Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!
Μια φορά ήταν δυο αδέρφια κι είχαν μαζί ένα κτήμα. Ο ένας ήταν πολύ έξυπνος, ενώ ο άλλος ήταν κουτός!
Ένα πρωί λέει ο έξυπνος στον κουτό:
Αδερφέ μου, θέλω να μοιράσουμε το κτήμα.
…κι ο κουτός αδερφός χωρίς να το σκεφτεί και πολύ, απάντησε:
Να το μοιράσουμε, αγαπημένε μου αδερφέ!
Έτσι, την επόμενη κιόλας μέρα, ο έξυπνος αδερφός μοίρασε το κτήμα διαλέγοντας πρώτος αυτός. Το χωράφι δεν ήταν όλο καλό. Το μισό είχε την ωραιότερη θέα, ενώ το άλλο μισό ήταν παλιοχώραφο γεμάτο τσουκνίδες και άλλα άγρια χόρτα. Ο έξυπνος διάλεξε και πήρε το καλό κι άφησε του καημένου αδερφού του το άλλο μισό. Ο κουτός ήθελε κι εκείνος το καλό χωράφι κι αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, φεύγει και πάει στο βασιλιά για να παραπονεθεί. Ο βασιλιάς, αφού τον άκουσε προσεκτικά και στην συνέχεια ζήτησε από τον αξιωματικό του να πάει και να φέρει τον αδερφό του προκειμένου να τους τα συμβιβάσει. Άδικος κόπος όμως. Κανείς τους δεν άκουγε τίποτα αφού και οι δύο ήθελαν το καλό χωράφι.
Οι μέρες περνούσαν και ο βασιλιάς, που ήταν γνωστός σε όλο το βασίλειο για την σοφία του, βρήκε τρόπο να γίνει η μοιρασιά του χωραφιού δίκαιη και για τα δύο αδέρφια. ‘Ετσι λοιπόν, αφού εμφανίστηκαν μπροστά του τα δύο αδέρφια τους είπε:
Το κτήμα θα μοιραστεί έτσι, ώστε και οι δύο θα πάρετε και από το καλό και από το κακό χωράφι.
Μα αυτοί και πάλι πείσμωσαν! Ήθελαν και οι δύο το καλό. Αφού είδε την επιμονή τους, ο βασιλιάς σκέφτηκε να τους πει ένα γρίφο κι όποιος τον εξηγήσει, να πάρει το καλό χωράφι. Αφού τα δύο αδέρφια συμφώνησαν, άκουσαν με προσοχή τον βασιλιά να τους λέει:
Θέλω να μου πείτε, ποιο είναι το γρηγορότερο πράμα του κόσμου. Σας δίνω διορία οχτώ μέρες να σκεφθείτε.
Τα δύο αδέρφια γύρισαν σπίτι προβληματισμένα και σκεφτικά. Για την ακρίβεια, ο έξυπνος ήταν αυτός που σκεφτότανε περισσότερο. Ο κουτός δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Στεναχωριώτανε και αναστέναζε συνέχεια. Την στεναχώρια και τη λύπη του, δεν μπόρεσε να την κρύψει από την μονάκριβη κόρη του, η οποία δεν άντεχε να τον βλέπει άλλο έτσι και τον ρώτησε:
Τι έχεις, πατέρα, κι αναστενάζεις;
Μη στενοχωριέσαι, μπαμπά μου και την ημέρα που θα ’ναι για να πας, θα σου πω εγώ τι να πεις και θα κερδίσεις.
Θα πεις, πως το πιο γρήγορο πράγμα του κόσμου είναι ο νους.
Τα δυο αδέρφια πήγανε λοιπόν στο παλάτι και παρουσιάστηκαν μπροστά στον βασιλιά. Πρώτος πήρε το λόγο ο έξυπνος αδερφός και είπε πως το γρηγορότερο πράμα του κόσμου είναι το πουλί.
Όχι…
…του απάντησε ο βασιλιάς.
…τότε είναι το άλογο.
…επάνελαβε ξαφνιασμένος ο έξυπνος αδερφός, για να πάρει την ίδια αρνητική απάντηση από τον βασιλιά, ο οποίος έστρεψε το βλέμμα του στον κουτό αδερφό και τον ρώτησε:
Για πες μας εσύ τώρα!
Πολυχρονεμένε μας βασιλιά, το γρηγορότερο πράγμα του κόσμου είναι ο νους, γιατί ενώ είμαστε εμείς εδώ, αυτός μπορεί να ταξιδεύει όπου θέλει.
Πολύ σωστά, το βρήκες.
…απάντησε ο βασιλιάς και συνέχισε λέγοντας:
Θα σας πω όμως ακόμα έναν γρίφο. Ποιό είναι το βαρύτερο πράγμα του κόσμο;
Τα δύο αδέρφια γύρισαν και πάλι στα σπίτια τους προβληματισμένα. Ο έξυπνος άρχισε να σκέφτεται διάφορα ενώ ο κουτός είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στην μονάκριβη κόρη του. Έτσι, όταν αυτή γύρισε από την αγορά, ο κουτός της είπε και πάλι τί είχε συμβεί στο παλάτι και για το νέο γρίφο που τους έβαλε ο βασιλιάς. Η κόρη του, τον καθησύχασε λέγοντας πως την μέρα που θα πήγαινε στον βασιλιά, θα του είχε την απάντηση.
Αφού κύλησαν οι μέρες και ήρθε η όγδοη, λίγο πριν ξεκινήσει για το παλάτι ο κουτός αδερφός, φώναξε την κόρη του και της ζήτησε την απάντηση. Η κόρη του, του την είπε και λίγη ώρα αργότερα, εμφανίστηκαν τα δύο αδέρφια για άλλη μια φορά μπροστά στον βασιλιά.
Πρώτος πήρε το λόγο και πάλι ο έξυπνος, λέγοντας πως το βαρύτερο πράγμα του κόσμου είναι το σμυρίγλι (είδος σκληρού ορυκτού).
Όχι…
…του λέει ο βασιλιάς.
…τότε το σίδερο…
…λέει ξανά ο έξυπνος για να τον κόψει και πάλι ο βασιλιάς και να δώσει τον λόγο στον κουτό αδερφό.
Το βαρύτερο πράγμα του κόσμου πολυχρονεμένε μας βασιλιά, είναι η φωτιά.
Και γιατί;
…τον ρώτησε απορημένος ο βασιλιάς.
Πολύ απλά, γιατί δε μπορούμε να τη σηκώσουμε.
Σωστά, αυτό είναι…
…απάντησε ο βασιλιάς, ο οποίος έδειχνε να απολαμβάνει την όλη διαδικασία.
Θα σας βάλω όμως άλλον έναν γρίφο και θα έρθετε πάλι σαν περάσουν οι οχτώ μέρες και τότε πια θα τελειώσει η υπόθεσή σας. Θέλω να μου πείτε, ποιο είναι το πιο αναγκαίο πράγμα του κόσμου.
Τα δύο αδέρφια φύγανε και πάλι για τα σπίτια τους και ο έξυπνος έπεσε σε βαθιά περισυλλογή και σκέψη, ενώ ο κουτός περίμενε την κόρη του να γυρίσει από την αγορά για να της τα πει. Έτσι κι έγινε. Οι οχτώ μέρες πέρασαν γρήγορα κι ο έξυπνος αδερφός ξεκίνησε για το παλάτι. Το ίδιο έκανε κι ο κουτός, αφού πρώτα άκουσε την απάντηση από την κόρη του. Τα δύο αδέρφια, στέκονταν για άλλη μια φορά μπροστά στον βασιλιά κι ο έξυπνος πήρε και πάλι τον λόγο πρώτος λέγοντας:
Το πιο αναγκαίο πράμα του κόσμου είναι τα λεφτά.
Όχι…
…του απάντησε ο βασιλιάς.
Το ψωμί μήπως;
…πετάχτηκε και δεύτερη φορά ο έξυπνος αδερφός.
Όχι…
…του απάντησε και πάλι ο βασιλιάς στρέφοντας το κεφάλι του προς τον κουτό περιμένοντας την απάντησή του.
Το πιο αναγκαίο πράγμα του κόσμου είναι η γη.
Ναι. Βρήκες και τους τρεις γρίφους που σας έβαλα, οπότε το καλό χωράφι ανήκει σε σένα.
…απάντησε ο βασιλιάς, αλλά ζήτησε από τον κουτό αδερφό να τον ακολουθήσει σε ένα άλλο δωμάτιο. Εκεί, μόνοι οι δυό τους, χωρίς κανέναν να τους ακούει, ο βασιλιάς τον ρώτησε:
Μόνος σου βρήκες τις απαντήσεις στους γρίφους ή σε βοήθησε κάποιος;
Μοναχός μου, βασιλιά μου.
Δε λες αλήθεια. Το βλέπω στα μάτια σου. Θέλω να μου πεις ποιος σε βοήθησε. Τώρα πια δεν έχεις κανένα φόβο. Το κτήμα είναι δικό σου.
Ο κουτός αδερφός έμεινε για λίγο σκεφτικός και μετά άρχισε να εξιστορεί στον βασιλιά για την κόρη του και την βοήθεια που του έδωσε.
Να την φέρεις αύριο στο παλάτι να την γνωρίσω.
…ήταν η απάντηση του βασιλιά και επέτρεψε στον κουτό αδερφό να φύγει από το παλάτι. Έτσι, την άλλη μέρα κι όλας, πατέρας και κόρη, παίρνουν το δρόμο για το παλάτι όπως πρόσταξε κι ο βασιλιάς. Μόλις ο βασιλιάς είδε την κόρη, θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά της και της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Η κοπέλα έφερε αντίρηση λέγοντας πως αυτή ήτανε φτωχιά και δεν άρμοζε για γυναίκα του, μα ο βασιλιάς ήταν αμετάκλητος στην απόφασή του.
