Η πονηρή Μαργαρίτα

Παραμύθι των αδελφών Γκριμ.

Απόδοση: Αδελαϊδα Ράπτη!

Κάποτε, σε μια μικρή και όμορφη πολιτεία, ζούσε μια στρουμπουλή και όμορφη μαγείρισσα που την έλεγαν Μαργαρίτα. Η Μαργαρίτα αγαπούσε πολύ το φαγητό και φορούσε πάντα κόκκινα μποτάκια! Όταν πήγαινε στην αγορά κοίταζε αν και οι άλλοι έβλεπαν και καμάρωναν τα όμορφα παπούτσια της! Πριν ξεκινήσει να μαγειρεύει έπινε πάντα ένα ποτηράκι κόκκινο γλυκό κρασί. Πίστευε ότι έτσι, τα φαγητά που ετοίμαζε για το αφεντικό της θα είχαν σίγουρη επιτυχία! Και φυσικά τσιμπολογούσε από όλους τους μεζέδες, ενώ για να δικαιολογήσει τον εαυτό της, έλεγε:

Μια καλή μαγείρισσα πρέπει να ξέρει αν το φαγητό της έγινε νόστιμο.

Ενα πρωί της είπε το αφεντικό της:

Απόψε θα έχουμε έναν σπουδαίο επισκέπτη. Θέλω να ετοιμάσεις δύο κοτόπουλα και να τα κάνεις όσο πιο νόστιμα μπορείς.

Η Μαργαρίτα δεν έχασε καιρό. Έσφαξε δυο κοτόπουλα, τα μάδησε, τα τσουρούφλισε, τα πασπάλισε με αλατοπίπερο, μπαχαρικά και μπόλικο λεμονάκι, τα πέρασε στην σούβλα και τα έβαλε να ψήνονται σιγά – σιγά.

Η πονηρή Μαργαρίτα

Τα κοτόπουλα άρχισαν να ροδοκοκκινίζουν μα ο επισκέπτης δεν έλεγε να φανεί. Λέει λοιπόν στο αφεντικό της:

Αφεντικό, τα κοτόπουλα θα είναι σε λίγο έτοιμα και ο επισκέπτης ακόμα να φανεί. Είναι κρίμα να μην τα φάει κανείς.

Δίκιο έχεις, Μαργαρίτα. Θα βγω έξω να πάω να τον φέρω!

…είπε το αφεντικό κι έφυγε. Η Μαργαρίτα γύρισε στην κουζίνα και όταν τα κοτόπουλα έγιναν τα κατέβασε από την φωτιά να μην καούνε.

Ουφ…

…αναστέναξε!

…τόση ώρα μέσα στην ζέστη κουράστηκα και δίψασα. Ποιος ξέρει τι ώρα θα γυρίσει το αφεντικό μου! Δεν πάω στο κελάρι να πιω ένα ποτηράκι κρασί;

Κατέβηκε λοιπόν στο κελάρι και ήπιε μονορούφι ένα ποτηράκι κρασί. Πήγε να φύγει αλλά σκέφτηκε να βάλει άλλο ένα. Πριν το πιει κι αυτό το σήκωσε ψηλά και είπε χαμογελώντας:

Μαργαρίτα, είσαι η καλύτερη μαγείρισσα της πολιτείας. Στην υγειά σου!

Μόλις μπήκε στην κουζίνα οι μυρωδιές από τα κοτόπουλα της άνοιξαν την όρεξη.

Αχ…δεν είναι κρίμα να μην φάω κι εγώ η καψερή έναν μεζέ;

…μονολόγησε. ‘Ετρεξε τότε στο παράθυρο να δει αν ερχόταν το αφεντικό της μα δεν είδε κανέναν. Γύρισε κοντά στο τραπέζι, άπλωσε το χέρι, έκοψε την μιά φτερούγα και λαίμαργα την έφαγε αμέσως. Μα εκείνη την στιγμή σκέφτηκε:

Kαλά θα κάνω να φάω και την άλλη γιατί ο κύρης μου θα προσέξει ότι κάτι λείπει από το ένα κοτόπουλο.

Έτσι, έφαγε και την άλλη και ξαναέβαλε τα κοτόπουλα στα κάρβουνα να μην κρυώσουν. Πήγε κοντά στο παράθυρο και κοίταξε πάλι στον δρόμο…μα ψυχή δεν φαινότανε.

Ποιος ξέρει…μπορεί να μην έρθουν. Μπορεί να βρήκανε καμιά παρέα και να πήγανε αλλού. Τι να κάνω τώρα; Δεν είναι σωστό να αφήσω τα κοτόπουλα να καούν. ‘Αντε, Μαργαρίτα, πιες άλλο ένα ποτηράκι κρασί και αποτελείωσε το κοτόπουλο που ξεκίνησες. Αμαρτία είναι να καεί στα κάρβουνα!

