Κάποτε στα παλιά χρόνια, τότε που υπήρχαν παλάτια και βασιλοπούλες, ζούσε σ’ ένα δάσος ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του. Παρόλο που ήταν φτωχοί δε διαμαρτύρονταν και ήταν πολύ αγαπημένοι. Ένα παράπονο είχαν μονάχα: δεν είχαν αποκτήσει ένα παιδάκι. Γι αυτό, κάθε μέρα παρακαλούσανε το Θεό να τους χαρίσει ένα παιδάκι και ας ήταν το πιο άσχημο στον κόσμο. Στο τέλος ο Θεός τους λυπήθηκε κι έδωσε και σ’ αυτούς ένα πολύ όμορφο, χαριτωμένο αγοράκι. Η χαρά του ξυλοκόπου και της γυναίκας του δεν περιγραφόταν.
Μια μέρα, ο ξυλοκόπος μάζεψε όλες τις οικονομίες που είχε, πουλώντας χρόνια και χρόνια τα ξύλα που έκοβε από το δάσος και πήγε στην πολιτεία να ψωνίσει. Το βραδάκι γύρισε πίσω στο φτωχικό του ο καλός άνθρωπος, φέρνοντας όλα όσα είχε αγοράσει. Ανάμεσα στ’ άλλα, έφερε και στο μικρό του γιο ένα σταυρό που πάνω του έγραφε: «Πάντα να ‘χεις το σταυρό σου βοηθό και φυλαχτό σου»
Την άλλη μέρα, ο ξυλοκόπος ξύπνησε με το χάραμα και είπε στη γυναίκα του:
Γυναίκα, σήμερα έχω πολλή δουλειά, αν θέλεις έλα να με βοηθήσεις δυο-τρεις ώρες να κόψουμε μερικά δέντρα. Θα πάμε με το ξημέρωμα όσο ο γιος μας θα κοιμάται ήσυχα στην κούνια του. Ώσπου να ξυπνήσει, εσύ θα έχεις γυρίσει και πάλι κοντά του, ενώ εγώ θα συνεχίσω μόνος τη δουλειά μου.
Έτσι κι έγινε. Πήγανε βαθιά στο δάσος και οι δύο μαζί και άρχισαν να κόβουν κάτι γέρικα ξερά δέντρα ώσπου να πάρει καλά η μέρα. Την ώρα όμως που αυτοί έλειπαν, το παιδάκι τους ξύπνησε στην κούνια του και άρχισε να κλαίει και να φωνάζει σπαρακτικά, που δεν έβλεπε κανέναν κοντά του. Τόσο πολύ φώναζε κι έκλαιγε, που ξύπνησε τ’ αγρίμια του δάσους που κοιμούνται τη μέρα και το βράδυ βγαίνουν και κυνηγάνε την τροφή τους. Μαζί με τα άλλα αγρίμια, ξύπνησε και μια λυπημένη αρκούδα, που της είχανε πάρει πριν λίγες μέρες το αρκουδάκι της κάτι ξένοι κυνηγοί, όταν οι ίδια είχε βγει έξω για να βρει τροφή γι αυτήν και το μικρό της. Η αρκούδα με το κουτό της μυαλό, νόμισε πώς το παιδί έκλαιγε έτσι, γιατί είχε χάσει κι αυτό τους γονείς του, όπως το αρκουδάκι της. Μια και δυο λοιπόν, παίρνει φόρα, σπάει την ετοιμόρροπη πόρτα του καλυβιού, μπαίνει μέσα, πηγαίνει στην κούνια, παίρνει απαλά-απαλά με τα δόντια της, απ’ τις φορεσιές του το μικρό παιδάκι του ξυλοκόπου και το πάει στην σπηλιά της, που ήτανε βαθειά μέσα στο δάσος και κανένας δεν την έβρισκε.
Εκεί τάισε με το γάλα της το μικρό αγοράκι και το μεγάλωσε σιγά – σιγά. Πέρασαν πολλοί μήνες από τότε και αρκετά χρόνια, ώσπου το μωρό του ξυλοκόπου, ζώντας μέσα στην σπηλιά της αρκούδας, έγινε ολόκληρο παλικαράκι. Τότε όμως και η αρκούδα η κακομοίρα, που είχε στο μεταξύ γεράσει πολύ, άφησε ένα πρωί τον μάταιο τούτο κόσμο. Και το παιδί έμεινε ολομόναχο και απροστάτευτο. Μόνο του τώρα το παιδί, γυρνούσε όλη μέρα μέσα στο δάσος για να βρει τροφή και το βράδυ σαν έβγαιναν τα αγρίμια και τα θηρία για το κυνήγι τους, κρυβόταν βαθειά στην σπηλιά της αρκούδας, που την τρύπα της δεν την έβρισκε κανένας.
Τα χρόνια εκείνα, στην πολιτεία βασίλευε ένας καλός βασιλιάς που είχε μια μονάκριβη κόρη. Την βασιλοπούλα του αυτή, ο βασιλιάς την αγαπούσε τόσο πολύ, που την άφηνε και έκανε ότι ήθελε. Μια μέρα, η βασιλοπούλα πήγε στους στάβλους του πατέρα της, διάλεξε το πιο ατίθασο άλογο, καβάλησε πάνω του και καλπάζοντας άγρια, χάθηκε στα γειτονικά βουνά και τις εξοχές. Κατά το μεσημέρι έφτασε και στο μέρος που ζούσε το παιδί του ξυλοκόπου. Προχώρησε βαθειά στην καρδιά του δάσους. Σε μια στιγμή, το άλογο κουράστηκε που έτρεχε τόσες ώρες και στάθηκε για λίγο. Και ….τσάφ!!! πετάχτηκε ένα μεγάλο φίδι και δάγκωσε το άλογο στο πίσω του πόδι. Τρόμαξε το άλογο το ατίθασο τότε, κάνει άγριες κινήσεις και κλωτσώντας δεξιά κι αριστερά, μπροστά και πίσω, ρίχνει από τη ράχη του την βασιλοπούλα κι ύστερα το βάζει στα πόδια και πηγαίνει πίσω στο στάβλο του παλατιού.
Έτσι η βασιλοπούλα, που είχε χτυπήσει κιόλας, όπως έπεσε από το άλογο, βρέθηκε καταμόναχη στη μέση ενός απέραντου δάσους που ήταν γεμάτο αγρίμια. Άρχισε να κλαίει δυνατά και να φωνάζει βοήθεια μήπως και βρισκόταν κανένας κατά τύχη εκεί κοντά και τη βοηθήσει. Για καλή της τύχη, άκουσε τις φωνές της ο μόνος άνθρωπος που καθόταν στο δάσος εκείνο, δηλαδή το παιδί του ξυλοκόπου. Έτρεξε κοντά της και την πήρε στην σπηλιά του όπου και περιποιήθηκε τις πληγές της και την έβαλε να ξαπλώσει σ’ ένα παχύ στρώμα από ξερά φύλλα.
Σα γύρισε το άλογο στους βασιλικούς στάβλους μόνο του, χωρίς τη βασιλοπούλα, κατατρόμαξε όλο το παλάτι μα πιο πολύ απ’ όλους ο βασιλιάς. Νόμιζε ότι την βασιλοπούλα την είχαν κλέψει ληστές. Αμέσως μάζεψε ο βασιλιά τους στρατιώτες του, καβάλησαν τα άλογα τους και με οδηγό το ατίθασο άλογο ξεκίνησαν να πάνε στο μέρος όπου είχε ρίξει τη βασιλοπούλα. Όταν έφθασαν εκεί, οι στρατιώτες του βασιλιά περικύκλωσαν την περιοχή, άναψαν τους δαυλούς τους -γιατί στο μεταξύ είχε νυχτώσει- και άρχισαν να ψάχνουν όλες τις σπηλιές για να βρουν το λημέρι των ληστών, που είχαν πάρει -όπως νόμιζαν- τη βασιλοπούλα. Ψάχνοντας έφθασαν και στη σπηλιά της αρκούδας. Μπήκαν μέσα και μόλις αντίκρισαν την βασιλοπούλα, αμέσως ειδοποίησαν τον βασιλιά, που ήρθε χαρούμενος να δει την μονάκριβή του κόρη. Σαν είδε στην είσοδο της σπηλιά τον πατέρα της η βασιλοπούλα, έπεσε στην αγκαλιά του, τον φίλησε και του είπε:
Αυτό το παιδί εκεί πατέρα, μου έσωσε τη ζωή. Χωρίς αυτόν, θα με είχαν φάει τα αγρίμια του δάσους.
Αμέσως τότε ο βασιλιάς ευχαρίστησε το παιδί και το πήρε μαζί του στο παλάτι για να παίζει με την κόρη του, που της είχε σώσει τη ζωή. Εκεί το έμαθε γράμματα και το μόρφωσε σπουδαία γιατί το παιδί εκείνο ήταν πανέξυπνο και τετραπέρατο.
Μια μέρα όπως πλενότανε, το παιδί είχε αφήσει έξω από το λουτρό, μαζί με τη φορεσιά του και τον χρυσό σταυρό που του είχε δώσει ο πατέρας του ο ξυλοκόπος όταν ήτανε στην κούνια του. Έτυχε να περνάει τότε από κει και ο βασιλιάς. Είδε τον όμορφο εκείνο χρυσό σταυρό του παιδιού και από περιέργεια τον έπιασε στα χέρια του για να το δει καλύτερα: «Πάντα να ‘χεις το σταυρό σου βοηθό και φυλαχτό σου». Παραξενεμένος ο βασιλιάς είδε στην πλάτη του παιδιού ένα σημάδι σε σχήμα τριαντάφυλλου. Κάθισε και σκέφτηκε τότε…
«Για να γράφει έτσι ο σταυρός, πάει να πει ότι τον χάρισε στο παιδί, είτε ο πατέρας του, είτε η μητέρα του! Ακόμη, αυτό το σημάδι στην πλάτη του πολύ πιθανό να το έχει και ένας από τους γονείς του.»
Έβγαλε τότε κήρυκες σ’ όλη τη χώρα, που γύριζαν να βρουν τον άνθρωπο με το τριαντάφυλλο στην πλάτη. Το άκουσαν όλοι οι υπήκοοι ακόμη και ο ξυλοκόπος με τη γυναίκα του που είχανε χαμένο χρόνια και χρόνια το παιδί τους και ήταν απαρηγόρητοι. Και επειδή ο ξυλοκόπος είχε γεννηθεί κι αυτός, όπως και ο γιος του με ένα τριαντάφυλλο στην πλάτη του, παρουσιάστηκε αμέσως στο παλάτι. Ο βασιλιάς τότε του έδειξε το χρυσό σταυρό του παιδιού του και τον ρώτησε σχετικά με το παιδί του.
Τον σταυρό αυτόν τον χάρισες στο παιδί σου όταν ήτανε στην κούνια του; Μήπως έχεις κι εσύ ένα τριαντάφυλλο στην πλάτη σου;
Ναι!
…είπε συγκινημένος ο ξυλοκόπος. Αμέσως τότε, ο βασιλιάς παρουσίασε στον φτωχό ξυλοκόπο το γιο του. Πατέρας και γιος φιληθήκαν και αγκαλιαστήκαν κλαίγοντας. Έπειτα, ο βασιλιάς είπε:
Το παιδί σου το μόρφωσα και το σπούδασα. Είναι πολύ έξυπνο και τετραπέρατο. Έναν τέτοιο άνθρωπο θέλω να δώσω στην κόρη μου για άντρα της. Την Κυριακή αν θέλετε κι εσείς να γίνουν οι γάμοι των παιδιών μας.
Έτσι κι έγινε. Παντρεύτηκαν με χορούς και με τραγούδια τα δύο παιδιά κι έζησαν αυτά καλά κι εμείς καλύτερα.