Η Αριλιά Σπάρταλη άκουσε το παραμύθι από την γιαγιά της (1902-1994) που καταγόταν από το Μεγαρίσι Ανατ. Θράκης και έζησε στην Πέρνη Καβάλας.
Παραμύθι μύθι μύθι, το κουκί και το ρεβύθι!
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός πατέρας που είχε ένα κοριτσάκι και έμενε σε ένα σπίτι μέσα στο δάσος. Το κοριτσάκι ήταν όμορφο και έξυπνο και όσο μεγάλωνωνε τόσο πιο όμορφο γινότανε. Όταν το κορίτσι έγινε δεκαπέντε χρονών, ο πατέρας αρρώστησε βαριά. Έψαξαν και ρώτησαν όποιον γνώριζαν, ποιος ή τι θα μπορούσε να τον γιατρέψει. Έμαθαν ότι για να γίνει καλά, έπρεπε να πάρει φάρμακο από μια μάγισσα που κατοικούσε σε ένα μακρινό βουνό και ήξερε να κάνει πολλά και χρήσιμα πράγματα. Η μάγισσα αυτή έβοσκε μόνη τα πρόβατά της κι όποιος κατάφερνε να την συναντήσει δύσκολά γλύτωνε από τα μάγια. Το σπίτι της ήταν κρυμμένο μέσα στο δάσος. Το δάσος είχε πολλά μονοπάτια και διασταυρώσεις για να μπερδέυονται και να χάνονται οι άνθρώποι. Παρά όλους αυτούς τους κινδύνους, το κορίτσι αποφάσισε να πάει στο μακρινό βουνό να φέρει το φάρμακο. Ήξερε όμως πως για να φτάσει στην μάγισσα έπρεπε να έχει σιδερένια παπούτσια.
Πού θα βρω σιδερένια παπούτσια πατέρα;
Ο πατέρας γνώριζε σχετικά και συμβούλευσε το παιδί του:
Πάρε δυο κομμάτια βουβαλίσιο δέρμα και χτυπά τα πολλές φορές να τα κάνεις σκληρά σαν σίδερο. Μετά κόψ’ τα στα μέτρα των ποδιών σου και ραψ’ τα με ένα σπάγγο από ξεραμένα γατίσια έντερα.
Το κορίτσι ντύνεται καλά, φοράει τα παπούτσια και ξεκινάει. Προχωρούσε, προχωρούσε και βρέθηκε μπροστά από δύο μονοπάτια, αλλά έπρεπε να διαλέξει ένα από τα δύο. Εκεί που σκεφτόνταν βλέπει μπροστά της έναν σκαντζόχοιρο που πήγαινε τσικ-τσικ. Τον ακολουθεί μέχρι που κατέβηκαν παρέα το πρώτο βουνό. Τώρα, βρέθηκε μπροστά από τρία μονοπάτια που έπρεπε να διαλέξει και έκατσε να σκεφτεί. Βλέπει τότε έναν κότσυφα που προχωρούσε πηδηχτά σε ένα μονοπάτι. Τον ακολουθεί και ανεβαίνουν στο δεύτερο βουνό. Τότε βρίσκεται μπροστά σπό τέσσερα μονοπάτια. Εδώ πια η δυσκολία ήταν μεγάλη και προβληματίστηκε πολύ. Κοίταζε γύρω γύρω να βρει κάποιο σημάδι και βλέπει στο ένα μονοπάτι κοπριές από πρόβατα και μαλλιά σκαλωμένα στα κατωκλάδια των θάμνων.
Από εδώ θα πάω…
…λέει στον εαυτό της και προχωράει θαρρετά. Όσο ζύγωνε κοντά στο σπίτι, τόσο τα τριβόλια κάτω από τα πόδια της ακούγονταν πιο δυνατά. Έσπαγαν, ράγιζαν και τσακίζονταν, αλλά τα σιδερένια παπούτσια ήταν γερά και άντεχαν στα αγκαθωτά τσιμπήματα. Η όμορφη κόρη περνάει την αυλή και χτυπάει την πόρτα του σπιτιού.
Αν είσαι φίλος, έλα μέσα, αν δεν είσαι φύγε!
…ακούγεται από μέσα μια φωνή.
Φίλη είμαι και ζητώ φάρμακο για τον πατέρα μου που είναι άρρωστος.
…απαντάει το κορίτσι. Ανοίγει την πόρτα ο γιος της μάγισσας, ο Αγγίτης. Το αγόρι θαμπώθηκε από την ομορφιά της κοπέλας και από εκείνη την στιγμή την ερωτεύτηκε. Η μάγισσα λέει στο κορίτσι:
Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Αφού κατάφερες να φτάσεις έως εδώ, θα αποκτήσεις αυτό που επιθυμείς. Να ξέρεις, εγώ διάβασα τα μερομήνια κι έμαθα πως ο πατέρας σου είναι άρρωστος. Για να ετοιμάσω και να σου παραδώσω το φάρμακο, πρέπει να κάνεις τρεις δουλειές εδώ. Πρώτα – πρώτα θα κάνεις ομελέτα να φάμε, χωρίς να σπάσεις τα αυγά που θα σου δώσω. Μετά θα πλύνεις τα πιάτα, χωρίς να ξοδέψεις το νερό που θα σου δώσω και το τρίτο θα είναι να σκουπίσεις τα σκουπισμένα και τα ασκούπιστα.
Η κοπέλα που άκουσε αυτά τα λόγια, έμεινε στην αρχή απορημένη και στεναχωρεμένη. Μετά από λίγο σκέφτηκε όμως πώς θα λύσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε. Στο μεταξύ, η μάγισσα έφερε μπροστά της, τα αυγά για την ομελέτα, το νερό για το καθάρισμα και την σκούπα για το σκούπισμα.
Εδώ είναι όλα τα πράγματα που χρειάζεσαι. Κάνε με την σειρά τις δουλειές που σου είπα κι εγώ θα δω αν τα έκανες όλα καλά.
…είπε η μάγισσα. Η κοπέλα που ήταν έξυπνη άρχισε πρώτα με την ομελέτα. Βγαίνει έξω από σπίτι, πηγαίνει ως το κοτέτσι, παίρνει άλλα αυγά και τα τηγανίζει. Έτσι η ομελέτα έγινε χωρίς να σπάσουν τα αυγά που της έδωσε η μάγισσα. Μετά στρώνει το τραπέζι και φωνάζει την μάγισσα να ελέγξει αν τα έκανε σωστά. Η μάγισσα έρχεται βλέπει το τραπέζι στρωμένο, τα αυγά άσπαστα, όπως τα είχε αφήσει και την ομελέτα έτοιμη. Κατάλαβε τι είχε γίνει, αλλά η κοπέλα ήταν εντάξει γιατί έκανε ακριβώς ότι της είχε ζητηθεί. Κάθισαν στο τραπέζι και έφαγαν.
Τώρα η κοπέλα έπρεπε να πλύνει τα πιάτα χωρίς να χρησιμοποιήσει το νερό. Βγαίνει έξω από το σπίτι με έναν κουβά που βρήκε στο χέρι και πηγαίνει προς το πηγάδι. Βγάζει νερό, γεμίζει δυο στάμνες και τις φέρνει σπίτι. Πλένει καθαρά και όμορφα όλα τα πιάτα και φωνάζει την μάγισσα.
Έλα να δεις κυρά. Έκανα την δουλειά που είπες!
Έρχεται η μάγισσα και τα βλέπει όλα εντάξει. Τα πιάτα πλυμένα και οι στάμνες γεμάτες νερό. Η δουλειά είχε γίνει κανονικά και δεν είπε τίποτα. Τώρα ήρθε η ώρα για την τελευταία δοκιμασία. Το κορίτσι σκεφτόταν τι να κάνει και δεν μπορούσε να βρει λύση. Έρχεται κρυφά ο Αγγίτης και της λέει κρυφά το μυστικό, γιατί από την πρώτη ματιά είχε καρδιοχτυπήσει για την κοπέλα.
Θα σκουπίσεις όλο το σπίτι και θα μαζέψεις τα σκουπίδια στις γωνιές να σκεπαστούν με τις σκούπες. Έτσι το σπίτι θα είναι σκουπισμένο και ασκούπιστο, της είπε ο Αγγίτης.
Η κόρη έκανε όπως συμβούλευσε το αγόρι και ολοκλήρωσε την δουλειά. Έρχεται η μάγισσα να τα ελέγξει. Όλα είχαν γίνει σωστά και όπως τα είχε ζητήσει. Κατάλαβε όμως πως ο Αγγίτης είχε βοηθήσει την κοπέλα και λέει:
Και του μάγου θυγατέρα Αγγίτης ορμήνευσε
όσο είδα εγώ τον Αγγίτη
κι ο Αγγίτης είδε εμένα.
Τόσο να τον χαρείς εσύ, τόσο να τον κερδίσεις.
Τώρα η μάγισσα δεν μπόρεσε να το αποφύγει και ετοίμασε το φάρμακο να το δώσει στην κοπέλα. Εκείνη την στιγμή έρχεται ο Αγγίτης και λέει:
Μάνα εγώ αγάπησα αυτή την κόρη. Θέλω να την παρω γυναίκα μου και ζητάω την ευχή σου.
Ναι, αλλά ρωτά πρώτα την κοπέλα!
Τότε το παιδί ρωτάει την κόρη:
Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;
Εγώ θέλω, αλλά να αποφασίσει ο πατέρας μου. Θα πάω να του δώσω το γιατρικό, να γίνει καλά και μετά θα τον ρωτήσω αν δέχεται να σε πάρω για άντρα μου.
Τα πράγματα έγιναν έτσι. Η κοπέλα πήγε το φάρμακο, ο πατέρας έγινε καλά και μετά έγινε ο γάμος που κράτησε μια βδομάδα.
Με καλέσαν να πάω να χορέψω και να φάω. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα._