Παραμύθι από την Μαλαισία – Απόδοση Χρήστος Π. Τσίρκας
Στα πολύ παλιά χρόνια, κάπου μέσα στην απεραντοσύνη του ουρανού, ζούσαν τρία αδέρφια. Ο μεγαλύτρος ήταν ο Ήλιος, αμέσως μετά η Σελήνη κι μικρότερος αδερφός ήταν ο Κόκορας.
Ένα πρωινό, ο Ήλιος είχε πάει για δουλειά κι έμειναν στο αιθέριο σπίτι τους η Σελήνη με τον Κόκορα. Αργά το απόγευμα η Σελήνη είπε στον Κόκορα να βγει και να μαζέψει το κοπάδι μα ο Κόκορας επειδή ήταν κουρασμένος από τις δουλειές που έκανε στο σπίτι, αρνήθηκε να πάει. Τότε η Σελήνη θύμωσε πολύ. Τον άρπαξε από το κόκκινο λειρί του και με δύναμη τον πέταξε από τον ουρανό στην γη.
Αργά το βράδυ, γύρισε ο Ήλιος και απόρησε με την απουσία του Κόκορα. Έτσι, ρώτησε την Σελήνη κι αυτή του εξήγησε το τί είχε συμβεί. Ο Ήλιος στεναχωρέθηκε και θύμωσε κι αυτός με την σειρά του. Γύρισε και της είπε:
Καλή μου Σελήνη, μου φαίνεται ότι δεν ξέρεις ή δεν μπορείς να ζήσεις ειρηνικά με τους άλλους. Είσαι εγωίστρια. Γι’ αυτό κι εγώ θα φύγω και θα σε αφήσω μόνη σου. Εσύ θα βγαίνεις το βράδυ, ενώ εγώ την ημέρα. Όσο για τον αδερφό μας τον Κόκορα που τον έδιωξες τόσο άδικα, δεν θα σε αγαπάει, ενώ εμένα δεν πρόκειται να με ξεχάσει ποτέ. Όταν θα ξυπνάω εγώ, θα ξυπνάει κι αυτός και θα δείχνει την χαρά του. Όταν θα ξυπνάς εσύ όμως, αυτός θα φεύγει και θα κρύβεται στο σπίτι του για να μην σε δει.
Κι έτσι γίνεται από τότε. Μόλις η ημέρα ξεκινάει με την ανατολή του Ήλιου, πρώτος ο Κόκορας τον υποδέχεται στην πλάση και φωνάζει :
Κικιρίκου…Κικιρίκου…
…που στην γλώσσα των κοκόρων θα πει «κι εγώ είμαι εδώ». Ενώ, μόλις ο Ήλιος δύει και ετοιμάζεται να εμφανιστεί η Σελήνη, ο Κόκορας φεύγει και κρύβεται στο σπίτι του για να μην συναντήσει την αδέρφη του που δεν την αγαπάει πια.