Το κάστρο της αθανασίας!

Κάποτε ζούσε και βασίλευε σε μια μακρινή και πλούσια χώρα ένας άρχοντας που τον έλεγαν Μπουχάρ. Αυτός ο άρχοντας ήταν πολύ τυχερός, είχε όλα τα καλά του Θεού και των ανθρώπων: υγεία, πλούτη, δόξες, τιμές και ό,τι άλλο βάζει ο νους σας! Όμως περνούσε μια πολύ δυστυχισμένη ζωή γιατί φοβόταν τον Χάρο που θα έρχονταν κάποτε να πάρει την ψυχή του.
Ο άρχοντας Μπουχάρ ήταν πολύ εγωιστής. Δεν ήθελε να πεθάνει και ν’ ανέβει στο θρόνο του ένας οποιοσδήποτε άλλος βασιλιάς. Κάθε σκέψη του τριγύριζε στο Χάρο. Κι ο καημός αυτός τον μαράζωνε, σιγά σιγά, κάνοντάς τον να μην απολαμβάνει καμμιά χαρά κι ευχαρίστηση στη ζωή του.

Γιατί Θεέ μου να πεθάνω; Γιατί να μην ζω αιώνια και να βασιλεύω στη χώρα μου;

Έλεγε κάθε βράδυ στην προσευχή του και όλη την ώρα έπινε γιατρικά και δυναμωτικά για να παρατείνει όσο μπορούσε την άχαρη ζωή του.

Κάποτε κάλεσε στο παλάτι του μια ομάδα σοφών, από τους καλύτερους του κόσμου και τους είπε:

Εγώ είμαι βασιλιάς κι έχω υποχρέωση να ζήσω παντοτινά για να μην μείνει ακυβέρνητη η χώρα μου. Θέλω να με συμβουλέψετε τι πρέπει να κάνω για να αποφύγω τον θάνατο. Όποιος από σας μου χαρίσει την αθανασία θα τον ανταμείψω πλουσιοπάροχα.

Μίλησε ένας νεαρός σοφός τότε:

Λυπάμαι βασιλιά μου αυτό που ζητάς είναι αδύνατο να γίνει. Ο Θεός θα θυμώσει που θέλεις να παραβείς τον αιώνιο νόμο του. Όπως γεννιούνται οι άνθρωποι έτσι και πρέπει μια μέρα να πεθάνουν. Αν δεν υπήρχε ο θάνατος, θα έλειπε από τον κόσμο και η ζωή. Άφησε λοιπόν τον χάρο να κάνει το θέλημα του Θεού, γιατί ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος ποτέ θα μπορέσει να τον εμποδίσει.

Εξοργισμένος ο βασιλιάς πρόσταξε να τον πετάξουν με τις κλωτσιές έξω από το παλάτι του. ‘Άκουσε κι άλλους σοφούς που του είπαν παρόμοια λόγια, ώσπου ένας γεροντότερος σοφός του είπε:

Με λένε Ζαράμ άρχοντα μου και μονάχα εγώ μπορώ να σε κάνω να μην φοβάσαι τον χάρο. Για να το καταφέρω όμως αυτό πρέπει απ’ εδώ και πέρα να κάνεις ό,τι σε προστάζω.

Ο βασιλιάς συμφώνησε χωρίς δεύτερη σκέψη ελπίζοντας πως το όνειρο του να μείνει αθάνατος θα γινόταν πραγματικότητα.

Ο σοφός ζήτησε πολλούς μαστόρους, υλικά και χρήματα για να χτίσει έναν πύργο με πολύ χοντρά ντουβάρια, χωρίς να αφήσει ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα. Μονάχα μια μικρή τρύπα είχε ανοιχτή και άχτιστη στο κάτω μέρος του πύργου. Ίσα ίσα για να περάσει στενάχωρα ένας άνθρωπος. Μετά από τρεις μήνες ο πύργος ήταν έτοιμος και ο Ζαράμ πρόσταξε να τον γεμίσουν με αμέτρητες τροφές και άπειρα δοχεία νερό. Είπε ακόμη να κουβαλήσουν στις αποθήκες του όλους τους θησαυρούς του άρχοντα.

Βασιλιά μου, έμπα τώρα μέσα σ’ αυτόν τον γερό πύργο κι εμείς απ’ έξω θα χτίσουμε αμέσως το στενό άνοιγμα που αφήσαμε για να περάσεις. Ποτέ ο χάρος δε θα καταφέρει να μπει μέσα για να πάρει την ψυχή σου. Έτσι θα μείνεις αθάνατος.

Τρελός από την χαρά του ο άρχοντας μπήκε μέσα στον πύργο, ενώ οι μάστοροι έχτισαν πίσω του το άνοιγμα του χοντρού τοίχου. Χαμογελώντας ο σοφός Ζαράμ γύρισε στο παλάτι κι ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας όπως είχαν συμφωνήσει με το βασιλιά.

Με τα φτερά της φαντασίας μας τώρα ας μπούμε μέσα στον θεόκλειστο πύργο κι ας δούμε τι απέγινε ο άρχοντας Μπουχάρ. Βαθύ σκοτάδι ήταν μέσα. Τόσο που ο βασιλιάς έβλεπε το ίδιο με κλειστά και με ανοιχτά τα μάτια του. Μα η στεναχώρια αυτή δεν ήταν τίποτε μπροστά στη χαρά που δοκίμαζε βέβαιος μέσα σ’ αυτή την φυλακή. Πως ήταν δηλαδή, εξασφαλισμένος από το χάρο και το θάνατο. Άναψε πολλά κεριά για να βλέπει και για πρώτη φορά στη ζωή του έφαγε με τόση όρεξη. Τέλος έπεσε να κοιμηθεί. Όμως ο αέρας μέσα στον θεόκλειστο πύργο άρχισε να γίνεται αποπνικτικός και αναπνοή του γρήγορη και βαριά. Μα ποιος να τον ακούσει; Τα ντουβάρια του πύργου είχαν τέσσερα μέτρα φάρδος κι ούτε πόρτα, ούτε παράθυρο, ούτε χαραμάδα υπήρχε πουθενά.

Βοήθεια! Πνίγομαι, θα σκάσω.

φώναζε ο άρχοντας κλαίγοντας και χτυπώντας το κεφάλι του του στα ντουβάρια. Τέλος βρήκε κάπου ένα χαρτί κι έγραψε πάνω σ’ αυτό κάτι με το μολύβι του. ‘Υστέρα μη βρίσκοντας οξυγόνο ν’ ανασάνει, σωριάστηκε κάτω και ξεψύχησε μέσα στο μεγάλο άγχος και αγωνία. Την άλλη μέρα ο σοφός Ζαράμ πρόσταξε να γκρεμίσουν ένα από τα ντουβάρια του πύργου.

Δε χρειάζεται… Ο χάρος έχει κάνει πια τη δουλειά του.

…μουρμούρισε με βεβαιότητα. Ύστερα μπήκε μέσα ο ίδιος κι αντίκρυσε κάτω το νεκρό βασιλιά. Στο χαρτάκι που κρατούσε σφιχτά στο χέρι, να τι είχε γράψει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του:

«Ήμουν πολύ κουτός να πιστέψω πως μπορεί ο άνθρωπος ν’ αποφύγει το θάνατο! Όσο ζητάς να γλιτώσεις απ’ αυτόν, τόσο σε κυνηγάει και σε βρίσκει όπου κι αν κρυφτείς. Ο Θεός ας με συγχωρέσει»!

Ο Ζαράμ πρόσταξε να θάψουν τον εγωιστή άρχοντα. Ύστερα έβαλε το λαό να διαλέξει μοναχός του το νέο βασιλιά που θα τον κυβερνούσε. Χωρίς ο ίδιος να βάλει υποψηφιότητα. Οι άνθρωποι της χώρας θρόνιασαν έναν καλό, έξυπνο και άξιο βασιλιά με χαρές και γλέντια. Ο σοφός τότε φώναξε τον λαό που ήταν συγκεντρωμένος έξω από το παλάτι.

Με τον πύργο που έχτισα έδωσα ένα καλό μάθημα στο βασιλιά σας. Και πιστεύω πως δεν είχα καθόλου άδικο.

Τέλος γυρίζοντας στον καινούριο βασιλιά πρόσθεσε:

Κι εσύ άρχοντα μου, ποτέ να μην ξεχάσεις πως είσαι άνθρωπος. Και πως κάποτε θα πεθάνεις σαν όλους μας. Εκείνος που θα μείνει αθάνατος είναι σα να ζητάει να γίνει Θεός.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Advertisement
Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: