Μια φορά κι έναν καιρό βρέθηκε σε μια ερημική ακτή ένας ναυαγός. Τον ξέβρασε εκεί το κύμα και κουρασμένος όπως ήταν αποκοιμήθηκε. Μετά από ώρα, αφού ξύπνησε και είδε που βρίσκεται άρχισε να κατηγορεί και να θυμώνει με την θάλασσα, λέγοντάς της ότι δελεάζει τον κόσμο με την ομορφιά της, την γαλήνη της και την λαμπροσύνη της. Και όταν δεχτεί τους ανθρώπους στα καταγάλανα νερά της τότε αλλάζει όψη και αρχίζει να αγριεύει και να τους καταστρέφει. Ακούγοντας όλα αυτά η θάλασσα, στεναχωρημένη, εμφανίζεται μπροστά του με την μορφή όμορφης γυναίκας και του απαντάει:
Δεν πρέπει να κατηγορείς εμένα φίλε μου, γιατί κανονικά είμαι ήρεμη όπως είναι και η γη που πατάς. Οι άνεμοι φταίνε που ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση πέφτουν πάνω μου δημιουργώντας τεράστια κύματα με αποτέλεσμα να γίνομαι άγρια και επικίνδυνη…χωρίς όμως να το θέλω.
Έτσι κι εμείς λοιπόν, όταν κάποιος μας αδικήσει πρέπει να κατηγορήσουμε αυτόν που πραγματικά ευθύνεται και όχι κάποιον ο οποίος είναι υποταγμένος σε αυτόν που θέλει να μας αδικήσει.