«Η Σοφία κι ο φόβος!» του Χρήστου Π. Τσίρκα

(Το ακόλουθο παραμύθι γράφτηκε από τον Χρήστο Π. Τσίρκα τον Οκτώβριο του 2018 προκειμένου να παρουσιαστεί στην εκδήλωση της Ομάδας «Οι Παραμυθάδες» «Νικώ τους φόβους μου με τα παραμύθια: Από το σκοτάδι στο φως» που πραγματοποιήθηκε στον χώρο της Ομάδας μας την Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή η όποια χρήση μέρος ή όλου του κειμένου χωρίς την έγγραφη άδεια του δημιουργού.)

Κάποιοι λένε πως όταν έγινε ο κόσμος ήταν σκοτάδι βαθύ και για πολλά χρόνια επικρατούσε η νύχτα. Μέρα δεν υπήρχε, μα ούτε και άνθρωποι ή ζώα. Παντού σκοτάδι και ησυχία. Μα μια στιγμή, ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, μια έκρηξη έφερε τα πάνω – κάτω.

Η φωτογραφία είναι του Bryan Goff

Από αυτήν την έκρηξη, δύο τεράστιες μπάλες πέσανε στην γη. Η πρώτη ήταν πύρινη, από φωτιά που έκαιγε και δεν έλεγε να σβήσει. Έλαμπε τόσο πολύ που δεν μπορούσες να την κοιτάξεις για περισσότερο από τρία δευτερόλεπτα.

Μα η δεύτερη μπάλα ήταν αδύναμη και το φως της, ίσα που φώτιζε την γη μέσα στο σκοτάδι.

Οι δύο μπάλες αυτές έτυχε να σταθούν στις κορυφές δύο αντικριστών βουνών. Μα τα βουνά δεν άντεχαν άλλο αυτό το βάρος και αποφάσισαν να τις εκσφενδονίσουν στο διάστημα.

Έτσι κι έγινε. Με δύο δυνατές εκρήξεις από τα δύο βουνά, οι δύο μπάλες βρέθηκαν από την μία στιγμή στην άλλη να αιωρούνται στο διάστημα κάνοντας γύρους, γύρω από την γη.

Πέρασαν πολλά-πολλά χρόνια από τότε κι οι δύο φωτεινές μπάλες συνέχιζαν το αργό περιστροφικό τους ταξίδι με κέντρο την γη.

Κι όταν οι άνθρωποι έκαναν την εμφάνισή τους στην γη, συμφώνησαν και δώσανε στην πύρινη μπάλα το όνομα Ήλιος ενώ την άλλη την ονόμασαν Σελήνη.

Όταν ο Ήλιος φώτιζε την πλάση, οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι. Μιλούσανε ο ένας με τον άλλον, γελούσανε, παίζανε, δουλεύανε… κάνανε χίλια τρία πράγματα. Μα όταν ο Ήλιος έφευγε και στην θέση του ερχότανε η Σελήνη, τα πάντα σκοτεινιάζανε κι επειδή κανείς δεν έβλεπε τί γίνεται δίπλα του, τους κυρίευε ο φόβος. Γι’ αυτό έτρεχαν και κλείνονταν στα σπίτια τους και επειδή δεν είχαν τί να κάνουν…κοιμόντουσαν.

Εκείνα τα χρόνια, ζούσε στον κόσμο ένας κακός μάγος. Κι ήταν κακός γιατί ποτέ του –όταν ήταν παιδί- δεν είχε δεχτεί να παίξει παρέα με τα άλλα παιδιά. Ποτέ του δεν καταδέχτηκε να γελάσει με τα αστεία που κάνανε οι υπόλοιποι. Ποτέ του δεν έμαθε να δείνει στους άλλους, παρά μονάχα ήθελε να παίρνει.

 

Φέρτε μου αυτό… φέρτε μου εκείνο… φέρτε μου το άλλο!

 

Αυτόν τον μάγο που είχε καρδιά σκληρή σαν πέτρα, οι άνθρωποι τον αποκαλούσαν «Σκληροπετράν» και πάντα τον απέφευγαν. Μα κι αυτός δεν τους ήθελε και δεν τους είχε ανάγκη. Για το λόγο αυτό είχε χτίσει έναν πύργο στο βουνό από το οποίο είχε εκτοξευτεί η δεύτερη φωτεινή μπάλα που μετά οι άνθρωποι την ονόμασαν Σελήνη.

