Posts Tagged With: αλεπού

Η αλεπού κι ο λύκος πάνε για ψάρεμα!

Λαϊκό παραμύθι από την Ρωσία –

Αλεπού στα χιόνιαΈνα ζευγάρι ηλικιωμένων ζούσε σε ένα μακρινό και απόμερο χωριό της Ρωσίας. Εκείνος ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Η λίμνη κοντά στο χωριό είχε παγώσει τόσο πολύ, που τα παιδιά κάνανε πατινάζ πάνω της. Η φύση ολάκερη είχε ντυθεί στα άσπρα με το χιόνι να πέφτει μέρα και νύχτα.

Ένα πρωινό, ο γέρος ζήτησε από την γυναίκα του να του ετοιμάσει λίγα κουλουράκια να πάρει μαζί του στο ψάρεμα. Αυτή δεν του χάλασε το χατίρι. Έπειτα έδεσε το έληθρο στα σκυλιά του και ξεκίνησε για την λίμνη. Άνοιξε μια τρύπα στην παγωμένη πλάτη της λίμνης και ψάρευε για ώρες και συνέχεια έβγαζε ψάρια λογιώ-λογιώ. Τέλος, τα φόρτωσε στο έλκηθρο και ξεκίνησε για το καλύβι του.

Στην επιστροφή, ανάμεσα σε δύο δέντρα, είδε ξαπλωμένη στο χιόνι μια αλεπού.

Δεν άντεξε το κρύο… Δεν θα πάει χαμένη όμως. Θα την δώσω στην γρια μου για να την γδάρει και να πουλήσουμε την γούνα της!

…σκέφτηκε ο γέρος και την φόρτωσε στο έλκηθρο μαζί με τα ψάρια. Ξεκίνησε και πάλι για το καλύβι του. Μα η αλεπού που δεν ήταν ψόφια, αλλά προσποιότανε, άρχισε να πετάει ένα-ένα τα ψάρια στο δρόμο κι όταν τελείωσαν, έπεσε κι η ίδια.

Όταν ο γέρος έφτασε στην καλύβα του φώναξε την γυναίκα του να δει την ψαριά που της έφερε καθώς και την αλεπού. Μα η γυναίκα τα έχασε όταν αντίκρισε ένα άδειο έλκηθρο. Το ίδιο κι ο γέρος που την πάτησε από την αλεπού.

Εν τω μεταξύ, η αλεπού κατάφερε και μάζεψε όλα τα ψάρια. Κάθισε σε ένα δέντρο από κάτω κι άρχισε να απολαμβάνει το γεύμα της όταν εμφανίστηκε ένας πεινασμένος λύκος!

Καλή σου μέρα αγαπημένη μου αλεπού!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου λύκε!

Τί καλό τρως εκεί;

Δεν βλέπεις; Ψάρια!

Δεν μου προσφέρεις κι εμένα ένα ψαράκι που έχω μέρες να φάω;

Και γιατί να σου προσφέρω; Στο χρωστάω; Τι με πέρασες; Να πας να ψαρέψεις αν θες να φας ψάρια.

Μα δεν ξέρω να ψαρεύω!

Δεν είναι και τίποτα δύσκολο βρε αδερφέ. Πάνε στην λίμνη, άνοιξε μια τρύπα και χώσε τουν ουρά σου μέσα. Έτσι ψαρεύουμε εμείς τα ζώα.

Με την συμβουλή αυτή της αλεπούς ο λύκος κίνησε για την λίμνη κι έκανε έτσι ακριβώς. Άνοιξε μια τρύπα κι έχωσε την ουρά του. Κάθισε για ώρες εκεί μέχρι που νύχτωσε. Τότε, προσπάθησε να σηκωθεί, μα η ουρά του είχε παγώσει για τα καλά και δεν μπορούσε να κινηθεί καθόλου.

Πρέπει να έχω πιάσει πάρα πολλά ψάρια για να μην μπορώ να τραβήξω την ουρά μου έξω…

…σκέφτηκε ο λύκος και συνέχισε να ψαρεύει.

Το επόμενο πρωί, ήρθαν στην λίμνη γυναίκες για να γεμίσουν με νερό τα δοχεία και τις στάμνες τους. Μα μόλις είδαν τον λύκο βάλανε τις φωνές. Έπειτα, πήρανε ξύλα από το δάσος κι όρμηξαν καταπάνω του κι άρχισαν να τον χτυπάνε όπως χτυπάνε τα χαλιά για να τα ξεβρωμίσουν. Μάταια προσπαθούσε ο λύκος να τις ξεφύγει. Με την ουρά παγωμένη στην λίμνη, δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα.

Έφαγε πολλές ξυλιές ώσπου δεν άντεξε άλλο. Έβαλε όλη τη δύναμή του και πετάχτηκε μακριά τους τρέχοντας…

…όσο για την ουρά του, αυτή έμεινε ακόμα εκεί να ψαρεύει. Από τότε, οι λύκοι σταμάτησαν να ψαρεύουν με τις ουρές!

 

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,,,, | Σχολιάστε

Αλεπού και κοράκι

Μύθος του Αισώπου – 

Σε γραμματόσημο της Ουγγαρίας το 1960 που απεικονίζει στιγμιότυπο του μύθου του Αισώπου!

Σε γραμματόσημο της Ουγγαρίας το 1960 που απεικονίζει στιγμιότυπο του μύθου του Αισώπου!

Ο γνωστός μύθος του Αισώπου σώζεται σε δύο εκδοχές και η διαφορά τους είναι το φαγητό που κουβαλάει το κοράκι. Στην πρώτη εκδοχή είναι ένα κομάτι κρέας, ενώ στην δεύτερη που και έχει επικρατήσει, ένα κομάτι τυρί.

Ένα κοράκι κρατώντας στο στόμα του ένα κομάτι κρέας, έχει καθίσει για να το φάει, σε ένα δέντρο. Μια αλεπού που το είδε, θέλοντας να του το πάρει, πήγε από κάτω και άρχισε να του λέει ότι είναι σπουδαίος, με ωραίο χρώμα και σώμα. Θα μπορούσε κάλιστα να είναι αυτός ο βασιλιάς των πουλιών αν είχε και φωνή.

Έργο του Richard Heighway (1894) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου

Έργο του Richard Heighway (1894) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου

Το κοράκι τότε γοητευμένο από τα λόγια της αλεπούς, άφησε το κρέας να του πέσει από το στόμα κι άρχισε να κράζει δυνατά θέλοντας να της δείξει

ότι έχει και φωνή. Η αλεπού άρπαξε το κρέας από το έδαφος και είπε στο κοράκι ότι, φωνή μπορεί να έχει, δεν έχει όμως μυαλό!

Categories: Μύθοι | Ετικέτες: ,,,, | 2 Σχόλια

Γουρούνι και αλεπού!

Μύθος του Αισώπου. Υπάρχει επίσης και μία παραλλαγή του με τον τίτλο «γουρούνι και πρόβατα». – 

Κάποτε, ένας που είχε μια φάρμα, φόρτωσε στο γαϊδούρι του ένα πρόβατο, μια κατσίκα κι ένα γουρούνι και πήγαινε για την πόλη. Σε όλη τη διαδρομή, το γουρούνι φώναζε. Τότε, μια αλεπού που έτυχε να το ακούσει, το ρώτησε, γιατί διαμαρτύρεται ενώ τα άλλα δύο ζώα μεταφέρονται τόσο ήσυχα. Το γουρούνι της απάντησε:

Δεν διαμαρτύρομαι χωρίς λόγο. Το πρόβατο είναι ήσυχο γιατί πολύ απλά ξέρει πως το χρειάζεται για το μαλλί του. Η κατσίκα θα του δώσει γάλα και κατσικάκια. Εγώ όμως δεν έχω να του δώσω τίποτα, οπότε με πάει για σφάξιμο. Κι εσύ στη θέση μου το ίδιο θα έκανες. 

Έργο του Milo Winter (1886-1956) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου "Γουρούνι και πρόβατα"

Έργο του Milo Winter (1886-1956) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου «Γουρούνι και πρόβατα»

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Το πάθημα της πονηρής αλεπούς

Το παραμύθι αναρτήθηκε από τον Τάσο Καπατζιά!

το πάθημα της πονηρής αλεπούςΠριν πολλά χρόνια, τότε που ακόμα τα ζώα μπορούσαν και μιλούσαν με τους ανθρώπους, σε ένα μακρινό χωριό ζούσε μια αλεπού. Μια αλεπού που πίστευε ότι ήταν η πιο πονηρή και έξυπνη αλεπού που υπάρχει. Συνέχεια καυχιόνταν ότι με την πονηράδα της ξεγελούσε τους ανθρώπους και τα περνούσε μια χαρά. Βέβαια πολλοί δε την πίστευαν και ποιο πολύ ένας καλός της φίλος, ο λύκος που την ήξερε καλά. Μια μέρα λοιπόν της είπε:

Ωραία τα λες αλεπού αλλά για να σε πιστέψω ότι λες αλήθεια θέλω να μου το αποδείξεις. Έτσι μόνο θα σε πιστέψω, τι θα κάνεις για πες μου;

Η αλεπού αφού σκέφτηκε λίγο, του απάντησε:

Για να μη νομίζεις ότι λέω ψέματα, κι εγώ με ένα αγκάθι θα σου φέρω ένα παιδί, αύριο τέτοια ώρα να είσαι εδώ και θα δεις!

…αυτά είπε η αλεπού και έφυγε για να κάνει αυτό που είπε. Χωρίς να χάσει καιρό παίρνει ένα αγκάθι το βάζει ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού της και πλησιάζει μια γριά κάνοντας πως πονούσε πάρα πολύ. Η γριά μόλις την είδε προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Έτσι, έβγαλε το αγκάθι από το πόδι της αλεπούς. Η αλεπού αφού την ευχαρίστησε συνέχισε το δρόμο της. Μετά από λίγο επέστρεψε και ζήτησε το αγκάθι που της έβγαλε, τάχα για ενθύμιο, αλλά η γριά το είχε πετάξει και ήταν αδύνατο να το βρει. Η αλεπού άρχισε να κλαίει. Μάλιστα, έκλαιγε τόσο πολύ που η γριά την λυπήθηκε και τελικά της έδωσε μια κότα για να την παρηγορήσει. Η αλεπού σταμάτησε κατευθείαν το κλάμα και συνέχισε το δρόμο της. Μετά από λίγο πλησίασε έναν χωρικό και του ζήτησε να της φυλάξει για λίγο την κότα της για να τελειώσει μια δουλειά που είχε. Ο χωρικός δέχτηκε και την έβαλε μαζί με τα κουνέλια του. Η αλεπού μπήκε κρυφά και έφαγε την κότα αφήνοντας μόνο τα πούπουλα.

Μετά από λίγη ώρα γύρισε και ζήτησε την κότα της. Ο χωρικός πήγε να της την φέρει αλλά είδε μόνο τα πούπουλα. Μόλις το είπε στην αλεπού εκείνη άρχισε να κλαίει. Ο χωρικός την λυπήθηκε πολύ και της έδωσε την κουνέλα του για να την τιμωρήσει η αλεπού. Εκείνη μεμιάς σταμάτησε το κλάμα και συνέχισε το δρόμο της. Βράδιασε και η αλεπού πλησίασε έναν άλλο χωρικό και ζήτησε να της κρατήσει την κουνέλα μέχρι το πρωί. Ο χωρικός δέχτηκε και την έβαλε μαζί με τις κατσίκες του. Η αλεπού πάλι κρυφά πήγε και έφαγε την κουνέλα αφήνοντας μόνο το πετσί της και εξαφανίστηκε. Την άλλη μέρα το πρωί πήγε και ζήτησε την κουνέλα της αλλά ο χωρικός βρήκε μόνο το πετσί της. Η αλεπού έβαλε πάλι τα κλάματα και ο χωρικός επειδή την λυπήθηκε της έδωσε την κατσικούλα για να την τιμωρήσει. Η αλεπού και πάλι σταμάτησε τα κλάματα και συνέχισε το δρόμο της.

Η ώρα περνούσε και η πονηρή αλεπού έπρεπε να τελειώνει, δηλαδή να βρει το μωρό για να αποδείξει στο λύκο την εξυπνάδα της. Εκεί που περπατούσε άκουσε κλάματα μωρού και σκέφτηκε ότι εκεί έπρεπε να πάει για να πετύχει αυτό που ξεκίνησε. Χωρίς να χάσει καιρό πήγε και ζήτησε από τον νοικοκύρη να της φυλάξει για κάνα δυο ώρες την κατσικούλα της. Ο νοικοκύρης δέχτηκε και την έδεσε στο κρεβάτι του μωρού. Η αλεπού πάλι κρυφά μπαίνει στο δωμάτιο και τρώει την κατσικούλα αφήνοντας μόνο την προβιά της.

Μετά από δυο ώρες εμφανίστηκε και ζήτησε την κατσικούλα της. Ο νοικοκύρης όμως βρήκε μόνο την προβιά της. Αυτή τη φορά τα κλάματα της αλεπούς ήταν τόσο δυνατά που ακούγονταν σε όλο το χωριό. Ο νοικοκύρης την λυπήθηκε και της είπε να της δώσει μια άλλη κατσίκα. Αυτή τη φορά η αλεπού δε δέχτηκε και ζήτησε να της δώσει το μωρό του να το τιμωρήσει. Αυτό δε το δέχτηκε ο άνθρωπος και πήγαν στο πρόεδρο του χωριού να βρει μια λύση. Ο πρόεδρος του χωριού ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος που γνώριζε καλά την πονηρή αλεπού τα κατάλαβε όλα, αλλά δεν είπε τίποτα. Μάλιστα πήρε το μέρος της αλεπούς και η απόφαση που πήρε ήταν ότι έπρεπε να τιμωρηθεί το μωρό. Παίρνει λοιπόν ένα μεγάλο τσουβάλι και το δίνει στον νοικοκύρη για να βάλει μέσα το μωρό του και να το δώσει στην αλεπού.

Η αλήθεια ήταν πως κρυφά του είπε να βάλει μέσα τον ποιο άγριο σκύλο που είχε για να πάρει ένα καλό μάθημα η αλεπού. Αυτό έγινε. Πήγε σπίτι του και έβαλε μέσα τον ποιο άγριο σκύλο που είχε και τον παρέδωσε στην αλεπού κάνοντας μάλιστα το λυπημένο που θα έχανε το μωρό του. Η αλεπού χαρούμενη πάει και το δείχνει στο σκύλο με ενθουσιασμό για το ότι τα κατάφερε για άλλη μία φορά. Ο λύκος πείστηκε και έφυγε για το σπίτι του. Μόλις η αλεπού άνοιξε το τσουβάλι αντί για μωρό από μέσα πετάχτηκε ο σκύλος και ακόμα η αλεπού τρέχει για να μην την κάνει κομματάκια. Το μόνο που πέτυχε ήταν να φύγει ο λύκος και να μη δει το ρεζιλίκι της!

Ψέματα ή αλήθεια έτσι λένε τα παραμύθια…

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Ο ψεύτης και ο κλέφτης, τον πρώτο χρόνο χαίρονται!

Πηγή: «Παραμύθια της Θεσσαλίας» της Μαρούλας Κλιάφα από τις εκδόσεις «Κέδρος». Το παραμύθι καταγράφηκε από τον κύριο Ευαγγέλου Ηλία.

Στα παλιά χρόνια ζούσε στον κάμπο ένας γεωργός, που αγαπούσε πολύ τη γη του και την περιποιόταν λες και ήταν μοναχοπαίδι του. Κάθε πρωί λοιπόν έπαιρνε το γάιδαρο του, τον φόρτωνε με το αλέτρι, τα λουριά και τα υνιά, έβαζε κι ένα ντορβά με το κολατσιό του και πήγαινε στο χωράφι του για να δουλέψει. Εκεί όργωνε όλη μέρα και όταν σουρούπωνε, φόρτωνε πάλι το γάιδαρο του και επέστρεφε στο χωριό.

Μια μέρα που εκεί που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν γυρνάει ο γάιδαρος και λέει στον γεωργό.

Βρε αφεντικό γιατί με φορτώνεις πρωί και βράδυ και με παιδεύεις; Και δεν παιδεύεις μόνο εμένα αλλά κι εσένα σου βγαίνει η πίστη να με φορτώνεις και να με ξεφορτώνεις.

Τι να κάνω βρε γαϊδαράκο μου! Το χωράφι χρειάζεται φροντίδα. Αν δεν το φροντίσουμε εγώ κι εσύ ποιος θα το κάνει;

Είπα εγώ να μην το φροντίσουμε; Άλλο λέω εγώ. Αντί να κουβαλάς πέρα δώθε όλα αυτά τα μαραφέτια, να τα αφήνεις στο χωράφι και να με καβαλάς. Κι εσύ κι εγώ κερδισμένοι θα βγούμε.

Σαν τ’ άκουγε αυτά ο γεωργός έξυνε το κούτελο του. Ξαφνικά λέει:

Σαν καλά να το σκέφτηκες γάιδαρε μου. Μα εμένα άλλο με προβληματίζει. Αν μου κλέψουν τα υνιά, τα λουριά και το αλέτρι, πώς θα οργώνω εγώ μετά;

Άντε καλέ αφεντικό, που να βρεθούν τώρα κλέφτες … πάει ξεπαστρεύτηκαν αυτοί.

Ο γεωργός το σκεφτόταν όλη νύχτα και αποφάσισε ότι η πρόταση του γαιδάρου του ήταν σωστή και λογική. Έτσι το απόβραδο, σαν έφτασε η ώρα να επιστρέψουν στο χωριό, άφησε σε μια άκρη του χωραφιού τα υνιά, τα λουριά και το αλέτρι, πήδησε στη ράχη του ζώου του και γύρισαν και οι δύο πιο ξεκούραστα στο χωριό.

Πέρασαν δύο μέρες κι όλα πήγαιναν ρολόι. Την τρίτη μέρα όμως πάει ο γεωργός στο χωράφι, μα τί να δει! Άφαντα τα λουριά, οπότε δε μπορούσε να ζέψει το γάιδαρο του στο αλέτρι.

Απαπαπαπα! Κακό που έπαθα…

…είπε ο γεωργός που τώρα άρχισε να τα βάζει με το γάιδαρο του.

Μην σκας αφεντικό, εγώ θα σε ξεκαμπίσω. Ξέρω τον κλέφτη.

…είπε ο γάιδαρος και μετά του ψιθύρισε κάτι στο αφτί. Ο γεωργός κάθισε τότε στην σκιά ενός δέντρου να ξαποστάσει δήθεν, κι ο γάιδαρος άρχισε να γκαρίζει σαν βουρλισμένος. Ανήσυχος τάχα ο γεωργός σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να χουγιάζει.

Βρε κακό που με βρήκε!!! Χάνω το γάιδαρο μου. Βρε κακό που με βρήκε!…

Αφού ο γάιδαρος ξεσήκωσε όλο το χωριό με τις αγριοφωνάρες του και τις ζουρλαμάρες του, πέφτει χάμω σα να ήταν ψόφιος.

Πάει ο γάιδαρος, μου έμεινε μόνο το σαμάρι.

…θρηνούσε απαρηγόρητος και τράβαγε τα μαλλιά του ο γεωργός. Τον παρατάει λοιπόν εκεί και τρέχει στο χωριό να ζητήσει βοήθεια.

Σε λίγη ώρα, να σου και φαίνονται ένα τσούρμο από αλεπούδες στην άκρη της ρεματιάς.

Ψόφησε ο γάιδαρος;

Ρώτησε η πιο μεγάλη που δεν έβλεπε καλά.

Ουουου! Τώρα… να ήταν κι άλλος!

…είπε η πιο μικρή που ήταν μπροστά μπροστά. Αμέσως δόθηκε το σύνθημα.

Άιντε τι κάθεστε! Πάμε να τον φάμε.

Μαζεύτηκαν όλες οι αλεπούδες ολόγυρα από το γάιδαρο και άρχισαν να τον τραβολογάν. Η μια τον άρπαξε από το ένα ποδάρι, η άλλη από την ουρά και η τρίτη, η πιο μικρή τον τράβαγε από τα αυτιά. Ο γάιδαρος ούτε που κουνιόταν.

Μωρέ καλοταϊσμένο που τον έχει ο γεωργός και είναι τόσο βαρύς!

Αναστέναξε η πιο μεγάλη.

Ας κάτσουμε να τον φάμε εδώ.

…είπε η πιο μικρή που πεινούσε πολύ. Η πιο λογική από τις αλεπούδες της απάντησε τότε:

Και τι θα κάνουμε αν μας προλάβουν ο γεωργός και οι χωριανοί; Τι λες καλέ;

Ε! τότε μια λύση υπάρχει! Να τον τραβήξουμε κατά τη φωλιά μας, στη ρεματιά, και να τον φάμε με την ησυχία μας.

…είπε η μεγάλη που ήταν και αρχηγίνα τους. Τότε η πιο μικρή θυμήθηκε τα λουριά που ‘χανε κλέψει τις προάλλες -γιατί, αν δεν το καταλάβατε, οι αλεπούδες ήταν οι κλέφτρες.

Τρέχα και φέρτα.

…πρόσταξε η αρχηγίνα. Τρέχει η αλεπουδίτσα και φέρνει τα λουριά. Τα παίρνουν οι αλεπούδες, δένονται αυτές από τη μια μεριά, δένουν και το γάιδαρο από την άλλη και αρχίζουν να τον σέρνουν. Τότε ο πονηρός ο γάιδαρος που έκανε τον ψόφιο κοριό, πετάγεται επάνω, βγάζει ένα δυνατό γκάρισμα και το βάζει στα πόδια. Έτσι όμως όπως τον είχαν δέσει οι αλεπούδες με τα σκοινιά και ήταν κι αυτές δεμένες από την άλλη άκρη, ήταν πια του χεριού του. Τις έσυρε ως το χωριό και τις παρέδωσε στο αφεντικό του.

μια του κλέφτηΟρίστε αφεντικό, οι κλέφτρες. Πάρτες και δως τες να καταλάβουν πως ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται!

…είπε ο γάιδαρος και τράβηξε ευχαριστημένος για το παχνί του.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Αλεπού και ξυλοκόπος

Μύθος του Αισώπου!

Σχέδιο του Sebastian Brant (1457-1521) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου "Αλεπού και ξυλοκόπος".

Σχέδιο του Sebastian Brant (1457-1521) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου «Αλεπού και ξυλοκόπος».

Κάποτε, μια αλεπού έτρεχε να ξεφύγει από κάποιους κυνηγούς. Συνάντησε έναν ξυλοκόπο και τον θερμοπαρακάλεσε να την κρύψει. Αυτός, της είπε να μπει στην καλύβα του. Έτσι κι έγινε. Μετά από λίγο εμφανίστηκαν οι κυνηγοί και ρώτησαν τον ξυλοκόπο αν είδε καμιά αλεπού να περνάει από εκεί. Ο ξυλοκόπος ενώ τους απάντησε πως δεν είδε καμιά αλεπού, την ίδια στιγμή με το χέρι του, τους έδειχνε την καλύβα του, δηλαδή το μέρος που ήταν κρυμμένη η αλεπού. Παρόλα αυτά, οι κυνηγοί δεν πρόσεξαν την κίνηση που έκανε ο ξυλοκόπος και έφυγαν γρήγορα προς άλλη κατεύθυνση.

Η αλεπού, βγήκε από την καλύβα και τράβηξε κι αυτή τον δρόμο της χωρίς να πει κουβέντα στον ξυλοκόπο, ο οποίος άρχισε να την φωνάζει και να την κατηγορεί ότι φεύγει χωρίς να πει ένα ευχαριστώ που την έσωσε από σίγουρο θάνατο. Τότε η αλεπού γύρισε και του είπε:

Θα σε ευχαριστούσα αν πράξεις των χεριών σου, συμφωνούσαν με τα λόγια σου.

Η διήγηση αυτή χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους που ενώ δίνουν ξεκάθαρες υποσχέσεις, οι πράξεις τους είναι φαύλες.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Η αλεπού και τα τσαμπιά (Ἀλώπηξ καἰ βότρυς)

Μύθος του Αισώπου. Μεταγραφή από το αρχαίο κείμενο από την φιλόλογο και μέλος των Παραμυθάδων, Θεοδώρα Βαβαλέσκου

Αρχαίο κείμενο: Ἀλώπηξ λιμώττουσα ὼς ἐθεάσατο ἐπί τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους, ἠβουλήθη αὐτὤν περιγενέσθαι και οὐκ ἠδύνατο· ἀπαλλαττομένη δέ προς ἐαυτήν εἶπεν: «Ὂμφακές εἰσιν.»

Οὔτω καὶ τῶν ὰνθρώπων ἔνιοι, τῶν πραγμάτων ὲφικέσθαι μὴ δυνάμενοι δι’ ἀσθένειαν, τοὐς καιροὐς αἰτιῶνται.

Μεταγραφή: Μια αλεπού ήταν πολύ πεινασμένη. Μόλις λοιπόν είδε να κρέμονται τσαμπιά από μια κληματαριά, θέλησε να τα φάει! Δεν μπορούσε όμως. Φεύγοντας λοιπόν, είπε στον εαυτό της: «Άγουρα είναι»!

Έτσι και μερικοί άνθρωποι, όταν δεν μπορούν εξαιτίας κάποιας αδυναμίας να πετύχουν κάποια πράγματα, κατηγορούν τις περιστάσεις.

Αρχαίο κείμενο: Κερδὼ βότρυν βλέπουσα μακρᾶς ἀμπέλου, πρὀς ὔψος ἦρτο καἰ καμοῦσα πολλάκις ἐλεῖν ἀπεῖπε· πρὸς ἐαυτἠν ταῦτ’ ἔφη:

«Μὴ κάμνε· ῤᾶγες ὀμφακίζουσιν μάλα.»

Πρὸς τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν.

Μεταγραφή: Μια αλεπού είδε το τσαμπί ενός ψηλού αμπελιού και τεντώθηκε να το φτάσει. Αφού προσπάθησε πολλές φορές, κουράστηκε και σταμάτησε να προσπαθεί. Τότε είπε στον εαυτό της: «Μην κουράζεσαι, τα τσαμπιά είναι πολύ άγουρα.»

Ζωγραφιά της εικαστικού και μέλος των Παραμυθάδων Όλγας Κακουλίδη.

Ζωγραφιά της εικαστικού και μέλος των Παραμυθάδων Όλγας Κακουλίδη.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Αετός και αλεπού

Χαρακτηικό του Francis Barlow το 1687.

Χαρακτηικό του Francis Barlow το 1687.

Κάποτε, ο αετός και η αλεπού αποφάσισαν να γίνουν φίλοι και σαν φίλοι, σκέφτηκαν να μένουν κοντά ο ένας με τον άλλον. Έτσι, ο αετός έκανε την φωλιά του στην κορυφή ενός ψηλού δέντρου όπου γένησε τα αετόπουλά του, ενώ η αλεπού ανάμεσα σε κάτι θάμνους που βρίσκονταν δίπλα στο ίδιο δέντρο κι εκεί γένησε τα αλεπουδάκια της.

Μια μέρα, η αλεπού είχε βγει για κυνήγι. Ο αετός που δεν είχε κι αυτός τροφή για τον ίδιο και τα αετόπουλά του, πέταξε προς την φωλιά της αλεπούς και άρπαξε τα αλεπουδάκια της τα οποία τα έφαγε μαζί με τα μικρά του.

Όταν γύρισε η αλεπού και είδε την φωλιά της άδεια, κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Στεναχωρέθηκε που έχασε τα μικρά της, αλλά και επειδή ο αετός καταπάτησε την φιλία τους. Μα πολύ περισσότερο στεναχωρέθηκε γιατί της ήταν αδύνατο να εκδικηθεί. Πώς θα μπορούσε να τα βάλει με τον αετό που πετάει στα ουράνια; Αυτή είναι ένα ζώο της γης. Αναγκαστικά λοιπόν, έμεινε να περιμένει την στιγμή της εκδίκησης. Κι αυτή η μέρα δεν άργησε.

Σε ένα χωράφι εκεί κοντά, κάποιοι άνθρωποι πρόσφεραν θυσία στους Θεούς μια κατσίκα. Ο αετός πέταξε και κατάφερε να αρπάξει από την κατσίκα που καιγότανε τα σπλάχνα της και τα έφερε στην φωλιά του. Εκείνη τη στιγμή όμως φύσηξε άερας και η θέρμη από τα σπλάχνα έριξε μια σπίθα που ήταν αρκετή να πάρει φωτιά ένα ψιλό κλαδάκι. Πολύ γρήγορα η φωλιά άρχισε να καίγεται και τα αετόπουλα που ήταν μικρά και δεν μπορούσαν να πετάξουν, έπεσαν στη γη. Τότε, η αλεπού που περίμενε καρτερικά, τα άρπαξε και μπροστά στα μάτια τους αετού, τα καταβρόχθισε.

Ο μύθος μας δείχνει ότι όσοι παραβιάζουν μια φιλία, ακόμα κι αν γλιτώσουν την τιμωρία από αυτούς που ζημίωσαν λόγω της αδυναμίας τους, κάποια στιγμή θα τιμωρηθούν από το Θεό.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Ο λύκος, η αλεπού κι ο γάιδαρος

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!

donkeyΖούσε μια φορά σε ένα λιβάδι ένας γάιδαρος παχύς και καλοθρεμμένος. Εκεί που έβοσκε μια μέρα τον είδε μια αλεπού και τον ορέχτηκε τόσο πολύ που όλη την υπόλοιπη μέρα σκεφτόταν πώς θα γίνει να τον φάει. Πονηρή καθώς ήταν δεν άργησε να βρει μια λύση και πάει το λοιπόν γρήγορα-γρήγορα στο λύκο:

Που ‘σαι, λύκο; Έλα να δεις πράμα που σου έχω για φάγωμα! Έλα να δεις ένα γάιδαρο!

Όντως ο λύκος ακολουθεί την αλεπού, που τον πάει στο λιβάδι που έβοσκε ο γάιδαρος. Μόλις τον αντίκρισε ο λύκος άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια έτσι πεινασμένος που ήταν. Τότε η αλεπού δεν χάνει ευκαιρία και του λέει:

Ξέρεις τι νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε, λύκο;

Τι; Εσύ είσαι έξυπνη όλο και κάτι θα σκέφτηκες.

Να αγοράσουμε μια βάρκα και να τη φορτώσουμε με ελιές. Τότε θα πάρουμε το γάιδαρο τάχα μου για ναύτη, μα μόλις ανοιχτούμε στο πέλαγος θα τον φάμε! Λοιπόν, λύκο, τράβα εσύ να βρεις μια βάρκα και άσε πάνω μου το γάιδαρο. Πάω να του πω την ιδέα μας και θα συμφωνήσει σίγουρα.

Παίρνει δρόμο ο λύκος λοιπόν, και μέχρι να βραδιάσει βρήκε βάρκα, βρήκε κι ελιές και τη φόρτωσε όπως ακριβώς τον πρόσταξε η αλεπού να κάνει. Στο μεταξύ εκείνη, είχε πάει κι είχε πάρει τον γάιδαρο και κατέβαιναν παρέα στο γιαλό να συναντήσουν το λύκο. Μόλις βρέθηκαν όλοι μαζί, ανέβηκαν στη βάρκα και ξεκίνησαν. Κατά μεσής του πελάγους λέει η αλεπού:

Εμείς τώρα ταξιδεύουμε, μα ποιος ξέρει αν θα φτάσουμε ζωντανοί … Θάλασσα είναι αυτή κι έχει πνίξει πολλούς. Για καλό και για κακό εγώ λέω να εξομολογηθούμε μεταξύ μας.

Γίνεται λοιπόν πρώτα ο λύκος παπάς και πιάνει να εξομολογήσει την αλεπού:

Τι αμαρτίες έκανες κυρά- αλεπού;

Έκλεψα κάμποσες κότες, άλλες μοναχά τις έπνιξα και τις παράτησα. Κι έφαγα και κάτι αγριμέλια, λαγούς μα και κουνέλια. Αυτές είναι οι αμαρτίες μου, τέτοια πράγματα έπνιξα και έφαγα.

Μα αυτά δεν είναι τίποτα, κυρά αλεπού! Σκουλήκια της γης είναι! Κάνε τώρα τη δουλειά σου εσύ, έλα κι εξομολόγησε κι εμένα.

Λοιπόν, τι αμαρτίες έχεις κάνει, λύκο μου;

Έφαγα μερικά προβατάκια… Τι μερικά δηλαδή, κάμποσα.. Κοπάδια ολόκληρα για να λέμε την αλήθεια! Και κάμποσα κατσίκια, μα και γελάδες!

Ε αυτά είναι μικρά πράγματα! Σκουλήκια της γης! Σχωρεμένος!

Και μόλις τελειώσαν μεταξύ τους, γυρνάει ο λύκος και λέει στον γάιδαρο:

Έλα κι εσύ κυρ-γάιδαρε να μας πεις τις αμαρτίες σου να σε εξομολογήσουμε.

Εγώ μια φορά, θυμάμαι με είχανε φορτώσει με κάτι τελάρα μαρούλια. Έτσι όπως ήμουν κουρασμένος και πεινασμένος, λιμπίστηκα ένα μαρουλόφυλλο και το ‘κοψα και το έφαγα.

Ααααα! κυρ γάιδαρε!

είπανε κι οι δυο μαζί!

Έφαγες το μαρουλόφυλλο έτσι;  Χωρίς λάδι, χωρίς ξύδι; Μα πώς και δεν πνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι;

Η αμαρτία σου είναι μεγάλη και πρέπει να σε φάμε!

Βρε αμάν!!!

Όχι πρέπει να σε φάμε!

Ο γάιδαρος τα έχασε για λίγο μα μετά αποκρίθηκε:

Καλά… Μόνο κάντε μου μια χάρη τελευταία. Ο πατέρας μου σαν πέθανε πριν χρόνια μ’ άφηκε μια γραφή και την έχω εδώ, στο πέταλο του ποδαριού μου. Έλα κυρ – λύκε διάβασέ τη μου, να μάθω τι γράφει και μετά μπορείτε να με φάτε.

Σηκώνει ο γάιδαρος τότε το πισινό του το ποδάρι, σκύβει ο λύκος για να δει, μα του πατάει ο γάιδαρος μια κλωτσιά που τον έστειλε με μιας στον πάτο της θάλασσας. Σαν το είδε αυτό η αλεπού τρόμαξε τόσο που πήδηξε από τη βάρκα για να γλυτώσει μα πνίγηκε κι αυτή. Έτσι λοιπόν, ο γάιδαρος γλύτωσε και του έμεινε και η βάρκα με τις ελιές!

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λέν’ στα παραμύθια!

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | 1 σχόλιο

Το πάθημα του λύκου

Μύθος του Αισώπου –

Μια φορά κι έναν καιρό το λιοντάρι, ο βασιλιάς των ζώων, αρρώστησε βαριά. Φοβήθηκε πως θα πεθάνει κι έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα του μεγάλου δάσους μπροστά του, για να του πουν τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί.

Όλα τα ζώα είπαν τη γνώμη τους, ώσπου ήρθε κι η σειρά του λύκου.

Βασιλιά μου, δε γνωρίζω κανένα γιατρικό για την αρρώστια σου, μα ούτε και όσα ζώα είναι εδώ, γνωρίζουν. Το μόνο ζώο που ξέρει από φάρμακα, είναι η αλεπού! Μα αυτή σε περιφρόνησε και δεν ήρθε ούτε στο κάλεσμα σου. Άκουσα μάλιστα να λένε ότι χάρηκε για την αρρώστια σου και ότι δεν τη νοιάζει αν πεθάνεις.

Ο λύκος τα είπε επίτηδες αυτά τα λόγια, γιατί δε συμπαθούσε την αλεπού και ήταν σίγουρος ότι το λιοντάρι θα την τιμωρούσε!

– Ώστε έτσι! Να την βρείτε αμέσως και να την φέρετε μπροστά μου. Θα της κόψω τη γλώσσα!

…φώναξε θυμωμένο το λιοντάριΟ λύκος έτριψε τα χέρια του από τη χαρά του. Είχε έρθει η στιγμή να κάνει κακό στην αλεπού. Ένα πουλάκι όμως, πέταξε γρήγορα, βρήκε την αλεπού και της είπε:

– Ο λύκος σε συκοφάντησε και το λιοντάρι θα σου κόψει τη γλώσσα για να σε τιμωρήσει.

– Σε ευχαριστώ καλό μου πουλάκι. Μη φοβάσαι, θα καταφέρω να γλιτώσω!

…είπε η αλεπού. Mάζεψε μερικά αγριόχορτα και τράβηξε προς τη σπηλιά του λιονταριού.Όταν την είδε το λιοντάρι άφρισε από το κακό του και της φώναξε:

– Έλα εδώ! Πού ήσουν; Δεν έμαθες ότι κάλεσα όλα τα ζώα να παρουσιαστείτε μπροστά μου;

– Ναι, βασιλιά μου. Το έμαθα πως είσαι άρρωστος βαριά, για αυτό πριν έρθω, πήγα και μάζεψα αυτά τα βότανα, που θα σε κάνουν καλά.

…απάντησε η αλεπού.

– Ώστε για αυτό άργησες; Καλά έκανες! Θα γίνω καλά αν πάρω αυτά τα βότανα;

– Ναι, βασιλιά μου! Μόνο που χρειάζεται να τα ανακατέψεις με κάτι ακόμα, για να γίνει τέλειο το φάρμακο.

– Με τι; 

…ρώτησε το λιοντάρι.

– Να τα βράσεις μαζί με μια γλώσσα λύκου. Αυτή βέβαια εσύ ξέρεις που θα τη βρεις.

– Και βέβαια ξέρω! Θα κόψω τη γλώσσα του λύκου!

Το είπε και το έκανε αμέσως. Έτσι η πονηρή αλεπού τιμώρησε το λύκο για τη συκοφαντία του.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: