Ξένα παραμύθια

Ο Ήλιος, η Σελήνη και ο Κόκορας

Παραμύθι από την Μαλαισία – Απόδοση Χρήστος Π. Τσίρκας

Ήλιος Σελήνη ΚόκοραςΣτα πολύ παλιά χρόνια, κάπου μέσα στην απεραντοσύνη του ουρανού, ζούσαν τρία αδέρφια. Ο μεγαλύτρος ήταν ο Ήλιος, αμέσως μετά η Σελήνη κι μικρότερος αδερφός ήταν ο Κόκορας.

Ένα πρωινό, ο Ήλιος είχε πάει για δουλειά κι έμειναν στο αιθέριο σπίτι τους η Σελήνη με τον Κόκορα. Αργά το απόγευμα η Σελήνη είπε στον Κόκορα να βγει και να μαζέψει το κοπάδι μα ο Κόκορας επειδή ήταν κουρασμένος από τις δουλειές που έκανε στο σπίτι, αρνήθηκε να πάει. Τότε η Σελήνη θύμωσε πολύ. Τον άρπαξε από το κόκκινο λειρί του και με δύναμη τον πέταξε από τον ουρανό στην γη.
Αργά το βράδυ, γύρισε ο Ήλιος και απόρησε με την απουσία του Κόκορα. Έτσι, ρώτησε την Σελήνη κι αυτή του εξήγησε το τί είχε συμβεί. Ο Ήλιος στεναχωρέθηκε και θύμωσε κι αυτός με την σειρά του. Γύρισε και της είπε:

Καλή μου Σελήνη, μου φαίνεται ότι δεν ξέρεις ή δεν μπορείς να ζήσεις ειρηνικά με τους άλλους. Είσαι εγωίστρια. Γι’ αυτό κι εγώ θα φύγω και θα σε αφήσω μόνη σου. Εσύ θα βγαίνεις το βράδυ, ενώ εγώ την ημέρα. Όσο για τον αδερφό μας τον Κόκορα που τον έδιωξες τόσο άδικα, δεν θα σε αγαπάει, ενώ εμένα δεν πρόκειται να με ξεχάσει ποτέ. Όταν θα ξυπνάω εγώ, θα ξυπνάει κι αυτός και θα δείχνει την χαρά του. Όταν θα ξυπνάς εσύ όμως, αυτός θα φεύγει και θα κρύβεται στο σπίτι του για να μην σε δει.

Κι έτσι γίνεται από τότε. Μόλις η ημέρα ξεκινάει με την ανατολή του Ήλιου, πρώτος ο Κόκορας τον υποδέχεται στην πλάση και φωνάζει :

Κικιρίκου…Κικιρίκου…

…που στην γλώσσα των κοκόρων θα πει «κι εγώ είμαι εδώ». Ενώ, μόλις ο Ήλιος δύει και ετοιμάζεται να εμφανιστεί η Σελήνη, ο Κόκορας φεύγει και κρύβεται στο σπίτι του για να μην συναντήσει την αδέρφη του που δεν την αγαπάει πια.

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Ο μύθος της μπλε καρακάξας

Τον παρακάτω μύθο μας έστειλε και αναρτούμε στην σελίδα μας για λογαριασμό του, ο φίλος και μέλος της ομάδας μας, Τάσος Καμπουράκης από το Σάο Πάολο της Βραζιλίας.

Στη νότια Βραζιλία ο μύθος της μπλε καρακάξας είναι χαρακτηριστικός ειδικά στην πολιτεία του Παρανά. Η μπλε καρακάξα είναι το πουλί που εξαιτίας του φυτρώνει το δέντρο Ακουάρια που θεωρείται δέντρο σύμβολο στην πολιτεία του Παρανά.

Μπλε καρακάξα

Η μπλε καρακάξα

Σύμφωνα με τον μύθο για πολλά χρόνια η μπλε καρακάξα ήταν απλά ένα καφέ πουλί όπως και όλα τα υπόλοιπα του είδους της. Μια μέρα όμως η μπλε καρακάξα σκέφτηκε να ζητήσει από τον Θεό να της δώσει μια αποστολή που θα ήταν πολύ χρήσιμη και σημαντική. Τότε ο Θεός της έδωσε ένα φυτό. Η καρακάξα το πήρε με το σκληρό ράμφος της, άνοιξε το εσωτερικό του φυτού και έφαγε το πιο λεπτό μέρος. Το μεγαλύτερο, το πιο παχύ που περιείχε την ρίζα του φυτού την κράτησε για να την φάει αργότερα και την έθαψε στο έδαφος για να μην την βρει κανένας. Μετά από λίγες μέρες όμως ακόμα και η ίδια ξέχασε που την είχε θάψει.

Η μπλε καρακάξα προσπάθησε πολύ. Έψαχνε για μέρες ολόκληρες αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Δεν κατάφερε να βρει το άλλο μέρος του καρπού που είχε περισσέψει. Παρ’ όλα αυτά συνειδητοποίησε οτι στο μέρος που είχε θάψει τον καρπό φύτρωσε το δέντρο Ακουάρια. Όταν το δέντρο μεγάλωσε και άρχισε να δίνει καρπούς η μπλε καρακάξα έτρωγε το πιο λεπτό μέρος του καρπού και έθαβε τους σπόρους της ρίζας με αποτέλεσμα να φυτρώνουν νέα δέντρα. Έτσι μετά από χρόνια κάλυψε ένα μεγάλο μέρος της πολιτείας του Παρανά με χιλιάδες δέντρα δημιουργώντας δάση από Ακουάρια. Όταν ο Θεός είδε το έργο της μπλε καρακάξας αποφάσισε να της δώσει για βραβείο το χρώμα του ουρανού έτσι ώστε οι άνθρωποι να την αναγνωρίζουν και να εκτιμάνε την προσπάθεια και την αφοσίωσή της. Έτσι από σκούρο πουλί έγινε μπλε.

Υ.Γ. Η μπλε καρακάξα είναι η μασκότ της ομάδας Paraná Clube, Curitiba σημαντική ομάδα ποδοσφαίρου.

Categories: Μύθοι, Ξένα παραμύθια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Τα τέσσερα αδέρφια

Παραμύθι των αδερφών Γκριμ. Επιμέλεια: Αδελαϊδα Ράπτη!

Κάποτε, σ’ ένα μικρό ορεινό χωριουδάκι ζούσε ο μπαρμπα-Χρήστος με τους τέσσερις γιούς του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και είχε μεγαλώσει μόνος του τα παιδιά που έγιναν έξυπνα και καλά παλικάρια. Μια μέρα τους φώναξε κοντά του και τους είπε:

Παιδιά μου, εγώ δεν μπορώ πια να σας προσφέρω τίποτε παραπάνω. Πρέπει να φύγετε και να μάθετε μια τέχνη για να μπορέσετε να ζήσετε.

Τα τέσσερα αδέρφια είχαν καταλάβει κι αυτά ότι για να βοηθήσουν τον πατέρα τους έπρεπε να φύγουν στα ξένα γιατί το χωριό τους ήταν μικρό και φτωχό. Ετοίμασαν λοιπόν τα λιγοστά τους πράγματα, πήραν την ευχή του πατέρα τους και έφυγαν από το πατρικό σπίτι. Περπάτησαν ώρες πολλές ώσπου έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι. Ο μεγάλος αδερφός τότε τους σταμάτησε και τους είπε:

Αδέρφια, εδώ νομίζω είναι το καλύτερο σημείο να χωρίσουμε και να πάρει ο καθένας μας από έναν δρόμο. Πρέπει όλοι να μάθουμε μια τέχνη αλλά μόλις περάσουν τέσσερα χρόνια θα επιστρέψουμε όλοι σ’αυτό το ίδιο μέρος για να γυρίσουμε πίσω στο χωριό μας όλοι μαζί.

Ο μεγαλύτερος πήρε τον δρόμο που πήγαινε βόρεια. Περπάτησε κάμποσες μέρες ώσπου συνάντησε κάποιον και του διηγήθηκε την ιστορία του. Αυτός τότε τον ρώτησε:

Και τι τέχνη θέλεις να μάθεις;

Κάτι που να είναι καλό και χρήσιμο.

…απάντησε το παλικάρι.

Τότε έλα μαζί μου, εγώ χρειάζομαι έναν βοηθό και νομίζω ότι είσαι τίμιος και άξιος…τι λες;

Και τι τέχνη θα μου μάθεις;

…ρώτησε ο μεγάλος αδερφός.

Εγώ φτιάχνω αέρινα γάντια!

…του εκμυστηρεύθηκε εκείνος.

Μ’αυτά τα γάντια ό,τι αγγίζεις, ακόμα και το πιο βαρύ πράγμα του κόσμου, αυτό γίνεται αμέσως ελαφρύ σαν πούπουλο και μπορείς να το μεταφέρεις όπου θέλεις. Όμως πρέπει να γίνεις δυνατός στα μπράτσα και επιδέξιος στα δάχτυλα.

Του άρεσε του παλικαριού η ιδέα και ακολούθησε τον τεχνίτη. Έμεινε κοντά του τέσσερα χρόνια και έξυπνος όπως ήταν έγινε στην τέχνη καλύτερος από το αφεντικό του. Ευχαριστημένος και εκείνος από το παλικάρι, όταν ήρθε η ώρα να φύγει, του χάρισε ένα ζευγάρι αέρινα γάντια με την συμβουλή να τα φυλάξει και να τα χρησιμοποιήσει με σύνεση.

Ο δεύτερος αδερφός πήρε τον δρόμο που πήγαινε νότια. Μέρες πολλές περπάτησε κι αυτός κι όταν βρήκε στο δρόμο του ένα χάνι κάθησε να φάει και να ξεκουραστεί. Συλλογιότανε τι να κάνει, όταν ένας άντρας από το διπλανό τραπέζι τον ρώτησε τι έχει και αναστενάζει. Το παλικάρι, του είπε την ιστορία του κι εκείνος του πρότεινε να τον ακολουθήσει και να του μάθει την τέχνη του.

Και ποια είναι η τέχνη σου;

…θέλησε εκείνος να μάθει.

Η αστρονομία. Έλα να γίνεις βοηθός μου και θα δεις ότι τίποτε στον κόσμο δεν θα μένει κρυφό από σένα και θα τα γνωρίζεις όλα.

Του άρεσε του δεύτερου γιου αυτό που του είπε ο αστρονόμος και τον ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Πέρασαν τα τέσσερα χρόνια κι όταν ήρθε η ώρα να φύγει εκείνος του χάρισε ένα τηλεσκόπιο!

Στάθηκες άξιος βοηθός μου και έγινες καλύτερος κι από μένα. Μ’αυτό το τηλεσκόπιο που σου χαρίζω θα βλέπεις και θα γνωρίζεις τα πάντα σ’ όλη τη γη αλλά και ψηλά στον ουρανό. Τίποτε δεν θα είναι κρυφό για σένα.

Ο τρίτος γιος βρήκε στον δρόμο του έναν κυνηγό. Έξυπνος κι αυτός σαν τα αδέρφια του δεν άργησε να ξεπεράσει στην τέχνη τον κυνηγό και να γίνει ακόμα καλύτερος και σαν ήρθε και για εκείνον η ώρα να φύγει αυτός του δώρισε ένα όπλο.

Μπορεί να σου φαίνεται απλό μα, όταν θα σημαδεύεις, θα μπορείς να χτυπήσεις με μιας, δυο και τρεις στόχους μαζί κι ας μην είναι και στην ίδια ευθεία.

Ο τέταρτος και μικρότερος αδερφός συναντήθηκε με έναν ράφτη. Είπε την ιστορία του αλλά όταν εκείνος του πρότεινε να του μάθει την τέχνη του, ο μικρός αδερφός αρνήθηκε:

Μπα, καθόλου δεν μ’ αρέσει αυτή η τέχνη. Μου φαίνεται πολύ βαρετό να κάθομαι με τις ώρες σε μια καρέκλα και να πηγαίνει το χέρι μου πάνω κάτω όλη την μέρα κρατώντας μια βελόνα και μια κλωστή.

Μα η δική μου ραφτική δεν μοιάζει με τις άλλες. Είναι διαφορετική και ευχάριστη. Κοντά μου θα γίνεις ένας πραγματικός καλλιτέχνης.

Εντυπωσιάστηκε ο μικρός γιος από την ιδέα, ακολούθησε τον ράφτη και τέσσερα χρόνια αργότερα είχε γίνει ο καλύτερος καλλιτέχνης στο ράψιμο.

Θα σου χαρίσω αυτήν την βελόνα. Μ’αυτήν θα μπορείς να ράψεις ακόμα και τα πιο παράξενα πράγματα. Από το πιο μαλακό σαν το ασπράδι του αυγού μέχρι το πιο σκληρό σαν την σιδερένια πανοπλία.

…του είπε το αφεντικό του την ώρα που τον αποχαιρετούσε.

Έτσι, μετά από τέσσερα χρόνια τα αγαπημένα αδέρφια συναντήθηκαν και πάλι στο σημείο που είχαν χωρίσει. Αγκαλιάστηκαν και γύρισαν όλοι μαζί στο χωριό τους. Συγκινήθηκε ο καημένος ο μπαρμπα-Χρήστος όταν είδε τα παλικάρια του που τόσο τα είχε αποθυμήσει. Κάθισαν όλοι μαζί στην αυλή και τους ρωτούσε συνέχεια για όσα ζήσανε και για τις τέχνες που μάθανε και όλο κουνούσε το κεφάλι του παραξενεμένος γι’αυτά τα παράξενα που του έλεγαν τα αγόρια του, μη μπορώντας να τα πιστέψει.

Για να δω λοιπόν τι αξίζουν οι τέχνες σας.

Γύρισε τότε στον δεύτερο γιο και του είπε:

Βλέπεις εκείνο το ψηλό δέντρο στην άκρη του κάμπου; Στην κορφή του, ανάμεσα σε δυο κλωνιά, είναι η φωλιά ενός σπίνου. Μπορείς να δεις πόσα αυγά έχει μέσα;

Παίρνει ο αστρονόμος το τηλεσκόπιο και λέει:

Πέντε αυγά είναι μέσα! 

Κατέβασε τώρα εσύ τα αυγά από την φωλιά χωρίς να σε καταλάβει η μητέρα που κάθεται και τα κλωσάει!

…γύρισε και είπε στον μεγαλύτερο. Φόρεσε εκείνος τα αέρινα γάντια, σκαρφάλωσε και χωρίς να ενοχλήσει την μητέρα που κλωσούσε, πήρε και έφερε τα αυγά στον πατέρα του. Εκείνος έβαλε τα τέσσερα αυγά στις τέσσερις άκρες του τραπεζιού και το πέμπτο το έβαλε στο κέντρο.

Εσύ γιε μου, που λες πως έγινες άξιος κυνηγός, με μια ριξιά κόψε όλα τα αυγά στην μέση.

…είπε στον τρίτο του γιο. Εκείνος σημάδεψε και με μιας έκοψε τα πέντε αυγά ακριβώς στη μέση, σε δύο ίσα κομμάτια το καθένα.

Σειρά σου τώρα, εσύ μικρότερε. Ράψε κάθε αυγό και κάθε πουλάκι που ήταν μέσα, με τέτοιο τρόπο, που να ξαναγίνουν όπως ήταν πριν.

Εκείνος με λίγες και γρήγορες βελονιές έραψε τα αυγά, χωρίς να φαίνεται η ραφή. Τα πήρε πάλι ο μεγαλύτερος με τα αέρινα γάντια του και τα ξανάβαλε στην θέση τους χωρίς η μητέρα να καταλάβει τίποτα. Κι όταν τα πουλάκια γεννήθηκαν το μόνο σημάδι που είχαν ήταν μια κόκκινη γραμμούλα σαν κορδέλα, γύρω από τον λαιμό τους, εκεί που ο ράφτης είχε κάνει την ραφή.

Ενθουσιασμένος ο μπαρμπα-Χρήστος αγκάλιασε τ’ αγόρια του και τους είπε:

Mπράβο παιδιά μου. Ο χρόνος σας δεν πήγε χαμένος. Μάθατε σπουδαίες τέχνες! Είμαι πολύ περήφανος για σας!

Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν κακό μεγάλο αναστάτωσε την χώρα. Την μονάκριβη και όμορφη κόρη του βασιλιά την άρπαξε ένας φοβερός και άγριος δράκος μέσα στην νύχτα, την ώρα που κοιμόντουσαν όλοι και είχε εξαφανιστεί. Μαύρο δάκρυ έριχνε ο άμοιρος πατέρας για την συμφορά που τον βρήκε αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Έστειλε τους ντελάληδες σ’ όλη την χώρα και υποσχέθηκε πως όποιος του έφερνε πίσω την κόρη του θα του την έδινε γυναίκα του.

Τώρα είναι ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τις τέχνες μας, είπαν τα τέσσερα αδέρφια και κίνησαν να βρουν την βασιλοπούλα. Ανέβηκαν στον λόφο κοντά στο σπίτι τους και ο αστρονόμος άρχισε να την ψάχνει με το τηλεσκόπιό του.

Την βλέπω. Είναι πάνω σ’ έναν βράχο καταμεσής στην θάλασσα και ο δράκος είναι ξαπλωμένος στα πόδια της και την φυλάει.

…φώναξε στα αδέρφια του.

Τα τέσσερα αδέρφιαΠαρουσιάστηκαν στον βασιλιά και του ζήτησαν ένα πλοίο για να πάνε να φέρουνε την κόρη του πίσω. Εκείνος, γεμάτος ελπίδα και αγωνία μαζί, τους έδωσε το καλύτερο καράβι του. Ταξίδεψαν μέρες και κάποια στιγμή πλησίασαν στον βράχο όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Η βασιλοπούλα τους είδε αλλά δεν κουνήθηκε μην τυχόν ξυπνήσει τον δράκο που κοιμόταν στα πόδια της. Τα αδέρφια κάθησαν και σκέφτηκαν τι ήταν καλύτερο να κάνουν. Αποφάσισαν να πλησιάσουν τον βράχο από την πίσω πλευρά. Προσεκτικά τότε, ο μεγαλύτερος αδερφός σκαρφάλωσε και απαλά απαλά, με τα αέρινα γάντια του, σήκωσε αγκαλιά την βασιλοπούλα χωρίς ο δράκος να καταλάβει τίποτε. Γύρισαν στο καράβι και βιαστικά πήραν τον δρόμο της επιστροφής, ακούγοντας ακόμα το δυνατό ροχαλητό του δράκου.

Κάποια στιγμή όμως, εκείνος ξύπνησε και είδε ότι η βασιλοπούλα δεν ήταν εκεί. Μούγκρισε άγρια και θυμωμένα και πέταξε στον αέρα ψάχνοντάς την αφηνιασμένα. Δεν άργησε να ανακαλύψει το πλοίο και όταν είδε την όμορφη κόρη όρμηξε με δύναμη να την αρπάξει. Γρήγορα, τότε ο κυνηγός, βγάζει το όπλο του και πυροβολεί τον δράκο στην καρδιά. Ο δράκος έπεσε νεκρός πάνω στο καράβι αλλά ήταν τόσο βαρύς που το έκανε κομμάτια.

Βρέθηκαν όλοι στην θάλασσα και αρπάχτηκαν από σανίδες για να μην πνιγούν. Ευτυχώς ο μικρός ραφτάκος, μέσα στον χαμό, δεν είχε χάσει την μαγική βελόνα του. Με μεγάλες βελονιές ένωσε όλα τα κομμάτια του πλοίου πριν τα κύμματα τα σκορπίσουν μακριά και έτσι συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής χωρίς κανέναν κίνδυνο.

Ο βασιλιάς τους περίμενε κάτω στο λιμάνι και δεν πίστευε στα μάτια του όταν είδε την μονάκριβη κόρη του ζωντανή. Έκλαιγε από την χαρά του και ευχαριστούσε τα τέσσερα παλικάρια.

Yποσχέθηκα ότι θα δώσω την κόρη μου για γυναίκα του σε όποιον την σώσει. Αποφασίστε λοιπόν ποιος από εσάς θα γίνει γαμπρός μου.

Τότε όμως, τα αδέρφια άρχισαν να διαφωνούν. Ο καθένας έλεγε πως αυτός ήταν που έσωσε την βασιλοπούλα.

Τι θα καταφέρνατε αν δεν ήμουν εγώ με το τηλεσκόπιο μου να δω πού βρίσκεται η βασιλοπούλα μας; Δίκαιο είναι να την πάρω εγώ!

… φώναζε ο αστρονόμος.

Και τι θα άξιζε η τέχνη σου αν δεν πήγαινα εγώ, με τα αέρινα γάντια μου να την αρπάξω από τον δράκο; Δική μου γυναίκα λοιπόν, πρέπει να γίνει!

…απάντησε ο μεγαλύτερος.

Μα τι λέτε εκεί; Το σκεφτήκατε ότι αν δεν ήμουν εγώ να τον σκοτώσω θα ήσασταν όλοι κομματάκια; Εγώ θα παντρευτώ την κόρη του βασιλιά μας!

…είπε ό τρίτος γιος, ο κυνηγός.

Αν δεν ήμουν εγώ με την μαγική μου βελόνα να ράψω το καράβι θα είμασταν όλοι στον πάτο της θάλασσας τώρα. Λοιπόν το σωστό είναι να την παντρευτώ εγώ!

…μπήκε τελευταίος στον καυγά και ο μικρότερος.

Ο βασιλιάς όταν είδε τα αδέρφια να μαλώνουν λυπήθηκε. Ήταν δίκαιος και σοφός άνθρωπος και γρήγορα βρήκε την σωστή λύση.

Και οι τέσσερις μαζί σώσατε την κόρη μου αλλά δεν μπορείτε να την παντρευτείτε και οι τέσσερις. Σε όλη σας την ζωή ήσασταν αγαπημένοι και αυτό είναι η πιο σπουδαία τέχνη από όλες όσες μάθατε μέχρι τώρα. Είναι κρίμα κι άδικο να την χάσετε τώρα και μάλιστα εξαιτίας μου. Δεν θα δώσω λοιπόν την κόρη μου σε κανέναν από σας. Θα σας χαρίσω όμως πολλά και πλούσια κτήματα, κοντά το ένα στο άλλο, ώστε να μείνετε πάντα μαζί και αγαπημένοι.

Τα τέσσερα αδέρφια συμφώνησαν αμέσως μ’ αυτήν την ιδέα και λυπήθηκαν που φέρθηκαν τόσο επιπόλαια. Αγκαλιάστηκαν και είπαν:

Ναι, ναι, θέλουμε. Έτσι θα μείνουμε…μαζί κι αγαπημένοι!

Και κοντά στα τέσσερα αγόρια έμεινε και ο καλός πατέρας, ο μπάρμπα-Χρήστος, μέχρι τα βαθιά του γεράματα!

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Ο Μαγεμένος Πύργος

Παραμύθι των αδερφών Γκριμ. Επιμέλεια: Μέλη Μίχα

       Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους. Όταν οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του βασιλιά μεγάλωσαν, αποφάσισαν να φύγουν μακριά. Σε μία χώρα όπου θα έκαναν μεγάλα και σπουδαία κατορθώματα και θα γίνονταν μεγάλοι και τρανοί βασιλιάδες σαν τον πατέρα τους. Ταξίδεψαν πολύ καιρό και γνώρισαν πολλές χώρες, αλλά δεν κατάφεραν να κάνουν απολύτως τίποτα. Το μόνο πράγμα που είχε απομείνει ήταν να γυρίσουν ξανά στην πατρίδα τους, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελαν με τίποτα να φανταστούν. Ο μικρότερος γιος του βασιλιά, που το όνομά του ήταν Γουίτλινγκ, είχε μείνει πίσω με τον πατέρα του. Ο καιρός περνούσε και τα αδέρφια του Γουίτλινγκ δε γύριζαν. Έτσι αποφάσισε να πάει εκείνος και να τα βρει.

         Μέρες ολόκληρες ταξίδευε με κόπους και περιπέτειες ώσπου κάποια στιγμή τους βρήκε. Όταν τους είπε πως αυτός θα έκανε σπουδαία πράγματα στη ζωή του και θα είχε μεγάλες επιτυχίες, εκείνοι τον θεώρησαν αφελή και γέλασαν μαζί του κοροϊδευτικά. Θεωρούσαν τον εαυτό τους περισσότερο έξυπνο.

       Ωστόσο, οι τρεις αδερφοί ξεκίνησαν μαζί το ταξίδι της επιστροφής.  Στο δρόμο που πορεύονταν, ξαφνικά, βρήκαν πάνω στο δρόμο τους μία μυρμηγκοφωλιά. Η φωλιά ήταν γεμάτη μυρμήγκια που δούλευαν σκληρά, κουβαλώντας αμέτρητους σπόρους. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί, που αγαπούσαν πολύ τις σκανταλιές, θέλησαν να χαλάσουν τη μυρμηγκοφωλιά. Θα τρόμαζαν τα μυρμήγκια και θα γελούσαν βλέποντάς τα να τρέχουν πάνω κάτω προσπαθώντας να σώσουν τα αυγά τους. Όταν το κατάλαβε αυτό ο Γουίτλινγκ και πριν αυτοί προλάβουν να το κάνουν, τους εμπόδισε:

Αφήστε ήσυχα τα μυρμήγκια. Τι κακό σας έκαναν αυτά τα μικρά πλάσματα του Θεού; Τόσο σκληρόκαρδοι είστε;

         Έτσι συνέχισαν την πορεία τους. Ύστερα από πολύ ώρα ο δρόμος τους έβγαλε σε μία λίμνη. Μέσα στα γαλάζια της νερά κολυμπούσαν πολύχρωμες και καμαρωτές πάπιες. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί, που αγαπούσαν πολύ τις κουτοπονηριές, θέλησαν να πιάσουν δύο από αυτές. Θα τις μαγείρευαν και έπειτα θα έκαναν ένα μεγάλο φαγοπότι. Όταν το κατάλαβε ο Γουίτλινγκ και πριν αυτοί προλάβουν να το κάνουν, τους εμπόδισε ξανά λέγοντας:

Αφήστε ήσυχες τις πάπιες. Κι αυτά μικρά πλάσματα του Θεού είναι. Δεν ντρέπεστε λιγάκι;

      Έτσι, συνέχισαν να περπατούν. Ώρες ολόκληρες περπατούσαν, ώσπου κάποια στιγμή κουράστηκαν και κάθισαν κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου δέντρου για να ξαποστάσουν. Για μια στιγμή και καθώς σήκωσαν τα μάτια τους ψηλά, είδαν να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους μία μεγάλη μελισσοφωλιά. Χιλιάδες μέλισσες ζουζούνιζαν γύρω από το μέλι που ξεχείλιζε και κυλούσε πάνω στον κορμό του δέντρου. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί, που αγαπούσαν πολύ τις ζαβολιές, θέλησαν και πάλι να κάνουν κάτι πολύ πονηρό. Θα άναβαν φωτιά στη ρίζα του δέντρου και έτσι θα σκόρπιζαν τις μέλισσες από τη μελισσοφωλιά πνίγοντάς τες με καπνό. Ύστερα θα σκαρφάλωναν ψηλά στο κλαδί και θα άρπαζαν όλο το μέλι δίχως κίνδυνο. Μόλις όμως ο Γουίτλινγκ το κατάλαβε και πριν αυτοί προλάβουν να το κάνουν, τους εμπόδισε για τρίτη φορά λέγοντας αγανακτισμένος:

Αφήστε ήσυχες τις μέλισσες. Τι κακό σας έκαναν τα φτωχά αυτά πλάσματα; Θέλουν κι αυτά να ζήσουν.

      Αφού ανέκτησαν τις δυνάμεις τους, οι τρεις αδερφοί συνέχισαν το δρόμο τους ξεκούραστοι. Εκεί που περπατούσαν, ο δρόμος, τους έβγαλε μπροστά σε ένα μεγάλο πύργο. Στάθηκαν εμπρός του, όμως πρόσεξαν πως κάτι παράξενο είχε συμβεί σε αυτόν.

ο μαγεμένος πύργος

Ο πύργος ήταν μαγεμένος και όλα μέσα του είχαν μετατραπεί σε πέτρα. Ακόμη και οι στάβλοι που υπήρχαν τριγύρω του, είχαν μέσα τους πέτρινα άλογα. Άνοιξαν την πόρτα του πύργου και μπήκαν μέσα. Πέρασαν από πολλά δωμάτια, μα ήταν όλα άδεια. Στο βάθος ενός μεγάλου διαδρόμου υπήρχε μία μυστηριώδης πόρτα που στη μέση της είχε ένα μικρό άνοιγμα. Έκαναν να την ανοίξουν μα η πόρτα ήταν τριπλά κλειδωμένη. Τα τρία αδέρφια έσκυψαν και έβαλαν τα κεφάλια τους στο μικρό άνοιγμα. Μέσα στο δωμάτιο βρισκόταν, καθισμένος σε ένα τραπέζι, ένας γκριζομάλλης ανθρωπάκος.

       Του μίλησαν, όμως εκείνος δεν τους άκουσε. Του ξαναμίλησαν, μα και πάλι δεν έδωσε απάντηση. Την τρίτη φορά σηκώθηκε, πλησίασε την πόρτα, ξεκλείδωσε και βγήκε έξω. Χωρίς να βγάλει λέξη από το στόμα του, πήρε τα τρία αδέρφια και τα οδήγησε σε μία μεγάλη αίθουσα. Μέσα της υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι πλούσια στρωμένο με όλων των ειδών τα φαγητά και τα ποτά. Αφού έφαγαν και ήπιαν, τους οδήγησε στα υπνοδωμάτιά τους.

         Την επόμενη μέρα το πρωί, ο γκριζομάλλης ανθρωπάκος πήρε τον μεγαλύτερο αδερφό και τον οδήγησε κοντά σ’ ένα πέτρινο τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι ήταν χαραγμένες τρεις οδηγίες. Αν κάποιος κατάφερνε να πραγματοποιήσει με επιτυχία και τις τρεις αυτές οδηγίες, ο μαγεμένος πύργος θα ελευθερωνόταν από τα μάγια.

       Σύμφωνα με την πρώτη οδηγία, μέσα στο δάσος κάτω από τα αγριόχορτα, βρίσκονταν σκορπισμένα τα χίλια μαργαριτάρια της βασίλισσας. Αυτός που θα αποφάσιζε να τα μαζέψει, θα έπρεπε να τα μαζέψει όλα και πριν ο ήλιος δύσει και πέσει το σκοτάδι. Αν μέχρι τη δύση του ηλίου έλειπε έστω και ένα μαργαριτάρι, τότε τα μάγια θα έπιαναν και θα μεταμορφωνόταν ο ίδιος του σε πέτρα.

        Ο μεγαλύτερος αδερφός πήρε αμέσως την απόφαση να μαζέψει όλα τα μαργαριτάρια. Όλη την ημέρα έψαχνε μέσα στα αγριόχορτα, αλλά μέχρι τη δύση του ήλιου είχε καταφέρει να μαζέψει μόνο εκατό μαργαριτάρια. Στενοχωρημένος γύρισε πίσω στον πύργο και μόλις μπήκε μέσα δίχως όλα τα μαργαριτάρια, μεταμορφώθηκε σε πέτρα.

        Ο δεύτερος αδερφός, όταν το είδε αυτό, θέλησε κι αυτός να προσπαθήσει. Βγήκε την επόμενη μέρα στο δάσος και άρχισε και αυτός να ψάχνει για μαργαριτάρια. Από το πρωί μέχρι το βράδυ έψαχνε, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να μαζέψει μόνο διακόσια μαργαριτάρια. Έτσι η κατάρα τον μεταμόρφωσε κι αυτόν σε πέτρα.

         Ο Γουίτλινγκ βλέποντας όλο αυτό το κακό που συνέβαινε, πήγε αποφασισμένος την επόμενη μέρα να ψάξει στα αγριόχορτα. Όμως δυστυχώς όσο κι αν αυτός προσπαθούσε, η δουλειά του δεν προχωρούσε και γρήγορα απογοητεύθηκε και αποφάσισε να τα παρατήσει. Βαθιά λυπημένος κάθισε πάνω σε μία πέτρα και άρχισε να κλαίει για τη μοίρα που τον περίμενε.

       Καθώς δεν υπήρχε καμία σωτηρία, σαν από θαύμα εμφανίστηκε μπροστά στα πόδια του μια ολόκληρη στρατιά από μυρμήγκια. Δεν άργησε να καταλάβει πως ήταν εκείνα τα μυρμήγκια που κάποτε ο ίδιος του, τους είχε σώσει τη ζωή. Είχαν έρθει για να του ανταποδώσουν το καλό που τους είχε κάνει. Τα μυρμήγκια έπιασαν αμέσως δουλειά και μέσα σε λίγη ώρα κατάφεραν να μαζέψουν και τα χίλια μαργαριτάρια της βασίλισσας. Έτσι, ο Γουίτλινγκ γύρισε πίσω στον πύργο πανευτυχής και έχοντας πραγματοποιήσει την πρώτη οδηγία.

        Η δεύτερη οδηγία που ήταν χαραγμένη στο πέτρινο τραπέζι μιλούσε για ένα κλειδί. Μέσα στη λίμνη, κοντά στον πύργο, υπήρχε το κλειδί που άνοιγε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας που κοιμόταν η μικρότερη βασιλοπούλα. Ο Γουίτλινγκ δεν έχασε ευκαιρία. Πλησίασε στη λίμνη και μόλις τον είδαν οι πάπιες τον αναγνώρισαν. Ήταν οι πάπιες που τους είχε σώσει τη ζωή. Τον χαιρέτησαν και βούτηξαν βαθιά στα γαλάζια νερά και του έφεραν αμέσως το κλειδί που ζητούσε. Έτσι κατάφερε να πραγματοποιήσει και τη δεύτερη οδηγία.

    Η τρίτη και τελευταία οδηγία ήταν και η δυσκολότερη. Μέσα στην κρεβατοκάμαρα κοιμόντουσαν τρεις βασιλοπούλες. Ο Γουίτλινγκ έπρεπε να βρει ποια από αυτές ήταν η πιο μικρή και πιο όμορφη. Όμως κανείς δε μπορούσε να την αναγνωρίσει. Γιατί και οι τρεις βασιλοπούλες, βυθισμένες σε βαθύ ύπνο, έμοιαζαν καταπληκτικά μεταξύ τους. Μόνο από ένα πράγμα μπορούσε να μαντέψει. Πριν να κοιμηθούν, η μεγαλύτερη βασιλοπούλα είχε φάει ένα κομμάτι ζάχαρη, η μεσαία λίγο σιρόπι και η μικρότερη ένα κουταλάκι μέλι. Έπρεπε λοιπόν να ανακαλύψει ποια από τις τρεις είχε φάει το κουταλάκι με το μέλι.

      Ο Γουίτλινγκ κοίταξε τις τρεις βασιλοπούλες, όμως όσο καλά κι αν τις κοιτούσε, δεν ήξερε ποια από τις τρεις έπρεπε να διαλέξει. Όμως η τύχη του και η καλή του ψυχή δεν τον άφησαν αβοήθητο. Ξαφνικά πέταξε στο δωμάτιο μία μέλισσα. Ήταν η βασίλισσα της μελισσοφωλιάς που ο Γουίτλινγκ είχε σώσει από τις πονηριές των αδερφών του. Η βασίλισσα έκανε μερικούς κύκλους πάνω από τα κεφάλια των τριών κοριτσιών, πλησίασε τα χείλη τους και με μεγάλη σιγουριά προσγειώθηκε στο μέτωπο της μικρότερης βασιλοπούλας. Τότε το βασιλόπουλο κατάλαβε ποια κοπέλα έπρεπε να επιλέξει.

       Πλησίασε τη μικρή βασιλοπούλα, την άγγιξε και τότε ευθύς τα μάγια λύθηκαν! Ο μαγεμένος πύργος άρχισε και πάλι να παίρνει ζωή. Βασιλιάδες και βασίλισσες, υπηρέτες και αυλικοί, όλοι ξύπνησαν από τον πέτρινο ύπνο τους και μεμιάς όλα ξαναζωντάνεψαν.

       Χωρίς να χάσουν χρόνο, ο Γουίτλινγκ παντρεύτηκε τη μικρότερη και πιο όμορφη από τις τρεις βασιλοπούλες και, ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, πήρε ο ίδιος του το θρόνο και έγινε μεγάλος και τρανός βασιλιάς. Όσο για τους δύο μεγαλύτερους αδερφούς του, η μοίρα τους πάντρεψε με τις δύο αδερφές της μικρής βασιλοπούλας και από τότε έζησαν και βασίλεψαν στο παλάτι όλοι τους ειρηνικά και ευτυχισμένοι!

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Η πονηρή Μαργαρίτα

Παραμύθι των αδελφών Γκριμ.

Απόδοση: Αδελαϊδα Ράπτη!

Κάποτε, σε μια μικρή και όμορφη πολιτεία, ζούσε μια στρουμπουλή και όμορφη μαγείρισσα που την έλεγαν Μαργαρίτα. Η Μαργαρίτα αγαπούσε πολύ το φαγητό και φορούσε πάντα κόκκινα μποτάκια! Όταν πήγαινε στην αγορά κοίταζε αν και οι άλλοι έβλεπαν και καμάρωναν τα όμορφα παπούτσια της! Πριν ξεκινήσει να μαγειρεύει έπινε πάντα ένα ποτηράκι κόκκινο γλυκό κρασί. Πίστευε ότι έτσι, τα φαγητά που ετοίμαζε για το αφεντικό της θα είχαν σίγουρη επιτυχία! Και φυσικά τσιμπολογούσε από όλους τους μεζέδες, ενώ για να δικαιολογήσει τον εαυτό της, έλεγε:

Μια καλή μαγείρισσα πρέπει να ξέρει αν το φαγητό της έγινε νόστιμο.

Ενα πρωί της είπε το αφεντικό της:

Απόψε θα έχουμε έναν σπουδαίο επισκέπτη. Θέλω να ετοιμάσεις δύο κοτόπουλα και να τα κάνεις όσο πιο νόστιμα μπορείς.

Η Μαργαρίτα δεν έχασε καιρό. Έσφαξε δυο κοτόπουλα, τα μάδησε, τα τσουρούφλισε, τα πασπάλισε με αλατοπίπερο, μπαχαρικά και μπόλικο λεμονάκι, τα πέρασε στην σούβλα και τα έβαλε να ψήνονται σιγά – σιγά.

Η πονηρή Μαργαρίτα

Τα κοτόπουλα άρχισαν να ροδοκοκκινίζουν μα ο επισκέπτης δεν έλεγε να φανεί. Λέει λοιπόν στο αφεντικό της:

Αφεντικό, τα κοτόπουλα θα είναι σε λίγο έτοιμα και ο επισκέπτης ακόμα να φανεί. Είναι κρίμα να μην τα φάει κανείς.

Δίκιο έχεις, Μαργαρίτα. Θα βγω έξω να πάω να τον φέρω!

…είπε το αφεντικό κι έφυγε. Η Μαργαρίτα γύρισε στην κουζίνα και όταν τα κοτόπουλα έγιναν τα κατέβασε από την φωτιά να μην καούνε.

Ουφ…

…αναστέναξε!

…τόση ώρα μέσα στην ζέστη κουράστηκα και δίψασα. Ποιος ξέρει τι ώρα θα γυρίσει το αφεντικό μου! Δεν πάω στο κελάρι να πιω ένα ποτηράκι κρασί;

Κατέβηκε λοιπόν στο κελάρι και ήπιε μονορούφι ένα ποτηράκι κρασί. Πήγε να φύγει αλλά σκέφτηκε να βάλει άλλο ένα. Πριν το πιει κι αυτό το σήκωσε ψηλά και είπε χαμογελώντας:

Μαργαρίτα, είσαι η καλύτερη μαγείρισσα της πολιτείας. Στην υγειά σου!

Μόλις μπήκε στην κουζίνα οι μυρωδιές από τα κοτόπουλα της άνοιξαν την όρεξη.

Αχ…δεν είναι κρίμα να μην φάω κι εγώ η καψερή έναν μεζέ;

…μονολόγησε. ‘Ετρεξε τότε στο παράθυρο να δει αν ερχόταν το αφεντικό της μα δεν είδε κανέναν. Γύρισε κοντά στο τραπέζι, άπλωσε το χέρι, έκοψε την μιά φτερούγα και λαίμαργα την έφαγε αμέσως. Μα εκείνη την στιγμή σκέφτηκε:

Kαλά θα κάνω να φάω και την άλλη γιατί ο κύρης μου θα προσέξει ότι κάτι λείπει από το ένα κοτόπουλο.

Έτσι, έφαγε και την άλλη και ξαναέβαλε τα κοτόπουλα στα κάρβουνα να μην κρυώσουν. Πήγε κοντά στο παράθυρο και κοίταξε πάλι στον δρόμο…μα ψυχή δεν φαινότανε.

Ποιος ξέρει…μπορεί να μην έρθουν. Μπορεί να βρήκανε καμιά παρέα και να πήγανε αλλού. Τι να κάνω τώρα; Δεν είναι σωστό να αφήσω τα κοτόπουλα να καούν. ‘Αντε, Μαργαρίτα, πιες άλλο ένα ποτηράκι κρασί και αποτελείωσε το κοτόπουλο που ξεκίνησες. Αμαρτία είναι να καεί στα κάρβουνα!

Κατέβηκε πάλι στο κελάρι, ήπιε δύο ποτηράκια κρασί. Ανέβηκε στην κουζίνα και με όρεξη μεγάλη έφαγε και όλο το υπόλοιπο κοτόπουλο. Κάθισε σε μια καρέκλα και περίμενε μα το αφεντικό της δεν έλεγε να γυρίσει. Η Μαργαρίτα κοίταζε και ξανακοίταζε και το δεύτερο κοτόπουλο.

Αααα… μα δεν πάει άλλο. Το σωστό και το δίκιο είναι εκεί που πήγε το ένα κοτόπουλο να πάει και το άλλο!

Χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκοκκάλισε και το δεύτερο κοτόπουλο. Εκείνη την στιγμή γύρισε ο κύρης της φωνάζοντας από την πόρτα:

Μαργαρίτα, όλα έτοιμα; Έρχεται ο επισκέπτης μας!

Μάλιστα, κύριε, μάλιστα. Έτοιμα είναι όλα.

…απάντησε χωρίς να διστάσει καθόλου. Το αφεντικό της πήγε στην τραπεζαρία και άρχισε να κόβει το ψωμί και να το μοιράζει πάνω στο καλοστρωμένο τραπέζι. Στο μεταξύ έφτασε κι ο επισκέπτης. Η Μαργαρίτα τον είδε από το παράθυρο και έτρεξε να του ανοίξει πριν εκείνος χτυπήσει την πόρτα. Έσκυψε προς το μέρος του τάχα φοβισμένη και του ψιθύρισε:

Φύγε να γλυτώσεις. Το αφεντικό μου θύμωσε που άργησες και αν βρεθείς μπροστά του θα σου κόψει και τα δύο αφτιά.

Εκείνος κατατρομαγμένος έτρεξε και βγήκε γρήγορα έξω από την αυλή. Τρέχει η Μαργαρίτα στο αφεντικό της και του λέει:

Καλέ αφέντη, τρελός είναι ο επισκέπτης μας;

Γιατί Μαργαρίτα; Τι έγινε;

Αχ κύρη μου! Καθώς ερχόμουν να σερβίρω στο τραπέζι τα δύο κοτόπουλα, εκείνος μπήκε από την ανοιχτή πόρτα, τα είδε, τα άρπαξε και έφυγε τρέχοντας!

Ωραίος φίλος ! Ας άφηνε τουλάχιστον το ένα για να φάω κι εγώ που τον περίμενα τόσες ώρες και πεινάω.

…είπε το αφεντικό θυμωμένα κι έτρεξε ξωπίσω από τον φίλο του, αλλά από την βιασύνη του κρατούσε και το μαχαίρι στο χέρι. Έτρεχε ξωπίσω του λοιπόν και του φώναζε:

Έλα, πίσω…στάσου…μόνο το ένα! Μόνο το ένα!

Ο αφέντης εννοούσε το ένα κοτόπουλο, αλλά ο φίλος του, νόμιζε ότι ήθελε να του κόψει μόνο το ένα αφτί και έτρεξε ακόμα πιο γρήγορα να γλυτώσει. Την άλλη μέρα, οι δύο φίλοι συναντήθηκαν τυχαία στην αγορά και το αφεντικό της Μαργαρίτας είπε με παράπονο στον φίλο του:

Μα τι έπαθες και άρπαξες τα κοτόπουλα και έφυγες; Και καλά…ας έπαιρνες το ένα αν πεινούσες τόσο πολύ κι ας μου άφηνες το άλλο να χορτάσω κι εγώ ο καημένος!

Κοτόπουλα; Για ποια κοτόπουλα μου μιλάς ανθρωπέ μου;

Αυτά που θα τρώγαμε παρέα εχθές το βράδυ. Μα γι’ αυτό δεν έτρεχες εχθές που σε κυνηγούσα;

…απάντησε το αφεντικό ξαφνιασμένος. Ο φίλος του τότε, του διηγήθηκε τί του είπε η πονηρή Μαργαρίτα, δικαιολογώντας την γρήγορη τρεχάλα του! Τότε, το αφεντικό κατάλαβε τι έγιναν τα κοτόπουλα. Γύρισε στο σπίτι, κλείδωσε την κουτοπόνηρη μαγείρισσα στο δωμάτιό της με ξερό ψωμί και νερό για δέκα μέρες για να χωνέψει για τα καλά τα κοτόπουλα που του έφαγε κρυφά!

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Ο Νεσρεντίν Χότζας κι ο δανειστής του

Nasreddin

Ο Νεσρεντίν Χότζας. Έργο του 17ου αιώνα.

Ο Νεσρεντίν Χότζας, χρωστούσε κάποτε χρήματα σε έναν συγχωριανό του. Δεν είχε να του τα δώσει. Παρόλα αυτά, ο δανειστής του, συχνά πυκνά τον επισκεπτόταν και του ζητούσε τα δανεικά, αλλά πάντα έπαιρνε την ίδια απάντηση:

Σήμερα βρήκες να έρθεις για τα χρήματα; Δεν έχω. Έλα κάποια άλλη μέρα.

Μια μέρα δεν άντεξε και είπε στον Νεσρεντίν:

Χότζα μου, εσύ που είσαι τόσο σοφός, δεν νομίζεις ότι είναι άδικο να με ταλαιπωρείς έτσι; Κάθε φορά που έρχομαι, μου λες ότι δεν ήρθα την σωστή μέρα και να έρθω κάποια άλλη μέρα. Έρχομαι την άλλη μέρα μα και πάλι τα ίδια μου λες. Είναι δύσκολο να μου ορίσεις μια συγκεκριμένη μέρα για να μην ταλαιπωριέμαι κι εγώ;

Αυτό είναι όλο. Πολύ εύκολο. Ευχαρίστως!

Ωραία…και ποια μέρα μου ορίζεις;

Την Δευτέρα. Είναι καλά την Δευτέρα;

Μια χαρά είναι. Πολύ καλά.

Ωραία λοιπόν…θα έρχεσαι κάθε Δευτέρα!

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: , | Σχολιάστε

Η μαϊμού και η κούκλα από πίσσα

Λαϊκό παραμύθι της Βραζιλίας, μεταφρασμένο από το μέλος των Παραμυθάδων και κάτοικο του Sao Paulo (Σάο Πάολο), Αναστάσιο Καμπουράκη!

monkeyΉταν κάποτε μια μαϊμού που πουλούσε χυλό. Για τον λόγο αυτό, κάθε μέρα κατέβαινε στην πόλη και  φώναζε:

Ποιος θέλει χυλό; Έχω καλό χυλό, ωραίο και ζεστό!

Εκεί ζούσε κι ένα κορίτσι το οποίο κάθε μέρα, αγόραζε από την μαϊμού μια κούπα χυλό. Η μαϊμού, πάντα την πείραζε και της έκανε αστεία και χαζομάρες, όμως στο κορίτσι δεν του άρεσε αυτή η συμπεριφορά και δεν δεχότανε τα πειράγματά της.

Φύγε…εσύ είσαι χρήσιμη μόνο για να πουλάς χυλό…

… της είπε μια μέρα κι η μαϊμού θύμωσε με το κορίτσι και σκέφτηκε: Θα μου το πληρώσει αυτό…θα της δείξω εγώ.

Την επόμενη μέρα, η μαϊμού γέμισε μια κατσαρόλα με βρωμερά σκουπίδια κι αποφάγια. Την σκέπασε καλά με μια λευκή πετσέτα και πήγε στο σπίτι της κοπέλας για να της προσφέρει δήθεν χυλό. Το κορίτσι της άνοιξε την πόρτα και έφερε μια κούπα για να την γεμίσει με χυλό. Αντί αυτού όμως, είδε να γεμίζει με σκουπίδια, ενώ ότι δεν χώρεσε στην κούπα, η μαϊμού της το έριξε στο κεφάλι της. Της φάνηκε τόσο αστείο και έξυπνο αυτό που έκανε, που άρχισε να χοροπηδάει γύρω της και να γελάει δυνατά, ενώ φεύγωντας της φώναξε:

Δεν ήθελες να παίξεις μαζί μου ε; Τώρα μείνε με τα σκουπίδια και την βρωμιά.

Το κορίτσι έγινε έξαλλο και πήγε να πλυθεί για να καθαριστεί. Αυτή η μαϊμού θα μου το πληρώσει, σκέφτηκε, τώρα θα την εκδικηθώ.

Χωρίς να χάσει χρόνο, το κορίτσι ζήτησε από έναν κουκλοποιό να κάνει μια κούκλα με πίσσα που όμως εξωτερικά να είναι λαμπερή και όμορφη σαν ένα πραγματικό κορίτσι. Μετά από λίγες ημέρες η μαϊμού περνούσε μπροστά από το σπίτι του κοριτσιού. Έξω στην πόρτα είδε την κούκλα που στεκότανε και νόμισε ότι ήταν ένα αληθινό κορίτσι και άρχισε να της μιλάει κάνοντας κομπιλεμέντα  και φιλοφρονήσεις. Φυσικά η κούκλα δεν της απάντησε. Αυτό, εξόργισε την μαϊμού η οποία έξαλλη της φώναξε:

Να μην είσαι τόσο περήφανη κοπέλα και να μιλάς όταν σου μιλάνε, αλλιώς θα σου δώσω ένα χαστούκι!

Φυσικά, η κούκλα έμενε ακίνητη κι αυτό φούντωσε τη μαϊμού, που της επιτέθηκε και την χαστούκισε. Μα το χέρι της κόλησε πάνω στην κούκλα.

Αν δεν αφήσεις το χέρι μου θα σου δώσω κι άλλο χαστούκι!

Φώναξε ξανά η μαϊμού προς την κούκλα κι επειδή αυτή δεν αντέδρασε, την χτύπησε και με το άλλο της χέρι το οποίο κόλησε κι αυτό. Ακόμα πιο θυμωμένη φώναξε και πάλι:

Αν δεν αφήσεις τα χέρια μου θα σου δώσω δύο κλωτσιές!

Κι επειδή η κούκλα έμεινε ακίνητη, την κλότσησε και με τα δυο της πόδια τα οποία έμειναν κι αυτά κολημένα πάνω της. Τέλος κόλησε και το κεφάλι της αφού και με αυτό προσπάθησε να την χτυπήσει. Τότε το κορίτσι φώναξε τους φίλους της για να πιάσουν τη μαϊμού και να της δώσουν ένα γερό μάθημα για να μην κάνει τέτοιες ανοησίες.

Τί τα θες όμως; Η μαϊμού δεν πήρε το μάθημά της, διότι μετά από μερικές ημέρες ήταν και πάλι πίσω στους δρόμους πουλώντας χυλό και κάνοντας τα ίδια και χειρότερα από πριν. Εξάλλου, αυτός είναι ο ρόλος της μαϊμούς. Να κάνει γελοιότητες!

Ψέματα η Αλήθεια έτσι λεν τα Παραμύθια!!!

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Ο θρύλος της Υάρας – Μητέρας των υδάτων του Αμαζονίου

Ο παρακάτω μύθος μεταφράστηκε από τα βραζιλιάνικα από το μέλος των Παραμυθάδων Αναστάσιο Καμπουράκη, κάτοικο της πόλης Σάο Πάολο.

amazonΞαπλωμένη στη λευκή άμμο των ρευμάτων του Αμαζονίου, με τα νερά να καλύπτουν το σώμα της Υάρα, μια ινδιάνα της φυλής των Ταπούια, τραγουδούσε ενώ το ελαφρό αεράκι ανέμιζε τα μαλλιά της. Τα μακριά της μαύρα μαλλιά ήταν τόσο σκοτεινά όσο και τα μάτια της. Λουλούδια του δάσους είχαν πέσει στο κεφάλι της και έμοιαζαν σαν ένα στέμμα . Tα κόκκινα χείλη της σχημάτιζαν ένα γλυκό χαμόγελο. Ποτέ δεν υπήρξε πιο όμορφο κορίτσι σε όλη την περιοχή του Αμαζονίου. Ακόμα πιο όμορφη όμως ήταν η φωνή της. Όταν τραγουδούσε, η μελωδία διέσχιζε το τροπικό δάσος του Αμαζονίου και έφτανε στα κανό των αλιέων και των Ινδιάνων πολεμιστών που κυνηγούσαν στο δάσος.

Μια έναστρη νύχτα, ένας πολεμιστής της φυλής την άκουσε να τραγουδά και ανατρίχιασε. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Χρειάστηκε να βάλει όλη τη ψυχική του δύναμη για να ξεφύγει από τη γοητεία της φωνής της Υάρας. Κάθε νύχτα άκουγε την ίδια μελωδία. Κάθε νύχτα ζούσε με τον κίνδυνο να μαγευτεί. Μέχρι που μια νύχτα δεν άντεξε και άκουσε την φωνή της καρδιάς του.

Πρέπει να τη δώ από κοντά, σκέφτηκε, ακόμα κι αν είναι μόνο για μια φορά.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες, κι ο πολεμιστής ταξίδευε στο ποτάμι με το κανό του. Νύχτωσε κι έφθασε το βράδυ χωρίς να το καταλάβει. Ξαφνικά η μελωδία της Υάρας άρχισε να ακούγεται πολύ κοντά στο σημείο όπου ήταν ο πολεμιστής. Το κεφάλι μιας γυναίκας πρόβαλε έξω από το νερό. Ήταν το πιο όμορφο πρόσωπο που είχε δει ποτέ. Η Υάρα του χαμογέλασε και αυτός την κοίταξε και ξέχασε πια που ήταν. Προσπάθησε να αντισταθεί και θυμήθηκε τις συμβουλές της μητέρας του: Μην παρασυρθείς ποτέ από την γοητεία της Υάρας.

Όμως ήταν πολύ αργά. Η καρδιά του, σχεδόν του βγήκε από το στόμα. Το κανό έχασε το δρόμο του και ακολούθησε το ρεύμα, ενόσω αυτός ήταν οδηγημένος από τη φωνή και την μελωδία της Υάρας. Όταν το κατάλαβε ήταν ήδη στα μέσα του Αμαζονίου με τα καταρρακτώδη νερά του, σχεδόν αδύνατον για κάποιον να αντέξει την δύναμή τους. Τότε λοιπόν αυτός γύρισε το πρόσωπό του για να μην την βλέπει και έκανε μια μεγάλη προσπάθεια για να μην βουλιάξει το κανό και κατόρθωσε να φθάσει στην όχθη του ποταμού.

Τις επόμενες ημέρες απομακρύνθηκε από τους φίλους του. Δεν ήθελε ούτε να κυνηγήσει ούτε να ψαρέψει. Ο πολεμιστής της φυλής των Ταπούια έχανε της ώρες του κοιτώντας τα νερά του ποταμού επιθυμώντας να ξαναδεί την Υάρα. Ένα βράδυ δεν μπόρεσε να αντισταθεί, μπήκε στο κανό και κατέπλευσε από τα ρεύματα του ποταμού Αμαζονίου. Δεν άργησε η στιγμή που ακούστηκε και πάλι η μελωδία της Υάρας. Δίχως να χάσει χρόνο κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Αλλά όσο περισσότερο πλησίαζε, τόσο περισσότερο η φωνή ακουγότανε πιο μακρινή, μέχρι που σε μια στιγμή το κεφάλι της όμορφης Υάρας ξεπρόβαλλε και πάλι από τα νερά. Χαμογέλασε και άρχισε να τραγουδά μια νέα μελωδία, πιο όμορφη από την άλλη.

Ο πολεμιστής βούτηξε προς το μέρος της. Η Υάρα με τα μακριά της χέρια τον αγκάλιασε. Τον τράβηξε κοντά της και τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα υπέροχο φιλί αγάπης. Ο πολεμιστής Ταπούια τα ξέχασε όλα, γιατί για εκείνον αυτή η στιγμή άξιζε για όλη του την ζωή. Η Υάρα στη συνέχεια βυθίστηκε στα νερά του Αμαζονίου παρασύροντας μαζί της και τον πολεμιστή. Τα χείλη τους δεν είχαν ξεκολήσει ακόμα και το φιλί της αγάπης δεν άργησε να γίνει φιλί του θανάτου.

Αρκετές ημέρες αργότερα το σώμα του βρέθηκε στις όχθες του ποταμού. Στα χείλια του, καταβροχθισμένα από τα δόντια πιράνχας, βρισκόταν ακόμα τα σημάδια των φιλιών της Υάρας.

Αυτός είναι o ινδιάνικος θρύλος της Υάρας, που θεωρείται από τον πληθυσμό των γηγενών της Βραζιλίας ως Μητέρα των νερών του ποταμού Αμαζονίου. Όποιοι γοητεύονται και πέφτουν στην αγκαλιά της, το πεπρωμένο τους είναι ο θάνατος.

Categories: Μύθοι, Ξένα παραμύθια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

Του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Απόδοση: Χρήστος Π. Τσίρκας

Μια παραμονή πρωτοχρονιάς, πριν πολλά χρόνια. Στους δρόμους της πόλης οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν πολύ ζεστά ντυμένοι. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, ενώ το χιόνι που έπεφτε πυκνό, άρχισε να ντύνει στα λευκά τις στέγες των σπιτιών και τα πεζοδρόμια. Ένα κοριτσάκι – ήταν, δεν ήταν δώδεκα χρονών – περιφερόταν στους δρόμους χωρίς παλτό, σκουφί και τελείως ξυπόλυτη. Όταν βγήκε από το σπίτι, φορούσε παντόφλες, αλλά επειδή ήταν μεγαλύτερο νούμερο από αυτό που φορούσε, τις βγήκανε από τα πόδια στην προσπάθειά της να αποφύγει τις άμαξες που έτρεχαν γρήγορα. Όταν τις έψαξε, η μία παντόφλα είχε πατηθεί τόσο πολύ που ήταν αδύνατον να φορεθεί ξανά. Την άλλη που ήταν σε καλύτερη κατάσταση, την άρπαξε από τα χέρια της ένα μεγαλύτερο παιδί που άρχισε να τρέχει μακριά της κοροϊδεύοντάς την.

Αυτή την παντόφλα, θα την κάνω κούνια για το μωρό που θα κάνουμε με την γυναίκα μου!

Γι’ αυτό γυρνούσε στους δρόμους ξυπόλητη και σύντομα, τα ποδαράκια της είχαν μελανιάσει. Στην ποδιά της, είχε αρκετά κουτιά σπίρτα που προσπαθούσε να τα πουλήσει στους περαστικούς. Εκείνο το βράδυ όμως, κανείς δεν αγόραζε σπίρτα από αυτήν. Όλοι την προσπερνούσαν βιαστικά για να πάνε να διασκεδάσουν με φίλους, αλλάζοντας τον χρόνο με ανθρώπους που αγαπούνε. Ούτε ένας άνθρωπος δεν βρέθηκε να της δώσει μια δεκάρα για ένα κουτί σπίρτα.

Το κοριτσάκι άρχισε να κρυώνει ακόμα περισσότερο και να πεινάει αφάνταστα. Το χιόνι τώρα είχε αλλάξει τελείως την όψη της πόλης. Τα σπίτια ήταν όμορφα στολισμένα κι από τα παράθυρα έβλεπες τον κόσμο να περνάει όμορφα. Σε κάποια σπίτια ήταν καθισμένοι γύρω από το τζάκι, κάτι λέγανε και γελούσανε. Σε άλλα σπίτια χορεύανε ή παίζανε. Αλλού, είχανε καθίσει στο τραπέζι, τρώγανε και πίνανε. Από τις καμινάδες των σπιτιών, εκτός από τον καπνό της φωτιάς, έβγαινε και η μυρωδιά των νόστιμων φαγητών που ετοιμάζανε. Μυρωδιές από κρέατα, σούπες λαχταριστές, αλλά και γλυκά.

Το κοριτσάκι, βρήκε μια γωνιά ανάμεσα σε δύο σπίτια, που ο αέρας δεν φυσούσε τόσο πολύ και κούρνιασε να ξαποστάσει. Έχωσε τα ποδαράκια της κάτω από του φουστάνι της, μα και πάλι κρύωνε. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να γυρίσει στο σπίτι της, αλλά από την άλλη, δεν είχε πουλήσει ούτε σπίρτο κι ο πατέρας της θα την έδερνε γι’ αυτό. Εξάλλου και στο σπίτι δεν είχε ζέστη. Χωρίς θέρμανση και με την στέγη τρύπια σε αρκετά σημεία, δεν διέφερε και πολύ από τους δρόμους που ήδη βρισκότανε.

Τώρα, άρχισαν να παγώνουν και τα ακροδάχτυλά του. Αν άναβα ένα σπίρτο να ζεστάνω τουλάχιστον τα δάχτυλά μου, σκέφτηκε το κοριτσάκι. Με δυσκολία κατάφερε να ανοίξει ένα κουτί και να βγάλει ένα σπίρτο. Τσσσαααφ… Η φλόγα φώτισε τη σκοτεινή γωνιά που καθότανε το κοριτσάκι, το οποίο κρατούσε τώρα το σπίρτο όπως κρατάει κανείς ένα κερί. Μια θέρμη χτύπησε το πρόσωπό της και φαντάστηκε ότι βρίσκεται μπροστά σε μια μαντεμένια σόμπα με καλογυαλισμένα χερούλια. Τέντωσε τότε τα ποδαράκια της για να τα ζεστάνει στην σόμπα, μα… η σόμπα εξαφανίστηκε. Το κοριτσάκι σα να ξύπνησε από όνειρο κοίταξε γύρω της και είδε ότι βρισκόταν έξω στο κρύο με το χιόνι να παγώνει τα πόδια της, ενώ στο χέρι της κρατούσε ένα καμένο σπίρτο. Δίχως να χάσει ώρα, άναψε και δεύτερο σπίρτο και φώτισε αμέσως τον τοίχο του σπιτιού που ακουμπούσε το κοριτσάκι. Ξαφνικά ο τοίχος άρχισε να εξαφανίζεται, να γίνεται διάφανος, έτσι που να μπορείς να δεις μέσα από αυτόν. Φαινόντουσαν τα πάντα. Το τραπέζι είχε φορέσει τα καλά του. Ένα λευκό κεντημένο τραπεζομάντιλο με χρυσή κλωστή και γιορτινά σχέδια. Όμορφα πορσελάνινα πιάτα και κρυστάλλινα ποτήρια. Ασημένια μαχαιροπήρουνα και στην μέση του τραπεζιού τα πιάτα με τις σαλάτες, τα τυριά και στο κέντρο-κέντρο μια γεμιστή γαλοπούλα με δαμάσκηνα και κάστανα. Το κοριτσάκι, έκανε να απλώσει το χέρι του μα δεν μπορούσε και τότε κάτι ακόμα πιο παράξενο συνέβη. Η γαλοπούλα πετάχτηκε από το τραπέζι και βρέθηκε μπροστά στα πόδια της. Μα εκείνη τη στιγμή, το σπίρτο έσβησε και πάλι και όπως μαγικά εμφανίστηκαν, έτσι χάθηκαν κι από μπροστά της.

Το κοριτσάκι άναψε και τρίτο σπίρτο και τότε μεταφέρθηκε αλλού. Βρέθηκε να κάθεται κάτω από ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πολύ πιο μεγάλο και πιο όμορφο από αυτό που είχε δει το ίδιο απόγευμα σε ένα εμπορικό κέντρο που είχε περάσει. Στολισμένο με χιλιάδες κεράκια και στολίδια έμοιαζε να φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Το κοριτσάκι άπλωσε και πάλι το χέρι του, αυτή τη φορά για να αγγίξει το δέντρο και τα σπίρτα της πέσανε από την ποδιά της. Τα αναμμένα κεράκια άρχισαν να αιωρούνται και να ταξιδεύουν προς τον ουρανό. Ψηλά, πολύ ψηλά. Μέχρι που στο τέλος γίνανε αστέρια. Τότε, ένα από αυτά έχασε ύψος κι άρχισε να πέφτει.

Ωχ… κάποιος, κάπου, πεθαίνει αυτή τη στιγμή.

…μονολόγησε το κοριτσάκι. Έτσι του είχε μάθει η γιαγιά του. «Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχή, αφήνει ένα σώμα και φεύγει ψηλά στον ουρανό να συναντήσει τον Θεό» της είχε πει κάποτε, η γιαγιά της, το μόνο άτομο που την είχε αγαπήσει πραγματικά.

Το κοριτσάκι, άναψε κι άλλο σπίρτο και τότε είδε μπροστά του, την γιαγιά της. Λουσμένη σε ένα εκτυφλωτικό φως, την κοιτούσε με τα ζεστά και υγρά μάτια της και της χαμογελούσε.

Γιαγιά μου…καλή μου γιαγιάκα, μην με αφήνεις μόνη εδώ. Πάρε με σε παρακαλώ μαζί σου. Πάρε με γρήγορα πριν σβήσει το σπίρτο μου και χαθείς κι εσύ όπως χάθηκε η σόμπα, η γαλοπούλα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Το σπίρτο ήταν έτοιμο να σβήσει και το κοριτσάκι ήθελε τόσο πολύ να κρατήσει κι άλλο μπροστά της την εικόνα αυτή…δηλαδή την γιαγιά της που της χαμογελούσε με αγάπη και τρυφερότητα. Γρήγορα-γρήγορα, άρπαξε με την χούφτα της μπόλικα σπίρτα και τα ακούμπησε στο αναμμένο. Φρρρρσσσσττττ! άναψαν όλα μαζί και σαν να έγινε η νύχτα μέρα. Τώρα, η γιαγιά της φάνταζε ακόμα πιο λαμπερή και καλοσυνάτη. Άνοιξε την αγκαλιά της, έκλεισε μέσα της το κοριτσάκι κι άρχισαν να ανεβαίνουν -σαν τα κεράκια πριν- κι αυτές προς τον ουρανό. Ψηλά…κι ακόμα πιο ψηλά. Κι όσο ανέβαιναν, τόσο πλησίαζαν σε μια λάμψη, ένα φως γαλήνιο, Θεϊκό. Μια δεύτερη αγκαλιά ήρθε τώρα και τις οδήγησε σ’ ένα τόπο που ούτε πόνος, μα ούτε πείνα δεν υπάρχουν κι εκεί βρίσκονται όλα όσα αγαπήσαμε και τα χάσαμε κάποια στιγμή.

Ζωγραφιά της Όλγας Κακουλίδου.

Ζωγραφιά της Όλγας Κακουλίδου.

Η μέρα διαδέχτηκε τη νύχτα κι όταν κόσμος βγήκε και πάλι στους δρόμους της πόλης, ανάμεσα στα δύο σπίτια, αντίκρισε το κοριτσάκι να έχει τα μάτια του κλειστά, στο χέρι τους κάμποσα σπίρτα καμένα και στο πρόσωπό του ένα γλυκό χαμόγελο.

Το καημένο, δεν άντεξε το κρύο…

Προσπαθούσε να ζεσταθεί… βλέπεις τα σπίρτα που κρατάει στο χέρι του;

…σχολίαζαν οι περαστικοί μεταξύ τους, μα κανείς δεν ήξερε και δεν μπορούσε να φανταστεί τα οράματα που είδε το προηγούμενο βράδυ το κοριτσάκι.

 

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | 1 σχόλιο

Γιατί η γάτα κοιμάται μέσα στο σπίτι;

Μια ιστορία από την Ιρλανδία, που λέγεται «Ο σκύλος και η γάτα», μας εξηγεί πώς οι γάτες κέρδισαν το δικαίωμα να κοιμούνται μέσα στα σπίτια.

Κάποτε, μας λέει το παραμύθι, ένας σκύλος και μια γάτα μάλωναν συνέχεια, επειδή η γάτα κοιμόταν το βράδυ δίπλα στο τζάκι, ενώ ο σκύλος έξω από το σπίτι, ό,τι καιρό κι αν είχε. Ο αγρότης που τους είχε στο σπίτι του, επειδή είχε βαρεθεί τους καυγάδες τους και τη γκρίνια του σκύλου, τους είπε μια μέρα:

Λοιπόν, θα το ρυθμίσουμε αυτό το θέμα τώρα και για πάντα. Ανεβείτε και οι δύο στο κάρο.

Όταν ανέβηκαν και οι δύο, τους οδήγησε σε ένα μέρος, κάμποσα χιλιόμετρα έξω από το χωριό, τους κατέβασε κάτω και τους είπε ότι όποιος από τους δύο έβρισκε πρώτος το σπίτι του και έμπαινε μέσα, αυτός θα κοιμόταν δίπλα στο τζάκι και ο άλλος θα κοιμόταν έξω και θα σταματούσε να παραπονιέται για πάντα. Συμφώνησαν και τα δύο ζώα και ο αγρότης έφυγε με το κάρο.

Ο σκύλος, που ήταν πιο μεγαλόσωμος από τη γάτα, άρχισε αμέσως να τρέχει στο δρόμο προς το σπίτι, κυνήγησε κι ένα λαγό που είδε κοντά σε ένα γεφυράκι, αλλά κουράστηκε και σταμάτησε κάτω από ένα δέντρο. Αφού κοίταξε πίσω του και δεν είδε να έρχεται η γάτα, ξύθηκε και ξάπλωσε να πάρει ένα υπνάκο να ξεκουραστεί. Όταν ξύπνησε μετά από ώρα, η γάτα δε φαινόταν πουθενά. Ήταν όμως ακόμη αρκετά μακριά από το σπίτι του αγρότη και φοβούμενος ότι η γάτα μπορεί να τον είχε προσπεράσει, άρχισε και πάλι να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ήταν όμως μία πολύ ζεστή μέρα, πράγμα παράξενο για την Ιρλανδία, και είχαν αρχίσει να δημιουργούνται φουσκάλες από τον ιδρώτα, αριστερά και δεξιά στα χείλια του. Έφτανε σε ένα σταυροδρόμι, όταν τον είδε ένας άνθρωπος που, όταν είδε να έρχεται κατά πάνω του ένας μεγαλόσωμος σκύλος που έβγαζε αφρούς από το στόμα του, νόμισε ότι είναι λυσσασμένος, φοβήθηκε και άρχισε να τον χτυπάει με το μπαστούνι του. Ο σκύλος για να προστατευθεί, άρπαξε την άκρη του μπαστουνιού με τα δόντια του. Από τη μία ο άνθρωπος, που φοβόταν, τραβούσε το μπαστούνι και από την άλλη ο σκύλος που το είχε δαγκώσει, άρχισαν να γυρνούν γύρω γύρω και να σηκώνουν σκόνη στη μέση του δρόμου.

Η γάτα στο τζάκι

Η γάτα στο τζάκι – ζωγραφιά του Πέτρου

Καθώς μάλωναν, ο σκύλος πρόσεξε με την άκρη του ματιού του ένα κάρο που περνούσε από εκεί και είδε στο πίσω μέρος του να κάθεται η γάτα. Μέχρι όμως να ξεφύγει από τον καυγά και να τρέξει προς το σπίτι του αγρότη, η γάτα είχε προλάβει και είχε στρογγυλοκαθίσει μπροστά στην είσοδο και, από τότε, η γάτα τα βράδια κοιμάται δίπλα στο τζάκι, ενώ ο σκύλος έξω από το σπίτι — και δε μπορεί ούτε να παραπονεθεί πια.

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.