Ο τερατάνθρωπος του Ουαγιού

Μύθος από το Βέλγιο – 

Ο Ουαγιού ήταν παλιά ένα ποτάμι πολύ πιο βαθύ από ότι είναι σήμερα. Γύρω στην περιοχή του Ουαγιού βασίλευε ο φόβος κι ο τρόμος. Όλοι φοβόντουσαν ένα πλάσμα, που κανείς όμως δεν είχε δει. Το ονόμαζαν ο τερατάνθρωπος του Ουαγιού, χωρίς καλά καλά να ξέρουν αν έμοιαζε με άνθρωπο ή με τέρας. Ήταν όμως γεγονός ότι φερόταν σαν τρομερό και άγριο θηρίο, αφού τρεφόταν με τις καρδιές των θυμάτων του.

Στην τροφή αυτή λένε, οφειλόταν το χάρισμα να βλέπει τη νύχτα, να διακρίνει ως το βυθό της θάλασσας ακόμη και πίσω από τα πιο χοντρά και δυνατά τείχη.

Όταν ήθελε να πιάσει κάποια πλύστρα, καθρέφτιζε μέσα στο νερό, ακριβώς μπροστά στα μάτια της κοπέλας, ένα χρυσό δαχτυλίδι, μια διαμαντένια χτένα ή ένα μαργαριταρένιο κολιέ. Φυσικά η κοπέλα βούταγε το χέρι της για να πιάσει το κόσμημα, και εκείνη τη στιγμή μια τρομαχτική δύναμη την τραβούσε στο βυθό του ποταμού.

Υπήρχαν φορές όμως, που ο τερατάνθρωπος του Ουαγιού είχε όρεξη να φάει καρδιά παιδιού. Έκανε τότε να πλέει σε μια όχθη ένα όμορφο καραβάκι με κάτασπρα πανιά από εκείνα που αρέσουν σε όλα τα παιδιά.

Οι κάτοικοι της κοιλάδας δεν άντεχαν άλλο αυτή τη ζωή. Τα κορίτσια αρνούνταν να πλύνουν τα ρούχα τους και τα μικρά παιδιά δεν ήθελαν να πάνε στο σχολείο, που βρισκόταν κοντά στο ποτάμι. Είχαν αρχίσει μάλιστα να αναρωτιούνται αν θα έπρεπε να χτίσουν ένα άλλο σχολείο και ένα μεγάλο πλυσταριό μακριά από τον Ουαγιού, από την ημέρα που εξαφανίστηκε μια γυναίκα, πολύ γριά. Αυτό ήταν πρωτοφανές γιατί ο τερατάνθρωπος άρπαζε πάντα μικρά παιδιά ή νεαρές κοπέλες.

Ωστόσο ο σιδεράς και δυο άλλοι χωρικοί υποστήριζαν ότι είχαν δει την άμοιρη γριούλα να πέφτει με το κεφάλι στο νερό και να χάνεται σαν να την τραβούσε κάποια αόρατη δύναμη. Οι συγγενείς της γριάς την έκλαψαν πολύ, αλλά κι όλο το χωριό την λυπήθηκε, γιατί αυτή η γυναίκα ήξερα να θεραπεύει με βότανα.

Πέρασαν δώδεκα μήνες. Στο διάστημα αυτό εξαφανίστηκαν δεκατέσσερα παιδιά και οχτώ γυναίκες. Ξαφνικά ένα πρωί που τα νερά ήταν σκεπασμένα με πυκνή ομίχλη, είδαν να ξαναπαρουσιάζεται η θεραπεύτρια.

Φαινόταν μια χαρά στην υγεία της και όταν κάθισε πλάι στη φωτιά και ήπιε ένα ζεστό ρόφημα, άρχισε να διηγείται την ιστορία της. Ο τερατάνθρωπος του Ουαγιού την είχε τραβήξει στο σπίτι του, μια σπηλιά στα βάθη του ποταμού. Νόμιζε ότι θα της έτρωγε την καρδιά, αλλά όταν φτάσανε στο σπίτι του, άρχισε να της μιλάει ευγενικά, να την ρωτάει τι θέλει να πιει, τι θέλει να φάει, αν θέλει να ξεκουραστεί. Η γυναίκα από το φόβο της ούτε πεινούσε, ούτε διψούσε. Του απάντησε ότι δε χρειαζόταν τίποτα και πως το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στο σπίτι της. Και τότε ο τερατάνθρωπος της είπε πως θα γυρνούσε σπίτι της, μόνο αν γιατρέψει την γυναίκα του που είχε κρεβατωθεί από τους ρευματισμούς. Βλέπετε το σπίτι τους ήταν κάτω από νερό, και ήταν φυσικό να πάθει ρευματισμούς. Η γριά προσπάθησε να τον πείσει πως αυτό δεν ήταν μέρος για  μια γριά γυναίκα, αλλά μάταια. Βλέποντας λοιπόν ότι είναι ξεροκέφαλος, του έφτιαξε μια λίστα με τα βότανα που θα χρειαζόταν και έφυγε. Τα μάζεψε και ξαναγύρισε. Κι έτσι για ένα χρόνο η γριά θεράπευε τη γυναίκα του τερατανθρώπου, που είναι πλέον καλά στην υγεία της.

Όλο το χωριό άκουγε την αφήγηση της. Δύσπιστοι, μερικοί νεαροί χαμογελούσαν και σκούνταγαν ο ένας τον άλλο, αλλά οι μεγαλύτεροι κουνούσαν τα κεφάλια τους σκεφτικοί.

Όταν η γυναίκα σώπασε, έγινε μια παύση και κάποιος ρώτησε:

– Και τι έτρωγες όλο αυτόν τον καιρό;

Η θεραπεύτρια χαμήλωσε τα μάτια, έξυσε το πιγούνι της και απάντησε με τρεμάμενη φωνή:

– Εγώ ξέρετε, δεν είμαι δύσκολη στο φαγητό. Μαγείρευε ο ίδιος ο τερατάνθρωπος. Έχει δικές του συνταγές. Και ποτέ δε τον ρωτούσα. Το μόνο που μπορώ να σας πω, είναι πως συνδυάζει το κρέας και το ψάρι με χορταρικά που δε τα ξέρω και που φυτρώνουν στα βάθη του ποταμού. Όμως ήταν όλα πολύ νόστιμα.

Καθένας  γύρισε στο σπίτι του και η ζωή στο χωριό συνεχίστηκε. Η θεραπεύτρια ξανάρχισε να γιατρεύει τους ανθρώπους, τα παιδιά εξακολούθησαν να χάνονται και τα κορίτσια δεν έλεγαν να πάνε για μπουγάδα.

Ωστόσο, υπήρχε κάτι που παραξένευε πολύ τον άντρα και τα παιδιά της γριάς. Όταν για παράδειγμα, κάθονταν στο τραπέζι και κάποιος χτυπούσε την πόρτα, η γριά έλεγε:

– Είναι ο τάδε.

Και ποτέ δεν έπεφτε έξω. Πολλές φορές κάρφωνε τα μάτια της στον τοίχο και έλεγε:

– Η κυρά Τάδε και η κυρά Δείνα γυρίζουν από τα ψώνια τους.

Κι αν κοίταζες από το παράθυρο έβλεπες πως δεν έκανε λάθος.

Η οικογένεια της δεν άργησε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Είχε μείνει ένα χρόνο στο σπίτι του τερατανθρώπου και σίγουρα θα είχε φάει και καρδιά παιδιού. Αυτό δεν ήταν καθόλου ευχάριστο, αλλά αναγκάστηκαν να το δεχτούν και έκαναν ότι μπορούσαν για να μην το μάθουν οι άλλοι χωριανοί.

Αυτό που κανένας δεν ήξερε, ήταν πως αφού μπορούσε να βλέπει πίσω από τους τοίχους η γριά, είχε και τη δύναμη να βλέπει ότι ήταν αόρατο.

Έτσι λοιπόν, μια μέρα που πήγαινε για να πλύνει, είδε τον τερατάνθρωπο του Ουαγιού. Έκανε τον περίπατο του πλάι στο ποτάμι, ήσυχος πως ήταν αόρατος και πως δεν τον έβλεπε κανείς. Η γριά τον πλησίασε και ρώτησε:

– Μπα, πως από εδώ; Η γυναίκα σας είναι καλά;

Μερικοί περαστικοί που την άκουσαν να μιλάει μόνη της, νόμισαν πως είχε αρχίσει να τα χάνει. Και σάστισαν ακόμη περισσότερο, βλέποντας την να αφήνει το πανέρι με τα ρούχα και να πηγαίνει προς το ποτάμι, κουνώντας τα χέρια της στον αέρα, σαν κάποιος να την τραβούσε παρά τη θέληση της.

– Άφησε με! Γιάτρεψα τη γυναίκα σου! Δε θέλω να ξαναγυρίσω στο ποτάμι! Άφησε με! Βοήθεια!

Φώναζε η γριά κι ο τερατάνθρωπος, που μόνο εκείνη άκουγε τη φωνή του, την έσερνε και έλεγε:

– Μπορείς και με βλέπεις.. Κάποια μέρα θα μου κάνεις κακό. Γι’ αυτό θα εξαφανιστείς. Αυτή τη φορά δε θα ξαναβγείς από το νερό.

Η καημένη η γριά δεν απείχε παρά μερικά βήματα από την όχθη, όταν την είδε ο σιδεράς. Αμέσως κατάλαβε τι συνέβαινε. Άρπαξε το τσεκούρι του κι άρχισε να χτυπάει με όλη του τη δύναμη. Χτυπούσε στον αέρα, αλλά αν και δεν έβλεπε, τα χτυπήματα του δεν πήγαιναν χαμένα. Ένιωθε ότι χτυπούσε κάτι. Κι όταν η γριά έπεσε ελεύθερη πάνω στο χορτάρι, ο σιδεράς είδε γύρω από τον καρπό της τα σημάδια που είχε αφήσει το τεράστιο χέρι του τερατανθρώπου.

Η γριά μεταφέρθηκε φοβισμένη στο σπίτι της, ήπιε ένα ζεστό τσάι και συνήλθε.

Από την ημέρα εκείνη, τα κορίτσια δεν είχαν κανένα λόγο πια να μην κάνουν τη μπουγάδα τους και όλα τα παιδιά ξαναγύρισαν στο σχολείο.

Όσο για τη γριά, λένε πως έπαψε πια να βλέπει μέσα από τους τοίχους.

Ο μύθος «Ο τερατάνθρωπος του Ουαγιού» μας έρχεται από το Βέλγιο

Πηγή: Μύθοι και θρύλοι από όλες τις χώρες

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.