Το Λιοντάρι, το Καπλάνι κι ο Aητός

Το παρακάτω παραμύθι είναι περισσότερο για τους ενήλικες. Είναι από τα παραμύθια της προφορικής μας παράδοσης που μπλέκονται τα ζώα με τους ανθρώπους σε έναν κόσμο. Επίσης, έντονη είναι και η ύπαρξη του μαγικού στοιχείου, της μεταμόρφωσης. Είναι από τα παραμύθια που ο παραμυθάς μπορούσε να το τραβήξει για ώρες και να καθηλώσει το ακροατήριό του. Δεν μπορείς να βρεις κάτι διδακτικό, οπότε μόνο ψυχαγωγικό θα το χαρακτήριζες…

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!

Κάποτε, ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχαν τρεις γιους και τρεις κόρες. Σαν γέρασε το βασιλικό ζευγάρι κι ο βασιλιάς έπεσε στο κρεβάτι, λίγο πριν κλείσει τα μάτια του φώναξε τους γιους του και τους είπε:

Εγώ παιδιά μου θα πεθάνω σύντομα. Εσείς, φροντίστε να παντρέψετε τις αδερφές σας πρώτα κι ύστερα να παντρευτείτε κι εσείς.

Γυρνώντας προς τον μικρότερο γιο, του είπε:

Όσο για σένα, σου έχω μια ξωτική στο κρυσταλένιο δωμάτιο. Όμως πρώτα, φρόντισε τις αδερφές σου!

Για τις επόμενες μέρες, ο βασιλιάς, έδινε κι άλλες συμβουλές στους γιους του και μετά από λίγο καιρό πέθανε. Πάνω στον χρόνο, πέθανε κι η βασίλισσα κι έτσι τα παιδιά έμειναν ορφανά.

Πέρασε κάμποσος καιρός κι ένα πρωί, χτύπησε την πόρτα τους ένας απρόσμενος επισκέπτης.

Ποιός είναι; Και τι θέλεις;

Αποκρίθηκαν τα βασιλόπουλα…

liontariΕγώ είμαι, το λιοντάρι. Ήρθα να πάρω για γυναίκα μου την μεγάλη σας αδερφή.

Και που είναι το σπίτι σου; Εδώ ή σε άλλη πολιτεία;

Σε άλλη πολιτεία. Για εμένα είναι πέντε μέρες μακριά, μα για εσάς είναι πέντε χρόνια!

Πέντε χρόνια; Είναι πολύ μακριά. Αν αρρωστήσει καμιά φορά ή αν μας χρειαστεί, δεν θα μπορέσουμε να έρθουμε να την δούμε. Δεν στην δείνουμε!

Μα ο μικρότερος αδερφός διαφώνησε. Πήρε την αδερφή του από το χέρι και την οδήγησε στο λιοντάρι.

Αυτός είναι η τύχη σου και δεν πρέπει να στην αρνηθούμε.

Κι αφού φιλήθηκαν, αποχαιρέτισαν ο ένας τον άλλον και το λιοντάρι έφυγε με την μεγαλύτερη αδερφή.

Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ένας δεύτερος επισκέπτης χτύπησε την πόρτα τους…

Ποιός είναι; Και τι θέλεις;

Αποκρίθηκαν τα βασιλόπουλα…

Εγώ είμαι, το καπλάνι (τίγρης). Ήρθα να πάρω για γυναίκα μου την μεσαία σας αδερφή.tigris

Και που είναι το σπίτι σου; Εδώ ή σε άλλη πολιτεία;

Σε άλλη πολιτεία. Για εμένα είναι δέκα μέρες μακριά, μα για εσάς είναι δέκα χρόνια!

Δέκα χρόνια; Είναι πολύ μακριά. Αν αρρωστήσει καμιά φορά ή αν μας χρειαστεί, δεν θα μπορέσουμε να έρθουμε να την δούμε. Δεν στην δείνουμε!

Μα ο μικρότερος αδερφός διαφώνησε και πάλι. Πήρε την αδερφή του από το χέρι και την οδήγησε στο καπλάνι κι έτσι αποχαιρέτισαν και τη δεύτερη αδερφή τους.

Λίγες μέρες αργότερα, χτύπησε και πάλι η πόρτα τους…

Ποιός είναι; Και τι θέλεις;

Αποκρίθηκαν για ακόμη μία φορά τα βασιλόπουλα…

Εγώ είμαι, ο αητός. Ήρθα να πάρω για γυναίκα μου την μικρή σας αδερφή.

aitos

Και που είναι το σπίτι σου; Εδώ ή σε άλλη πολιτεία;

Σε άλλη πολιτεία. Για εμένα είναι δεκαπέντε μέρες μακριά, μα για εσάς είναι δεκαπέντε χρόνια!

Δεκαπέντε χρόνια; Είναι πολύ μακριά. Αν αρρωστήσει καμιά φορά ή αν μας χρειαστεί, δεν θα μπορέσουμε να έρθουμε να την δούμε. Δεν στην δείνουμε!

Μα και πάλι, ο μικρότερος αδερφός διαφώνησε και πήρε την αδερφή του από το χέρι και την οδήγησε στον αητό. Έτσι, οι τρεις αδερφές παντρεύτηκαν και σειρά πήραν τα αγόρια. Πρώτος παντρεύτηκε ο μεγάλος και στην συνέχεια ο μεσαίος. Τελευταίος έμεινε ο μικρότερος αδερφός, ο οποίος έπραξε κατά την επιθυμία του πατέρα του. Κατέβηκε στο κρυσταλένιο δωμάτιο για να πάρει την ξωτική, μα μόλις άνοιξε την πόρτα, αυτή έφυγε μακριά του αφού πρώτα του είπε:

Αν θέλεις να με βρεις και να με παντρευτείς, τότε να φτιάξεις σιδερένιο δεκανίκι και σιδερένια παπούτσια και να έρθεις στις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, τα μαρμαρένια τα βουνά, τους κρουσταλλένιους κάμπους.

Ο μικρότερος αδερφός δεν τα έχασε και δεν άφησε το χρόνο να περάσει. Έκατσε κι έφτιαξε -όπως του ζήτησε η όμορφη ξωτική κόρη- σιδερένιο δεκανίκι και σιδερένια παπούτσια και ξεκίνησε το ταξίδι για να την βρει. Αφού περπάτησε για πέντε χρόνια, έφτασε στο σπίτι της μεγάλης του αδερφής, αυτής που παντρεύτηκε το λιοντάρι. Έκατσε στο πεζούλι λίγο να ξεκουραστεί κι εκείνη την ώρα, βγήκε η δούλα του σπιτιού που πήγαινε στο πηγάδι να γεμίσει νερό τον μαστραπά (πήλινη κανάτα). Της ζήτησε λίγο νερό για να πιεί μα αυτή αρνήθηκε και τότε την θερμοπαρακάλεσε. Η δούλα λύγισε και τελικά του έδωσε να πιει νερό. Αυτός, στα κρυφά, έριξε στο μαστραπά το δαχτυλίδι του κι ύστερα της τον έδωσε κι αυτή μπήκε μέσα. Όταν αδειάσανε το νερό στα ποτήρια, η μεγάλη αδερφή βρήκε στον πάτο του μαστραπά το δαχτυλίδι και το αναγνώρισε. Γύρισε στην δούλα και της είπε:

Σε ποιον έδωσες να πιει νερό;

Σε κανέναν κυρά μου.

Σε ποιον έδωσες; Πες μου και μην φοβάσαι…

Να, ένας περαστικός κάθισε στο πεζούλι μας να ξαποστάσει και μου ζήτησε νερό. Εγώ στην αρχή αρνήθηκα, αλλά μετά τον λυπήθηκα και του έδωσα.

Πες του να έρθει μέσα…

Η δούλα βγήκε από το σπίτι κι έφερε μέσα τον μικρό αδερφό. Μόλις ειδωθήκανε αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Έπειτα, άρχισε να της λέει όλα όσα έγιναν, μα πριν προλάβει να τελειώσει ακούστηκε από έξω θόρυβος.

Έρχεται ο άντρας μου το λιοβτάρι. Έλα να σε κρύψω γιατί μπορεί να σε κατασπαράξει.

…και δείνοντάς του ένα χτύπημα τον μεταμόρφωσε σε σκούπα. Την πήρε και την ακούμπησε δίπλα στην πόρτα. Σε λίγο, φάνηκε και το λιοντάρι, που περνώντας την πόρτα είπε:

Χμμμ, βασιλικό αίμα μου μυρίζει.

Λογικό είναι άντρα μου…αφού σε δρόμους που περπατούν βασιλιάδες κυκλοφορείς συνέχεια…τι άλλο να σου μύριζε;

…του απάντησε ψύχραιμα και του ζήτησε να καθίσει στο τραπέζι να φάνε. Εκεί, άνοιξε πρώτη την κουβέντα και είπε του λιονταριού:

Πες μου άντρα…αν ερχότανε να με δει ο μεγάλος μου αδερφός, τί θα του έκανες;

Θα τον κατασπάραζα!

Αν ερχότανε ο μεσαίος μου αδερφός;

Θα τον έκοβα μικρά κοματάκια!

Αν ερχότανε ο μικρός αδερφός μου;

Αυτόν θα τον φιλούσα σταυρωτά!

Η βασιλοπούλα, αφού σιγουρεύτηκε είπε του λιονταριού:

Πρέπει να σου πω ότι ο μικρός μου αδερφός είναι εδώ.

Και γιατί τον κρύβεις τότε;

Έτσι, πήρε την σκούπα και την χτύπησε ξανά, επαναφέροντας τον αδερφό της. Το λιοντάρι τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον ρώτησε γιατί ήρθε. Το βασιλόπουλο του τα εξήγησε όλα και τέλος ρώτησε του λιονταριού αν ξέρει που θα βρει «τις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, τα μαρμαρένια τα βουνά, τους κρουσταλλένιους κάμπους». Το λιοντάρι του απάντησε πως δεν γνωρίζει, αλλά το επόμενο πρωί, κάλεσε να παρουσιαστούνε μπροστά του όλα τα ζώα και τα ρώτησε. Κανένα τους όμως δεν γνώριζε κι έτσι το βασιλόπουλο αφού τους χαιρέτισε συνέχισε το ταξίδι του για να βρει τις ίλινες, τις μπίλινες.

Περπάτησε άλλα πέντε χρόνια κι έφτασε στο σπίτι της μεσαίας του αδερφής. Εκεί, έκατσε και πάλι στο πεζούλι του σπιτιού να ξεκουραστεί όταν μετά από λίγο βγήκε η δούλα με τον μαστραπά για να τον γεμίσει νερό από το πηγάδι. Το βασιλόπουλο της ζήτησε να πιει λίγο νερό κι αυτή του έδωσε. Αφού ήπιε, έριξε το δαχτυλίδι του στο μαστραπά κι όταν το είδε μετά η αδερφή του, το αναγνώρισε και τον φώναξαν μέσα στο σπίτι. Εκεί που μιλούσαν, ακούστηκε από έξω να πλησιάζει το καπλάνι κι η αδεφή του που φοβήθηκε τον χτύπησε και τον μεταμόρφωσε σε φαράσι. Σαν πέρασε την πόρτα το καπλάνι, είπε της βασιλοπούλας:

Χμμμ, βασιλικό αίμα μου μυρίζει.

Λογικό είναι άντρα μου…αφού σε δρόμους που περπατούν βασιλιάδες κυκλοφορείς συνέχεια…τι άλλο να σου μύριζε;

Του έστρωσε τραπέζι και την ώρα που τρώγανε τον ρώτησε:

Πες μου άντρα…αν ερχότανε να με δει ο μεγάλος μου αδερφός, τί θα του έκανες;

Θα τον κατασπάραζα!

Αν ερχότανε ο μεσαίος μου αδερφός;

Θα τον έκοβα μικρά κοματάκια!

Αν ερχότανε ο μικρός αδερφός μου;

Αυτόν θα τον έκανα αδερφό μου!

Ήρθε, αλλά τον έκρυψα γιατί φοβήθηκα μην τον φας.

Η βασιλοπούλα, αφού σιγουρεύτηκε για τα αισθήματα του άντρα της προς τον αδερφό της, χτύπησε το φαράσι και τον επανέφερε στην αρχική του μορφή. Το καπλάνι και το βασιλόπουλο αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κι έπειτα ο μικρός αδερφός εξήγησε στο καπλάνι τα καθέκαστα.

Ξέρεις που θα βρω τις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, τα μαρμαρένια τα βουνά, τους κρουσταλλένιους κάμπους;

Δεν ξέρω, αλλά αύριο το πρωί θα φωνάξω όλα τα ζώα και θα τα ρωτήσω. Κάποιο θα ξέρει!

Μα για κακή του τύχη, κανένα από τα ζώα δεν τις γνώριζε κι έτσι, το βασιλόπουλο, αφού τους χαιρέτισε όλους, ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του. Περπάτησε για άλλα πέντε χρόνια μέχρι που έφτασε στην τρίτη του αδερφή. Έκατσε πάλι στο πεζούλι να ξαποστάσει κι όταν βγήκε η δούλα, της ζήτησε νερό να πιει. Αυτή του έδωσε κι αυτός έριξε μετά το δαχτυλίδι του στον μαστραπά. Η αδερφή του το αναγνώρισε και τον φώναξαν μέσα. Πάνω που μιλούσαν, εμφανίστηκε κι ο αητός που τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Όταν έμαθε για το λόγο του ερχομού του, είπε πως δεν γνωρίζει που βρίσκονται οι ίλινες οι μπίλινες, αλλά το επόμενο πρωί, θα καλούσε όλα τα πουλιά για να τα ρωτήσει. Έτσι κι έγινε. Το άλλο πρωί, όλα τα πουλιά παρουσιάστηκαν μπροστά στον αητό, αλλά κανένα δεν γνώριζε την απάντηση. Από την συγκέντρωση, έλειπε μόνο μια κουτσή γερακίνα που ήρθε καθυστερημένη.

Εγώ ξέρω που θα βρείτε τις ίλινες, τις μπίλινες!

Τότε, φρόντισε να μεταφέρεις τον ανταδερφό μου εκεί.

Όντως, η γερακίνα πήρε το βασιλόπουλο και πετάξανε μαζί και μετά από μέρες ενώ πλησιάζανε στις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, στα μαρμαρένια τα βουνά, στους κρουσταλλένιους κάμπους, σπάσανε τα σιδερένια παπούτσια του. Εκεί είδε το βασιλόπουλο την καλή του μαζί με άλλες ξωτικές. Την πήρε μαζί του στο βασίλειο και την παντρεύτηκε. Ζήσανε όμορφα κι ευτυχισμένα….

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λένε τα παραμύθια!

Categories: Παραμύθια για ενήλικες | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.