Αρχή του παραμυθιού καλησπέρα της αφεντιάς σας…
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε μια νέα γυναίκα χήρα, χωρίς περιουσία. Είχε όμως ένα σπουδαίο αγοράκι. Αυτό την έκανε πολύ χαρούμενη και ευτυχισμένη. Το μεγάλωνε με όλα του τα καλά, χωρίς να του λείψει τίποτα. Ήτανε πολύ καλή μοδίστρα και όλες οι κυρίες της πόλης σε αυτήν ράβανε τα φορέματά τους. Ένα πρωί, το αγοράκι ξεκίνησε για το σχολείο όπως κάθε μέρα. Στο δρόμο, συνάντησε δυο μεγάλα αγόρια, που είχανε ένα δεμένο σκυλάκι και το τραβούσαν με τη βία.
Πού το πάτε έτσι τραβώντας το σκυλάκι;
ρώτησε το παιδί.
Να το πετάξουμε στη ρεματιά…
Κρίμα είναι, τι σας έκανε;
Τίποτα. Μα δεν μπορούμε να το ταΐζουμε και εχθές έφαγε τις κότες της γειτόνισσας.
Δεν το λυπάστε;
Το λυπόμαστε, μα δεν έχουμε άλλη λύση.
Αν σας δώσω μια δραχμή που έχω, μου το δίνετε;
Σου το δίνουμε.
Τα δύο παιδιά πήρανε τη δραχμή και φύγανε. Το αγοράκι το μεσημέρι επέστρεψε στο σπίτι με το σκυλάκι. Το σκυλάκι τον ακολουθούσε χαρούμενο.
Τι το κουβάλησες εδώ το σκυλί; Καλά, καλά δεν έχουμε εμείς να φάμε, τώρα θέλεις να ταΐζουμε και το σκύλο;
είπε η μάνα του.
Καλή μου μανούλα, ας το κρατήσουμε. Θα το ταΐζω από το δικό μου φαΐ. Αν το διώξουμε θα πεθάνει από την πείνα…
είπε ικετευτετικά το αγόρι.
Τέλος πάντων! Κράτησέ το αλλά κοίταξε μη μου κουβαλήσεις τίποτα άλλο!
Εντάξει, σε ευχαριστώ πολύ…
…είπε το αγοράκι.
Την άλλη μέρα, καθώς πήγαινε στο σχολείο συνάντησε πάλι τα ίδια παιδιά. Τώρα εκείνα κρατούσαν ένα βατραχάκι και πηγαίνανε να το σκοτώσουν. Το αγοράκι που το λυπήθηκε, έδωσε άλλη μια δραχμή και το πήρε και το πήγε στο σπίτι του. Εκεί το έβαλε σε μια μικρή στερνούλα με νερό. Όταν το βατραχάκι μεγάλωσε είπε στο αγοράκι.
Σε ευχαριστώ για όλα. Τώρα που μεγάλωσα θα σε παρακαλούσα να με πας πέρα στο βάλτο να βρούμε τη μάνα μου.
Γιατί, δε περνάς καλά εδώ που γίναμε και φίλοι;
Μου αρέσει, μα τα βατράχια δε ζούνε με τους ανθρώπους. Ζούνε μέσα στους βάλτους, στα ποτάμια και στις λίμνες. Αλλιώς πεθαίνουν από την στεναχώρια τους.
Όπως θέλεις, μα πώς θα γνωρίσουμε τη μάνα σου;
Πήγαινέ με εσύ και θα δεις.
Το απόγευμα, το αγοράκι πήρε το βατραχάκι και το πήγε στο βάλτο. Εκεί το βατραχάκι ανέβηκε σε μία πέτρα και άρχιζε να φωνάζει. Την ίδια στιγμή, μέσα από τα καλάμια παρουσιάστηκε μια μεγάλη βατραχίνα.
Εσύ είσαι παιδάκι μου; Πού ήσουνα τόσο καιρό; Νόμιζα ότι έπαθες κάτι κακό.
Εγώ είμαι μανούλα και τη ζωή μου τη χρωστάω στο φίλο μου που με έφερε εδώ. Είναι πολύ καλό παιδί και για να ξεπληρώσουμε το καλό που μου έκανε, δώσε του την σφυριχτρούλα που ξέρεις.
Η βατραχομάνα έβγαλε από την τσέπη της μια μικρή σφυρίχτρα και την έδωσε στο αγοράκι.
Για το καλό που έκανες στο παιδί μου σου τη χαρίζω. Να ξέρεις είναι μαγική. Όταν θέλεις κάτι, θα σφυράς σιγανά και θα λες από μέσα σου τρεις φορές αυτό που θέλεις και θα γίνεται αμέσως.
Η βατραχομάνα πήρε το παιδί της και εξαφανίστηκε. Το παιδάκι έφυγε για το σπίτι του και σε όλο το δρόμο συλλογιόταν.
Είναι δυνατό να έχει τόση δύναμη; Δεν το πιστεύω αλλά ας δοκιμάσω. Έβγαλε λοιπόν τη σφυρίχτρα, σφύριξε τρεις φορές σιγανά και είπε:
Θέλω ένα σκύλο, μεγάλο και…
Δεν πρόφτασε να τελειώσει και ένας όμορφος σγουρόμαλλος σκύλαρος βρισκότανε μπροστά του.
Τώρα μάλιστα!
Φώναξε ενθουσιασμένο το αγοράκι!
Με σένα και τη μαγική σφυρίχτρα μου δε φοβάμαι τίποτα. Πάμε να γνωρίσουμε τον κόσμο…
…είπε και ξεκίνησαν. Περπατούσαν μέρες ολόκληρες και δεν τους ένοιαζε. Όταν ήθελαν φαΐ ή μέρος να κοιμηθούν, η σφυρίχτρα έκανε το θαύμα της. Τελικά φτάσανε σε μια μεγάλη πολιτεία. Το αγοράκι αφού τα είδε όλα πήρε την απόφαση του. Γύρισε στο σπίτι του, πήρε την μητέρα του, την έφερε στην πολιτεία και εκεί άνοιξαν ένα μαγαζί που είχε από όλα. Βοηθούσε τους φτωχούς και ποτέ δεν τους έπαιρνε χρήματα. Το μαγαζί του με τη βοήθεια της σφυριχτρούλας του, πάντα ήταν γεμάτο. Έτσι ζήσανε όλοι καλά … κι εμείς καλύτερα…!
Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λεν’ στα παραμύθια!
πόσο αισιόδοξο παραμύθι ηταν αυτό!!!!! και γλυκό και τρυφερό ……….
Μου αρέσει!Μου αρέσει!