  και να χάνονται οι άνθρώποι.  Παρά όλους αυτούς τους κινδύνους, το κορίτσι αποφάσισε να πάει στο μακρινό βουνό να φέρει το φάρμακο. Ήξερε όμως πως για να φτάσει στην μάγισσα έπρεπε να έχει σιδερένια παπούτσια.

Πού θα βρω σιδερένια παπούτσια πατέρα;

Ο πατέρας γνώριζε σχετικά και συμβούλευσε το παιδί του:

Πάρε δυο κομμάτια βουβαλίσιο δέρμα και χτυπά τα πολλές φορές να τα κάνεις σκληρά σαν σίδερο. Μετά κόψ’ τα στα μέτρα των ποδιών σου και ραψ’ τα με ένα σπάγγο από ξεραμένα γατίσια έντερα.

Το κορίτσι ντύνεται καλά, φοράει τα παπούτσια και ξεκινάει. Προχωρούσε, προχωρούσε και βρέθηκε μπροστά από δύο μονοπάτια, αλλά έπρεπε να διαλέξει ένα από τα δύο. Εκεί που σκεφτόνταν βλέπει μπροστά της έναν σκαντζόχοιρο που πήγαινε τσικ-τσικ. Τον ακολουθεί μέχρι που κατέβηκαν παρέα το πρώτο βουνό. Τώρα, βρέθηκε μπροστά από τρία μονοπάτια που έπρεπε να διαλέξει και έκατσε να σκεφτεί. Βλέπει τότε έναν κότσυφα που προχωρούσε πηδηχτά σε ένα μονοπάτι. Τον ακολουθεί και ανεβαίνουν στο δεύτερο βουνό. Τότε βρίσκεται μπροστά σπό τέσσερα μονοπάτια. Εδώ πια η δυσκολία ήταν μεγάλη και προβληματίστηκε πολύ. Κοίταζε γύρω γύρω να βρει κάποιο σημάδι και βλέπει στο ένα μονοπάτι κοπριές από πρόβατα και μαλλιά σκαλωμένα στα κατωκλάδια των θάμνων.

Από εδώ θα πάω…

…λέει στον εαυτό της και προχωράει θαρρετά. Όσο ζύγωνε κοντά στο σπίτι, τόσο τα τριβόλια κάτω από τα πόδια της ακούγονταν πιο δυνατά. Έσπαγαν, ράγιζαν και τσακίζονταν, αλλά τα σιδερένια παπούτσια ήταν γερά και άντεχαν στα αγκαθωτά τσιμπήματα. Η όμορφη κόρη περνάει την αυλή και χτυπάει την πόρτα του σπιτιού.

Αν είσαι φίλος, έλα μέσα, αν δεν είσαι φύγε!

…ακούγεται από μέσα μια φωνή.

Φίλη είμαι και ζητώ φάρμακο για τον πατέρα μου που είναι άρρωστος.

…απαντάει το κορίτσι. Ανοίγει την πόρτα ο γιος της μάγισσας, ο Αγγίτης. Το αγόρι θαμπώθηκε από την ομορφιά της κοπέλας και από εκείνη την στιγμή την ερωτεύτηκε. Η μάγισσα λέει στο κορίτσι:

Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Αφού κατάφερες να φτάσεις έως εδώ, θα αποκτήσεις αυτό που επιθυμείς. Να ξέρεις, εγώ διάβασα τα μερομήνια κι έμαθα πως ο πατέρας σου είναι άρρωστος. Για να ετοιμάσω και να σου παραδώσω το φάρμακο, πρέπει να κάνεις τρεις δουλειές εδώ. Πρώτα – πρώτα θα κάνεις ομελέτα να φάμε, χωρίς να σπάσεις τα αυγά που θα σου δώσω. Μετά θα πλύνεις τα πιάτα, χωρίς να ξοδέψεις το νερό που θα σου δώσω και το τρίτο θα είναι να σκουπίσεις τα σκουπισμένα και τα ασκούπιστα.

Η κοπέλα που άκουσε αυτά τα λόγια, έμεινε στην αρχή απορημένη και στεναχωρεμένη. Μετά από λίγο σκέφτηκε όμως  πώς θα λύσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε. Στο μεταξύ, η μάγισσα έφερε μπροστά της, τα αυγά για την ομελέτα, το νερό για το καθάρισμα και την σκούπα για το σκούπισμα.

Εδώ είναι όλα τα πράγματα που χρειάζεσαι. Κάνε με την σειρά τις δουλειές που σου είπα κι εγώ θα δω αν τα έκανες όλα καλά.

…είπε η μάγισσα. Η κοπέλα που ήταν έξυπνη άρχισε πρώτα με την ομελέτα. Βγαίνει έξω από σπίτι, πηγαίνει ως το κοτέτσι, παίρνει άλλα αυγά και τα τηγανίζει. Έτσι η ομελέτα έγινε χωρίς να σπάσουν τα αυγά που της έδωσε η μάγισσα. Μετά στρώνει το τραπέζι και φωνάζει την μάγισσα να ελέγξει αν τα έκανε σωστά. Η μάγισσα έρχεται βλέπει το τραπέζι στρωμένο, τα αυγά άσπαστα, όπως τα είχε αφήσει και την ομελέτα έτοιμη. Κατάλαβε τι είχε γίνει, αλλά η κοπέλα ήταν εντάξει γιατί έκανε ακριβώς ότι της είχε ζητηθεί. Κάθισαν στο τραπέζι και έφαγαν.

Τώρα η κοπέλα έπρεπε να πλύνει τα πιάτα χωρίς να χρησιμοποιήσει το νερό. Βγαίνει έξω από το σπίτι με έναν κουβά που βρήκε στο χέρι και πηγαίνει προς το πηγάδι. Βγάζει νερό, γεμίζει δυο στάμνες και τις φέρνει σπίτι. Πλένει καθαρά και όμορφα όλα τα πιάτα και φωνάζει την μάγισσα.

Έλα να δεις κυρά. Έκανα την δουλειά που είπες!

Έρχεται η μάγισσα και τα βλέπει όλα εντάξει. Τα πιάτα πλυμένα και οι στάμνες γεμάτες νερό. Η δουλειά είχε γίνει κανονικά και δεν είπε τίποτα. Τώρα ήρθε η ώρα για την τελευταία δοκιμασία. Το κορίτσι σκεφτόταν τι να κάνει και δεν μπορούσε να βρει λύση. Έρχεται κρυφά ο Αγγίτης και της λέει κρυφά το μυστικό, γιατί από την πρώτη ματιά είχε καρδιοχτυπήσει για την κοπέλα.

Θα σκουπίσεις όλο το σπίτι και θα μαζέψεις τα σκουπίδια στις γωνιές να σκεπαστούν με τις σκούπες. Έτσι το σπίτι θα είναι σκουπισμένο και ασκούπιστο, της είπε ο Αγγίτης.

Η κόρη έκανε όπως συμβούλευσε το αγόρι και ολοκλήρωσε την δουλειά. Έρχεται η μάγισσα να τα ελέγξει. Όλα είχαν γίνει σωστά και όπως τα είχε ζητήσει. Κατάλαβε όμως πως ο Αγγίτης είχε βοηθήσει την κοπέλα και λέει:

Και του μάγου θυγατέρα Αγγίτης ορμήνευσε

όσο είδα εγώ τον Αγγίτη

κι ο Αγγίτης είδε εμένα.

Τόσο να τον χαρείς εσύ, τόσο να τον κερδίσεις.

Τώρα η μάγισσα δεν μπόρεσε να το αποφύγει και ετοίμασε το φάρμακο να το δώσει στην κοπέλα. Εκείνη την στιγμή έρχεται ο Αγγίτης και λέει:

Μάνα εγώ αγάπησα αυτή την κόρη. Θέλω να την παρω γυναίκα μου και ζητάω την ευχή σου.

Ναι, αλλά ρωτά πρώτα την κοπέλα!

Τότε το παιδί ρωτάει την κόρη:

Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;

Εγώ θέλω, αλλά να αποφασίσει ο πατέρας μου. Θα πάω να του δώσω το γιατρικό, να γίνει καλά και μετά θα τον ρωτήσω αν δέχεται να σε πάρω για άντρα μου.

Τα πράγματα έγιναν έτσι. Η κοπέλα πήγε το φάρμακο, ο πατέρας έγινε καλά και μετά έγινε ο γάμος που κράτησε μια βδομάδα.

Με καλέσαν να πάω να χορέψω και να φάω. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα._

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Αγοραστής Γαϊδάρου

Donkey– Μύθος του Αισώπου –

Ένας χωρικός θέλησε να αγοράσει έναν γάϊδαρο. Μα επειδή ήθελε να είναι σίγουρος ότι θα τον βοηθάει στις δουλειές, ζήτησε πρώτα να τον δοκιμάσει. Τον πήρε λοιπόν και τον έβαλε μαζί με τα άλλα γαιδούρια, δίπλα στο παχνί.  Ο γάϊδαρος όμως, προσπερνώντας όλους τους υπόλοιπους, πήγε και στάθηκε δίπλα στον πιο τεμπέλη και καλοφαγά. Βλέποντας με τον καιρό ότι δεν κάνει τίποτα χρήσιμο, τον επιστρέφει στο αφεντικό του. Το αφεντικό του τον ρώτησε πως πήγε η δοκιμή, κι αν αποφάσισε αν θα τον κρατήσει ή όχι. Κι ο αγοραστής του απάντησε:

Δεν μου χρειάζεται άλλη δοκιμή. Κατάλαβα πως μοιάζει με εκείνον που ανάμεσα σε άλλους γαϊδάρους επέλεξε για φίλο.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Η Θοδώρα

Κρητικό παραμύθι δοσμένο το 1983 από τη Σκέυω Ν. Παχάκη-Δημογέροντα, ετών 73. Το είχε μάθει στα παιδικά της χρόνια από την γιαγιά της.

Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη. Δώσ’ τσ’ ανέμης να γυρίσει, παραμύθι να κινήσει. Καλησπέρα στην αφεδιάς σας!

παλατιΜια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο βασιλιάδες που είχαν γειτονικά βασίλεια. Ο ένας είχε  πλούσιο βασίλειο και πολλούς στρατιώτες. Είχενε κι έναν γιο που το όνομά του ήταν φημισμένο σε όλα τα βασίλεια για την καλοσύνη, την ανδρεία και για πολλά ακόμα χαρίσματα. Ο άλλος βασιλιάς είχε μικρότερο βασίλειο, λίγες δυνάμεις και τρεις θυγατέρες.

Κάποτε ο πλούσιος βασιλιάς αποφάσισε να ενώσει τα δύο βασίλεια για να γίνει ακόμη δυνατότερος. Μπορούσε με ευκολία να το καταφέρει. Έτσι κάποια μέρα έστειλε μήνυμα στον βασιλιά του μικρού βασιλείου και του ζητούσε να του παραδώσει το βασίλειο του με το καλό, χωρίς αντίσταση και έτσι θα γινόταν άρχοντας με πολλές εξουσίες. Αντίθετα αν το αρνιότανε θα του κήρυττε πόλεμο και θα τον κατακτούσε. Ακόμη θα έκανε αυτόν και την οικογένειά του σκλάβους.

Το μήνυμα τάραξε τόσο πολύ τον βασιλιά που σηκώθηκε από τον χρυσό θρόνο που καθότανε και έπεσε σαν κουρέλι στον μπρούτζινο, καθώς αναλογιζόταν το πρόβλημά του. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο βασιλιάς αυτός είχε τρεις θρόνους. Έναν χρυσό που σε αυτόν καθότανε όταν ήταν χαρούμενος, έναν ασημένιο που καθότανε όταν ήταν σε ήρεμη κατάσταση και έναν μπρούτζινο που καθότανε όταν είχε δύσκολες υποθέσεις.

Σε λίγη ώρα κατέβηκε η μεγάλη του κόρη να τον καλημερίσει, όπως συνήθιζε κάθε μέρα κι αυτή και οι αδερφές της. Μόλις τον είδε καθισμένο στην μπρούτζινη καρέκλα, τον ρώτησε ανήσυχη:

Πατέρα, βασιλιά μου πολυχρονεμένε, τι έχεις και κάθεσαι στην καρέκλα της στεναχώριας;

Αχ κόρη μου, πρωτογονάτη, αγαπημένη. Μεγάλη και δύσκολη στιγμή για το βασίλειο μας τούτη που μας βρήκε. Πολύ σοβαρό μαντάτο πήρα σήμερα από τον γειτονικό μας βασιλιά: ή να του παραδώσουμε το βασίλειό μας και να μας αφήσει να ζήσουμε σαν άρχοντες ή θα μας κηρύξει πόλεμο, να μας κάνει όλους σκλάβους.

Ε για τούτο το πράμα στεναχωριέσαι πατέρα; Θέλει καθόλου σκέψη; Όπως ξέρουμε καλά αυτός είναι πολύ δυνατότερός μας και θα πάρει το βασίλειό μας με τον πόλεμο. Καλύτερα λοιπόν να του το παραδώσεις και δεν πειράζει που δεν θα είσαι βασιλιάς. Θα είσαι ο πρώτος άρχοντας κι εμείς αρχοντοπούλες. Ίσα είναι αυτό από το να γίνουμε σκλάβοι; Δεν χρειάζεται μου φαίνεται σκέψη. Να του μηνύσεις πως θα του παραδώσεις το βασίλειό μας χωρίς πολέμους.

Όχι κόρη μου. Αυτό δεν θα το κάμω ποτέ. Θα πουλήσω όλους τους θησαυρούς μου και του παλατιού, ακόμα και των εκκλησιών. Θα συγκεντρώσω όλα τα χρήματα του βασιλείου μου και θα κάνω δυνατό στρατό και πολεμοφόδια να αντισταθώ στον εχθρό μας. Πρέπει όλοι να πολεμάμε για την πατρίδα μας…

Τι είναι αυτά που λες πατέρα; Εμένα και τις αδερφές μου δεν μας σκέφτεσαι καθόλου; Αντί να φροντίσεις να ετοιμάσεις την καλύτερη προίκα για μας και πρώτα πρώτα για μένα, που είμαι η μεγαλύτερη, να βρεις κάποιο βασιλόπουλο να με παντρέψεις, λογαριάζεις να μας κάνεις όλους σκλάβους του διπλανού βασιλείου;

Αυτά κι άλλα πολλά έλεγε η βασιλοπούλα στον πατέρα της προσπαθώντας να τον πείσει να κάνει το θέλημά της. Αφού είδε ότι δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη, έφυγε με θυμούς και κλάματα. Σε λίγο κατέβηκε η δεύτερη κόρη, η οποία αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο στο άκουσμα του κακού μαντάτου:

Καλό είναι και το αρχοντιλίκι πατέρα. Έτσι κι αλλιώς το βασίλειό μας δεν πρόκειται να το γλιτώσεις. Απέφυγε λοιπόν αυτό τον πόλεμο που θα καταστρέψει κι εμάς και τον τόπο μας, για να μην γίνουμε φτωχοί και σκλάβοι.

Ο πατέρας της απάντησε με τον τρόπο που απάντησε και νωρίτερα στην μεγάλη του κόρη και η μεσαία έφυγε με κλάματα και μοιρολόγια. Βρήκε την μεγάλη της αδερφή και παρηγορούσαν η μία την άλλη.

Ύστερα από λίγο κατεβαίνει και η μικρή κόρη και όταν τον ρώτησε για την αιτία της λύπης του, της είπε:

Αχ κόρη μου, πως θα σου το πω και σένα, που θα στενοχωρεθείς και θα σε δω να κλαις και να παρακαλείς, σαν τις αδερφές σου  για κάτι που δεν μπορώ, όσο κι αν σας αγαπώ, να σας κάνω το χατίρι.

Τι είναι αυτό πατέρα μου; Πες μου σε παρακαλώ, γιατί με κάνεις να αγωνιώ…

Ο πατέρας της εξήγησε το πρόβλημα και αυτή απευθείας απάντησε:

Φτάνει πατέρα. Δεν πρόκειται να παραδώσουμε ποτέ την πατρίδα.

Και βέβαια παιδί μου, θα πολεμήσουμε, αφού χρησιμοποιήσουμε όλους τους θησαυρούς για τις στρατιωτικές μας δυνάμεις και θα απαντήσουμε στον κακό μας γείτονα να έρθει, αν μπορεί, να πάρει την χώρα μας με πόλεμο.

Μα γιατί να ανοιχτούμε, πατέρα, σε πόλεμο που τόσα κακά φέρνει στον τόπο και τους ανθρώπους; Να του ζητήσεις να μονομαχήσουμε κι όποιος βγει νικητής παίρνει το βασίλειο του άλλου.

Ναι κόρη μου, καλύτερος τρόπος είναι αυτός, αλλά εγώ δεν έχω γιο να του ζητήσω μονομαχία…

Έχεις εμένα την Θοδώρα σου πατέρα μου. Εγώ θα ντυθώ άντρας και θα μονομαχήσω με τον γιο του βασιλιά. Έχω ελπίδα και πίστη ότι θα τον νικήσω και θα υπερασπιστώ επάξια την τιμή μας. Από τούτη την στιγμή με λένε Θοδωρή.

Αδύνατο, γενναία και αγαπημένη μου βασιλοπούλα. Δεν θα σε αφήσω ποτέ να κινδυνεύσεις τόσο. Θα κάνουμε πόλεμο, δεν μας μένει άλλος δρόμος.

Μετά όμως, από μεγάλη της επιμονή έπεισε τον πατέρα της να την αφήσει. Έστειλε λοιπόν μήνυμα του γειτονικού βασιλιά να προτιμήσει να μονομαχήσουν οι γιοι τους για να μην υποβληθούν στις θυσίες και τα κακά του πολέμου. Ο άλλος βασιλιάς δέχτηκε με μεγάλη χαρά, γιατί πίστευε ότι ο γιος του είναι ασύγκριτα δυνατός.

Η Θοδώρα ντύθηκε ανδρικά και ζήτησε την ευχή του πατέρα της λίγο πριν τον αγώνα. Εκείνος με δάκρυα στα μάτια έδωσε μέσα από την καρδιά του την ευχή στην γενναία βασιλοπούλα. Ο Θοδωρής ετοιμάστηκε μαζί με όλους, τον βασιλιά, την συνοδεία, τις σάλπιγγες  για τον μεγάλο αγώνα. Αμέσως ξεπήδησε μπροστά της ένα σκυλάκι, με ανθρώπινη λαλιά που κανείς άλλος εκτός από αυτήν δεν το έβλεπαν ή το άκουγαν. Το σκυλάκι λοιπόν μονομαχιαανέβηκε μαζί με τον Θοδωρή στο άλογο και μαζί με την συνοδεία φτάσανε στον τόπο της μονομαχίας. Εκεί περίμεναν παραταγμένοι ο άλλος βασιλιάς με τον γιο του και την ακολουθία του. Όλοι πήραν ορισμένη θέση και οι δυο νέοι χαιρετίστηκαν στον χώρο. Κάποια στιγμή δόθηκε το σύνθημα κι άρχισαν την μονομαχία. Και τα δυο βασιλόπουλα ήταν γενναία και πολύ γυμνασμένα και έτσι πότε υπερτερούσε ο ένας και πότε ο άλλος. Όλοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Ο Θοδωρής ήταν πιο επιθετικός, γιατί πλάι του, μπροστά του και γύρω του έτρεχε το σκυλάκι και τον ενθάρρυνε. Κάποια στιγμή η Θοδώρα πέτυχε το βασιλόπουλο στο στήθος, όσο μπορούσε πιο ελαφρά. Το αίμα άρχισε να τρέχει και να ποτίζει τα ιδρωμένα ρούχα του. Προσπάθησε να κρατηθεί αλλά σύντομα λύγισε κι έπεσε κάτω. Πέταξε η Θοδώρα το σπαθί της κι έτρεξε κοντά του. Του μίλησε με λόγια ενθαρρυντικά και περιποιήθηκε την πληγή του. Ωστόσο η μάχη είχε κριθεί.

Απογοητευμένος ο πλούσιος βασιλιάς πήγε με τον πληγωμένο και ταπεινωμένο γιο, και τους ανθρώπους του προς το παλάτι τους. Λίγα μέτρα πιο κάτω ακολουθούσαν η Θοδώρα με την δική της συνοδεία για να παραλάβει το βασίλειο του νικημένου βασιλιά.

Η Θοδώρα επέτρεψε την παραμονή του βασιλόπουλο στο παλάτι του, όσο κι να χρειαστεί, μέχρι να γίνει καλά και παρακολουθούσε με αγωνία την υγεία του. Όλοι αναγνώρισαν στον Θοδωρή την ευγένεια και την γενναιοδωρία του, παρόλο που ήταν εχθρός. Μάλιστα η Θοδώρα και το βασιλόπουλο συνδεθήκαν με μια δυνατή φιλία. Περνούσαν πολλές ώρες μαζί και ο αποχωρισμός κάθε φορά τους προκαλούσε λύπη. Για την Θοδώρα ήταν προφανές ότι αγαπούσε το βασιλόπουλο, αλλά για εκείνον αποτελούσε μυστήριο που έτρεφε τόσο όμορφα αισθήματα για ένα άτομο που γνώρισε υπό τόσο άσχημες συνθήκες. Κάποια μέρα το υποψιάστηκε και είπε στον πατέρα του:

Πατέρα, το βασιλόπουλο που φιλοξενούμε τόσες μέρες και δεν βιάζεται να παραλάβει αυτό που κέρδισε ή να φύγει δεν είναι άντρας, αλλά γυναίκα. Κάθε μέρα το καταλαβαίνω καλύτερα.

Πάψε βασιλόπουλο. Μην λες ανοησίες. Μεγάλο λάθος έχεις κάνει γιε μου. Μην το ξαναπείς και σε ακούσει η Δωδεκάδα μας και προσβληθούμε περισσότερο.

Κι όμως πατέρα, Θοδωρή θωριά δεν έχει. Κοπελιάς ανάβλεμμα ‘χει.

Τι να σου πω τώρα; Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε. Τώρα που μπορείς να περπατήσεις, πάνε να του δείξεις τους θησαυρούς του παλατιού μας. Να του πεις ότι είναι ελεύθερος να πάρει όποιον θέλει. Αν διαλέξει κόσμημα και διαμαντικά είναι γυναίκα, όπως υποψιάζεσαι. Αν πάρει όπλα είναι άντρας και τα άλλα είναι της φαντασίας σου.

Το σκυλάκι, η ευχή του πατέρα της Θοδώρας, που τριγύριζε αόρατο κοντά τους, έτρεξε και τα είπε στην Θοδώρα. Έτσι λοιπόν, εκείνη αδιαφόρησε επιδεικτικά για τα χρυσαφικά και τα πολύτιμα πετράδια, αλλά κοίταζε, έπιανε και δοκίμαζε τα όπλα. Ως αναμνηστικό, επομένως, για τις μέρες της φιλίας τους διάλεξε ένα ωραίο σπαθί με χρυσή λαβή. Αφού το βασιλόπουλο διηγήθηκε αυτά στον πατέρα του, εκείνος του είπε:

Είδες που έκανες μεγάλο λάθος και φαντάστηκες ότι είναι γυναίκα; Η ομορφιά και η λεπτότητα, καθώς και η ευγένειά του σε παραπλάνησαν.

Κι όμως πατέρα, εγώ έχω πάλι τις αμφιβολίες μου…

Πάρε τον να κοιμηθείτε ένα βράδυ μαζί στο δωμάτιό σου και τότε πια δεν θα σου μείνει καμιά αμφιβολία.

Καλά λες. Απόψε κιόλας θα του προσφέρω την φιλοξενία μου.

Το σκυλάκι άκουσε πάλι την συζήτηση και έτρεξε να τα πει στην Θοδώρα, η οποία ανησύχησε πολύ. Το σκυλάκι την βοήθησε λέγοντας:

Μην στεναχωριέσαι Θοδώρα. Μπορώ να πάρω την μορφή σου και να ξαπλώσω εγώ για σένα με το βασιλόπουλο.

Έτσι κι έγινε. Το ίδιο βράδυ όμως η Θοδώρα δεν άντεξε να συνεχίσει αυτό το παιχνίδι, αλλά αποφάσισε να φύγει. Πήρε ένα χαρτί και έγραψε:

«Θοδώρα μπήκα στη σειρά, Θοδώρα την εβγήκα

και φάσκελα του βασιλιά, μα κερδισμένη βγήκα».

Το πρωί το βασιλόπουλο συναντήθηκε με τον πατέρα του και του είπε ότι είναι άντρας ο Θοδωρής, αλλά πάλι δεν μπορούσε να του ξεκολλήσει η ιδέα από το μυαλό. Σηκώθηκε να βρει τον Θοδωρή, αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά και τον ζήτησε στην κάμαρά του. Εκεί μέσα, πάνω στο τραπεζάκι  είδε το γράμμα που άφησε η Θοδώρα και το διάβασε. Το έσφιξε πάνω στην καρδιά του και αμέσως πήδηξε στο άσπρο του άλογο. Έτρεχε σαν αστραπή στους κάμπους και τα λαγκάδια για να φτάσει στο παλάτι του πατέρα της Θοδώρας.

Χάρηκαν όλοι στο παλάτι το αντάμωμα των δύο νέων. Έγιναν γάμοι και γλέντια και στις δύο πολιτείες που διήρκησαν πολλές μέρες. Πήρε το βασιλόπουλο τη Θοδώρα στο βασίλειό του κι έμεινε ο κάθε βασιλιάς στον τόπο του και περάσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Του Αράπη ο γιος

Κρητικό παραμύθι, δοσμένο το 1848 από το Γεώργιο Ι. Γιαννιδάκη, ετών 88. Το είχε μάθει από τον πατέρα του στα παιδικά του χρόνια.

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!

Cretois_CostumeΜια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια χήρα γυναίκα που είχε έναν μικρό σε ηλικία γιο. Δυσκολευόταν να τα βγάζουν πέρα, γιατί ήταν πολύ φτωχοί. Καθώς μεγάλωσε το παιδί, η μητέρα του τον έβαλε να ψάξει δουλειά για να την βοηθήσει. Αλλά την περίοδο εκείνη δουλειές πολλές δεν βρισκόταν, οπότε τα πράγματα χειροτέρευαν και κάποιες φορές δεν είχαν ούτε για να φάνε. Μια μέρα, ο γιος είπε στην μητέρα του:

– Μητέρα, θα πάρω αυτό το σακί και θα τραβήξω στην εξοχή να βρω ότι μπορέσω για να φάμε, γιατί έτσι που μας βλέπω, θα πεθάνουμε από την πείνα.

– Πήγαινε παιδί μου, με την ευχή την δική μου και του Θεού.

Παρόλο που περπάτησε όλη μέρα δεν βρήκε τίποτα για να φάνε. Τόσο μεγάλη ήταν η ανομβρία που δεν είχαν φυτρώσει ούτε χόρτα στην εξοχή. Επέστρεφε απελπισμένος σπίτι, όταν βρέθηκε μπροστά από ένα περιβόλι περιφραγμένο από ψηλούς πασσάλους, έτσι που ούτε μπορούσε να διακρίνει τίποτε εκεί μέσα, ούτε να μπει. Στην δύσκολη αυτή στιγμή, σκάλωσε ανάμεσα στους πασσάλους και βρέθηκε  σε ένα περιβόλι με άφθονα και δροσερά  λαχανικά. Γέμισε το σακί του πολύ γρήγορα, αλλά πριν προλάβει να πηδήξει, παρουσιάστηκε ένας Αράπης δυο μέτρα και του είπε:

– Με ποιο δικαίωμα μπήκες στο περιβόλι και έκλεψες τα λαχανικά μου; Δεν θα μου ξεφύγεις, θα σε φάω γιατί φαίνεσαι καλό μεζεδάκι.

Το παιδί δεν τα έχασε:

– Έχεις μεγάλο δίκιο, Αράπη μου, δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Δεν είχα την άδεια σου να πάρω τα λαχανικά. Αλλά αιτία είναι η φτώχεια μου. Η μάνα μου κινδυνεύει να πεθάνει από την πείνα, γι’ αυτό έπρεπε να βρω κάτι να φάμε. Είμαι στην διάθεσή σου και μπορείς να με κάμεις ό,τι θέλεις.

– Μπράβο μικρέ. Βλέπω αναγνωρίζεις το σφάλμα σου κι αφού με εξήγησες ότι το έκανες για την μητέρα σου, σε συγχωρώ. Πολύ μου αρέσεις και θέλω να σε κάνω δικό μου παιδί.

– Άμα γίνω εγώ παιδί σου, η μητέρα μου τι θα απογίνει; Θα πεθάνει από την στεναχώρια της και την πείνα. Αυτό θα ήταν δίκαιο;

– Εγώ θα σου δώσω να πας στην μάνα σου τόσο χρυσάφι, όσο χρειάζεται για ολόκληρη την ζωή της. Δέχεσαι;

– Δέχομαι ασφαλώς,

…απάντησε το παιδί.

– Πρόσεξε μικρέ να τηρήσεις την συμφωνία μας, γιατί διαφορετικά όπου και να πας θα σε βρω και θα σε τιμωρήσω.

Το παιδί άδειασε τότε τα λάχανα, πήρε το τσουβάλι και ακολούθησε τον Αράπη στο θησαυροφυλάκιο του. Τα έχασε από το θέαμα που αντίκρισε. Έβαλε στο σακί του όσο χρυσάφι μπορούσε να σηκώσει και έφυγε στην μαμά του με την υπόσχεση να γυρίσει στο παλάτι του Αράπη. Μόλις τον είδε η μητέρα του, έτρεξε να τον αγκαλιάσει με κλάματα στα μάτια:

– Γιε μου, πού ήσουν δυο μέρες τώρα και κόντεψα να τρελαθώ από την αγωνία μου;

Το παιδί τα διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί στην μητέρα του. Η μητέρα του λυπήθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον γιο της. Δεν μπορούσε να αθετήσει την συμφωνία που είχε κάνει με τον Αράπη. Αποχαιρέτησε την μητέρα του, πήρε την ευχή της και χωρίστηκαν για πάντα.

Το παιδί έφτασε στο παλάτι του Αράπη και μόλις χτύπησε την πόρτα, ο Αράπης εμφανίστηκε αμέσως μπροστά του και του είπε:

– Καλώς τον γιο μου!

– Καλώς σε βρήκα πατέρα!

– Ευτυχώς που με είπες πατέρα, γιατί αλλιώς θα σου έδινα ένα γερό ξύλο.

– Ευτυχώς που με είπες και εσύ γιο σου, γιατί αλλιώς θα το έβαζα στα πόδια να φύγω.

– Μου αρέσει που είσαι θαρραλέος. Έλα κάθισε να φάμε, να σου πω κάποια πράγματα που πρέπει να ξέρεις. Κοίταξε εκείνο το σπαθί στον τοίχο, μαζί με την εξάρτυσή του και το φέσι. Δίχως το φέσι, το σπαθί δεν έχει καμία αξία. Δες να καταλάβεις!

Σηκώνεται ο Αράπης και ζώνεται το σπαθί με την εξάρτυσή του. Βάζει το φέσι στην συνέχεια και εξαφανίζεται.

– Πού είσαι;

– Είμαι μπροστά σου,

…ακούστηκε η φωνή του Αράπη. Έβγαλε το φέσι και εμφανίστηκε ξανά.

– Βλέπεις ότι με αυτό το φέσι γίνεσαι αόρατος. Έτσι μπορείς να νικήσεις και τον πιο μεγάλο αντίπαλο, γιατί θα χτυπάς εσύ κι αυτός δεν θα βλέπει μπροστά του κανέναν για να τον αντικρούσει! Εγώ ξέρω ότι θα πεθάνω σύντομα. Θα με θάψεις στο μνημείο που έχω δίπλα στο παλάτι. Αν δεν με κλάψεις σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, δεν θα μπορέσω να ησυχάσω και θα κινδυνεύεις συνέχεια από μένα.

Πράγματι έτσι κι έγινε. Ο θετός του γιος κληρονόμησε όλα τα καλά του, αφού τον έκλαψε σαράντα μερόνυχτα, όπως του είχε πει. Γύρισε, μια μέρα, από το μνημείο πεινασμένος. Χτύπησε τα χέρια του, όπως έκανε ο Αράπης και παρουσιάστηκε μπροστά του μια κοπέλα και του είπε:

– Είμαι σκλάβα σου, στις διαταγές σου, τι επιθυμείς;

– Πεινάω πολύ. Τι έχει η κουζίνα;

– Έχει απ’ όλα. Ακόμα και γλώσσες!

– Φέρε λοιπόν από όλα!

Το τραπέζι μπροστά του γέμισε με πλούσια φαγητά, ανάμεσα σε αυτά και μια γλώσσα, την οποία επέλεξε να φάει τελευταία. Μόλις πήγε να την φάει, γλίστρησε από τα χέρια του κι έπεσε κάτω. Σκύβει να την φάει, αλλά άνοιξε στην γη ένας λάκκος. Πήγε να την πάρει και μπήκε μέσα στο λάκκο, ο οποίος όλο και βάθαινε. Τότε ακούει μια φωνή και του λέει:

– Άδικα με κυνηγάς. Δεν είμαι η γλώσσα για να με φας, αλλά η Χρυσή Κοπέλα και μένω στα Χρυσά Ξύλα. Έλα να με βρεις και να με πάρεις γυναίκα σου. Εγώ θα σε περιμένω.

Ο γιος του Αράπη αναστατώθηκε τόσο πολύ από αυτά που άκουσε και αποφάσισε να βρει την Χρυσή Κοπέλα για να την κάνει δική του. Την επόμενη κιόλας ημέρα, ζώστηκε το μαγικό σπαθί, πήρε το μαγικό φέσι και κατέβηκε στο στάβλο να σελώσει το φτερωτό άλογο του Αράπη. Το καβάλησε και το άλογο πέταξε ψηλά με προορισμό τα Χρυσά Ξύλα. Ενώ ταξίδευε συνάντησε έναν άλλο καβαλάρη σε φτερωτό άλογο και τον ρώτησε:

– Ποιος είσαι;

– Είμαι του Αέρα ο γιος.

– Κι εγώ είμαι του Αράπη ο γιος. Θέλεις να γίνουμε αδέλφια;

– Θέλω ευχαρίστως, απάντησε του Αέρα ο γιος.

Πλησίασαν τότε, έκαναν μια μικρή πληγή με το μαχαίρι στο δάχτυλό τους και τα ένωσαν. Φιληθήκανε και σφίξανε τα χέρια αδελφικά. Ύστερα από κάμποσες ώρες ταξίδι με τα φτερωτά τους άλογα, συνάντησαν κι έναν άλλο καβαλάρη σε φτερωτό άλογο. Τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν ποιος είναι.

– Είμαι της Γης ο γιος.

Του εξήγησαν ότι είχαν αδελφωθεί και δέχτηκε να γίνει κι αυτός αδελφός τους. Έτσι έγινε πάλι η τελετή της αδερφοσύνης και συνέχισαν τρεις πλέον το ταξίδι. Την επομένη, αντάμωσαν έναν ακόμη καβαλάρη σε φτερωτό άλογο. Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και δόθηκαν εξηγήσεις…

– Εγώ είμαι της Θάλασσας ο γιος και δέχομαι να γίνω αδελφός σας.

Χάραξαν πάλι τα δάχτυλά τους και έγιναν οι τέσσερις αδέλφια και συνοδοιπόροι στο ταξίδι. Επειδή όμως το ταξίδι ήταν μακρινό, αποφάσισαν να σταματήσουν στην πρώτη πόλη που θα συναντήσουν για να ξεκουραστούν. Εκεί που κατέβηκαν βρήκαν ένα σημείωμα που έγραφε «Στην αριστερή πτέρυγα του παλατιού κατοικεί η μια κόρη του βασιλιά. Κάθε μέρα καταλεί σαράντα ζευγάρια σιδερένια παπούτσια. Όποιος ανακαλύψει που καταλεί αυτά τα παπούτσια θα πάρει τον θρόνο που θα του παραχωρήσει ο βασιλιάς και την άλλη του κόρη ως γυναίκα του. Όποιος αποτύχει του κόβουν το κεφάλι». Μόλις το διάβασαν λέει του Αράπη ο γιος στους άλλους:

– Τι λέτε αδέλφια να παρουσιαστώ στον βασιλιά και να επιχειρήσω να βρω που καταλεί η κόρη του τα παπούτσια;

Τα αδέλφια του προσπάθησαν να τον αποθαρρύνουν, αλλά του Αράπη ο γιος, τους έπεισε ότι είναι σίγουρος για την επιτυχία του. Έτσι πήγε στον βασιλιά, ο οποίος τον πήγε στα διαμερίσματα της κόρης του και της τον παρουσίασε ως τον άνθρωπο που θα έλυνε το μυστήριο που έκρυβε. Η νέα κοίταξε τον γιο του Αράπη και του είπε ειρωνικά:

– Καημένε πόσο λυπούμαι να χάσεις τα όμορφα νιάτα σου. Αύριο ο βασιλιάς θα σου κόψει το κεφάλι, όπως έχει κάνει και σε τόσους ανόητους  σαν κι εσένα.

– Άφησε τις ειρωνείες και σκέψου για το δικό σου κεφάλι. Δεν μπορείς να είσαι βέβαιη ποιος θα δικάζεται αύριο.

Ο βασιλιάς τους άφησε μόνους και έφυγε στα διαμερίσματά του. Τότε η βασιλοπούλα πρόσφερε στον νέο ένα ποτό. Εκείνος το έχυσε διακριτικά μέσα από το σακάκι του στο στήθος του, γιατί κατάλαβε πως θα είχε μέσα υπνωτικό. Κάθισε έπειτα σε μια πολυθρόνα και καμώθηκε πως τον έπαιρνε ο ύπνος, πως προσπαθούσε να αντισταθεί στην νύστα του και η βασιλοπούλα γελούσε περιπαιχτικά.  Σε λίγη ώρα έκανε πως ροχάλιζε. Είδε τότε την βασιλοπούλα να κατεβάζει από ένα ράφι έναν καθρέφτη. Έπιασε ένα πανί και τον έτριψε δυο φορές. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα εμφανίστηκε ο πατέρας του. Έπειτα την είδε να κατεβάζει ένα πανέρι με 12 μήλα. Έδινε ένα μπάτσο στο καθένα και από κάθε ένα έβγαινε ένα αραπάκι. Ο Αράπης φορτώθηκε τα σαράντα ζεύγη και είπε:

– Πάμε τώρα. Αρκετά καθυστερήσαμε.

Αμέσως αφού βγήκαν έξω ο νέος έβαλε το φέσι, έγινε αόρατος και τους πήρε από πίσω. Περπατούσαν με μεγάλη ταχύτητα και κάθε τόσο σταματούσαν να αλλάξουνε παπούτσια. Ο νέος έγραφε σε ένα σημειωματάριο τα μέρη που πηγαίνανε. Όταν γύρισαν στο παλάτι, είχε ξημερώσει. Όλα τα παπούτσια τα είχαν καταλύσει. Ο νέος τους πρόλαβε, αφού ήταν αόρατος και μπήκε πρώτος. Έβγαλε το φέσι και το έκρυψε μέσα στο πουκάμισό του και κάθισε στην πολυθρόνα. Γέλασε η κόρη του βασιλιά σαν τον αντάμωσε στην ίδια θέση να κοιμάται. Σκούπισε το πρόσωπο του Αράπη τρεις φορές και έτσι ξανάγινε καθρέφτης και τον έβαλε πάνω στο ράφι. Έδωσε και ένα μπάτσο σε κάθε αραπάκι και μετατράπηκαν πάλι σε μήλα, τα οποία έβαλε σε πανέρι. Ειδοποίησε τον πατέρα της να έρθει να πάρει τον ανόητο νέο για να του κόψει το κεφάλι. Ο νέος όμως σηκώνεται και ακολουθεί τις κινήσεις της κόρης του βασιλιά, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν ο Αράπης και τα αραπάκια. Τότε με περηφάνια είπε στον βασιλιά:

– Με αυτήν την παρέα γυρίζει η κόρη σου όλη νύχτα. Εδώ έχω γραμμένα όλα τα μέρη που πηγαίνουν. Γύρισαν σχεδόν όλη την Ευρώπη και την Ασία.

Ο βασιλιάς έδωσε εντολή να τους κρεμάσουν όλους, μαζί και την κόρη του που προσέβαλε τον τόπο της και την τιμή του λαού της. Ο βασιλιάς κάλεσε τον γιο του Αράπη για να τον ευχαριστήσει και να πραγματοποιήσει την συμφωνία τους, να του δώσει το βασίλειο και την άλλη του κόρη. Ο Γιος του Αράπη τον ευχαρίστησε, αλλά του είπε ότι ήταν ήδη παντρεμένος. Ωστόσο είχε για αδελφό, τον γιο του Αέρα, γενναίος και πολύ καλό νέος επίσης. Εκείνος μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του. Έτσι έγινε ένας μεγάλος γάμος και όλος ο λαός γλέντησε μαζί τους. Καθώς τα αδέλφια αποχαιρετιόνταν, ο γιος του Αράπη είπε στον παντρεμένο πλέον αδελφό του:

– Αδελφέ μου, θα συνεχίσω τώρα το ταξίδι για τα Χρυσά Ξύλα. Σου δίνω αυτό το χρυσό τραπεζάκι με τούτο το ραβδί πάνω. Άμα ακούσεις να χτυπάει το ραβδί τρεις φορές, σημαίνει πως κινδυνεύω και να τρέξεις να με βοηθήσεις αμέσως.

Τα τρία αδέλφια ταξίδεψαν μερικές μέρες και αποφάσισαν να σταματήσουν στην πρώτη χώρα που θα συναντήσουν για να ξεκουραστούν. Στην πολιτεία που κατέβηκαν είδαν ένα σημείωμα που έλεγε ότι ένα μέρος του παλατιού είναι στοιχειωμένο και γίνονται τρομαχτικά πράγματα μετά τα μεσάνυχτα. Όποιος κατορθώσει να βγει σώος ένα βράδυ από εκεί, θα πάρει την κόρη του βασιλιά για γυναίκα του και πολλά δώρα για τους δικούς του. Τότε παρουσιάζεται του Αράπη ο γιος για να το αναλάβει παρά την προσπάθεια του βασιλιά να τον μεταπείσει.

– Εγώ θα πάω και δεν φοβούμαι. Μόνο σε παρακαλώ να μου δώσεις μια μπουκάλα ρακή και μια σακούλα καρύδια, να τρώγω και να πίνω, να μην με πάρει ο ύπνος μέχρι να έρθουν τα στοιχειά.

Έτσι κι έγινε. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε βοή μεγάλη κι έγινε ένας τρομαχτικός σεισμός. Αυτός παρόλο που η καρέκλα κόντεψε να πέσει εξακολούθησε να πίνει ατάραχος. Έπειτα βλέπει στην κορυφή του πύργου να παρουσιάζονται δυο πόδια και ακούει μια φωνή που φώναζε »Πέφτω, πέφτω, πέφτω…».

– Πέσε, αλλά πρόσεξε να μην πέσεις επάνω στην μπουκάλα με την ρακή και σπάσει.

Τότε πέφτουν τα δύο πόδια μπροστά του. Αυτός τα παίρνει και τα ακουμπά σε ένα τοίχο όρθια. Κάθεται πάλι και συνεχίζει να τρώει και να πίνει. Με τον ίδιο τρόπο έπεσε μπροστά του και ένα σώμα χωρίς κεφάλι και χωρίς χέρια και ο νέος το βάζει πάνω στα πόδια, στον τοίχο. Μετά από λίγο πέφτουν πάνω στο τραπέζι με τα ίδια πάλι λόγια τα χέρια και το κεφάλι, τα οποία τοποθετούνται πάνω στα υπόλοιπα μέλη. Αφού ήπιε μερικές  ρακές  ξάπλωσε και κοιμήθηκε βαθιά. Το πρωί πήγε ο βασιλιάς με την συνοδεία του να θάψει τον νέο, αφού ήταν σίγουρος ότι θα τον έβρισκε νεκρό. Από τους θορύβους που έκαναν για να μπούνε, ξύπνησαν του Αράπη τον γιο, ο οποίος φώναξε νευριασμένος:

– Τέλος πάντων, δεν μπορώ ούτε μια ώρα να κοιμηθώ ήσυχα;

Ο βασιλιάς και οι συνοδοί του έτρεξαν τρομαγμένοι να φύγουν γιατί νόμιζαν ότι τους μιλούσε το φάντασμα. Ο γιος του Αράπη τους καθησύχασε και τους είπε να πάνε να θάψουν το πραγματικό φάντασμα που βρίσκεται στον πύργο.  Ο βασιλιάς τον συγχάρηκε για το θάρρος του και του πρότεινε να πάρει την κόρη του για γυναίκα του. Ο γιος του Αράπη του αντιπρότεινε να την δώσει στον αδελφό του, τον γιο της Γης, γιατί αυτός ήταν ήδη παντρεμένος. Ο βασιλιάς συμφώνησε κι έγιναν οι γάμοι. Μα πριν προλάβει να γίνει ο αποχωρισμός, έδωσε στον αδερφό του μια χρυσή μπουκάλα κι ένα χρυσό τραπεζάκι και του είπε:

– Αδελφέ μου, εγώ θα συνεχίσω το ταξίδι μου  για τα Χρυσά Ξύλα. Άμα δεις να κοχλάζει η ρακή που έχει μέσα, να ξέρεις ότι κινδυνεύω και χρειάζομαι εγκαίρως την βοήθειά σου.

Έφυγε έπειτα με τον γιο της Θάλασσας και συνέχισαν τις επόμενες μέρες το ταξίδι τους παρέα. Σταμάτησαν για ακόμα μια φορά σε μια πολιτεία να ξεκουραστούν. Εκεί διάβασαν σε μια επιγραφή ότι σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων έξω από πόλη βρίσκεται μια πηγή που προσφέρει  νερό στην περιοχή. Εκεί όμως βρίσκεται και ένα μεγάλο θηρίο που άλλαξε την πορεία του νερού και για να τους δώσει πίσω την πηγή,  χρειάζεται να του πηγαίνουν κάθε μέρα έναν άνθρωπο για γεύμα. Αν βρισκόταν κάποιος θαρραλέος να το σκοτώσει και ήταν νέος θα έπαιρνε τον θρόνο και την μοναχοκόρη του βασιλιά. Αν ήταν γέρος, θα κέρδιζε χρυσάφι και αξιώματα. Του Αράπη ο γιος προσφέρθηκε να αντιμετωπίσει το θεριό παρά τον μεγάλο κίνδυνο που του τόνιζε ο βασιλιάς. Ανέβηκε στο βουνό και έφτασε στην σπηλιά, όπου ήταν και η πηγή. Φώναξε:

– Έβγα έξω θεριό να μονομαχήσουμε. Αλλιώς θα πιστέψω ότι είσαι δειλό.

Το θεριό βόγκηξε τόσο δυνατά που σείστηκε ο τόπος. Όρμησε έξω να τον κατασπαράξει με τα κοφτερά  δόντια και νύχια. Του Αράπη ο γιος φόρεσε το φέσι και έγινε αόρατος. Το θηρίο με την ταχύτητα που επιχείρησε να επιτεθεί, έπεσε στο κενό. Για σιγουριά όμως ο νέος τον κάρφωσε τρεις φορές στο στήθος με το σπαθί. Γύρισε το νερό προς την πολιτεία και ξεκίνησε να επιστρέψει στο βασίλειο. Όλο το βασίλειο και ο λαός είδε το νερό να έρχεται προς το μέρος του και υποδέχτηκαν με θερμό ενθουσιασμό και τιμές του Αράπη τον γιο. Στο παλάτι δήλωσε ότι είναι ήδη παντρεμένος αλλά ο αδερφός του είναι ελεύθερος για παντρειά. Έτσι ο γιος της Θάλασσας παντρεύτηκε με πανηγυρισμούς και μεγάλο γλέντι την κόρη του βασιλιά. Πριν φύγει  είπε στον αδερφό του:

– Αδερφέ μου, σου αφήνω αυτό το χρυσό τραπεζάκι με την νταμουτζάνα που έχει μέσα καθαρό νερό. Άμα δεις να κοκκινίζει, σημαίνει ότι βρίσκομαι σε κίνδυνο και να έρθεις χωρίς καθυστέρηση να με βοηθήσεις.

Πήρε το φτερωτό άλογο και ταξίδευε μέρες για να φτάσει στον αρχικό του προορισμό, τα Χρυσά Ξύλα. Εκεί πήγε σε ξενοδοχείο και άρχισε να αναζητάει την Χρυσή Κοπέλα. Μετά από λίγο καιρό έμαθε ότι ήταν αιχμάλωτη στο παλάτι του βασιλιά. Αυτή προσπαθούσε με διάφορες δικαιολογίες να αποφύγει τον γάμο με τον βασιλιά, γιατί περίμενε του Αράπη τον γιο. Το παλικάρι πλήρωσε με πολύ χρυσάφι έναν δούλο του παλατιού για να της δώσει μήνυμα ότι έχει φτάσει και θέλει να την κλέψει. Η κοπέλα πέταξε από την χαρά της για τον ερχομό του αγαπημένου της. Αμέσως δήλωσε στον βασιλιά ότι είναι η ώρα να τον παντρευτεί, αφού της κάμει τρία θελήματα:

– Θέλω να μου κάνεις μια χρυσή κλώσα με δώδεκα χρυσά πουλάκια. Η κλώσα να κράζει με κλου, κλου και τα χρυσά πουλάκια να κάνουν πι, πι, πι. Αυτό είναι το πρώτο θέλημα και όταν το εκτελέσεις , θα σου πω το δεύτερο.

Με εντολή του βασιλιά, ο τελάλης ανακοίνωσε στους χρυσοχόους το θέλημα της κοπέλας και πρόσθεσε ότι όποιος αναλάβει και αποτύχει, θα χάσει το κεφάλι του. Κανείς δεν τολμούσε φυσικά, εκτός από τον γιο του Αράπη. Ο τελευταίος παρουσιάστηκε σε έναν χρυσοχόο και του ζήτησε να δηλώσει ότι θα κάνει ο ίδιος το θέλημα, γιατί δεν είχε δικό του εργαστήρι.

– Πήγαινε στο καλό άνθρωπέ μου. Για τόσο κουτό με πέρασες να δηλώσω τέτοιο πράγμα; Κι αν εσύ αποτύχεις, θα χάσω εγώ την ζωή μου;

– Είμαι σίγουρος ότι μπορώ να φτιάξω την κλώσα με τα πουλάκια. Επίσης σου δίνω τον λόγο μου ότι άμα χάσω, θα παρουσιαστώ στον βασιλιά να πω ότι το έκανα εγώ και θα πληρώσω με την δική μου ζωή. Άμα τα καταφέρω θα πάρεις εσύ την πληρωμή και τα αξιώματα που δίνει ο βασιλιάς. Έτσι, ό,τι και να γίνει θα είσαι κερδισμένος.

Ο χρυσοχόος πείστηκε να δεχτεί και παρουσιάστηκε στον βασιλιά να του ζητήσει μεγάλη ποσότητα από χρυσάφι. Το πήγε στον γιο του Αράπη, ο οποίος κλείστηκε σε ένα δωμάτιο, έκοψε το χρυσάφι σε μικρά κομμάτια και το έριχνε από το παράθυρο να το πάρουν οι περαστικοί μέχρι τα ξημερώματα. Στην συνέχεια, άνοιξε ένα μπαουλάκι κι από μέσα έβγαλε την χρυσή κλώσα με τα πουλάκια. Φώναξε τον χρυσοχόο και άρχισε να τα βάζει να φωνάζουν, δηλαδή η κλώσα έκανε κλου, κλου και τα πουλάκια πι, πι, πι.

– Μπράβο σου παλικάρι μου, αυτό που έφτιαξες είναι πραγματικό αριστούργημα, έργο τέχνης. Εγώ με εμπειρία 30 χρόνων δεν θα μπορούσα όχι μόνο να τα δημιουργήσω, αλλά ούτε να τα αντιγράψω.

Ο χρυσοχόος τα πήγε στον βασιλιά και κέρδισε την πλούσια αμοιβή. Η Χρυσή Κοπέλα τα πήρε με κρυφή χαρά, γιατί ήξερε ότι μόνο ο αγαπημένος της ήταν δυνατόν να τα φτιάξει. Είπε στον βασιλιά:

– Τώρα θέλω ένα φόρεμα να έχει πάνω του τον ουρανό με τα άστρα που να μην το έχει αγγίξει ούτε χέρι, ούτε ψαλίδι, ούτε βελόνι.

Ο ντελάλης ανακοίνωσε ότι όποιος ράφτης το καταφέρει θα πάρει μεγάλα δώρα σαν τον χρυσοχόο. Τα άκουσε ο γιος του Αράπη και πήγε να βρει τον καλύτερο ράφτη. Του πρότεινε να τον κρατήσει στο ραφτάδικό του και να τον εκπροσωπήσει στον βασιλιά. Ο ράφτης αρνήθηκε αρχικά για τους ίδιους λόγους που του είχε πει και ο χρυσοχόος. Ο γιος του Αράπη του έδωσε τον λόγο του ότι δεν θα κινδύνευε, αλλά ήταν πιθανόν να κερδίσει πολλά. Ο ράφτης σκέφτηκε με προσοχή την πρόταση του νέου και δέχτηκε. Ζήτησε από τον βασιλιά πολλά τόπια μεταξωτό ύφασμα διάφορων χρωμάτων. Τα έφερε στον γιο του Αράπη, ο οποίος πάλι κλείστηκε μόνος του σε ένα δωμάτιο, έκοψε τα υφάσματα σε κομμάτια τόσο μεγάλα όσο χρειαζόταν για ένα φόρεμα. Ένα ένα κομμάτι, το πετούσε από το παράθυρο και το μάζευαν χαρούμενοι οι διαβάτες. Όταν ξημέρωσε έβγαλε από μια μεγάλη κούτα το περίφημο φόρεμα που ζητούσε το Χρυσό Κορίτσι. Έμεινε άφωνος ο ράφτης με το έργο που αντίκριζε και χάρηκε γιατί θα γινότανε πάμπλουτος. Έτσι κι έγινε μόλις  πήγε στον βασιλιά για την παράδοση. Η Χρυσή Κοπέλα όταν πήρε το φόρεμα, της ζητήθηκε να πει αμέσως το τρίτο θέλημα. Ο βασιλιάς δεν άντεχε να περιμένει περισσότερο να την κάνει γυναίκα του. Η Χρυσή Κοπέλα επίσης ανυπομονούσε να συναντήσει του Αράπη τον γιο και ζήτησε από τον βασιλιά να την οδηγήσει τους μεγάλους τεχνίτες που πραγματοποίησαν τα θελήματά της για να τους επαινέσει και να τους ευχαριστήσει. Ο βασιλιάς διέταξε να ετοιμάσουν την βασιλική άμαξα για να πάνε πρώτα στον χρυσοχόο. Ο χρυσοχόος τους είπε ότι αυτά τα κατασκεύασε ένας τεχνίτης που έφυγε. Έτσι συνέχισαν να βρούνε τουλάχιστον τον ράφτη. Εκεί ο ράφτης τους παρουσίασε του Αράπη τον γιο. Η Χρυσή Κοπέλα έπεσε στην αγκαλιά του και είπε στον βασιλιά:

– Αυτός είναι που έφτιαξε την κλώσα, το φόρεμα και αυτός είναι ο άντρας που αγαπώ και με αγαπάει. Αυτόν θα παντρευτώ.

Ο βασιλιάς εξοργισμένος έφυγε και το ζευγάρι πήγε στο ξενοδοχείο. Προγραμμάτισαν να επιστρέψουν στο παλάτι του Αράπη για να κάνουν τον γάμο τους και να ζήσουν ευτυχισμένοι. Ο βασιλιάς όμως έμαθε από κατασκοπεία και μια μάγισσα ότι η δύναμη του νέου αυτού πήγαζε από το σπαθί, την εξάρτυση και το φέσι. Του τα έκλεψε. Μετά με τις οδηγίες της μάγισσας, πέταξε το σπαθί στην θάλασσα, το φέσι στον αέρα και έθαψε μέσα στην γη την εξάρτυση. Όταν γύρισε ο γιος του Αράπη και δεν βρήκε τα πολύτιμα πράγματα στο δωμάτιό του, ανησύχησε πολύ και ένιωσε αδύναμος. Κρυβόταν από τους φρουρούς του βασιλιά που εύκολα μπορούσαν πλέον να του πάρουν το κεφάλι. Τότε άρχισε να χτυπά το χρυσό ραβδί που είχε χαρίσει στον γιο του Αέρα, να κοχλάζει η μπουκάλα με την ρακή του γιου της Γης και κοκκίνισε το νερό στην νταμουτζάνα που είχε ο γιος της Θάλασσας. Όλα τα αδέλφια κατάλαβαν ότι ο γιος του Αράπη κινδύνευε και έσπευσαν να βοηθήσουν. Όταν φτάσανε έμαθαν τι είχε συμβεί και του είπαν:

– Μη φοβάσαι αδερφέ μας. Γρήγορα θα έχουμε τα πράγματά σου κοντά μας.

Κάλεσε τότε ο γιος της Γης όλα τα πλάσματα που περπατάνε και τους ζήτησε να του βρουν και να του φέρουνε την εξάρτυση. Μετά από λίγο ένα ποντικάκι την έφερε. Κάλεσε και ο γιος του Αέρα όλα τα πετούμενα και τα έστειλε να βρούνε να φέρουνε το μαγικό φέσι. Σε λίγη ώρα ένα σπουργιτάκι το έφερε χαρούμενο. Τέλος κάλεσε ο γιος της Θάλασσας όλα τα ψάρια να του φέρουνε το σπαθί. Ένα δελφίνι του το παρέδωσε. Αφού ο γιος του Αράπη φόρεσε και πάλι τα πράγματά του, δυνάμωσε,  αλλά και πείνασε. Χτύπησε τα χέρια του και παρουσιάστηκε ένα τραπέζι γεμάτο με χίλια λογιών φαγώσιμα. Έφαγαν και ήπιαν όλα τα αδέλφια μαζί και στο τέλος αποχαιρετίστηκαν και επέστρεψε ο καθένας με το φτερωτό του άλογο στο βασίλειό του. Πήρε και ο γιος του Αράπη την Χρυσή Κοπέλα και ζήσανε στο παλάτι τους καλά κι εμείς καλύτερα.

Categories: Παραμύθια για ενήλικες | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Το μαγεμένο δάσος

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!

Πριν πολλά πολλά χρόνια, σε ένα μακρινό χωριό ζούσε μια γυναίκα με την κόρη της, την Άννα. Η Άννα ήταν καλό και υπάκουο κορίτσι. Αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Καθέ πρωί πριν πάει στο σχολείο, έδινε ένα φιλάκι στην μαμά της και έπαιρνε τα βιβλία της στο χέρι.  Κάθε φορά, στο δρόμο για το σχολείο, συναντούσε έναν φίλο της κούνελο. Της έλεγε:

Άννα, υπάρχει ένα μαγεμένο δάσος. Σε αυτό ζει μια νεράιδα που μεταμορφώνει σε πέτρινα αγάλματα τους κυνηγούς και τα παιδιά. Πρόσεχε μην περάσεις από εκεί!

forest

Ένα μεσημέρι, καθώς γύρισε από το σχολείο, είδε την μαμά της ξαπλωμένη στο κρεββάτι. Ήταν χλωμή και φαινόταν ταλαιπωρημένη . Η Άννα την ρώτησε:

Τι έχεις μανούλα;

Είμαι άρρωστη, κορούλα μου. Πήγαινε σε παρακαλώ να φέρεις τον γιατρό.

Η Άννα πήγε στο σπίτι του γιατρού να τον ζητήσει. Την πόρτα του άνοιξε η γυναίκα του, η οποία της είπε:

Έχει πάει στο διπλανό χωριό να επισκεφτεί έναν άρρωστο. Επειδή ξεκίνησε αργά, μου είπε ότι θα κοιμηθεί εκεί και θα γυρίσει αύριο. Αν είναι επείγον, πήγαινε να τον βρεις.

Ο πιο σύντομος δρόμος, όμως, περνούσε μέσα από το μαγεμένο δάσος. Στο δρόμο, ανάμεσα στα δέντρα συνάντησε ένα ελαφάκι.

Πού πας;

…τη ρώτησε το ελαφάκι.

Η μανούλα μου είναι άρρωστη και πάω να βρω τον γιατρό.

…του είπε η Άννα.

Ε κοριτσάκι σταμάτα! Μην προχωρείς, γιατί το δάσος είναι μαγεμένο. Αν σε βρει η νεράιδα θα σε κάνει κι εσένα άγαλμα.

…της είπε ένα δέντρο.

Πρέπει να πάω γρήγορα να βρω τον γιατρό, γιατί η μανούλα μου είναι άρρωστη.

Μην προχωρείς άλλο στο μαγεμένο δάσος…

της είπαν δυο κουνελάκια.

…γύρισε πίσω στο χωριό σου. Η νεράιδα θα σε κάνει άγαλμα.

Πρέπει να φέρω αμέσως τον γιατρό.

…είπε το κοριτσάκι και τα προσπέρασε τρέχοντας.

Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά της η νεράιδα του δάσους. Ήταν όμορφη, ξανθιά με γαλανά μάτια και φορούσε ένα ροζ φόρεμα.

Δεν επιτρέπεται να μπαίνεις στο δάσος μου…

…είπε στην Άννα.

Με λένε Άννα. Πηγαίνω να βρω τον γιατρό, γιατί η μανούλα μου είναι άρρωστη.

Ω… μα τι καλό κορίτσι που είσαι…

…είπε η νεράιδα με ένα ζεστό χαμόγελο.

Δεν είσαι σαν τους κυνηγούς και τα κακά παιδιά που μπαίνουν στο δάσος μου για να σκοτώσουν τα ζωά και τα πουλιά.

Τσίου, τσίου, είπε ένα πουλάκι. Η Αννούλα μας προσέχει και είναι η καλύτερή μας φιλή!

Πήγαινε στην μανούλα σου Αννούλα μου. Η μαμά σου έγινε καλά και σου ετοιμάζει να φας κάτι νόστιμο. Και να πεις τους ανθρώπους ότι δεν πειράζω αυτούς που αγαπούν τα ζώα και τα πουλιά!

Λέγοντας αυτά πήρε την Άννα από το χέρι για να την οδηγήσει έξω από το δάσος. Τους ακολούθησαν χαρούμενα ζωά και πουλιά. Η Αννούλα την ευχαρίστησε και την παρακάλεσε να λυπηθεί όλους εκείνους που μεταμόρφωσε σε αγάλματα. Της ζήτησε να τους ζωντανέψει ξανά. Η καλή νεράιδα πραγματοποίησε την επιθυμία της Άννας και όλοι μαζί τώρα, κυνηγοί και παιδιά, χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, γύρισαν στο χωριό. Κι έδωσαν υπόσχεση πως δεν θα έκαναν ποτέ κακό στα ζώα και τα πουλιά.

Μανούλα, έγινες καλά;

…ρώτησε η Άννα μόλις έφτασε σπίτι.

Ναι κορούλα μου. Έλα σου ετοίμασα φαγητό.

Ω.. τι καλή που είναι η νεράιδα του δάσους! Δεν θα την ξεχάσω ποτέ και θα την αγαπώ, όσο αγαπώ κι εσένα!

Ψέμματα ή αλήθεια, έτσι λεν’ τα παραμύθια!

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | 4 Σχόλια

Το παραμύθι του πιο δυνατού

Αρχή του παραμυθιού, καλημέρα της αφεντιάς σας!

Κάποτε, στα παλιά τα χρόνια, ζούσε ένας γεωργός  με μια όμορφη κόρη που την φώναζαν Μαργαρίτα. Είχε και έναν βοηθό για τις δουλειες που τον έλεγαν Δημητρό.

Η κόρη μου έχει μεγαλώσει αρκετά κι έφτασε η ώρα να την παντρέψω. Ο πιο δυνατός νέος σε όλη την χώρα ταιριάζει στο πλάι της.

…είπε μια μέρα ο γεωργός.

Ο Δημητρός ήταν κρυφά ερωτευμένος με την κόρη του αφεντικού του και δίσταζε να του μιλήσει.  Φοβόταν ότι ο πατέρας της θα του το αρνιόταν. Έτσι ο γεωργός άρχισε να ψάχνει τον πιο δυνατό και στην σκέψη του ήρθε αμέσως ο βασιλιάς της χώρας. Δεν έχασε καιρό, πήρε την κόρη του και ξεκίνησαν για το παλάτι. Συνάντησαν τον βασιλιά έξω από το παλάτι, στον καταπράσινο κήπο του. Πλησιάσαν δειλά και τον ρώτησαν αν ήταν ο πιο δυνατός. Ο βασιλιάς απάντησε γελώντας:

Δεν είμαι εγώ ο πιο δυνατός.  Λάθος κάνεις κύριε μου! Κοίτα, κάθομαι στον ίσκιο για να μην με κάψει ο ήλιος. Κατά την γνώμη μου, δυνατότερος είναι ο ήλιος. Σε αυτόν ταιριάζει η όμορφη κόρη σου!

Ο γεωργός χάρηκε πολύ που βρήκε τον πιο δυνατό, ανέβηκε στην κορυφή ενός πύργου και φώναξε:

Ήλιε, παντρέψου την κόρη μου. Εσύ είσαι ο πιο δυνατός σε αυτό τον κόσμο.

Χα… χα!…

…ακούστηκε μια φωνή και ένα μάυρο σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

Εγώ είμαι πιο δυνατό από τον ήλιο!

Έχεις δίκιο. Σε σένα ανήκει η κόρη μου, γιατί κατάφερες και νίκησες τον ήλιο.

του είπε ο γεωργός.

Εεεεε,…

…ακούστηκε μια πολύ δυνατή φωνή.

…Ώστε το σύννεφο καμαρώνει για την δύναμή του, ε; Τώρα θα δει τι θα πάθει από μένα, τον δυνατό  Άνεμο!

Έτσι και έγινε! Με το φύσημά του, το σύννεφο εξαφανίστηκε και ο γεωργός έδωσε τον λόγο του στον άνεμο ότι θα του δώσει την κόρη του για γυναίκα. Η  Μαργαρίτα, όμως αγαπούσε τον Δημητρό και δίσταζε επίσης να το πει στον πατέρα της.  Άρχισε να μελαγχολεί και να κλαίει που θα παντρευόταν τον άνεμο.

Έλα κορίτσι μου να παντρευτείς τον άνεμο!

…της είπε ο πατέρας της. Στον δρόμο συνάντησαν ένα βουνό που εμπόδιζε τον άνεμο να προχωρήσει.

Χμμμ…

…του είπε το βουνό.

Γιατί σταμάτησες και δεν με σπρώχνεις; Δεν μπορείς, ε; Ε, βέβαια αφού είσαι πιο αδύναμος από μένα. Φύγε λοιπόν και άσε σε μένα το κορίτσι!

Έξοχα, βουνό!  Εσύ θα γίνεις ο γαμπρός μου!

…είπε με θαυμασμό ο γεωργός.

Κάνεις λάθος άνθρωπέ μου. Υπάρχει κάποιος που με ξεπερνά σε δύναμη και θα έρθει μια μέρα που θα με νικήσει.

…του απάντησε το περήφανο και γέρικο βουνό.

Μιλάς σοβαρά; Ποιος μπορεί να καταφέρει να σε νικήσει;

…είπε προβληματισμένος ο γεωργός.

Αν θέλεις να τον δεις, πήγαινε στην πίσω πλαγιά μου.

…του απάντησε το βουνό κι ο γεωργός πήρε την Μαργαρίτα και ξεκίνησαν να πάνε εκεί που τους συμβούλευσε το βουνό. Εκεί αντίκρισαν κάτι απρόσμενο: ο Δημητρός έσπαζε τους βράχους με έναν κασμά.

Δημητρό, μόνο εσύ μπορείς να καταφέρεις να νικήσεις τον ήλιο!

…του είπε με χαρά ο γεωργός.

Εσύ είσαι ο πιο δυνατός και γι’ αυτό εσύ θα πάρεις την κόρη μου!

Τελικά η Μαργαρίτα παντρέυτηκε μετά από λίγες μέρες τον Δημητρό.

Ψέματα ή αλήθεια έτσι λένε τα παραμύθια!

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: