«Τα ρουμπινένια μάτια» του Ηλία Διττόπουλου!

Το παρακάτω παραμύθι συμμετείχε στον διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού που συνδιοργανώσαμε «Οι Παραμυθάδες» και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» με την υποστήριξη του Δήμου Καβάλας.

Γράφτηκε και εικονογραφήθηκε από τον Ηλία Διττόπουλο.

(Για να δείτε την μετάδοση των αποτελεσμάτων πατήστε εδώ)

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παραμυθιού ή και μέρος αυτού και η όποια χρήση ή εκμετάλευσή του χωρίς την έγκριση του/των δημιουργού/ών.

 

«Τα ρουμπινένια μάτια»

 

Κεφάλαιο 1ο – Το βιβλίο της προφητείας

 

Κάποτε σε ένα κόσμο όχι και πολύ διαφορετικό από τον δικό μας, σε μια μεγαλούπολη ζούσαν δυο αδέρφια, η Άρτεμις και ο Τιμόθεος. Η χαριτωμένη Άρτεμις με τα ζωηρά κόκκινα μαλλιά της ήταν πάντα αισιόδοξη και αγαπούσε τα παραμύθια, ενώ ο αδερφός της ως πιο μεγάλος ήθελε πάντα να είναι πιο λογικός, προσπαθούσε πάντα να κάνει την αδερφή του να ξεφύγει από τον κόσμο στον οποίο ταξίδευε και να την επαναφέρει στην κανονική ζωή.

Μια συνηθισμένη Κυριακή οπού η Άρτεμις συνήθιζε να περνάει χαμένη μέσα στα βιβλία της, χωμένη κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού της με μόνο ένα μικρό φωτάκι να της κρατάει συντροφιά, ξαφνικά μπαίνει μέσα ο αδερφός εκνευρισμένος βλέποντας την να κάθεται πάλι να διαβάζει.

-Πάλι κάθεσαι και διαβάζεις; Βγες έξω έχει τόσο ωραία μέρα!

-Τιμόθεε φύγε! Είμαι σε ένα κρίσιμο σημείο του παραμυθιού!

-Ξέρεις, η ζωή δεν είναι ένα παραμύθι σαν αυτά που διαβάζεις!

Δεν άργησε να ξεκινήσει ο τσακωμός, έως που τους άκουσε η μητέρα τους και έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Μπήκε στο δωμάτιο, τους είδε να τσακώνονται και τους ρώτησε τι ακριβώς συμβαίνει, όταν η Άρτεμις είπε ότι ο Τιμόθεος πάλι της έλεγε να μη πιστεύει στα παραμύθια, τότε εκείνη θυμήθηκε ένα παλιό βιβλίο που της είχε δώσει η δική της μαμά.

-Νομίζω ήρθε η στιγμή να σας δείξω κάτι! Περιμένετε!

Η μαμά τους πήγε στη βιβλιοθήκη και έβγαλε ένα παλιό βιβλίο.

-Ορίστε αυτό είναι!

Η μητέρα τους έδειξε ένα παλιό βιβλίο, ήταν σκονισμένο και πάνω στο εξώφυλλο είχε 5 κρυστάλλους διαφορετικού χρώματος και σχήματος, στο πλάι μια κλειδαριά το κρατούσε κλειστό. Προσπάθησε η Άρτεμις να το ανοίξει αλλά μάταια.

-Ξέρετε και εγώ κάποτε δεν πίστευα στα παραμύθια, αλλά μετά μου έδειξε η μαμά μου αυτό το βιβλίο.

-Μαμά δεν ανοίγει, έχει αυτή την κλειδαριά…

-Θα ανοίξει αγάπη μου όταν έρθει η ώρα! Τώρα πάω πρέπει να μαγειρέψω.

Είπε και έφυγε από το δωμάτιο αφήνοντάς τους προβληματισμένους. Ο Τιμόθεος το αρπάζει προσπαθώντας να το ανοίξει  αλλά δε τα κατάφερε. Το πέταξε με δύναμη στο πάτωμα, η κλειδαριά άνοιξε και ένα εκτυφλωτικό φως κάλυψε τα πάντα.