Και δεν διάλεξε τυχαία αυτό το βουνό. Όχι! Το διάλεξε γιατί λάτρευε την Σελήνη, τη νύχτα και το σκοτάδι και γνώριζε καλά την ιστορία που έκρυβε το βουνό. Κι όταν όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι κοιμόντουσαν εκείνες τις ώρες, αυτός σε αντίθεση με αυτούς, ήταν ξύπνιος, δούλευε και κατόστρωνε τα σατανικά του σχέδια. Κι όταν την ημέρα οι άνθρωποι ξυπνούσαν για να ζήσουν την ζωή τους, αυτός κοιμότανε.

Ξέχασα να σας πω ότι ο πύργος του, δεν είχε ούτε ένα παράθυρο γιατί απλά δεν ήθελε να μπαίνει μέσα το φως του ήλιου και της μέρας.

Κάποτε είχε πέσει στα χέρια του ένα αντίτυπο από το Μεγάλο Βιβλίο των Μάγων και της Μαγείας και σε αυτό διάβασε μεταξύ άλλων ότι υπάρχει τρόπος να σβηστεί τελείως ο Ήλιος από τον Ουρανό. Η συνταγή ήταν μία και για την ακρίβεια χρειαζότανε:

  • 3 αριστερά φτερά κόκκινης νυχτερίδας
  • τα νύχια των ποδιών ενός εξαδάχτυλου μονόκερου
  • 20 τρίχες από γκρινιάρη ελέφαντα και
  • 12 σταγόνες σάλιου από συναχωμένη αλεπού.

Αυτά έπρεπε να τα βράζει για 26 ημέρες σε σιγανή φωτιά με νερό από θολωμένη λίμνη. Και την 26ημέρα, την ώρα που δύει ο Ήλιος, έπρεπε να ρίξει στο καζάνι ακόμα ένα υλικό: Τα δάκρυα από 99 μοναχοπαίδια που κλαίνε από τον φόβο τους.

Για πολλά χρόνια ο Σκληροπετράν έψαχνε να συγκεντρώσει τα υλικά. Και το κατάφερε. Τώρα του έμενε να βρει μόνο τα δάκρυα των παιδιών. Μα και γι’ αυτό δεν άργησε. Άρχισε να πηγαίνει έξω από τα σχολεία, στα πάρκα κι όπου μπορεί κανείς να συναντήσει παιδιά κι όταν τα έβλεπε να είναι μόνα τους, μακριά από τους γονείς τους ή αλλους φίλους, τότε με ψέματα, γλυκά και πονηριές τα έπειθε και τον ακολουθούσαν στον πύργο του.

99 παιδιά βρίσκονταν τώρα κλειδωμένα στον πύργο του ενώ κάτω στα χωριά οι καημένοι γονείς έτρωγαν τον κόσμο για να τα βρούνε, μα αυτά άφαντα.

99 παιδιά κατέβασε στο υπόγειο και θεοσκότεινο μπουντρούμι του πύργου του ο Σκληροπετράν. Εκεί είχε βάλει και το καζάνι στο οποίο έβραζαν σε σιγανή φωτιά τα υλικά για το μαγικό φίλτρο. Τα παιδιά μέσα στο σκοτάδι και βλέποντας μια φωτιά να καίει κι ένα καζάνι πάνω του να βράζει, φοβήθηκαν κι άρχισαν να κλαίνε.

Ο Σκληροπετράν γυρνούσε από παιδί σε παιδί και στράγγιζε τα δάκρυά τους μέσα σε ένα κύπελο που κρατούσε. Έπειτα, έριξε τα δάκρυα των παιδιών στο καζάνι και αμέσως το υγρό που έβραζε, άλλαξε χρώμα. Από διάφανο έγινε μαύρο και μια απαίσια έντονη μυρωδιά άρχισε να αναδύεται σε όλο τον χώρο.

Ο Σκληροπετράν δεν χρειαζότανε πλέον τα παιδιά. Δεν τα είχε άλλο ανάγκη αλλά δεν μπορούσε να τα αφήσει έτσι απλά να φύγουν γιατί θα τον μαρτυρούσαν στους γονείς τους και τότε θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα… εκτός κι αν τους έκλεβε τις μνήμες.

Άνοιξε και πάλι το Μεγάλο Βιβλίο των Μάγων και της Μαγείας κι εκεί βρήκε την συνταγή για ένα φίλτρο που όποιος το δοκίμαζε, ξεχνούσε ότι είχε συμβεί τις τελευταίες μέρες.

Έφτιαξε αμέσως το φίλτρο και σε αυτό βούτηξε καραμέλες και γλυκά και στην συνέχεια τα πρόσφερε στα παιδιά. Αυτά, νομίζοντας ότι ο Σκληροπετράν είχε μετανιώσει για τις πράξεις του και με το κέρασμα αυτό ήθελε να τα καλοκαρδίσει, δέχτηκαν την προσφορά του και πέσανε με τα μούτρα στο φαγητό.

Ο κακός μάγος στη συνέχεια, άνοιξε την πόρτα του πύργου του και τα ελευθέρωσε κι αυτά μέχρι να κατεβούν στα χωριά τους είχαν ξεχάσει τον Σκληροπετράν, το καζάνι με το μαγικό φίλτρο, το σατανικό σχέδιό του –που τους το είχε πει για να τα φοβίσει ακόμα πιο πολύ- είχαν ξεχάσει τον πύργο, το υπόγειο, τα πάντα.

Ένα κοριτσάκι όμως, η Σοφία, που η μαμά της, της έλεγε πάντα να αποφεύγει τα γλυκά που της προσφέρουν οι ξένοι, δεν έφαγε από τα γλυκά κι έτσι δεν έχασε την μνήμη της. Θυμότανε κάθε στιγμή που περάσανε στον απαίσιο πύργο και κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου του απαισιότατου μάγου.

Μα ας έρθουμε πάλι πίσω στον Σκληροπετράν και στο καζάνι του που έβραζε το μαγικό φίλτρο. Αυτό τώρα ήταν έτοιμο. Έμενε μόνο να καταφέρει τον Ήλιο να πιει έστω και λίγο από τις μαγικές σταγόνες.

Οι ώρες περνούσαν και η Σελήνη ετοιμάζονταν να παραχωρήσει την θέση της στον Ήλιο ο οποίος άρχισε δειλά να ξεπροβάλλει από την ανατολή. Συνέχισε αργά-αργά την ανοδική του πορεία για το τελείωμα του ουρανού κι όταν πλησίαζε πάνω από τον πύργο, ο Σκληροπετράν από την κορυφή του, τον φώναξε με ψεύτικο ενδιαφέρον.

Καλή σου μέρα λαμπερέ και πολύτιμε Ήλιε μου. Πιάνεις δουλειά βλέπω. Δέξου από εμένα τον ταπεινό άνθρωπο ένα αναψυκτικό για να σε δροσίσω και να σε γεμίσω ενέργεια για το υπόλοιπο της μέρας.

Ο Ήλιος που δεν ήξερε μα ούτε και φανταζότανε τα πονηρά σχέδια του Σκληροπετράν, τον ευχαρίστησε και ήπιε μονορούφι το μαγικό πιοτό που του πρόσφερε. Δεν πρόλαβε να κατεβάσει το ποτήρι από το στόμα του και τότε αυτό που ακολούθησε είναι το πιο τρελό και απίθανο γεγονός που συνέβη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Ήλιος έπαψε να λάμπει, έχασε το φως του. Όπως ακριβώς σβήνεις την μοναδική λάμπα που φωτίζει ένα δωμάτιο και γίνεται κατευθείαν σκοτάδι. Αυτό ακριβώς έγινε εκείνη την στιγμή με την διαφορά ότι συνέβη έξω, στην φύση, στον κόσμο όλο. Ξαφνικά σκοτίνιασε σαν να ήταν βράδυ κι ακόμα χειρότερα.

Ο κόσμος που βρισκότανε στα χωριά, στις δουλειές του, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους.

Μα τί έγινε; Έσβησε ο Ήλιος;

Πέθανε;

Μα πεθαίνει ο Ήλιος;

Πότε πρόλαβε και ήρθε η νύχτα; Πριν λίγο δεν ξημέρωσε;

Όλοι από τον φόβο τους δεν ξέρανε τί να κάνουν. Τρέχανε πανικόβλητοι να γυρίσουν στα σπίτια τους κι επειδή δεν βλέπανε μπροστά τους, έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλον, ή έμπαιναν σε λάθος σπίτι. Άλλοι πάλι, έπεφταν μέσα σε πηγάδια ή στο ποτάμι. Ένα χάος άρχισε να επικρατεί. Όλοι φοβόντουσαν και γι’ αυτό μένανε κλεισμένοι στα σπίτια τους. Κανείς δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει και να φανταστεί τί είχε συμβεί ακριβώς. Κανείς εκτός από την μικρούλα Σοφία, αυτήν δηλαδή που δεν είχε φάει από τα μαγικά γλυκά του Σκληροπετράν και έτσι θυμότανε πολύ καλά όλα όσα ο κακός μάγος τους είχε αποκαλύψει την ώρα που τα έδιωχνε από τον πύργο του.

Η Σοφία είπε στους γονείς της τα πάντα μα πλέον τί μπορούσαν να κάνουν; Εξάλλου όλοι φοβόντουσαν. Μικροί και μεγάλοι.

Μα όχι, τί να φοβηθώ και γιατί;

Σκέφτηκε η Σοφία…

Είναι απλά σκοτάδι. Αν βγω έξω, το χωριό μου θα είναι το ίδιο χωριό που είναι κι όταν έχει φως. Οι δρόμοι θα βρίσκονται στα ίδια πάντα σημεία, όπως και τα δέντρα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όλα είναι ίδια ακριβώς αλλά απλά δεν μπορούμε να τα δούμε…

Τέτοιες σκέψεις έκανε η μικρή Σοφία και ένα ανεξήγητο συναίσθημα την έσπρωξε να βγει από το σπίτι της. Δεν έβλεπε τίποτα αλλά και πάλι δεν χρειαζότανε αφού ήξερε πολύ καλά τα κατατόπια. Κι άρχισε να περπατάει, να περπατάει έχοντας για οδηγό το παράξενο αυτό συναίσθημα. Κι ύστερα άρχισε να ανηφορίζει και κατάλαβε πως κατευθύνεται προς το βουνό, προς τον πύργο του Σκληροπετράν. Μα στην διασταύρωση έστριψε και πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο άλλο βουνό, σ’ εκείνο δηλαδή που είχε καθίσει ο Ήλιος όταν πρωτοεμφανίστηκε στην γη. Έφτασε στην κορυφή του βουνού την ώρα που έπρεπε κανονικά να νυχτώνει, την ώρα δηλαδή που εμφανίζεται η Σελήνη.

Η Σελήνη μόλις αντίκρισε την Σοφία παραξενεύτηκε…

Τί γυρεύεις τέτοια ώρα σε αυτήν την κορυφή και μάλιστα μόνη σου; Δεν φοβάσαι;

Δεν ξέρω… κάτι με οδήγησε εδώ. Νομίζω ότι εδώ θα βρω την λύση στο πρόβλημά μας.

Τί πρόβλημα έχεις εσύ σε αυτήν την ηλικία; Είσαι παιδί ακόμα και τα παιδιά δεν πρέπει να έχουν προβλήματα. Τα παιδιά πρέπει να έχουν όνειρα.

Ο σκληρός, κακός μάγος που ζει στον πύργο που βρίσκεται στην κορυφή εκείνου του βουνού, κατάφερε με μάγια και έσβησε τον Ήλιο και τώρα όλος ο κόσμος φοβάται γιατί δεν βλέπει τίποτα.

Έσβησε τον Ήλιο; Μα τι μου λες; Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, κι αν γίνονται, γίνονται μόνο στα παραμύθια.

Κι η μικρή Σοφία είπε με το νι και με το σίγμα στην Σελήνη ό,τι είχε συμβεί ακριβώς. Μα η Σελήνη δυσκολευότανε να την πιστέψει κι έτσι διέταξε μια από τις χιλιάδες λάμψεις που την υπηρετούσαν, να μπει κρυφά στον πύργο του Σκληροπετράν και να μάθει ακριβώς τι συμβαίνει.

Η Λάμψη με αριθμό 128 ανέλαβε την αποστολή. Εκτοξεύτηκε με μεγάλη ταχύτητα από την Σελήνη προς τον πύργο. Πέρασε χωρίς δυσκολία από την κλειδαρότρυπα της πόρτας κι άρχισε να πετάει πάνω από το δωμάτιο παρατηρώντας τα πάντα.

Για καλή της τύχη, ο Σκληροπετράν έλειπε. Για να ολοκληρωθεί το σχέδιό του και να κυριαρχήσει αυτός στο σκοτάδι, έπρεπε να βρει πρώτα την βασιλική κορώνα του Ήλιου και να την καταστρέψει καίγοντάς την. Η κορώνα όμως βρισκότανε στο βασίλειο του Ήλιου κι ο κακός μάγος είχε κινήσει για εκεί.

Έτσι, η Λάμψη με αριθμό 128 αλώνιζε χωρίς φόβο στον πύργο χωρίς να το ξέρει βέβαια. Αφού είδε καλά στον επάνω όροφο, χύθηκε στο υπόγειο και σκοτεινό μπουντρούμι κι εκεί είδε το καζάνι με το μαγικό φίλτρο που ακόμα ήταν ζεστό κι ας είχε σβήσει η φωτιά.

Ετοιμαζότανε να φύγει όταν ένας παράξενος θόρυβος της τράβηξε την προσοχή. Σαν κάποιος να βογκούσε από πόνο. Κοίταξε γύρω της καλύτερα μα δεν έβλεπε κανέναν. Προσπάθησε να καταλάβει από πού έρχεται ο θόρυβος και τότε ανακάλυψε μια μυστική πόρτα. Στο άγγιγμά της και μόνο, άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε ένα τεράστιο δωμάτιο. Ένα δωμάτιο όχι απλά τεράστιο, αλλά απέραντο σαν την θάλασσα, που όμοιό του δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο παρά μόνο στον κόσμο της φαντασίας.

Ξαπλωμένος στο πάτωμα και δεμένος με αλυσίδες βρισκότανε ο Ήλιος, αλλά όχι φωτεινός και λαμπερός όπως τον ξέρουμε όλοι. Τώρα ήταν μαύρος, σκοτεινός κι έμοιαζε τελείως αδύναμος. Βογκούσε σαν να πονούσε κι είχε τα μάτια του κλειστά σαν να φοβότανε. Ο Ήλιος φοβάται το σκοτάδι;

Η Λάμψη με αριθμό 128, είδε ότι έπρεπε να δει και τώρα έπρεπε να γυρίσει στην Σελήνη για να της τα πει όλα χαρτί και καλαμάρι.

Βγήκε από το τεράστιο φανταστικό δωμάτιο και βρέθηκε στον επάνω όροφο και λίγο πριν βγει από την κλειδαρότρυπα της πόρτας, πρόσεξε στην βιβλιοθήκη του μάγου ένα εντυπωσιακό και σπάνιο βιβλίο. Ήταν το Μεγάλο Βιβλίο των Μάγων και της Μαγείας. Του έριξε μια γρήγορη ματιά γυρνώντας όλες τους τις σελίδες κι έπειτα γύρισε στην Σελήνη που με την Σοφία περίμεναν ακόμα στην κορυφή του βουνού.

Λοιπόν Λάμψη;

Την ρώτησε η Σελήνη.

Αλήθεια… καζάνι… φίλτρο… μαγικό… μαύρο… πόρτα… δωμάτιο… Ήλιος… σκοτεινός… βογγάει… βιβλίο… ΤΟ ΚΑΙ ΤΟ

Όλα τα είπε η Λάμψη κι Σελήνη πίστεψε τελικά την Σοφία. Μα το πιο σημαντικό από όλα όσα είπε η Λάμψη, ήταν το «ΤΟ ΚΑΙ ΤΟ». Μέσα σε αυτό το «ΤΟ ΚΑΙ ΤΟ» κρυβότανε η λύση στο πρόβλημα. Έτσι, η Σελήνη εξήγησε στην Σοφία τί έπρεπε να κάνει.

Άκου Σοφία. Η Λάμψη με αριθμό 128 κατάφερε και διάβασε στο Μεγάλο Βιβλίο των Μάγων και της Μαγείας, πως το αντίδοτο, το φάρμακο δηλαδή, βρίσκεται στα δάκρυα. Μα όχι στα δάκρυα του φόβου, αλλά του γέλιου. Τα ίδια παιδιά που έκλαψαν από φόβο, πρέπει τώρα να δακρίσουν από τα γέλια. Αν αυτά τα δάκρυα τα ανακατέψεις με μαύρο τσάι και αυτό το δώσεις στον Ήλιο να το πιεί, όλα θα γίνουν όπως πρώτα.

Καλά τα λες εσύ Σελήνη μου, μα πως θα κατεβώ στα χωριά και πως θα κάνω τον κόσμο και τα παιδιά να με ακούσουν αφού το σκοτάδι δεν μας αφήνει; Όλοι φοβόμαστε. Πως θα καταφέρουμε να γελάσουμε; Κανείς μας δεν έχει όρεξη για γέλια.

Ένα-ένα τα προβλήματα μικρή μου. Μην βιάζεσαι. Για το πως θα κατεβείς στα χωριά και πως θα σε δούνε οι άλλοι, άσε να το φροντίσω εγώ. Για τα υπόλοιπα, θα πρέπει εσύ να βρεις τον τρόπο.

Και τότε η Σελήνη κάλεσε κοντά της τα αγαπημένα της έντομα, τις πυγολαμπίδες. Εκατομμύρια πυγολαμπίδες εμφανίστηκαν ξαφνικά από το πουθενά και σχημάτισαν μια τεράστια άμαξα που φώτιζε δυνατά και όμορφα.

Η Σοφία ανέβηκε στην φωτεινή άμαξα και ξεκίνησε πρώτα για το χωριό της. Η άμαξα πετούσε ψηλά από το χωριό κι άρχισε να το φωτίζει. Ο κόσμος που ήταν κλεισμένος στα σπίτια του, ξαφνικά είδε μια λάμψη φωτός να μπαίνει στα δωμάτιά τους και έτρεξαν στα παράθυρα να δούνε τι συμβαίνει. Αμέσως εντυπωσιάστηκαν από το θέαμα κι άρχισαν να βγαίνουν έξω και να ακολουθούν την άμαξα η οποία σταμάτησε στην πλατεία.

Από μέσα βγήκε η Σοφία κι άρχισε να μιλάει στον κόσμο με ζεστή φωνή γεμάτη σιγουριά. Κατάφερε να τους ηρεμήσει όλους και να τους διώξει τον φόβο. Τους είπε το σχέδιό της που σκέφτηκε όσο ήταν στην άμαξα και ζήτησε να πάνε όλοι τους στους πρόποδες του βουνού που είχε τον πύργο του ο Σκληροπετράν και να την περιμένουνε. Εκείνη έπρεπε να γυρίσει και στα υπόλοιπα γύρω χωριά για να μαζέψει και τα υπόλοιπα παιδιά.

Μα πως θα πάμε στο βουνό αφού δεν βλέπουμε;

Ακούστηκε μια φωνή μέσα από το πλήθος και τότε, ένα από τα φωτεινά άλογα που είχαν σχηματίσει οι πυγολαμπίδες, ξεχώρισε από την άμαξα και κίνησε αργά να προχωράει. Όλοι κατάλαβαν ότι έπρεπε να το ακολουθήσουν.

Αμέσως έφυγε και η Σοφία για τα γύρω χωριά και μέσα σε λίγες ώρες, πολλά παιδιά μαζί με τους γονείς τους είχαν βρεθεί στην αρχή του δρόμου για τον πύργο του Σκληροπετράν.

Τώρα πρέπει να γελάσουμε και να γελάσουμε μέχρι να δακρύσουμε.

Φώναξε η Σοφία πάνω από την φωτεινή άμαξα. Κανείς όμως δεν μπορούσε να γελάσει. Άρχισαν κάποιοι να λένε αστεία… κάποια γέλια ακούστηκαν αλλά ήταν απλά γέλια κι όχι μετά δακρύων. Κάποιοι άρχισαν να γαργαλάνε τους άλλους μα και πάλι τα γέλια τους ήταν απλά… και τότε έγινε κάτι απίθανο. Ούτε κι εγώ δεν θα το πίστευα αν δεν το έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια.

Η φωτεινή άμαξα από πυγολαμπίδες άρχισε να διαλύεται και τώρα πετούσαν μπερδεμένα στον αέρα. Σαν κάτι να προσπαθούσαν να ζωγραφίζουν… μα ναι…ένα περίγραμμα άρχισε να σχηματίζεται… μοιάζει με άνθρωπο… ναι είναι άνθρωπος… τώρα σχεδιάζουν το κεφάλι του… τελείωσαν… μα αυτός είναι ο Σκληροπετράν. Οι πυγολαμπίδες είχαν σχηματίσει τον κακό μάγο και ξαφνικά ο φόβος στα παιδιά και τους μεγάλους είχε επιστρέψει. Όχι όμως για πολύ, γιατί οι πυγολαμπίδες άρχισαν να αλλάζουν το σχέδιο, και τώρα έδειχναν τον κακό μάγο να είναι γυμνός με τα σώβρακα μόνο και να κάνει αστείες γκριμάτσες στο πρόσωπο.

Αυτό ήταν… ο κόσμος άρχισε να γελάει δυνατά…. Τώρα ο Σκληροπετράν είχε ντυθεί σαν μπαλαρίνα και χόρευε σαν αέρινη χορεύτρια και τα παιδιά άρχισαν να γελάνε ακόμα πιο δυνατά γιατί τους φάνηκε πολύ αστείο. Οι πυγολαμπίδες που σχημάτιζαν το σώμα του ξαφνικά έσβησαν κι έμεινε μόνο ένα κεφάλι να αιωρείται. Κι όταν άναψαν ξανά, το σώμα του ήταν σώμα ελέφαντα που στηρίζεται στο ένα του πόδι και μετά ξανά έσβησαν και άναψαν ξαναέχοντας σχηματίσει σώμα καμηλοπάρδαλης, μετά κότας και τα παιδιά είχαν πεθάνει στο γέλιο… Ναι, τώρα γελούσανε με δάκρυα στα μάτια όλοι τους. Μικροί και μεγάλοι. Πρώτη η Σοφία στράγιξε τα δάκρυά της σε μια κούπα κι άρχισε μετά να γυρίζει από τα παιδιά και να μαζεύει τα δάκρυά τους. Όλα τα παιδιά δώσανε τα δάκρυά τους και στην συνέχεια χύσανε στην κούπα και μαύρο τσάι. Τώρα έπρεπε να το δώσουνε στον Ήλιο να το πιει. Μπήκαν οι γονείς μπροστά και κίνησαν για τον πύργο. Με ξύλα που βρήκαν στο δρόμο έσπασαν την πόρτα του πύργου και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον Σκληροπετράν μα για καλή τους τύχη αυτός δεν είχε γυρίσει ακόμη.

Κατέβηκαν γρήγορα στο υπόγειο μπουντρούμι και έψαχναν να βρούνε την μυστική πόρτα για το φανταστικό δωμάτιο στο οποίο ήταν φυλακισμένος ο Ήλιος μα δεν μπορούσαν να την βρούνε.

Μα να σου και η Λάμψη με αριθμό 128…

Μα τί κάνετε και αργείτε; Σε λίγο η Σελήνη πρέπει να φύγει.

Δεν μπορούμε να βρούμε την μυστική πόρτα.

Και γιατί δεν μιλάτε;

Η Λάμψη άγγιξε απλά στο σημείο που έπρεπε και το μυστικό πέρασμα φάνηκε κι άνοιξε η πόρτα. Τα παιδιά έτρεξαν γρήγορα στο φανταστικό δωμάτιο και σκύψανε πάνω από το πρόσωπο του Ήλιου.

Ήλιε μου, μην φοβάσαι και πιες λίγο από αυτό το τσαγάκι. Θα σου κάνει καλό.

Του είπε η Σοφία προσφέροντάς του την κούπα. Ο Ήλιος στην αρχή δίστασε γιατί θυμήθηκε ότι κι ο Σκληροπετράν στην αρχή με την καλοσύνη του την έφερε και τον κατάφερε να πιει το μαγικό φίλτρο. Μετά όμως σκέφτηκε ότι δεν έχει να χάσει τίποτα αφού ήταν ήδη έτσι όπως ήταν και το ήπιε.

Αχ παιδιά… τί μαγεία ακολούθησε! Μικρές-μικρές φωτίτσες άρχισαν να πετάγονται από το πρόσωπό του, από το σώμα του. Φωτίτσες που σπάσανε τα δεσμά των αλυσίδων κι ο Ήλιος άρχισε να υψώνεται σιγά-σιγά μέχρι που γκρέμισε το ταβάνι και συνέχιζε για τον Ουρανό.

Όλοι τότε έτρεξαν έξω και είδαν την Σελήνη να καλοσορίζει και να αποχαιρετάει τον καλό αδερφό της ‘Ηλιο –γιατί αδέρφια είναι αυτοί οι δύο, αυτό θα το γνωρίζετε κι από άλλο παραμύθι. Και πριν χαθεί τελείως η Σελήνη από τον ουρανό, γύρισε και φώναξε προς την Σοφία.

Μπράβο σου μικρή μου. Είδες που τα καταφέρατε μια χαρά όλοι σας. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι όταν έχεις κάποιον δίπλα σου. Μοιράσου τον φόβο σου με τους άλλους, έτσι ο φόβος χάνει την δύναμή του.

Σε ευχαριστούμε πολύ Σελήνη…

Απάντησε η Σοφία.

Σε ευχαριστούμε για την πολύτιμη βοήθειά σου. Θα σε περιμένουμε με χαρά και σήμερα το βράδυ. Καλή σου νύχτα αν πας για ύπνο.

Ακούστηκαν κάποιες φωνές μέσα από το πλήθος κι η Σελήνη τους απάντησε με την σειρά της…

Καλή σας μέρα και σε εσάς που τώρα ξυπνάτε λοιπόν. Θα τα πούμε σήμερα το βράδυ.

Κι ύστερα ακούστηκαν κι άλλες φωνές παιδιών μα και των μεγάλων που αποχαιρετούσαν την Σελήνη και την ευχαριστούσαν και τέλος που καλοσόριζαν τον Ήλιο στην νέα του ανατολή.

Κάπως έτσι τελειώνει το παραμύθι μας… μα σαν να νομίζω ότι ξέχασα κάτι. Ξέχασα;

Μα ναι! Τον Σκληροπετράν. Αυτός είχε φτάσει στο βασίλειο του Ήλιου κι είχε βρει και πάρει την βασιλική κορώνα. Βρισκότανε στην επιστροφή για τον πύργο του όταν συνέβη το ευχάριστο γεγονός με την αναγέννηση του Ήλιου και τρόμαξε τόσο πολύ που πάγωσε για αρκετή ώρα. Ξεπάγωσε όταν μπήκε σε λειτουργία η κορώνα η οποία άρχισε τώρα να του καίει τα χέρια. Την πέταξε καταγής και έτρεξε γρήγορα στον πύργο του για να δει τί είχε συμβεί κι εκεί αντίκρισε όλους τους κατοίκους των γύρω χωριών μαζί με τα παιδιά τους. Τους είδε να κρατάνε ξύλα στα χέρια και τότε αυτός ήταν που ένιωσε το συναίσθημα του φόβου. Μα αυτό που θα σας πως και πάλι δεν θα το πιστέψετε. Τα παιδιά βγήκαν μπροστά από τους γονείς τους, τους κατέβασαν τα ξύλα από τα χέρια κι αμέσως έτρεξαν όλα μαζί και αγκάλιασαν τον Σκληροπετράν. Τον αγκάλιασαν τόσο δυνατά που έκαναν την σκληρή του καρδιά να ραγίσει κι ο Σκληροπετράν σαν κάτι να ένιωσε για τα παιδιά. Ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο γι’ αυτόν. Και ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να τα αγκαλιάσει κι αυτός κι ύστερα ένιωσε την ανάγκη να πιαστούν από το χέρι και να αρχίσουν τον χορό, κι ύστερα να παίξουν. Στο παιχνίδι μπήκαν κι οι μεγάλοι και έγινε τρελό γλέντι.

Ο Σκληροπετράν άλλαξε από τότε, μα άλλαξαν κι όλοι οι άλλοι. Πλέον τον φώναζαν σκέτο Πέτρο κι αυτός γκρέμισε τον πέτρινο πύργο του και τον έχτισε ξανά με μοναδικό υλικό το γυαλί για να μπαίνει όλο το φως μέσα στα δωμάτια.

Κι άνοιξε την πόρτα του πύργου του για τον κόσμο που ήθελε να τον επισκεφτεί και μια ώρα το πρωί και μια ώρα το βράδυ, μαζευόντουσαν όλοι στην ταράτσα του πύργου του, το πρωί για να συνομιλήσουν με τον Ήλιο και το βράδυ με την Σελήνη!

Και τώρα, σίγουρα τελείωσα…νομίζω πως πρέπει να κλείσω το φως. Με το φως σβηστό ζωγραφίζω καλύτερα στο μυαλό μου!

Advertisement
Categories: Παραμύθια φίλων | Ετικέτες: ,,,, | 2 Σχόλια

Πλοήγηση άρθρων

2 thoughts on “«Η Σοφία κι ο φόβος!» του Χρήστου Π. Τσίρκα

  1. Γιούλη

    Εξαιρετικό! !!!! Δεν έχω λόγια!!!! Μια καινούρια σελίδα ανατέλλει στους Παραμυθάδες? ?? Αυτή της συγγραφής! Τέλειο. …μοναδικό. …αυθεντικό. ..!!!! 💕

    Μου αρέσει!

Εδώ σχολιάζετε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: