Πηγή: «Παραμύθια της Θεσσαλίας» της Μαρούλας Κλιάφα από τις εκδόσεις «Κέδρος». Το παραμύθι καταγράφηκε από τον κύριο Ευαγγέλου Ηλία.
Στα παλιά χρόνια ζούσε στον κάμπο ένας γεωργός, που αγαπούσε πολύ τη γη του και την περιποιόταν λες και ήταν μοναχοπαίδι του. Κάθε πρωί λοιπόν έπαιρνε το γάιδαρο του, τον φόρτωνε με το αλέτρι, τα λουριά και τα υνιά, έβαζε κι ένα ντορβά με το κολατσιό του και πήγαινε στο χωράφι του για να δουλέψει. Εκεί όργωνε όλη μέρα και όταν σουρούπωνε, φόρτωνε πάλι το γάιδαρο του και επέστρεφε στο χωριό.
Μια μέρα που εκεί που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν γυρνάει ο γάιδαρος και λέει στον γεωργό.
Βρε αφεντικό γιατί με φορτώνεις πρωί και βράδυ και με παιδεύεις; Και δεν παιδεύεις μόνο εμένα αλλά κι εσένα σου βγαίνει η πίστη να με φορτώνεις και να με ξεφορτώνεις.
Τι να κάνω βρε γαϊδαράκο μου! Το χωράφι χρειάζεται φροντίδα. Αν δεν το φροντίσουμε εγώ κι εσύ ποιος θα το κάνει;
Είπα εγώ να μην το φροντίσουμε; Άλλο λέω εγώ. Αντί να κουβαλάς πέρα δώθε όλα αυτά τα μαραφέτια, να τα αφήνεις στο χωράφι και να με καβαλάς. Κι εσύ κι εγώ κερδισμένοι θα βγούμε.
Σαν τ’ άκουγε αυτά ο γεωργός έξυνε το κούτελο του. Ξαφνικά λέει:
Σαν καλά να το σκέφτηκες γάιδαρε μου. Μα εμένα άλλο με προβληματίζει. Αν μου κλέψουν τα υνιά, τα λουριά και το αλέτρι, πώς θα οργώνω εγώ μετά;
Άντε καλέ αφεντικό, που να βρεθούν τώρα κλέφτες … πάει ξεπαστρεύτηκαν αυτοί.
Ο γεωργός το σκεφτόταν όλη νύχτα και αποφάσισε ότι η πρόταση του γαιδάρου του ήταν σωστή και λογική. Έτσι το απόβραδο, σαν έφτασε η ώρα να επιστρέψουν στο χωριό, άφησε σε μια άκρη του χωραφιού τα υνιά, τα λουριά και το αλέτρι, πήδησε στη ράχη του ζώου του και γύρισαν και οι δύο πιο ξεκούραστα στο χωριό.
Πέρασαν δύο μέρες κι όλα πήγαιναν ρολόι. Την τρίτη μέρα όμως πάει ο γεωργός στο χωράφι, μα τί να δει! Άφαντα τα λουριά, οπότε δε μπορούσε να ζέψει το γάιδαρο του στο αλέτρι.
Απαπαπαπα! Κακό που έπαθα…
…είπε ο γεωργός που τώρα άρχισε να τα βάζει με το γάιδαρο του.
Μην σκας αφεντικό, εγώ θα σε ξεκαμπίσω. Ξέρω τον κλέφτη.
…είπε ο γάιδαρος και μετά του ψιθύρισε κάτι στο αφτί. Ο γεωργός κάθισε τότε στην σκιά ενός δέντρου να ξαποστάσει δήθεν, κι ο γάιδαρος άρχισε να γκαρίζει σαν βουρλισμένος. Ανήσυχος τάχα ο γεωργός σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να χουγιάζει.
Βρε κακό που με βρήκε!!! Χάνω το γάιδαρο μου. Βρε κακό που με βρήκε!…
Αφού ο γάιδαρος ξεσήκωσε όλο το χωριό με τις αγριοφωνάρες του και τις ζουρλαμάρες του, πέφτει χάμω σα να ήταν ψόφιος.
Πάει ο γάιδαρος, μου έμεινε μόνο το σαμάρι.
…θρηνούσε απαρηγόρητος και τράβαγε τα μαλλιά του ο γεωργός. Τον παρατάει λοιπόν εκεί και τρέχει στο χωριό να ζητήσει βοήθεια.
Σε λίγη ώρα, να σου και φαίνονται ένα τσούρμο από αλεπούδες στην άκρη της ρεματιάς.
Ψόφησε ο γάιδαρος;
Ρώτησε η πιο μεγάλη που δεν έβλεπε καλά.
Ουουου! Τώρα… να ήταν κι άλλος!
…είπε η πιο μικρή που ήταν μπροστά μπροστά. Αμέσως δόθηκε το σύνθημα.
Άιντε τι κάθεστε! Πάμε να τον φάμε.
Μαζεύτηκαν όλες οι αλεπούδες ολόγυρα από το γάιδαρο και άρχισαν να τον τραβολογάν. Η μια τον άρπαξε από το ένα ποδάρι, η άλλη από την ουρά και η τρίτη, η πιο μικρή τον τράβαγε από τα αυτιά. Ο γάιδαρος ούτε που κουνιόταν.
Μωρέ καλοταϊσμένο που τον έχει ο γεωργός και είναι τόσο βαρύς!
Αναστέναξε η πιο μεγάλη.
Ας κάτσουμε να τον φάμε εδώ.
…είπε η πιο μικρή που πεινούσε πολύ. Η πιο λογική από τις αλεπούδες της απάντησε τότε:
Και τι θα κάνουμε αν μας προλάβουν ο γεωργός και οι χωριανοί; Τι λες καλέ;
Ε! τότε μια λύση υπάρχει! Να τον τραβήξουμε κατά τη φωλιά μας, στη ρεματιά, και να τον φάμε με την ησυχία μας.
…είπε η μεγάλη που ήταν και αρχηγίνα τους. Τότε η πιο μικρή θυμήθηκε τα λουριά που ‘χανε κλέψει τις προάλλες -γιατί, αν δεν το καταλάβατε, οι αλεπούδες ήταν οι κλέφτρες.
Τρέχα και φέρτα.
…πρόσταξε η αρχηγίνα. Τρέχει η αλεπουδίτσα και φέρνει τα λουριά. Τα παίρνουν οι αλεπούδες, δένονται αυτές από τη μια μεριά, δένουν και το γάιδαρο από την άλλη και αρχίζουν να τον σέρνουν. Τότε ο πονηρός ο γάιδαρος που έκανε τον ψόφιο κοριό, πετάγεται επάνω, βγάζει ένα δυνατό γκάρισμα και το βάζει στα πόδια. Έτσι όμως όπως τον είχαν δέσει οι αλεπούδες με τα σκοινιά και ήταν κι αυτές δεμένες από την άλλη άκρη, ήταν πια του χεριού του. Τις έσυρε ως το χωριό και τις παρέδωσε στο αφεντικό του.
Ορίστε αφεντικό, οι κλέφτρες. Πάρτες και δως τες να καταλάβουν πως ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται!
…είπε ο γάιδαρος και τράβηξε ευχαριστημένος για το παχνί του.