Η Λορελάι

Μύθος από τη Γερμανία – 

Αν κατηφορίσετε ποτέ το ρεύμα του ποταμού του Ρήνου με καράβι, οι ναυτικοί θα σας δείξουν κάπου στη δεξιά όχθη το βράχο της Λορελάι, που στη βάση του μουγκρίζει το νερό του ποταμού. Θα κοιτάξετε αμίλητοι και θα περιμένετε να φτάσει το καράβι σε ένα πιο ήσυχο σημείο, για να ρωτήσετε τι ήταν η Λορελάι και ποια ήταν η ιστορία της. Τη διηγούνται με χίλιους τρόπους, αλλά όσοι σας μιλήσουν για τη Λορελάι, θα συμφωνήσουν πως ήταν αφάνταστα όμορφη.

Όσο για μένα θα σας διηγηθώ την ιστορία της όπως την άκουσα από το στόμα ενός παλιού βαρκάρη, που είχε πάρει τη σύνταξη του εδώ και χρόνια και έπαιρνε πια τη βάρκα του για να έρθει να θαυμάσει το βράχο με τη δύση του ήλιου. Ίσως είχε την ελπίδα πως η Λορελάι θα ξαναγύριζε κάποιο βράδυ και πως θα είχε την τύχη να την δει, όπως είχαν μπορέσει να την δουν οι παλιότεροι.

Ήμουν ακόμη νέος, όταν ο γέροντας μου εμπιστεύτηκε τις αναμνήσεις του, αλλά τα λόγια του έμειναν χαραγμένα στη μνήμη μου. Χωρίς να αλλάξω λοιπόν λέξη, τα λόγια του ήταν ακριβώς έτσι:

Να φανταστείς μικρέ μου, πως πολύ νερό είχε κυλήσει ανάμεσα σ’ αυτές τις όχθες από τότε που χάθηκε η Λορελάι. Δε μπορώ να σου πω πόσος καιρός έχει περάσει, μα ξέρω πως οι άνθρωποι πολεμούσαν τότε με σπαθιά και πως δεν είχαν ανακαλύψει ακόμη αυτούς τους φοβερούς πολέμους, που ποτίζουν τη γη με το αίμα των αθώων και κοκκινίζουν τα νερά των ποταμών.

Τον καιρό εκείνο τα καραβάκια ανηφόριζαν ή κατηφόριζαν τον ποταμό με κουπιά. Μερικά τα έσερναν οι άνθρωποι. Θα έχεις ακούσει ότι η Λορελάι ήταν κάτι σαν σειρήνα, πανέμορφη, που τραγουδούσε ανεβασμένη στο βράχο της, για να μαγεύει τους θαλασσινούς και να τραβάει τα σκάφη τους πάνω στα βράχια. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Τόσο που όμοια της δεν υπήρχε. Κι η φωνή της ήταν υπέροχη. Όμως η Λορελάι δεν ήταν κακιά, το αντίθετο μάλιστα, ήταν καλή και τραγουδούσε για να κάνει τους ναυτικούς να ξεχάσουν το σκληρό τους επάγγελμα και τους κινδύνους του ποταμού, που πολλές φορές θυμώνει και τους πολεμάει. Λένε μάλιστα πως έδειχνε με το δάχτυλο της στους ψαράδες, πού βρίσκονταν τα ψάρια. Την ήξεραν όλοι οι βαρκάρηδες, γιατί την έβλεπαν κάθε ηλιοβασίλεμα να χτενίζει τα ξανθά της μαλλιά, που έφταναν ως τη μέση της. Φυσικά η παρουσία μιας τόσο όμορφης γοργόνας σε ένα βράχο δε μπορούσε να μείνει μυστικό των θαλασσινών. Στα καράβια υπήρχαν πολλές φορές και επιβάτες και όσοι έβλεπαν έστω και μια φορά τη Λορελάι, δεν έπαυαν να μιλούν γι’ αυτήν.

Κάποια μέρα όμως, ο γιος ενός πανίσχυρου και πλούσιου κόμη, του Άλμπρεχτ, αποφάσισε να κλέψει τη Λορελάι. Έφτασε λοιπόν στην όχθη πάνω στο κατάμαυρο άλογο του και ζήτησε από ένα γέρο βαρκάρη να τον οδηγήσει στη βάση του βράχου. Ο γέρος κατάλαβε πως ο νεαρός θα έκανε κάποια τρέλα και αρνήθηκε. Μα ο νεαρός, που είχε συνηθίσει να του κάνουν όλα τα χατήρια  τράβηξε το σπαθί του και τον απείλησε. Ο γέρος λοιπόν πήρε τη βάρκα του και άρχισε να τραβάει κουπί προς το βράχο. Ήταν σούρουπο, το φως ήταν χρυσαφί και τα κύματα σταχτιά. Ήταν η αγαπημένη ώρα της γοργόνας. Καθόταν πάνω στο βράχο της και είχε αρχίσει να τραγουδάει. Ο νεαρός έμεινε για μια στιγμή βουβός, με κομμένη την ανάσα και έπειτα άρχισε να φωνάζει στο βαρκάρη:

– Πλεύρισε! Πλεύρισε στο βράχο!

Ο γέρος άφησε τα κουπιά και είπε ήρεμα:

– Αδύνατο! Κανένας δε μπόρεσε ποτέ να πλευρίσει εδώ. Τα κύματα είναι πολύ άγρια και θα αναποδογυρίσουν τη βάρκα μου σαν τηγανίτα..

Ο νεαρός θύμωσε, απείλησε τον γέρο, αλλά αυτός δεν τον άκουγε και τότε ο νεαρός του είπε:

– Πλησίασε όσο μπορείς. Θα καταφέρω να πηδήξω ως το βράχο.

Ο γέρος προσπάθησε να τον συνετίσει, αλλά ο νεαρός επέμενε κι ο γέρος πλησίασε στο βράχο όσο μπορούσε. Και ξαφνικά ο νεαρός γιος του κόμη πήδηξε. Ήταν ελαφρύς και ευκίνητος, αλλά το πήδημα του ήταν πολύ κοντό. Βρέθηκε λοιπόν στο ποτάμι και το κύμα τον παρέσυρε. Βαρύς από την πανοπλία και τα όπλα του άρχισε να βουλιάζει, πριν ο βαρκάρης προλάβει να τον βοηθήσει. Μάταια έψαχναν το σώμα του, δεν τον βρήκε ποτέ κανείς.

Μαθαίνοντας για το θάνατο του μοναχογιού του, ο κόμης θύμωσε πάρα πολύ. Τα έβαλε με τους βαρκάρηδες και ήθελε να εκτελέσει αυτόν που είχε οδηγήσει το γιο του στο βράχο. Κανένας όμως δε μίλησε και ο κόμης δεν έμαθε ποτέ το όνομα του βαρκάρη. Έστρεψε λοιπόν το θυμό του στη Λορελάι και πρόσταξε τον αξιωματικό της φρουράς του να την συλλάβει. Έλεγε πως ήταν μάγισσα και ότι θα την έκαιγαν ζωντανή.

Ο αξιωματικός ξεκίνησε λοιπόν με μια ντουζίνα στρατιώτες για την επίθεση, και με πολύ πονηριά και πείσμα, αφού έπνιξε πολλούς από τους άντρες του, κατάφερε να σκαρφαλώσει στην κορυφή του βράχου, όπου είχε κρυφτεί η γοργόνα και της φώναζε:

– Σε κρατάω μάγισσα! Σκότωσες το γιο του αφέντη μου! Θα σε δέσουμε και θα σε κάψουμε ζωντανή στην αυλή του πύργου! Θα δεις τι σημαίνει να μαγεύεις τους νέους!

Ήθελε να πιάσει τη Λορελάι για να την τραβήξει κοντά του, αλλά εκείνη τρομαγμένη άρχισε να φωνάζει:

– Ποταμέ, βοήθεια!Ω, ποταμέ! Σώσε με από το θυμό των ανθρώπων! Δεν έκανα κανένα κακό! Σώσε με από την αδικία!

Και τότε ο ποταμός άρχισε να φουσκώνει. Τα νερά του άρχισαν να κοχλάζουν και έκανε τόσο θόρυβο που γέμισε την κοιλάδα, σαν βροντή κεραυνού.

Οι στρατιώτες και ο αξιωματικός παρασύρθηκαν. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν, μα το σίγουρο είναι ότι κι η Λορελάι χάθηκε κι αυτή κάτω από τα νερά. Ποτέ δεν την ξαναείδαν πάνω στο βράχο της. Από τότε οι βαρκάρηδες του Ρήνου είναι πολύ λυπημένοι όταν περνάνε από εκείνο το σημείο.

Όμως μερικά βράδια, όταν ο ήλιος ρίχνει το χρυσάφι του στην πέτρα και το ποτάμι μοιάζει με τα ξανθά μαλλιά της Λορελάι, ακούγεται η φωνή της. Μια φωνή δροσερή και καθάρια, σαν τις πηγές που γεννιούνται στη βάση των πάγων, μια φωνή που υψώνεται από το Ρήνο με το πρώτο φύσημα του νυχτερινού αέρα.

Πηγή:  Μύθοι και Θρύλοι από όλες τις χώρες

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.