Ελεύθερη μετάφραση από τα Φλαμάνικα (Ολλανδικά): Δήμητρα Μπουρουτζόγλου –
Πηγή: Θησαυρός Φλαμανδικής διήγησης, μέρος 4°, Victor de Meyere, Αμβέρσα/Santpoort, 1933, σελ. 16. (Το παραμύθι αυτό έχει διηγηθεί 70χρονη κυρία το 1905, από την περιοχή Wuustwezel.)
Μια φορά κι έναν καιρό, αποφάσισαν η γάτα και ο ποντικός να συγκατοικήσουν. Βρήκαν κάποιο σπίτι, αγόρασαν έπιπλα και έστησαν το νοικοκυριό τους. Τα χρόνια εκείνα, τα ζώα ήταν προνοητικά και συλλέγαν την τροφή τους για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Ακόμη και η γάτα με τον ποντικό κάνανε την οικονομία τους και αποταμιεύανε τροφή όσο μπορούσανε, για να περάσουν ένα καλό χειμώνα. Μετά από λίγες εβδομάδες, κατάφεραν να εξοικονομίσουν ένα κουτί λίπος, αλλά δεν ήξεραν πού ακριβώς έπρεπε να το φυλάξουν. Τελικά, ο ποντικός πρότεινε να το κρύψουν μέσα στην εκκλησία.
Αφού πέρασε λίγος καιρός, ένα πρωινό, σηκώθηκε η γάτα από το κρεβάτι και είπε του ποντικού ότι επρόκειτο να πάει στην πόλη για να επισκεφτεί την αδελφή της, που γέννησε ένα γατάκι. Όταν γύρισε πίσω στο σπίτι, ο ποντικός της έκανε τις εξής ερωτήσεις:
Γεια σου φίλη μου, τι κάνει η μάνα με το παιδί;
Πολύ καλά!
Τι όνομα έχει το νεογέννητο;
Μόλις άρχισε!
Τι παράξενο όνομα ! Δεν το’χω ξανακούσει..!!
Αυτό το όνομα συνηθίζεται να δίνεται στις γάτες!
… αποκρίθηκε το πονηρό τετράποδο και λίγες βδομάδες αργότερα, ξαναπήγε στην πόλη. Αυτή τη φορά ήθελε να δει την άλλη αδελφή της που γέννησε κι αυτή. Το βράδυ επέστρεψε σπίτι και όταν ο ποντικός τη ρώτησε πώς ονομάζεται το νεογέννητο γατάκι, αυτή απάντησε: «Μισοφαγωμένο».
Τι όμορφο όνομα!
… ψέλλισε ο ποντικός χωρίς να σκεφτεί κάτι παραπάνω…
Οι μέρες περνούσαν, η μια πίσω από την άλλη, ώσπου ήρθε πάλι η στιγμή που η γάτα ξανάφυγε στην πόλη, λέγοντας πάντα την ίδια δικαιολογία, πως μια από τις αδελφές της γέννησε.
Ο ποντικός ήταν ήδη ξαπλωμένος στο κρεβάτι, όταν η γάτα γύρισε σπίτι και του διηγήθηκε πως το νέο γατάκι ονομάστηκε «Αποτελειωμένο». Το ποντίκι κούνησε το κεφάλι του για το παράξενο όνομα που άκουσε πάλι και σώπασε. Είχε πια συνηθίσει στο άκουσμα τέτοιων περίεργων, γατίσιων ονομάτων.
Τους επόμενους μήνες, η γάτα δεν ξανακατέβηκε στην πόλη. Δεν προέκυψε πραγματικά καμία νέα γέννα! Ο χειμώνας ήρθε. Παχύ χιόνι σκέπαζε τη φύση και η αναζήτηση τροφής γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Η γάτα δε μιλούσε καθόλου, το ποντίκι όμως άρχισε ν’ανησυχεί για την κατάσταση. Έκανε τότε λόγο για το κουτί λίπος που είχανε αποταμιεύσει για τις κρύες μέρες του χειμώνα και είπε πως ήρθε η στιγμή να το χρησιμοποιήσουνε.
Πώς σου φαίνεται γάτα ν’ανοίξουμε το κουτί με το λίπος που αποταμιεύσαμε και να το μοιραστούμε;
Ποιο κουτί;
… ρώτησε η γάτα.
Εκείνο που κρύψαμε στην εκκλησία.
Α,ναι…έλα μαζί μου να το πάρουμε
… απάντησε η γάτα. Όταν έφτασαν στην εκκλησία, το ποντίκι βρήκε το κουτί άδειο και ένιωσε ότι η γάτα το ξεγέλασε. Τώρα κατάλαβε το νόημα των ονομάτων «Μόλις άρχισε», «Μισοφαγωμένο» και « Αποτελειωμένο». Το ποντίκι θύμωσε και κατηγόρησε τη γάτα για κλοπή. Εξάλλου το μισό κουτί λίπος ανήκε σ’ αυτό. Η γάτα όμως δε σήκωσε την προσβολή. Άρπαξε το ποντίκι και το δάγκωσε από το κεφάλι. Για να αποκρύψει δε, το εκδικητικό φονικό, έφαγε το ποντίκι ολόκληρο, όπως ήταν, με πέτσα και μουστάκια. Όμως το κρέας του ποντικού της άρεσε τόσο πολύ, που από τότε και μέχρι σήμερα κυνηγά τους ποντικούς ασταμάτητα και χωρίς έλεος!!
Waarom de katten op muizen jagen
Op een dag besloten de kat en de muis te gaan samenwonen. Ze zochten een huisje, kochten meubels en trokken er in. In die tijd waren de dieren nogal vooruitziend. Ook de kat en de muis spaarden wat ze sparen konden, met het oog op de komende winter. Na een paar weken hadden ze al een pot vet achter de hand. Waar zouden ze die opbergen? De muis stelde voor de pot vet in de kerk te verstoppen. Dat gebeurde.
Een poosje daarna zei de kat bij het opstaan dat hij naar de stad moest om zijn zuster op te zoeken die een kindje had gekregen. Toen hij ‘s avonds terugkwam, stond de muis in de deur en zei: «Dag vriend, alles goed met moeder en kind?» – «Het kon niet beter.» – «En hoe heet het kleintje?» – «Pas-begonnen,» antwoordde de kat. «Wat een vreemde naam, die heb ik nog nooit gehoord.» – «Maar onder het kattenvolk is die naam toch in gebruik,» besloot de kat.
Een paar weken later moest de kat opnieuw naar de stad. Nu had een van zijn andere zusters een kleintje gebaard. Tegen de avond was de kat weer terug en op de vraag van de muis antwoordde hij dat de kleine ‘Half-op’ heette. «Wat een leuke namen,» mompelde de muis, zonder er verder over na te denken.
Dagen gingen voorbij, tot de kat opnieuw een dag naar de stad moest. Weer was een van zijn zusters bevallen. De muis lag al in bed toen de kat thuiskwam en vertelde dat het kind ‘Heel-op’ heette. De muis knikte bij het horen van die naam, maar zweeg. Ze was gewend geraakt aan vreemde namen.
In de maanden die volgden, hoefde de kat niet meer naar de stad. Er waren ook geen blijde gebeurtenissen meer in zijn familie. De winter kwam. Er viel een dik pak sneeuw en het vroor dat het kraakte. Eten werd met de dag schaarser en de nood kwam aan de man. Omdat de kat erover bleef zwijgen, bracht de muis het gesprek op de pot vet die zij hadden gespaard. «Wat vind je, zullen we onze spaarpot aanspreken?» – «Spaarpot?» herhaalde de kat kortaf. «Je weet wel, de pot vet die we in de kerk hebben verstopt.» – «O ja,» antwoordde de kat onverschillig. «Kom op, we gaan hem halen.»
De muis stond raar te kijken toen ze de pot leeg vond. Nu begreep ze ook de namen van de kindertjes waarvoor de kat steeds naar de stad moest: Pas-begonnen, Half-op en Heel-op. De muis werd kwaad en verweet de kat zijn hebberigheid en diefachtigheid. Want de pot vet was voor de helft toch ook van haar!
De kat liet zich niet de les lezen. Hij ontstak in drift, greep de muis en beet het arme beest de kop af. Om die wrede dood uit te wissen, at hij de muis met huid en haar op. Het muizevlees smaakte hem zo goed dat hij sindsdien op de muizenjacht ging. En dat doen de katten tot op de dag van vandaag.