(Ακούστε το παραμύθι στο τέλος της σελίδας)
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!!!
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριουδάκι όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε μια όμορφη οικογένεια. Όμορφη, αλλά φτωχή. Το σπίτι τους, ήταν μια καλύβα που μετά βίας τους χωρούσε όλους. Σε δύο δωμάτια μόνο, έπρεπε να χωρέσουνε, ο μπαμπάς, η μαμά και τα 3 παιδιά τους. Ο μπαμπάς ήτανε ψαράς και προσπαθούσε να πιάνει ψάρια, να τα πουλάει στην αγορά για να μπορεί η οικογένειά του να έχει έστω και ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι τους. Παρότι ήτανε φτωχοί ήτανε πολύ χαρούμενοι. Είχανε φίλους όλους τους κατοίκους του χωριού και ήτανε πολύ καλοί και αγαπητοί άνθρωποι. Τα παιδιά τους, αν και με λιγοστά παιχνίδια παίζανε πάντα χαρούμενα και αγαπημένα στο μικρό τους κήπο και βοηθούσανε τη μητέρα τους με τις δουλειές του σπιτιού όποτε τους το ζητούσε.
Έναν χειμώνα όμως ο καιρός ήτανε πολύ ψυχρός. Για μέρες ολόκληρες έβρεχε και φυσούσε δυνατά. Ο καημένος ο πατέρας δεν μπορούσε να πάρει τη βαρκούλα του και να πάει για ψάρεμα και έτσι τα παιδιά του είχανε να φάνε τρεις μέρες. Η γυναίκα του, του έλεγε συνέχεια «να μην ανησυχεί». Πως είναι μια δοκιμασία και θα την ξεπεράσουν όπως κι άλλες φορές. Ο πατέρας όμως δεν άντεξε και το επόμενο πρωινό, πήρε τα εργαλεία του και έφυγε από το σπίτι. Έξω έβρεχε πολύ και μέχρι να φτάσει στη βαρκούλα του είχε ήδη γίνει μούσκεμα. Η θάλασσα ήτανε πολύ αγριεμένη όμως ο πατέρας σκεφτότανε συνέχεια τα παιδιά του, ότι έχουν να φάνε μέρες. Πήδηξε λοιπόν στη βάρκα και βγήκε στα ανοιχτά. Δεν μπορούσε όμως να πιάσει κανένα ψάρι γιατί είχε φοβερό αέρα και δεν μπορούσε εύκολα να ρίξει το καλάμι του.
Θεέ μου… τί δυστυχία…τα παιδιά μου θα πεθάνουν από την πείνα!!!
…μονολόγησε, μα τότε, του φάνηκε ότι τσίμπησε ένα ψάρι. Τράβηξε με δύναμη με το καλάμι του επάνω και τί να δει!! ένα μικρό χρυσόψαρο!!! Στην αρχή παραξενεύτηκε γιατί πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο. Έπειτα δυσφόρησε γιατί ήταν πολύ μικρό και δεν θα χόρταιναν τα παιδιά του. Παρόλα αυτά, το απαγκίστρωσε και ετοιμάστηκε να το βάλει στο καλάθι του, όταν ξαφνικά άκουσε μια φωνή να ακούγεται από το στόμα του μικρού ψαριού, λέγοντάς του:
Ρίξε το χρυσό ψαράκι στο γιαλό και θα δεις καλό!
Ο ψαράς, τρόμαξε στην αρχή. «Αμάν το ψαράκι μιλάει, μονολόγησε. Από την άλλη, σκέφτηκε ότι δεν είχε να χάσει τίποτα και τελικά το έριξε πίσω στην θάλασσα.
Το χρυσόψαρο, αναδύθηκε στην επιφάνεια και κοίταξε κατάματα τον φτωχό ψαρά και του είπε με γαλήνια φωνή.
Τι καλό θέλεις να σου κάνω για το καλό που μου έκανες;
Ο ψαράς απόρησε, θεωρώντας ότι το μικρό ψάρι δεν ήταν ικανό να του προσφέρει τίποτα. Παρόλα αυτά του απάντησε…
Το μόνο που θέλω είναι να πάω στο σπίτι μου και να βρω στο τραπέζι φαγητό και τα παιδιά μου να τρώνε.
Τότε, το μικρό χρυσόψαρο, έκανε μια σβούρα γύρω από τον εαυτό του, αφήνοντας ένα μικρό ήχο σαν σφύριγμα και μετά χάθηκε στον βυθό της θάλασσας. Ο ψαράς, γύρισε λυπημένος στο σπίτι του αφού δεν είχε καταφέρει να πιάσει τίποτα καλό για φαγητό, μα εκεί μια έκπληξη τον περίμενε. Μόλις άνοιξε την πόρτα, είδε τα παιδιά του να κάθονται στο τραπέζι το οποίο ήταν γεμάτο λογής-λογής φαγητά. Ψάρια, κρέατα, πίτες, σαλάτες, σοκολάτες, τούρτες και πολλά άλλα καλούδια. Αφού έφαγαν και χόρτασαν, το βράδυ, μόλις πέσανε για ύπνο, ο ψαράς δεν άντεξε και είπε στην γυναίκα του ό,τι είχε συμβεί στην θάλασσα με το χρυσόψαρο.
Αμάν βρε άντρα μου, κι από όλες τις ευχές, αυτή βρήκες να ζητήσεις εσύ;
…του απάντησε στεναχωρημένη η γυναίκα του.
Την επόμενη μέρα, ο καιρός καλυτέρεψε κι ο ψαράς, πήρε τα σύνεργά του και τράβηξε για την θάλασσα. Μπήκε στην βάρκα του κι ανοίχτηκε ξανά στα βαθιά. Ψάρευε για ώρες μα δίχως αποτέλεσμα. Πάνω που ετοιμαζότανε να μαζέψει την πετονιά του, κάτι ένιωσε να την τραβάει. Την τράβηξε γρήγορα επάνω και έκπληκτος αντίκρισε πάλι το μικρό χρυσόψαρο.
Ρίξε το χρυσό ψαράκι στο γιαλό και θα δεις καλό!
…ακούστηκε και πάλι από το στοματάκι του ψαριού. Ο ψαράς, χωρίς δεύτερη σκέψη, το απαγκιστρώνει και το ρίχνει ξανά στην θάλασα.
Το χρυσόψαρο, αναδύθηκε στην επιφάνεια και κοίταξε ξανά κατάματα τον φτωχό ψαρά λέγοντάς του με γαλήνια φωνή.
Τι καλό θέλεις να σου κάνω για το καλό που μου έκανες;
Θέλω ένα μεγάλο και άνετο σπίτι. Το κάθε παιδί μας, να έχει το δικό του δωμάτιο με πολλά παιχνίδια. Η κουζίνα μας να είναι γεμάτη με φαγητά. Θέλω ένα μεγάλο τζάκι να υπάρχει στο καλό δωμάτιο που θα καθόμαστε όλοι μαζί τα βράδια και θα λέμε ιστορίες. Επίσης, θέλω και μια κουνιστή πολυθρόνα για να χουζουρεύω τα πρωινά.
Τότε, το μικρό χρυσόψαρο, έκανε μια σβούρα γύρω από τον εαυτό του, αφήνοντας και πάλι ένα μικρό ήχο σαν σφύριγμα και μετά χάθηκε στον βυθό της θάλασσας. Ο ψαράς, γύρισε γρήγορα στο σπίτι του και τα έχασε όταν μπροστά του αντίκρισε, αντί για την φτωχική τους καλύβα, ένα τεράστιο σπίτι, σχεδόν σαν παλάτι, όπως ακριβώς το είχε περιγράψει στο χρυσόψαρο.
Ο καιρός περνούσε κι όλοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Μια μέρα όμως, λίγο μετά το μεσημεριανό φαγητό τους κι ενώ είχαν πέσει να ξαπλώσουν, η γυναίκα του ψαρά έδειχνε ανήσυχη.
Τι έχεις βρε γυναίκα; Δεν είσαι ευχαριστημένη με αυτά που μας συμβαίνουν;
Ευχαριστημένη είμαι άντρα μου…αλλά να…σκεφτόμουνα πόσο ωραία θα ήταν, αν αντί για το όμορφο αυτό σπίτι που έχουμε, είχες ζητήσει κάτι άλλο…
Και τι άλλο σκέφτηκες;
…ρώτησε και πάλι ο ψαράς!
Φαντάσου να του είχες ζητήσει να σε κάνει εσένα βασιλιά κι εμένα βασίλισσα!
…απάντησε η γυναίκα του και τα μάτια της γυάλισαν σαν να ήθελε να δακρίσει. Το επόμενο πρωί, ο ψαράς πήρε και πάλι τα σύνεργά του από την αποθήκη και τράβηξε κρυφά για την θάλασσα. Μπήκε στην βάρκα του κι άρχισε να ανοίγεται προς τα βαθιά, ευχόμενος να βρει ξανά το μικρό χρυσόψαρο. Έριξε την πετονιά του με το καλάμι και περίμενε. Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερις ώρες και όντως, ένιωσε πως κάτι τσίμπησε στην πετονιά του. Την τράβηξε γρήγορα και με μεγάλη χαρά, είδε το μικρό χρυσόψαρο.
Ρίξε το χρυσό ψαράκι στο γιαλό και θα δεις καλό!
Αμέσως ο ψαράς το έριξε πίσω στην θάλασσα. Το χρυσόψαρο, αναδύθηκε στην επιφάνεια και κοίταξε ξανά κατάματα τον φτωχό ψαρά λέγοντάς του με γαλήνια φωνή.
Τι καλό θέλεις να σου κάνω για το καλό που μου έκανες;
Θέλω να με κάνεις βασιλιά και την γυναίκα μου βασίλισσα. Να ζούμε σε ένα τεράστιο παλάτι και να έχουμε όλα τα καλά του Θεού.
Μόνο τότε κατάλαβε το λάθος τους. Κατάλαβε πως τους κυρίευσε η απληστία κι άρχισαν να χάνουν την χαρά και την αγάπη που είχαν πρώτα κι ας μην είχαν πολλά αγαθά. Είχαν όμως, ο ένας τον άλλον. Κι αυτό ήταν αρκετό!
Ψέμματα ή αλήθεια έτσι λεν’ τα παραμύθια!
Ακούστε το παραμύθι…
Το παραμύθι «Ο ψαράς και το χρυσόψαρο» αφηγείται η Ματίνα Δαραβάνη. Η Ματίνα Δαραβάνη είναι Κοινωνική λειτουργός – Συγγραφέας. Ανταποκρίθηκε στην πρόταση-πρόσκληση της Ομάδας μας προς όσους ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στην δράση της ηχητικής ψηφιοποίησης των παραμυθιών. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2018, ηχογράφησε μόνη της το παραμύθι και την ευχαριστούμε για την συμμετοχή της.
Παράθεμα: Η θάλασσα στο The Lighthouse festival 2016 | Οι παραμυθάδες
Παράθεμα: Ο ψαράς και το χρυσόψαρο! (Ηχητικό παραμύθι) | Οι παραμυθάδες
Παράθεμα: Στην κοπή της πίτας του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας. | Οι παραμυθάδες