Εμένα μου αρέσεις και σε θέλω για γυναίκα μου και δεν με νοιάζει αν είσαι φτωχιά. Απλά, θα κάνουμε ένα χαρτί που θα το υπογράψεις. Το χαρτί θα λέει πως δεν θ’ ανακατευτείς ποτέ σε δουλειά δική μου. Αν παρακούσεις την εντολή αυτή, τότε θα πρέπει να φύγεις από το παλάτι κι εγώ για να δείξω την μεγαλοψυχία μου, θα σε αφήσω να διαλέξεις κάτι από το παλάτι για να το πάρεις μαζί σου φεύγοντας.
Συμφώνησαν λοιπόν, και η όμορφη κοπέλα υπέγραψε. Ο γάμος έγινε και ζούσανε καλά. Η κοπέλα δεν ανακατευόταν σε δουλειές του βασιλιά κι ο βασιλιάς ήταν ευχαριστημένος.
Μια μέρα, μετά από χρόνια, καθόταν η βασίλισσα στο παράθυρο και έβλεπε έναν νεαρό να έρχεται με το γαϊδουράκι του φορτωμένο, μα ξαφνικά ο γάιδαρος σκόνταψε στο χαντάκι, έπεσε στη λίμνη και πέθανε. Ο αγωγιάτης έτρεχε δεξιά-αριστερά, για να του δώσει βοήθεια. Εκείνη την ώρα περνούσε ένας άλλος με το γάιδαρό του και αφού είδε οτι ο γάιδαρος στη λίμνη είχε καινούριο σαμάρι, έβγαλε από το δικό του το παλιό που είχε γδαρθεί τόσο με τα χρόνια και έβαλε το νέο που πήρε από την λίμνη.
Οι δυο αγωγιάτες άρχισαν τότε να φιλονικούν· ο ένας έλεγε πως ήταν το καινούργιο δικό του και ο άλλος πάλι έλεγε πως ήταν δικό του. Η βασίλισσα από πάνω βλέπει το άδικο και φωνάζει:
Να πάρει ο αγωγιάτης του ψόφιου γαϊδάρου το καινούργιο σαμάρι που ήταν δικό του.
Κι έτσι έγινε, αφού το διέταξε η βασίλισσα. Μαθαίνει ο βασιλιάς πως η βασίλισσα έκανε τη δίκη του σαμαριού και πάει στο παλάτι θυμωμένος κι αμέσως λέει:
Ανακατεύτηκες σε δουλειά που δεν ήταν δικιά σου! Να ετοιμαστείς να φύγεις, αφού δεν κράτησες τη συμφωνία μας.
Μα η όμορφη βασίλισσα που ήταν έξυπνη, του λέει:
Θα φύγω, αλλά κάνε μου την χάρη, το βράδυ να φάμε μαζί.
Ο βασιλιάς συμφώνησε με την επιθυμία της και το βράδυ δεν άργησε να έρθει. Στο τραπέζι και ενώ έτρωγαν, η βασίλισσα έβαλε στο κρασί του βασιλιά υπνωτικό και μόλις το ήπιε κοιμήθηκε αμέσως. Αμέσως διέταξε να ετοιμαστεί η βασιλική άμαξα. Έπειτα, διέταξε να βάλουν τον βασιλιά όπως ήταν κοιμισμένος μέσα και κατευθύνθηκαν στο σπίτι του πατέρα της. Ο πατέρας της όταν την είδε, τρόμαξε και την ρώτησε:
Τι τρέχει παιδί μου;
Εκείνη όμως του είπε πως ο βασιλιάς κοιμότανε και γι’ αυτό έπρεπε να κάνει ησυχία, για να μη ξυπνήσει από τις φωνές. Πιάνουν ύστερα το βασιλιά και τον βάζουν στο κρεβάτι τους. Το πρωί όταν ξύπνησε ο βασιλιάς, κοίταξε καλά καλά, γιατί δεν ήξερε πού βρισκόταν. Χτυπά τα χέρια του και πάει μπροστά του η βασίλισσα και του λέει:
Τι θέλεις, Μεγαλειότατε;
Θέλω να μου πεις πού βρίσκομαι.
Βρίσκεσαι στο σπίτι του πατέρα μου.
Και ποιος σου έδωσε την άδεια να με φέρεις εδώ;
Αμέσως του δείχνει το χαρτί που είχαν υπογράψει, να διαλέξει δηλαδή ό,τι θέλει, να το πάρει από το παλάτι και να φύγει και του λέει:
Εγώ ούτε τα πλούτη σου ήθελα ούτε τα καλά σου, μόνο εσένα ήθελα κι εσένα πήρα.
Ο βασιλιάς γέλασε τόσο πολύ που της είπε:
Μπράβο σου! Εσύ είσαι πιο έξυπνη από μένα και στο εξής σου δίνω το δικαίωμα να κρίνεις όλες μου τις υποθέσεις.
Κι έτσι, γύρισαν πίσω στο παλάτι τους και ζήσανε όμορφα και ευτυχισμένοι τα χρόνια που ακολούθησαν.
(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, A΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σια A.E., 1994)