Κατέβηκε πάλι στο κελάρι, ήπιε δύο ποτηράκια κρασί. Ανέβηκε στην κουζίνα και με όρεξη μεγάλη έφαγε και όλο το υπόλοιπο κοτόπουλο. Κάθισε σε μια καρέκλα και περίμενε μα το αφεντικό της δεν έλεγε να γυρίσει. Η Μαργαρίτα κοίταζε και ξανακοίταζε και το δεύτερο κοτόπουλο.

Αααα… μα δεν πάει άλλο. Το σωστό και το δίκιο είναι εκεί που πήγε το ένα κοτόπουλο να πάει και το άλλο!

Χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκοκκάλισε και το δεύτερο κοτόπουλο. Εκείνη την στιγμή γύρισε ο κύρης της φωνάζοντας από την πόρτα:

Μαργαρίτα, όλα έτοιμα; Έρχεται ο επισκέπτης μας!

Μάλιστα, κύριε, μάλιστα. Έτοιμα είναι όλα.

…απάντησε χωρίς να διστάσει καθόλου. Το αφεντικό της πήγε στην τραπεζαρία και άρχισε να κόβει το ψωμί και να το μοιράζει πάνω στο καλοστρωμένο τραπέζι. Στο μεταξύ έφτασε κι ο επισκέπτης. Η Μαργαρίτα τον είδε από το παράθυρο και έτρεξε να του ανοίξει πριν εκείνος χτυπήσει την πόρτα. Έσκυψε προς το μέρος του τάχα φοβισμένη και του ψιθύρισε:

Φύγε να γλυτώσεις. Το αφεντικό μου θύμωσε που άργησες και αν βρεθείς μπροστά του θα σου κόψει και τα δύο αφτιά.

Εκείνος κατατρομαγμένος έτρεξε και βγήκε γρήγορα έξω από την αυλή. Τρέχει η Μαργαρίτα στο αφεντικό της και του λέει:

Καλέ αφέντη, τρελός είναι ο επισκέπτης μας;

Γιατί Μαργαρίτα; Τι έγινε;

Αχ κύρη μου! Καθώς ερχόμουν να σερβίρω στο τραπέζι τα δύο κοτόπουλα, εκείνος μπήκε από την ανοιχτή πόρτα, τα είδε, τα άρπαξε και έφυγε τρέχοντας!

Ωραίος φίλος ! Ας άφηνε τουλάχιστον το ένα για να φάω κι εγώ που τον περίμενα τόσες ώρες και πεινάω.

…είπε το αφεντικό θυμωμένα κι έτρεξε ξωπίσω από τον φίλο του, αλλά από την βιασύνη του κρατούσε και το μαχαίρι στο χέρι. Έτρεχε ξωπίσω του λοιπόν και του φώναζε:

Έλα, πίσω…στάσου…μόνο το ένα! Μόνο το ένα!

Ο αφέντης εννοούσε το ένα κοτόπουλο, αλλά ο φίλος του, νόμιζε ότι ήθελε να του κόψει μόνο το ένα αφτί και έτρεξε ακόμα πιο γρήγορα να γλυτώσει. Την άλλη μέρα, οι δύο φίλοι συναντήθηκαν τυχαία στην αγορά και το αφεντικό της Μαργαρίτας είπε με παράπονο στον φίλο του:

Μα τι έπαθες και άρπαξες τα κοτόπουλα και έφυγες; Και καλά…ας έπαιρνες το ένα αν πεινούσες τόσο πολύ κι ας μου άφηνες το άλλο να χορτάσω κι εγώ ο καημένος!

Κοτόπουλα; Για ποια κοτόπουλα μου μιλάς ανθρωπέ μου;

Αυτά που θα τρώγαμε παρέα εχθές το βράδυ. Μα γι’ αυτό δεν έτρεχες εχθές που σε κυνηγούσα;

…απάντησε το αφεντικό ξαφνιασμένος. Ο φίλος του τότε, του διηγήθηκε τί του είπε η πονηρή Μαργαρίτα, δικαιολογώντας την γρήγορη τρεχάλα του! Τότε, το αφεντικό κατάλαβε τι έγιναν τα κοτόπουλα. Γύρισε στο σπίτι, κλείδωσε την κουτοπόνηρη μαγείρισσα στο δωμάτιό της με ξερό ψωμί και νερό για δέκα μέρες για να χωνέψει για τα καλά τα κοτόπουλα που του έφαγε κρυφά!

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Blog στο WordPress.com.