Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

Του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Απόδοση: Χρήστος Π. Τσίρκας

Μια παραμονή πρωτοχρονιάς, πριν πολλά χρόνια. Στους δρόμους της πόλης οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν πολύ ζεστά ντυμένοι. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, ενώ το χιόνι που έπεφτε πυκνό, άρχισε να ντύνει στα λευκά τις στέγες των σπιτιών και τα πεζοδρόμια. Ένα κοριτσάκι – ήταν, δεν ήταν δώδεκα χρονών – περιφερόταν στους δρόμους χωρίς παλτό, σκουφί και τελείως ξυπόλυτη. Όταν βγήκε από το σπίτι, φορούσε παντόφλες, αλλά επειδή ήταν μεγαλύτερο νούμερο από αυτό που φορούσε, τις βγήκανε από τα πόδια στην προσπάθειά της να αποφύγει τις άμαξες που έτρεχαν γρήγορα. Όταν τις έψαξε, η μία παντόφλα είχε πατηθεί τόσο πολύ που ήταν αδύνατον να φορεθεί ξανά. Την άλλη που ήταν σε καλύτερη κατάσταση, την άρπαξε από τα χέρια της ένα μεγαλύτερο παιδί που άρχισε να τρέχει μακριά της κοροϊδεύοντάς την.

Αυτή την παντόφλα, θα την κάνω κούνια για το μωρό που θα κάνουμε με την γυναίκα μου!

Γι’ αυτό γυρνούσε στους δρόμους ξυπόλητη και σύντομα, τα ποδαράκια της είχαν μελανιάσει. Στην ποδιά της, είχε αρκετά κουτιά σπίρτα που προσπαθούσε να τα πουλήσει στους περαστικούς. Εκείνο το βράδυ όμως, κανείς δεν αγόραζε σπίρτα από αυτήν. Όλοι την προσπερνούσαν βιαστικά για να πάνε να διασκεδάσουν με φίλους, αλλάζοντας τον χρόνο με ανθρώπους που αγαπούνε. Ούτε ένας άνθρωπος δεν βρέθηκε να της δώσει μια δεκάρα για ένα κουτί σπίρτα.

Το κοριτσάκι άρχισε να κρυώνει ακόμα περισσότερο και να πεινάει αφάνταστα. Το χιόνι τώρα είχε αλλάξει τελείως την όψη της πόλης. Τα σπίτια ήταν όμορφα στολισμένα κι από τα παράθυρα έβλεπες τον κόσμο να περνάει όμορφα. Σε κάποια σπίτια ήταν καθισμένοι γύρω από το τζάκι, κάτι λέγανε και γελούσανε. Σε άλλα σπίτια χορεύανε ή παίζανε. Αλλού, είχανε καθίσει στο τραπέζι, τρώγανε και πίνανε. Από τις καμινάδες των σπιτιών, εκτός από τον καπνό της φωτιάς, έβγαινε και η μυρωδιά των νόστιμων φαγητών που ετοιμάζανε. Μυρωδιές από κρέατα, σούπες λαχταριστές, αλλά και γλυκά.

Το κοριτσάκι, βρήκε μια γωνιά ανάμεσα σε δύο σπίτια, που ο αέρας δεν φυσούσε τόσο πολύ και κούρνιασε να ξαποστάσει. Έχωσε τα ποδαράκια της κάτω από του φουστάνι της, μα και πάλι κρύωνε. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να γυρίσει στο σπίτι της, αλλά από την άλλη, δεν είχε πουλήσει ούτε σπίρτο κι ο πατέρας της θα την έδερνε γι’ αυτό. Εξάλλου και στο σπίτι δεν είχε ζέστη. Χωρίς θέρμανση και με την στέγη τρύπια σε αρκετά σημεία, δεν διέφερε και πολύ από τους δρόμους που ήδη βρισκότανε.

Τώρα, άρχισαν να παγώνουν και τα ακροδάχτυλά του. Αν άναβα ένα σπίρτο να ζεστάνω τουλάχιστον τα δάχτυλά μου, σκέφτηκε το κοριτσάκι. Με δυσκολία κατάφερε να ανοίξει ένα κουτί και να βγάλει ένα σπίρτο. Τσσσαααφ… Η φλόγα φώτισε τη σκοτεινή γωνιά που καθότανε το κοριτσάκι, το οποίο κρατούσε τώρα το σπίρτο όπως κρατάει κανείς ένα κερί. Μια θέρμη χτύπησε το πρόσωπό της και φαντάστηκε ότι βρίσκεται μπροστά σε μια μαντεμένια σόμπα με καλογυαλισμένα χερούλια. Τέντωσε τότε τα ποδαράκια της για να τα ζεστάνει στην σόμπα, μα… η σόμπα εξαφανίστηκε. Το κοριτσάκι σα να ξύπνησε από όνειρο κοίταξε γύρω της και είδε ότι βρισκόταν έξω στο κρύο με το χιόνι να παγώνει τα πόδια της, ενώ στο χέρι της κρατούσε ένα καμένο σπίρτο. Δίχως να χάσει ώρα, άναψε και δεύτερο σπίρτο και φώτισε αμέσως τον τοίχο του σπιτιού που ακουμπούσε το κοριτσάκι. Ξαφνικά ο τοίχος άρχισε να εξαφανίζεται, να γίνεται διάφανος, έτσι που να μπορείς να δεις μέσα από αυτόν. Φαινόντουσαν τα πάντα. Το τραπέζι είχε φορέσει τα καλά του. Ένα λευκό κεντημένο τραπεζομάντιλο με χρυσή κλωστή και γιορτινά σχέδια. Όμορφα πορσελάνινα πιάτα και κρυστάλλινα ποτήρια. Ασημένια μαχαιροπήρουνα και στην μέση του τραπεζιού τα πιάτα με τις σαλάτες, τα τυριά και στο κέντρο-κέντρο μια γεμιστή γαλοπούλα με δαμάσκηνα και κάστανα. Το κοριτσάκι, έκανε να απλώσει το χέρι του μα δεν μπορούσε και τότε κάτι ακόμα πιο παράξενο συνέβη. Η γαλοπούλα πετάχτηκε από το τραπέζι και βρέθηκε μπροστά στα πόδια της. Μα εκείνη τη στιγμή, το σπίρτο έσβησε και πάλι και όπως μαγικά εμφανίστηκαν, έτσι χάθηκαν κι από μπροστά της.

Το κοριτσάκι άναψε και τρίτο σπίρτο και τότε μεταφέρθηκε αλλού. Βρέθηκε να κάθεται κάτω από ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πολύ πιο μεγάλο και πιο όμορφο από αυτό που είχε δει το ίδιο απόγευμα σε ένα εμπορικό κέντρο που είχε περάσει. Στολισμένο με χιλιάδες κεράκια και στολίδια έμοιαζε να φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Το κοριτσάκι άπλωσε και πάλι το χέρι του, αυτή τη φορά για να αγγίξει το δέντρο και τα σπίρτα της πέσανε από την ποδιά της. Τα αναμμένα κεράκια άρχισαν να αιωρούνται και να ταξιδεύουν προς τον ουρανό. Ψηλά, πολύ ψηλά. Μέχρι που στο τέλος γίνανε αστέρια. Τότε, ένα από αυτά έχασε ύψος κι άρχισε να πέφτει.

Ωχ… κάποιος, κάπου, πεθαίνει αυτή τη στιγμή.

…μονολόγησε το κοριτσάκι. Έτσι του είχε μάθει η γιαγιά του. «Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχή, αφήνει ένα σώμα και φεύγει ψηλά στον ουρανό να συναντήσει τον Θεό» της είχε πει κάποτε, η γιαγιά της, το μόνο άτομο που την είχε αγαπήσει πραγματικά.

Το κοριτσάκι, άναψε κι άλλο σπίρτο και τότε είδε μπροστά του, την γιαγιά της. Λουσμένη σε ένα εκτυφλωτικό φως, την κοιτούσε με τα ζεστά και υγρά μάτια της και της χαμογελούσε.

Γιαγιά μου…καλή μου γιαγιάκα, μην με αφήνεις μόνη εδώ. Πάρε με σε παρακαλώ μαζί σου. Πάρε με γρήγορα πριν σβήσει το σπίρτο μου και χαθείς κι εσύ όπως χάθηκε η σόμπα, η γαλοπούλα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Το σπίρτο ήταν έτοιμο να σβήσει και το κοριτσάκι ήθελε τόσο πολύ να κρατήσει κι άλλο μπροστά της την εικόνα αυτή…δηλαδή την γιαγιά της που της χαμογελούσε με αγάπη και τρυφερότητα. Γρήγορα-γρήγορα, άρπαξε με την χούφτα της μπόλικα σπίρτα και τα ακούμπησε στο αναμμένο. Φρρρρσσσσττττ! άναψαν όλα μαζί και σαν να έγινε η νύχτα μέρα. Τώρα, η γιαγιά της φάνταζε ακόμα πιο λαμπερή και καλοσυνάτη. Άνοιξε την αγκαλιά της, έκλεισε μέσα της το κοριτσάκι κι άρχισαν να ανεβαίνουν -σαν τα κεράκια πριν- κι αυτές προς τον ουρανό. Ψηλά…κι ακόμα πιο ψηλά. Κι όσο ανέβαιναν, τόσο πλησίαζαν σε μια λάμψη, ένα φως γαλήνιο, Θεϊκό. Μια δεύτερη αγκαλιά ήρθε τώρα και τις οδήγησε σ’ ένα τόπο που ούτε πόνος, μα ούτε πείνα δεν υπάρχουν κι εκεί βρίσκονται όλα όσα αγαπήσαμε και τα χάσαμε κάποια στιγμή.

Ζωγραφιά της Όλγας Κακουλίδου.

Ζωγραφιά της Όλγας Κακουλίδου.

Η μέρα διαδέχτηκε τη νύχτα κι όταν κόσμος βγήκε και πάλι στους δρόμους της πόλης, ανάμεσα στα δύο σπίτια, αντίκρισε το κοριτσάκι να έχει τα μάτια του κλειστά, στο χέρι τους κάμποσα σπίρτα καμένα και στο πρόσωπό του ένα γλυκό χαμόγελο.

Το καημένο, δεν άντεξε το κρύο…

Προσπαθούσε να ζεσταθεί… βλέπεις τα σπίρτα που κρατάει στο χέρι του;

…σχολίαζαν οι περαστικοί μεταξύ τους, μα κανείς δεν ήξερε και δεν μπορούσε να φανταστεί τα οράματα που είδε το προηγούμενο βράδυ το κοριτσάκι.

 

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | 1 σχόλιο

Πλοήγηση άρθρων

1 thoughts on “Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

  1. Η ζωγραφιά της Όλγας μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι αφαιρετική χωρίς να επιτρέπει τον ρεαλισμό να εντείνει το συναίσθημα σε ένα -ήδη- συναισθηματικό και θλιμμένο παραμύθι. Κοιτώντας δε, αριστερά, είναι διπλός ο συμβολισμός, αφού μπορείς να θεωρήσεις ότι είναι καμμένα σπίρτα, αλλά και οι περαστικοί που την επόμενη μέρα παρατηρούν το πεθαμένο κοριτσάκι. Μπράβο σου Όλγα.

    Μου αρέσει!

Εδώ σχολιάζετε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.