 

Κεφάλαιο 2ο – Η Ανιμάλια

 

Οι ήρωες μας ξυπνήσανε σε ένα ξέφωτο, κοίταξαν γύρω τους, αυτό που είδαν ήταν μοναδικό, ιπτάμενες πόλεις πάνω στον απέραντο ουρανό και πλάσματα που δεν είχαν ξανά δει. Το βιβλίο τους είχε μεταφέρει στην Ανιμάλια ένα κόσμο οπού ο χρόνος δε κυλάει όπως τον δικό μας, σε ένα τόπο οπού κατοικούν μαγικά ζώα και η μαγεία είναι αληθινή. Κοιτούσαν με θαυμασμό αυτόν τον μαγικό κόσμο, όμως τότε ακούστηκε μια δυνατή φωνή.

-Έλα εδώ κλεφτή!

Τα παιδιά γυρίζουν αμέσως να κοιτάξουν τι συμβαίνει, ξαφνικά μέσα από τα δέντρα πετάχτηκε ένα μικρό μωβ πλάσμα και από πίσω να το κυνηγάει ένα πλάσμα σαν λύκος. Η Άρτεμις δίχως δεύτερη σκέψη, σηκώθηκε και έτρεξε αμέσως να βοηθήσει το μικρό πλασματάκι.

-Άφησε το ήσυχο!

-Μου έκλεψε το φαγητό μου!

Το πλασματάκι κρατούσε στο στόμα του ένα μωβ φρούτο. Η Άρτεμις έσκυψε και πήρε στην αγκαλιά της το πλασματάκι, του ζήτησε ευγενικά να δώσει πίσω το φρούτο, εκείνο της το έδωσε και η Άρτεμις το πέταξε προς τον λύκο.

-Δεν έπρεπε να σου δώσω το φρούτο πεινούσα!

Είπε το πλάσμα…

-Ώστε μιλάς!

-Φυσικά και μιλάω και πεινάω επίσης!

Εκείνη την στιγμή πλησιάζει ο Τιμόθεος.

-Άρτεμις άφησε το γρήγορα μπορεί να σε πληγώσει!

Η Άρτεμις κοίταξε στα μάτια το πλασματάκι και του χαμογέλασε, είχε καταλάβει ότι δεν κινδυνεύει, το πλασματάκι έμοιαζε με αλεπού, είχε χρώμα μωβ, δυο μεγάλα ματάκια σαν ρουμπίνια και μεγάλα μυτερά αυτιά. Τα παιδιά συστήθηκαν στο πλασματάκι και το ρωτήσαν πως το λένε.

-Με λένε Σίλβεον!

Απάντησε γεμάτο χαρά. Τότε η Σίλβεον κατάλαβε ότι είναι άνθρωποι, έκπληκτη τους ρώτησε πως ήρθαν εδώ και ότι στο κόσμο τους δεν ζουν άνθρωποι πάρα μόνο μαγικά πλάσματα. Η Άρτεμις έδειξε το βιβλίο και πριν προλάβει να της απαντήσει.

-Μα αυτό είναι το βιβλίο της προφητείας!

Είπε η Σίλβεον, ενώ κοίταξε το εξώφυλλο και παρατήρησε ότι λείπει ο ένας κρύσταλλος.

-Λείπει το ρουμπίνι της ισορροπίας! Αυτό μόνο καλό δεν είναι!

Η Άρτεμις προσπάθησε να καταλάβει τι συμβαίνει και τι σημαίνουν όλα αυτά. Ξαφνικά το βιβλίο άνοιξε σε μια κενή σελίδα και εμφανίστηκε ένα κείμενο σε μια περίεργη γλώσσα, τα παιδιά δε μπορούσαν να καταλάβουν τι γράφει, αλλά η Σίλβεον μπορούσε, αφού το διάβασε και κατάλαβε τι συμβαίνει προσπάθησε να τους εξηγήσει.

-Αυτό είναι το βιβλίο της προφητείας, σύμφωνα με τον θρύλο αυτό το βιβλίο είχε δοθεί πριν αιώνες στο φύλακα των κρυστάλλων αλλά τώρα κάποιος έκλεψε τον έναν, τον κρύσταλλο της ισορροπίας! Γι’ αυτό το βιβλίο σας μετέφερε εδώ, θεωρεί ότι εσείς είστε αυτοί που θα σώσετε αυτή την φορά τον πλανήτη!

Τα παιδιά την κοίταξαν έκπληκτοι προσπαθώντας να καταλάβουν. Εκείνη τους εξήγησε ότι ο κρύσταλλος της ισορροπίας είναι ο πιο σημαντικός, κρατάει τους υπολοίπους ασφαλείς και συγκρατεί την ισορροπία ανάμεσα στο δικό μας κόσμο και τον δικό τους. Υπάρχει ένας μύθος ότι όποιος τον έχει στην κυριαρχία του, κερδίζει την αιώνια ζωή. Τον τελευταίο καιρό στο κόσμο της Ανιμάλια συμβαίνανε περίεργα πράγματα, τα ζώα αλλάζαν φωνές και άλλοτε συνήθειες. Η Σίλβεον κατάλαβε ότι κάποιος είχε κλέψει τον κρύσταλλο.

Τους εξήγησε ότι αν βγει ο κρύσταλλος από την θέση του και κυριευθεί από το κακό, μπορεί τα ζώα της Ανιμάλια να εξαφανιστούν. Αντλούνε την δύναμη τους από αυτόν, έτσι έχει ως αποτέλεσμα και τα ζώα του πλανήτη γη να εξαφανιστούν. Και χωρίς αυτά ο πλανήτης θα καταστραφεί. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν στα μάτια η Άρτεμις αποφασισμένη ήξερε ήδη ότι έπρεπε να βοηθήσει να αποτραπεί αυτό.

-Μόνο ένα πράγμα μένει να κάνουμε!

-Σίγουρα εννοείς να βοηθήσουμε…

Είπε ο Τιμόθεος σχεδόν τρομαγμένος.

-Ναι Τιμόθεε! Σίλβεον που θα βρούμε ποιος τον έκλεψε;

-Μόνο ένας μπορεί να βοηθήσει! Αυτός που τα ξέρει όλα! Ο Μάγος Βαρόνος!

Ο Μάγος Βαρόνος ακούγεται, ότι του δόθηκαν οι δυνάμεις από τους κρυστάλλους για να μπορεί να προβλέπει τα γεγονότα που θα συμβούν. Ενώ αυτός έχει κάνει κατάχρηση και κάνει τον μάντη για να μαζεύει λεφτά, αλλά μπορεί να τους βοηθήσει.

-Ωραία λοιπόν προς τα που είναι αυτός ο Βαρόνος;

-Ακολουθήστε με!

Η Σίλβεον έτρεξε ως την άκρη του γκρεμού, τα παιδιά την ακολούθησαν αλλά από κάτω δεν υπήρχε τίποτα πάρα μόνο ο ουρανός με τα σύννεφα.

-Τι φοβάστε;

Είπε η Σίλβεον και πήδηξε στο κενό, τα παιδιά τρομάξαν αλλά ξαφνικά την είδαν να πετάει στον ουρανό. Η Άρτεμις προσπάθησε να φανεί γενναία και πήδηξε, ο Τιμόθεος προσπάθησε να την πιάσει αλλά γλίστρησε και έπεσε μαζί της. Ένας δυνατός άνεμος φύσηξε και τους σήκωσε ψηλά και πλέον πετούσαν, προσπάθησαν να προφτάσουν την Σίλβεον.

Ξέχασα να σας πω ότι στο κόσμο της Ανιμάλια η μετακίνηση από περιοχή σε περιοχή γίνεται με την βοήθεια του ανέμου. Μετά από λίγη ώρα αρχίσαν να πλησιάζουν σε μια ιπτάμενη πόλη γεμάτη από αυτά τα πλάσματα.

-Φτάσαμε! Εδώ είναι η αγορά του Ζαφειριού.

Είπε η Σίλβεον καθώς πάτησε το πόδι της στο έδαφος. Τα παιδιά έπεσαν με δύναμη στο έδαφος.

-Μάλλον έπρεπε να σας δείξω πως να προσγειωθείτε.

-Καλό θα ήταν!

Είπε ο Τιμόθεος πονώντας. Σηκωθήκαν και ακολουθήσαν την Σίλβεον, που έτρεχε ανάμεσα στα υπόλοιπα πλάσματα. Το μέρος έμοιαζε με λαϊκή αγορά αλλά τίποτα δεν ήταν συνηθισμένο, παντού ακουγόταν φωνές και μουρμουρητά.

Μετά από μερικούς πάγκους που ήταν γεμάτοι με κάθε λογής μαγικό ραβδί και φίλτρο, έφτασαν στο μαγαζί του μάγου Βαρόνου. Όταν μπήκαν μέσα αντίκρισαν ένα πολύ παλιό σκονισμένο και ακατάστατο μαγαζί, γεμάτο βιβλία το ένα πάνω στο άλλο.

-Μάγε! που είσαι;

Φώναξε η Σίλβεον, τότε μέσα από ένα στενό αναμεσά σε βιβλιοθήκες, ακούστηκε ένας βήχας και μετά από λίγο εμφανίστηκε ο μάγος Βαρόνος. Ήταν μια γάτα με λευκό κουστούμι γεμάτο σκόνες, τα μάτια του είχαν ένα μυστηριώδες βλέμμα.

-Βαρόνε είμαι η Σίλβεον, θα με θυμάσαι λογικά…

-Εννοείται. Δε ξεχνάω ποιος μου έκλεψε το καπέλο μου!

-Έλα μάγε ήταν πολύ ωραίο και ζεστό για να κοιμάμαι! Αλλά άστα αυτά έχουμε σοβαρό πρόβλημα! Τα παιδιά από εδώ …

-Άνθρωποι!

Είπε έκπληκτος, τότε τα παιδιά ξεκίνησαν να του εξηγούν ποιοι είναι αλλά πάνω που πήγαν να πουν τα ονόματά τους.

-Μην πείτε λέξη! Αισθάνομαι την δύναμη των κρυστάλλων κοντά σας! Μα πως; Έχετε το βιβλίο της προφητείας;

-Ναι αυτό μας έφερε εδώ.

-Έπρεπε να το περιμένω, η ισορροπία τελευταία έχει χαλάσει.

Η Άρτεμις του έδωσε το βιβλίο αλλά μόλις άγγιξε το βιβλίο ο χρόνος πάγωσε, το βιβλίο άνοιξε μόνο του, στη σελίδα ένας κύκλος με αρχαία γραφή σχηματίστηκε, ο μάγος το κοιτάει και λέει.

-Η σκοτεινή μαγεία είναι κοντά! Ο κύκλος θα μας δείξει πως θα βρούμε τον κρύσταλλο της ισορροπίας.

Ο Μάγος με ένα κούνημα του χεριού του, εμφάνισε ένα ραβδί που στην άκρη του είχε μια διαφανή σφαίρα. Άρχισε να λέει ένα αρχαίο ξόρκι, τα πάντα γύρω σκοτεινιάζουν έως που όλα εξαφανίστηκαν. Η σφαίρα στο ραβδί του μάγου άλλαζε χρώμα.

-Η σφαίρα μου θα μας δείξει που βρίσκεται ο κρύσταλλος.

Η σφαίρα έλαμψε και κάτι μέσα της σχηματίστηκε, έδειχνε μια σπηλιά γεμάτη πετράδια. Το ταβάνι, οι τοίχοι και το πάτωμα ήταν γεμάτο λαμπερά πετράδια. Είναι η σπήλια των κρυστάλλων, εκεί οπού δημιουργήθηκαν οι αρχαίοι κρύσταλλοι, είπε ο μάγος. Η σφαίρα άλλαζε πάλι χρώμα, σκούραινε και έδειχνε το ρουμπινί της ισορροπίας, ξαφνικά μια φωνή ακούστηκε.

-Δε θα το πάρετε ποτέ! Η αιώνια ζωή είναι δική μου!

Και η σφαίρα έσπασε! Το βιβλίο έκλεισε και όλα γύρω έγιναν όπως πριν.

-Τι ήταν αυτό μάγε;

Είπε η Άρτεμις τρομαγμένη.

-Αυτός που πήρε τον κρύσταλλο μας έστειλε ένα μήνυμα, παιδιά πρέπει να πάτε στη σπηλιά! Εκεί θα λυθούν όλα!

Ο μάγος όσο περνούσε η ώρα εξαφανιζόταν.

-Μάγε! Τι συμβαίνει;

Η σφαίρα του έσπασε, δεν υπάρχει πλέον ισορροπία για να τον κρατάει ζωντανό και χωρίς την σφαίρα δεν μπορεί να υπάρχει.

-Πηγαίνετε! Να σώσετε τον πλανήτη και όλους μας!

Ο μάγος εξαφανίστηκε, ένα δάκρυ κύλισε από την Σίλβεον.

-Μάγε θα σε σώσω! Πρέπει να βιαστούμε δεν έχουμε χρόνο!

 

Κεφάλαιο 3ο – Η Σπηλιά

 

Τα παιδιά και η Σίλβεον έφτασαν στη σπήλια των πετραδιών. Προχωρώντας όλο και πιο βαθιά τα παιδιά παρατηρούσαν τα πετράδια, ήταν όλα διαφορετικά αλλά πανέμορφα ταυτόχρονα, διαφορετικά χρώματα, σχήματα και λάμψεις. Η Σίλβεον προχωρούσε μπροστά αποφασισμένη να βρει τον κακό. Η Άρτεμις κατάλαβε ότι είναι στεναχωρημένη και προσπάθησε να την ηρεμήσει.

-Σίλβεον καταλαβαίνω πως νιώθεις.

-Όχι δε καταλαβαίνεις! Γιατί κάποιος να θέλει την αιώνια ζωή; Ενώ παράλληλα καταστρέφει την ζωή όλων των άλλων;

Η Άρτεμις δεν ήξερε τι να απαντήσει και απλά προχωρούσε με αμηχανία. Κάποια στιγμή βρήκαν μια κόκκινη πόρτα.

-Φτάσαμε!

Είπε η Σίλβεον. Τα παιδιά άνοιξαν την πόρτα. Μόλις την άνοιξαν ένα διαπεραστικό κρύο αεράκι ήρθε πάνω τους. Η πόρτα έβγαζε σε ένα μεγάλο τρομακτικό κάστρο, ο ουρανός ήταν σκοτεινός και με πολλά σύννεφα.

-Εδώ είναι, το νιώθω ο κρύσταλλος είναι εδώ.

-Τιμόθεε μπορείς να νιώσεις τον κρύσταλλο;

Ο Τιμόθεος μπορούσε να νιώσει την δύναμη του, η Σίλβεον άρχισε να τρέχει προς την είσοδο του κάστρου. Όταν έφτασαν στην πόρτα, εκείνη άνοιξε μονή της.

 

Κεφάλαιο 4ο – Η μάγισσα Ρεσάλτο

 

-Γρήγορα!

Είπε η Σίλβεον. Τα παιδιά έτρεξαν πίσω της, στο εσωτερικό του είχε μια μεγάλη πλατεία που στο κέντρο ήταν ένας μαύρος κρύσταλλος.

-Όχι! Ο κρύσταλλος κυριεύθηκε από κακή μαγεία!

Ξαφνικά μια φωνή ακούστηκε από το σκοτάδι.

-Όχι γλυκιά μου Σίλβεον, όχι ακόμα!

Εμφανίστηκε μια γυναίκα με λευκά μαλλιά και πράσινα ματιά.

-Μαμά; Είσαι όντως εσύ;

-Ναι αγαπημένη μου κόρη Σίλβεον!

-Μα είσαι άνθρωπος!

Τα μάγια την είχαν μεταμορφώσει σε άνθρωπο.

-Μα μαμά γιατί;

-Για σένα το έκανα αγάπη μου! Για να έχεις πάντα δίπλα σου την Μαμά σου, που σε αγαπάει όσο τίποτα άλλο!

Η Σίλβεον αναρωτήθηκε, πως μπορεί η αγάπη να σημαίνει να πληγώνεις άλλους ανθρώπους, να χαλάς τις ζωές τους και όλα αυτά απλά για να ζήσεις αιώνια. Τα παιδιά προσπαθούσαν να καταλάβουν.

-Δηλαδή, αυτή Σίλβεον είναι η μαμά σου;

-Ναι, αλλά είχε χαθεί πριν καιρό, νόμιζα πως δε θα την ξανά δω.

-Εσείς προστάτες των κρυστάλλων! Δε θα καταφέρεται να πάρετε τον κρύσταλλο πίσω, από εμένα την Μάγισσα Ρεσάλτο!

Ξαφνικά η μάγισσα άρχισε να κάνει τα ξόρκια της.

-Δείτε προστάτες ο κόσμος σας ήδη καταρρέει.

Με τα ξόρκια της έδειχνε τον πλανήτη τους και τα ζώα, ένα-ένα εξαφανιζόταν με αποτέλεσμα και η ίδια η γη να πεθαίνει.

-Δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα!

Τότε το βιβλίο της προφητείας έλαμψε και μια φωνή μέσα από το βιβλίο ακούστηκε λέγοντας τους.

-Η δύναμη του κρυστάλλου δε χάθηκε, ζει ακόμα αλλά είναι καλά κρυμμένη κάπου, θα σας δώσω ένα ξόρκι το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιήσετε μόνο μια φορά και αυτό σε έκτακτη ανάγκη! Αν δε το χρησιμοποιήσετε συνετά δε θα τα καταφέρετε!

Το βιβλίο ανοίγει σε μια σελίδα κενή, το ξόρκι αρχίζει να εμφανίζεται, πλέον μπορούσαν να το διαβάσουν και τα παιδιά. Η μάγισσα Ρεσάλτο γελούσε.

-Αγαπημένη μου Σίλβεον, ακόμα να καταλάβεις;

Η Σίλβεον προσπάθησε να καταλάβει τι έλεγε η μάγισσα, ξαφνικά όμως θυμήθηκε ότι πριν εξαφανιστεί, ένα βράδυ της τραγούδησε ένα νανούρισμα που έμοιαζε με ξόρκι.

-Το νανούρισμα! Ήταν ξόρκι!

Εκείνο το βραδύ η Ρεσάλτο είχε πει το ξόρκι της και μετέφερε την δύναμη του κρυστάλλου μέσα στην Σίλβεον έτσι ώστε ποτέ να μην μπορέσει κάποιος να το βρει. Η Άρτεμις και ο Τιμόθεος κοίταξαν την Σίλβεον, μια λύση υπάρχει σκέφτηκαν. Αν δώσει η Σίλβεον την δύναμη πίσω ο κρύσταλλος θα αναγεννηθεί.

-Πρέπει απλά να πλησιάσουμε κοντά στον κρύσταλλο!

Είπε ο Τιμόθεος, άρπαξε στην αγκαλιά του την Σίλβεον και έτρεξε προς τον κρύσταλλο. Η μάγισσα όμως δεν θα τον άφηνε να πλησιάσει τόσο εύκολα, είπε το ξόρκι της.

-Δεν θα τα καταφέρεις τόσο εύκολα προστάτη!

Κρύσταλλε μαγικέ που την δύναμη σου έχω,

τοίχους ψηλούς ανύψωσε για να τους απομακρύνεις,

για να μη μπορέσουν ποτέ να φτάσουν σε αυτό που εγώ κατέχω!

Τότε μεγάλοι τοίχοι σηκωθήκαν και δημιουργήθηκε έναν λαβύρινθος, τελευταία στιγμή η Άρτεμις κατάφερε να φτάσει κοντά στον Τιμόθεο και την Σίλβεον πριν τους χάσει μέσα στους τοίχους.

-Παιδιά πρέπει να πλησιάσουμε στον κρύσταλλο! Ακολουθήστε με!

Είπε η Σίλβεον και έτρεξε ανάμεσα στους τοίχους. Μη τρέχεις τόσο γρήγορα γιατί θα χαθούμε της φωνάξαν. Περπατούσαν ανάμεσα στους τοίχους για αρκετή ώρα αλλά ξανά έβγαιναν στην αρχή, δεν ήξεραν τι να κάνουν.

-Δείτε!

Η Άρτεμις παρατήρησε ότι πάνω σε κάθε τοίχο ήταν σκαλισμένος ένας κρύσταλλος, διαφορετικός σε κάθε τοίχο.

-Αυτό είναι! Αυτή πρέπει να είναι η λύση!

-Άρτεμις μισό λεπτό! Αυτοί οι κρύσταλλοι δε μοιάζουν με αυτούς στο βιβλίο;

-Τιμόθεε έχεις δίκιο είναι ίδιοι!

Η Άρτεμις έβγαλε το βιβλίο, πλησίασε έναν τοίχο, άγγιξε τον κρύσταλλο που έμοιαζε με αυτόν στον τοίχο και τότε ο τοίχος άρχισε μαγικά να μετακινείται και τους άνοιξε μια άλλη διαδρομή. Τώρα οι μικροί μας ήρωες κατάλαβαν την λύση του λαβυρίνθου. Σιγά σιγά αρχίσαν να φτάνουν κοντά στον κρύσταλλο, όταν άνοιξαν και τον τελευταίο τοίχο η μάγισσα δε το πίστευε, ούρλιαξε, στρίγγλισε και τρελαμένη έριξε ένα ακόμα ξόρκι για να τους εμποδίσει.

Σκοτεινά μου ξόρκια ακουστέ τι σας λέω

Μην αφήσετε κανένα να πλησιάσει

τον κρύσταλλο που τόσο εγώ θέλω!

Η γη έτριξε και τον κρύσταλλο τον κάλυψε ένα μαύρο γυάλινο τοίχος. Τα παιδιά δε μπορούσαν να το περάσουν, δεν κατάφεραν να τον σπάσουν. Τότε όμως ήρθε μια ιδέα στην Σίλβεον.

-Παιδιά! Το ξόρκι που σας έδωσε το βιβλίο! Αυτό θα μας βοηθήσει!

Η Άρτεμις άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα με το ξόρκι και ξεκίνησε να το λέει.

Αρχαίοι κρύσταλλοι την βοήθεια σας ζητώ

Είμαστε οι προστάτες των κρυστάλλων και χωρίς εσάς δε θα είμασταν εδώ!

Δώστε μας την δύναμη σας για μονάχα ένα λεπτό!

Οι κρύσταλλοι αρχίσαν να λάμπουν, ξαφνικά στο χέρι του Τιμοθέου εμφανίστηκε ένα χρυσό σπαθί και στο χέρι της Άρτεμις μια χρυσή ασπίδα. Ο Τιμόθεος με θάρρος όρμησε να σπάσει τον τοίχο με το σπαθί του, τον χτύπησε και ράγισε, το σπαθί έβγαλε ένα δυνατό φως και το τοίχος έπεσε, πλέον ο κρύσταλλος ήταν ένα βήμα μπροστά τους.

-Όχι! Δεν μπορεί!

Φώναξε η μάγισσα, τους πλησίασε και με το χέρι της έριξε ένα ξόρκι προς τα επάνω τους, εκείνη την στιγμή μπήκε μπροστά η Άρτεμις με την χρυσή ασπίδα και απέκρουσε το ξόρκι στη μάγισσα, τη μεταμόρφωσε σε πέτρα.

-Μαμά!

Φώναξε η Σίλβεον και έτρεξε προς το μέρος της.

-Θα τη σώσουμε Σίλβεον!

Είπε η Άρτεμις και πλησίασε κοντά στον κρύσταλλο.

-Σίλβεον πρέπει να δώσεις πίσω την δύναμη του! Δεν έχουμε πολύ χρόνο!

Τότε η Σίλβεον με δάκρυα στα μάτια πλησίασε τον κρύσταλλο και τον ακούμπησε με την πατούσα της, τα μάτια της έλαμπαν σαν αστραφτερά ρουμπίνια, η πέτρα άρχισε να παίρνει πάλι το κανονικό της χρώμα, η δύναμης της επαναφέρονταν.

-Τα καταφέραμε!

Φώναξαν με μια φωνή τα παιδιά. Όταν ο κρύσταλλος είχε πλέον πάρει όλες τις δυνάμεις του, έλαμπε πάρα πολύ δυνατά. Το βιβλίο της προφητείας αιωρήθηκε και η πέτρα ξανά μπήκε στην θέση της, η ισορροπία τον δυο κόσμων είχε επανέλθει ξανά.

-Η μητέρα μου! Κατά βάθος δε το ήθελε όλο αυτό!

Είπε η Σίλβεον και πλησίασε το άγαλμα της μαμάς, ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι της και έπεσε πάνω στον άγαλμα. Πάνω που όλοι είχαν χάσει τις ελπίδες τους για το αν θα ξανά έβλεπαν την μητέρα της Σίλβεον, ξαφνικά μια λάμψη βγήκε από το δάκρυ πάνω στο άγαλμα, το άγαλμα άρχισε να ραγίζει ως που έσπασε τελείως και η μητέρα της Σίλβεον ξεπρόβαλε, ήταν πλέον γαλήνια και στην παλιά της μορφή.

-Μαμά γύρισες!

-Ναι αγάπη μου γύρισα!

Αγκάλιασε η μια την άλλη με πολύ δύναμη. Η μητέρα της Σίλβεον γύρισε προς τον Τιμόθεο και την Άρτεμις και τους είπε.

-Συγνώμη για ότι έκανα, νόμιζα ότι θα προστάτευα έτσι την κόρη μου! Σας ευχαριστώ προστάτες που με σώσατε!

Η Σίλβεον έτρεξε στην αγκαλιά των παιδιών, η ασπίδα και το σπαθί είχαν πλέον χαθεί.

-Σας ευχαριστώ φίλοι μου! Σώσατε τον πλανήτη και των δυο κόσμων!

Τότε οι κρύσταλλοι των βιβλίων άρχισαν να λάμπουν και οι μικροί μας ήρωες να εξαφανίζονται, γυρνούσαν πίσω στον κόσμο τους. Μάλλον ήρθε η στιγμή να γυρίσουμε είπε η Άρτεμις.

-Δε θα σας ξεχάσω ποτέ!

Είπε δακρυσμένη και μέσα στη χαρά η Σίλβεον και τους χαιρέτισε. Ένα δυνατό φως κάλυψε πάλι τα πάντα. Οι ήρωες μας γύρισαν πίσω στο δωμάτιο τους αλλά δε έβρισκαν πουθενά το βιβλίο. Τότε ακούστηκε μια φωνή.

-Το φαγητό είναι έτοιμο κατεβείτε!

Ήταν η μαμά από την κουζίνα, η Άρτεμις και ο Τιμόθεος κατέβηκαν. Αρχίσαν να της εξηγούν όλα όσα πέρασαν και η Άρτεμις είπε.

-Το βιβλίο όμως χάθηκε! Μαμά ξέρεις που πήγε;

Η μαμά έμοιαζε ότι όλα αυτά τα άκουγε πρώτη φορά και τους ρώτησε με χαμόγελο.

-Ποιο βιβλίο;

Τα παιδιά κοιτάχτηκαν με απορία αλλά δε τους ένοιαζε, το μόνο που τους ένοιαζε είναι που είχαν μια περιπέτεια να διηγηθούν, και έτσι έζησαν αυτοί καλά και ο κόσμος των πλασμάτων ακόμα καλυτέρα.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Ο συγγραφέας

 

Ονομάζομαι Ηλίας Διττόπουλος, είμαι 18 ετών.

Είμαι κάτοικος Καβάλας και έχω εισαχθεί στην ηλικία των 17 ετών ως ταλέντο, με ιδιαίτερη καλλιτεχνική προδιάθεση, στη σχολή καλών τεχνών, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Από μικρή ηλικία είχα κλίση με τα εικαστικά, το θέατρο και την λογοτεχνία.

Έως σήμερα έχω κερδίσει το πρώτο βραβείο, το 2011 στο διαγωνισμό ζωγραφικής του ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη, το 2013 σε διαγωνισμό ζωγραφικής όπου το έργο μου εκδόθηκε ως εικονογράφηση ενός βιβλίου και το 2018 στο διαγωνισμό ζωγραφικής, στο πλαίσιο της εκδήλωσης με θέμα: «Οι γλώσσες του κόσμου» της Ένωσης Εκπαιδευτικών Αγγλικής Γλώσσας Καβάλας, για τον εορτασμό της Ευρωπαϊκής Ημέρας Γλωσσών. Στον οποίο η επιτροπή έκρινε ότι έως επιβράβευση της καλλιτεχνικής αρτιότητας του έργου μου δεν θα απονεμηθεί δεύτερο βραβείο.

Το 2019 συμμετείχα ως κριτής στον προαναφερόμενο διαγωνισμό.

Τέλος, τον Δεκέμβριο του 2019 δημιούργησα την πρώτη μου έκθεση σε συνεργασία με άλλους δυο καλλιτέχνες, στο social cave & bar restaurant «ΠΑΛΛΑΔΙΟ».

 

Advertisement
Categories: Διαγωνισμός Συγγραφής Παραμυθιού 2020, Παραμύθια φίλων | Ετικέτες: ,,,,,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: