Το φτωχό, καλό κορίτσι

(Ακούστε το παραμύθι στο τέλος της σελίδας)

– Παραμύθι από την Σκύρο, από το βιβλίο της Νίκης Πέρδικα «η Σκύρος» –

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό μια φτωχή γυναίκα που είχε τέσσερα κορίτσια. Δούλευε ολομόναχη προκειμένου να τα μεγαλώσει. Τα χρήματα όμως που κέρδιζε ήταν ελάχιστα και το μόνο που κάλυπταν ήταν ίσα-ίσα το ψωμί τους. Τα παιδιά γύριζαν γυμνά και ξυπόλητα αφού ποτέ δεν της περίσσευαν χρήματα για να τους πάρει ρούχα. Μόνο αν βρισκόταν καμιά καλή γυναίκα και της έδινε κανένα ρούχο παλιό, το ξανάφτιαχνε λίγο και το ‘δινε της μεγάλης κόρης. Μετά το ξανάκοβε για να το φορέσουν η δεύτερη και στην συνέχεια η τρίτη. Για το τελευταίο, το μικρό, δεν έμενε ποτέ τίποτε. Χειμώνα καλοκαίρι γυρνούσε με ένα κουρελιασμένο πουκαμισάκι και ξυπόλητο.

Μια χρονιά, όμως, ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς! Βροχές, κρύα, χιόνια! Έτρεμε η μικρούλα και δεν μπορούσε να σταθεί από το κρύο. Είπε λοιπόν της μάνας της:

Μάνα, εγώ θα φύγω! Θα πάω να βρω άλλη μάνα, να μου κάνει και κανένα ρουχαλάκι να φορέσω γιατί, αν απομείνω εδώ, θα πεθάνω! Δεν αντέχω άλλο μοναχά με το πουκαμισάκι!

Στεναχωρήθηκε η μάνα, στεναχωρήθηκε και το παιδί που είπε αυτά τα λόγια αλλά υπέφερε το κακόμοιρο από το κρύο. Έφυγε το κορίτσι και προχωρούσε, προχωρούσε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Ήθελε όμως, οπωσδήποτε να βρει λίγο ύφασμα, να το πάει στην μανούλα του, να του φτιάξει ένα ζεστό ρουχαλάκι. Καθώς προχωρούσε βρήκε ένα πουλάκι, πεσμένο κάτω από το δέντρο. Ήταν μικρό με ελάχιστα πούπουλα. Είχε πέσει από την φωλιά του και φώναζε. Δεν είχε την δύναμη να πετάξει για να ανέβει στο δέντρο και θα πέθαινε. Το κορίτσι το πήρε στα χέρια του, το ζέστανε μέσα στις παλάμες του κι όταν είδε έναν άντρα που ερχότανε προς το μέρος του, του ζήτησε να το βάλει πίσω στην φωλιά του.

Σας παρακαλώ κύριε, μπορείτε να το βάλετε στην φωλιά του;

Έτσι,με την καλή καρδιά του κοριτσιού, το πουλάκι γλύτωσε.

Το μικρό κορίτσι συνέχισε την πορεία του και έφτασε σε ένα σημείο που ο δρόμος στένευε και έπρεπε να περάσει ανάμεσα από κάποια κλαδιά. Του τράβηξε όμως την προσοχή μια αράχνη που έπλεκε τον ιστό της. Πέρασε αρκετή ώρα χαζεύοντάς την. Πήγαινε πάνω κάτω, μπρος πίσω και ξανά. Σκέφτηκε λίγο το κορίτσι και είπε:

Κρίμα δεν είναι να της χαλάσω το πανάκι που το πλέκει τόση ώρα; Ας πάω από την άλλη μεριά να μην στεναχωρήσω και την αράχνη!

Σπολλάτι (ευχαριστώ)! Το καλό που μου έκανες πώς να στο ξεπληρώσω; Πού πας, παιδί μου, έτσι γδυτό και ξυπόλητο;

…ρώτησε η αράχνη.

Πάω να βρω ένα πανάκι, να το πάω της μάνας μου να μου φτιάξει κι εμένα κανένα ρουχαλάκι γιατί κρυώνω!

…είπε το κορίτσι.

Πήγαινε αλλά όταν θα γυρνάς πέρασε από εδώ, να μου πεις τι έγινε και να δω μήπως μπορώ να κάνω κι εγώ κάτι για σένα.

Φεύγει το κορίτσι και προχωράει πιο πέρα. Καθώς προσπαθούσε να περάσει από έναν βάτο, μπλέχτηκε το πουκαμισάκι του στα αγκάθια του και στην προσπάθειά του να το ξεμπλέξει, κόπηκε και κουρελιάστηκε πια εντελώς. Έμεινε τελείως γυμνό, απελπισμένο και το έπιασαν τα κλάματα. Αν το άκουγες θα πονούσε η καρδιά σου και θα σπάραζε. Το άκουσε ένα προβατάκι που έβοσκε λίγο πιο πέρα και πήγε κοντά του.

Τι έχεις, παιδάκι μου, και κλαις; Σε έδειρε κανείς;

Αχ, πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένο. Προσπάθησα να περάσω τον βάτο και μου κουρέλιασε το πουκαμισάκι μου, έμεινα χωρίς κανένα ρούχο!

…απάντησε το κορίτσι.

Γιατί το έκανες αυτό το κακό του παιδιού, τι θα γίνει τώρα το καημένο;

…ρώτησε το πρόβατο τον βάτο.

Δεν το έκανα επίτηδες. Όμως ένας τρόπος υπάρχει για να διορθώσω το κακό που έγινε. Έλα κοντά στα αγκάθια μου, δώσε μου εσύ το μαλλί σου κι εγώ θα το ξάνω. Να το πάει το κοριτσάκι στη μάνα του, να του κάνει μάλλινα ρουχαλάκια, να μην κρυώνει.

…είπε ο βάτος στο πρόβατο. Έτσι κι έγινε. Πήγε το αρνί κοντά στον βάτο και τρίφτηκε πάνω στα αγκάθια του. Τα αγκάθια γέμισαν μαλλί και το κοριτσάκι το μάζεψε.

Ευχαριστώ πολύ. Τρέχω στην μανούλα μου να μου το γνέσει, να το υφάνει, να μου το ράψει και να το φορέσω στην εκκλησία, που θα πάω να μεταλάβω πριν τα Χριστούγεννα.

…είπε το κορίτσι και καθώς η μικρούλα έτρεχε να γυρίσει πίσω, σκέφτηκε πως η μητέρα της, με τόσες δουλειές, μάλλον δεν θα προλάβαινε μέχρι τα Χριστούγεννα να της τα φτιάξει. Στεναχωρεμένη με αυτήν την σκέψη, έφτασε κάτω από το δέντρο που είχε βρει το πεσμένο πουλάκι. Μπροστά της εμφανίστηκε η μητέρα του πουλιού.

Καλό μου κορίτσι, πώς να σου ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες; Που έσωσες το παιδί μου; Μα, τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;

Και το κοριτσάκι είπε όλη την ιστορία από την αρχή και τότε το πουλί του είπε:

Εγώ θα σου το γνέσω!

Τσίμπησε με το ράμφος του το μαλλί κι άρχισε να ανεβαίνει ψηλά, πολύ ψηλά, μέχρι που το ‘φτιαξε κλωστή και το ‘κανε κουβάρι.

Ορίστε, τώρα τρέξε στην μανούλα σου να σου το φτιάξει.

Πετούσε από την χαρά της η μικρούλα και έτρεξε γρήγορα προς το σπίτι. Καθώς περνούσε από το σημείο που είχε δει την αράχνη, την χαιρέτησε και της είπε κι εκείνης την ιστορία.

Βρήκα τι θα κάνω εγώ για σένα, που είσαι τόσο καλό παιδί και δεν μου χάλασες το πανάκι μου. Δώσε μου το νήμα και θα στο υφάνω εγώ!

Έτσι κι έγινε. Το πήρε η αράχνη και έφτιαξε ένα όμορφο πανί. Πανευτυχής η μικρούλα, γύρισε στην μάνα της και εκείνη της έραψε ένα πανέμορφο φόρεμα. Με αυτό πήγε στην εκκλησία να μεταλάβει και όλοι την καμαρώνανε μέσα στο ζεστό και όμορφο φουστανάκι της.

 

Ακούστε το παραμύθι στο ακόλουθο αρχείο…

Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,,,, | Σχολιάστε

Πλοήγηση άρθρων

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: