Το πιο γλυκό ψωμί

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας….

 Σε μια μακρινή χώρα υπήρχε ένας πολύ πλούσιος βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός είχε ό, τι επιθυμούσε η καρδιά του και όλοι έλεγαν ότι ήταν ευτυχισμένος, ώσπου εντελώς ξαφνικά αρρώστησε! Δεν είχε όρεξη να φάει τίποτα κι όλο αδυνάτιζε! Συνεχώς γκρίνιαζε και γινόταν ολοένα και πιο παράξενος. Πολλοί γιατροί πήγαιναν και τον εξέταζαν, μα δεν κατάφερναν να τον θεραπεύσουν.

Κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας φτωχός γέροντας, με μεγάλη άσπρη γενειάδα, που ήταν όμως σοφός και  ήξερε από γιατρικά. Έμαθε για την αρρώστια του βασιλιά και αποφάσισε να τον επισκεφτεί. Ο βασιλιάς τον δέχτηκε κι εκείνος τον ρώτησε:

Ζωγραφιά της Εύης εμπνευσμένη από το παραμύθι "Το πιο γλυκό ψωμί"

Ζωγραφιά της Εύης εμπνευσμένη από το παραμύθι «Το πιο γλυκό ψωμί»

Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;

Τι λες, γιατρέ μου! Όλη τη μέρα κάθομαι  στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ.

Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;

Όχι, βέβαια! Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και δε με ενδιαφέρει κανένας!

Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;

Oύτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό, τι γυρέψω, το αποκτώ αμέσως!

  Ο γέροντας σκέφτηκε, σκέφτηκε για λίγο και είπε στο βασιλιά :

Άκουσε, βασιλιά μου: Απ’ ό, τι βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».

Ο βασιλιάς αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή του γέροντα κι έτσι από την επόμενη κιόλας μέρα έδωσε διαταγή  σ’ όλους τους φουρνάρηδες του βασιλείου του, να ζυμώσουν και να του ψήσουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Έτσι λοιπόν οι ψωμάδες όλου του βασιλείου έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά προκειμένου να φτιάξουν το πιο γλυκό ψωμί και να ευχαριστήσουν το βασιλιά τους! Ζύμωσαν με ζάχαρη και ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά. Κανένα απ’ αυτά όμως δεν άρεσε στο βασιλιά, ο οποίος συνέχιζε να γκρινιάζει και να απορρίπτει τον ένα φούρναρη μετά τον άλλο. Αφού πέρασαν πάρα πολλές μέρες και κανένας δεν μπόρεσε να τον ικανοποιήσει, ο βασιλιάς έξω φρενών, αποφάσισε να στείλει ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.

Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!

…του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.

Γιατί, βασιλιά μου;

…τον ρώτησε ο γέροντας.

Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!

Δε σου έκαμε ε;

…είπε ο γέροντας και συνέχισε…

Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!

Ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να αγριέψει πάλι, μα είδε τον γέροντα που σκεφτόταν κάτι και περίμενε. Πράγματι, ο γέροντας ύστερα από λίγο συνέχισε λέγοντας:

Άκουσε, βασιλιά μου, αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό, τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, μπορείς να μου πάρεις το κεφάλι!

Ο βασιλιάς αν και δεν κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε ο γέροντας, αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Καθώς νύχτωσε φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα και παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που έμενε ο γέροντας, σε μια καλύβα. Μόλις ξημέρωσε, ο γέροντας έδωσε στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του είπε:

Έλα να θερίσουμε!

Ο βασιλιάς απόρησε αλλά δεν του έφερε αντίρρηση, μιας και είχε συμφωνήσει να κάνει ότι του λέει ο γέροντας για να φάει το πιο γλυκό ψωμί και να γιατρευτεί. Έτσι λοιπόν θέριζε μέσα στο λιοπύρι όλη τη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχια! Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί κι οι δυο να κοιμηθούνε. Oύτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Την επόμενη μέρα, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του είπε:

Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!

Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερα  από τα μισά κι όλη τη μέρα τα κοπανούσε, ώσπου έκανε το στάρι σωρό κι αφού ήταν έτοιμο το βάλανε στο σακί. Και πάλι ολόκληρη τη μέρα δεν έφαγαν τίποτα, μόνο νερό ήπιαν από τη στέρνα που ήταν κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε. Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά:

Ξύπνα! Τώρα θα πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος.

Ο βασιλιάς παρόλο που ήταν πολύ κουρασμένος, και άμαθος σε τέτοιες ταλαιπωρίες, πήρε το σακί στην πλάτη του και ακολούθησε τον γέροντα ως την κορφή. Κατά τη διάρκεια των εργασιών τους στο μύλο ο βασιλιάς άρχισε να πεινάει, αλλά δεν είπε τίποτα ακόμα στο γέροντα. Αλέσανε το στάρι τους και κατά το μεσημέρι ο βασιλιάς φορτώθηκε πάλι το σακί με το αλεύρι αυτή τη φορά, και γυρίσανε στην καλύβα.

Τώρα, ήρθε η ώρα να ζυμώσουμε

…του είπε ο γέροντας. Αφού τον έβαλε να ζυμώσει το αλεύρι, τον έστειλε στο δάσος να κόψει ξύλα κι αργά κατά το βράδυ βάλανε και κάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε τρία- τέσσερα καρβέλια. Ο βασιλιάς πεινούσε πλέον πάρα πολύ και περίμενε πως και πως για να ψηθούν! Όταν άρχισε όμως να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους, δεν άντεξε και είπε στο γέροντα:

Πεινάω πολύ!

Περίμενε και θα φας!

…του απάντησε εκείνος. Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Τότε ο βασιλιάς έπεσε με τα μούτρα στο φαί. Με το που κατάπιε την πρώτη μπουκιά, το πρόσωπο του φωτίστηκε από τη χαρά και φώναξε:

Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!

Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε:

Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσαι ελεύθερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις από δώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη, δε θα σου λείψει.

O βασιλιάς ακολούθησε τη συμβουλή του σοφού γέροντα κι όταν επέστρεψε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του. Άρχισε μάλιστα να πηγαίνει στον κήπο και να τον περιποιείται. Έπαψε να περιμένει τα πάντα από τους άλλους. Από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξία κι έτρωγε καλά.

                                                                                                                                                                                                       Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λένε τα παραμύθια!

Advertisement
Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: