Το παρακάτω κείμενο – γράμμα, είναι παρμένο από το βιβλίο των εκδόσεων «Άγκυρα» με τίτλο «Ο Μπάνυα από την Ταϋλάνδη γράφει γράμματα στα παιδιά όλου του κόσμου». Η ανάρτησή του στην σελίδα μας σχετίζεται με την Διεθνή Ημέρα για την εξάλειψη της φτώχιας που έχει οριστεί από τον ΟΗΕ να τιμάται την 17η Οκτωβρίου κάθε χρόνου. Οι Παραμυθάδες, δανειστήκαμε το βιβλίο από την παιδική βιβλιοθήκη του Αγίου Λουκά της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας, προκειμένου να το εντάξουμε στην παρουσίασή μας που θα κάνουμε την Τρίτη 29 Οκτωβρίου στο πλαίσιο των μηνιαίων επισκέψεών μας στην παιδική βιβλιοθήκη. Την μέρα εκείνη το θέμα μας θα είναι η εξάλειψη της φτώχιας και αφού διαβάσουμε τα τέσσερα γράμματα του Μπάνυα (εδώ αναρτούμε μόνο τα δύο σεβόμενοι τα πνευματικά δικαιώματα), θα συζητήσουμε με τα παιδιά πάνω στο θέμα αυτό, ενώ θα ακολουθήσουν και παραμύθια σχετικά με το ίδιο θέμα.
Η ταυτότητα του συγκεκριμένου βιβλίου έχει ως έξης:
Τίτλος: «Ο Μπάνυα από την Ταϋλάνδη γράφει γράμματα στα παιδιά όλου του κόσμου»
Συγγραφέας: Γκερντ Σιμόν
Μετάφραση κειμένου: Καίτη Καμμένου
Εικονογράφηση-Καλλιτεχνική επιμέλεια: Σούλα Δεδε-Νασίκα
Φωτογραφίες: Πέτρος Μακρής – UNICEF
Τυπογραφική διόρθωση: Αλίκη Βρανά
Επιμέλεια έκδοσης: Αναστασία Παπαδημητρίου-Μπιρμπίλη
Εκδόσεις: Άγκυρα (1986)
Πρώτο γράμμα
Αγαπητά παιδιά όλου του κόσμου.
Κατοικώ σε αγροτική περιοχή. Το σπίτι μας είναι δίπλα σε ένα ποτάμι που το λέμε «Μάνα του νερού». Αυτό το ποτάμι, μας φέρνει δροσερό νερό και κυλάει τεμπέλικα παρακάτω. Έχω τέσσερα αδέρφια. Τη Νόι, τον Τσανγκ, τον Νονγκ και τον μικρότερο Λεκ. Όλοι εμείς αγαπούμε το ποτάμι γιατί δίνει στην μάνα μας νερό για να βράζει το ρύζι και γιατί μπορούμε να κολυμπάμε και να παίζουμε στα νερά του. Μας διασκεδάζει μάλιστα και να πλενόμαστε καθώς την ώρα εκείνη μπορούμε με τους κουβάδες που παίρνουμε νερό, να πιτσιλάμε ο ένας τον άλλο.
Στις όχθες του ποταμού, φυτρώνουν πολλά μεγάλα και πολύχρωμα νερολούλουδα. Όταν παίζουμε, μπορούμε να κρυβόμαστε καλά ανάμεσά τους. Πρέπει όμως να προσέχουμε, γιατί εκεί μέσα παραμονεύουν και νερόφιδα. Στην ακροποταμιά υπάρχουν και μεγάλα δέντρα. Σ’ αυτά σκαρφαλώνουμε όταν θέλουμε να κόψουμε ζουμερά και γλυκά φρούτα.
Ο πατέρας, μας λέει πολλές φορές, ότι θα έπρεπε ωστόσο να ξέρουμε πως ο ποταμός δεν χρησιμεύει μόνο σ’ εμάς τα παιδιά για να παίζουμε. Ο ποταμός, μας δίνει ψάρια που είναι νόστιμα και πολύ σημαντικά γιατί μας βοηθούν πολύ να γίνουμε μεγάλοι και δυνατοί. Ο πατέρας λέει:
Το ρύζι μας χορταίνει, αλλά το ψάρι μας δυναμώνει και μας κάνει ζωηρούς και έξυπνους.
Γι’ αυτό ο πατέρας, ύστερα από την δουλειά του στον ορυζώνα, πηγαίνει με τη μητέρα για ψάρεμα. Εμείς τα παιδιά κοιτάμε τότε μαγεμένοι με τεντωμένα μάτια και ελπίζουμε να μπλεχτεί και να πιαστεί στο δίχτυ κανένα σπαρταριστό ψάρι.
Μια φορά την εβδομάδα, ο πατέρας και η μητέρα, πηγαίνουν με την βάρκα μας στο διπλανό χωριό. Μόνο απ’ τον ποταμό μπορείς να πας εκεί. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος. Εκεί, πουλούν λαχανικά από τον κήπο μας και μετά την συγκομιδή του ρυζιού, δίνουν και όσο ρύζι μας περισσεύει και δεν μας χρειάζεται για τη δική μας ζωή. Σε αντάλλαγμα, αγοράζουν τότε από τον έμπορο αλάτι, μια σάλτσα για να νοστιμίζουμε το ψάρι, κατσαρολικά, εργαλεία για τις χειρωνακτικές εργασίες και διάφορα άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε στο νοικοκυριό και στις αγροτικές δουλειές.
Ωστόσο, υπάρχουν και φορές που οι γονείς μας είναι αναγκασμένοι να πηγαίνουν στο χωριό με άδεια χέρια, χωρίς να μπορούν να πάρουν τίποτα μαζί τους απ’ το κτήμα μας για πούλημα, επειδή δεν έχει πια τίποτα απομείνει. Αναγκάζονται τότε, για να προμηθευτούν τα πράματα που χρειαζόμαστε, να βάλουν χρέος στον έμπορο. Και τότε, όταν γυρίζουν πίσω στο σπίτι, κοντά μας, φαίνονται πολύ λυπημένοι κι ανήσυχοι.
Όλοι οι άνθρωποι στην Ταϋλάνδη αγαπούν το ρύζι. Όταν μπορούν να το έχουν, το τρώνε σε κάθε γεύμα. Γι’ αυτό είναι ο πατέρας μου καλλιεργητής ρυζιού.
Όταν πάει καλά η εποχή των βροχών και το ποτάμι κατεβάζει αρκετό νερό, τότε μπορούν οι ορυζώνες να ποτιστούν και να πλημμυρίσουν με άφθονο νερό και οι γονείς μας χαίρονται για την συγκομιδή που θα έρθει. Τότε είναι σίγουρο πως δεν θα πεινάσουμε.
Συχνά, ο πατέρας λέει πολύ σκεφτικός:
Να είναι τόσο εύφορος ο τόπος μας κι ωστόσο συχνά να είναι αναγκασμένοι πολλοί από εμάς να υποφέρουν…
Δεν καταλαβαίνω ακόμα τί θέλει να πει μ’ αυτό, όμως τα λόγια του με ανησυχούν.
Έχουμε κι ένα νεροβούβαλο, τον Κουάυ. Είναι πολύ δυνατό! Ωστόσο, παρ’ όλη τη δύναμη, δεν μπορεί να οργώνει τον ορυζώνα περισσότερο από τέσσερις ώρες τη μέρα, γιατί η δουλειά μέσα στη λάσπη είναι πολύ βαριά.
Κάθε απόγευμα, είναι δική μου δουλειά να το προσέχω και καθώς είναι τόσο ήσυχο και φιλικό, ξαπλώνω συχνά πάνω στην πλάτη του και κοιμάμαι την ώρα που αυτό βοσκάει χορτάρι.
Ο πατέρας έχει πάντα το φόβο, μήπως ο Κουάυ αρρωστήσει ή μήπως τον δαγκώσει κανένα φίδι. Στην περιοχή μας δεν υπάρχει κτηνίατρος. Και χωρίς το νεροβούβαλο, θα είναι αδύνατο πια να καλλιεργήσουμε ρύζι.
Η μητέρα μας είναι πολύ εργατική. Πιο εργατική κι απ’ τον πατέρα. Εργάζεται όπως κι εκείνος στο χωράφι, αλλά σηκώνεται κάθε μέρα μια ώρα πιο νωρίς από εκείνον και μαγειρεύει το φαγητό για ολόκληρη τη μέρα. Και το βράδυ συνεχίζει τη δουλειά: Ράβει ή φτιάχνει καλάθια και άλλα αντικείμενα που τα χρειαζόμαστε εμείς οι ίδιοι ή τα πάμε για πούλημα. Κι ακόμα φροντίζει, φυσικά, και τα παιδιά! Βέβαια και η γιαγιά κι εγώ τη βοηθούμε όσο μπορούμε.
Η γιαγιά μας είναι κιόλας πολύ γριά κι εμείς τα παιδιά την αγαπούμε πολύ. Μερικές φορές, μας διηγείται πράματα από την εποχή που ήταν κι εκείνη νέα. Συχνά λέει:
Παλιότερα, προτού μερικοί γεωργοί και έμποροι να γίνουν πλούσιοι – και οι άλλοι οι πολλοί εξαιτίας τους ακόμα φτωχότεροι – δεν υπήρχε στο χωριό μεγάλη φτώχεια. Και όταν ένας γεωργός αρρώσταινε βαριά ή ψοφούσε το νεροβούβαλό του, τότε όλοι μαζί βοηθούσαν. Και καθένας που βοηθούσε, ήξερε πως, όταν βρεθεί ο ίδιος σε ανάγκη, θα ‘χει κι αυτός βοήθεια.
Όμως τώρα, υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί χωρικοί και τα παιδιά των πλούσιων χωρικών δεν μας παίζουν εμάς.
Όταν βλέπουμε πολλές φορές τα πρόσωπα των γονιών μας ανήσυχα από τις έγνοιες, τότε σκεφτόμαστε μέσα μας, πως η παλιά εκείνη η εποχή που λέει η γιαγιά, θα πρέπει να ήταν πολύ ωραία.
Ο Λεκ είναι το μωρό μας. Όλοι τον παραχαϊδεύουμε –και μάλιστα πολύ- γιατί είναι ο μικρότερος. Οι γονείς μας έχουν πέντε παιδιά. Είχαν κι άλλα δύο αλλά πέθαναν. Οι πιο πολλές οικογένειες που ξέρω, έχουν κι αυτές το ίδιο πολλά παιδιά, μερικές φορές μάλιστα και περισσότερα. Μια οικογένεια έχει δώδεκα παιδιά, αλλά όλοι τους υποφέρουν πολύ από την πείνα.
Λοιπόν, τώρα πρέπει να σταματήσω, γιατί πρέπει να πάω να φέρω τροφή για το γουρούνι μας.
Τώρα με γνωρίζετε και ξέρετε πώς ζω.
Χαιρετίσματα πολλά
Ο Μπάνυα σας
Δεύτερο γράμμα
Αγαπητά παιδιά
Το ξέρω βέβαια, πως δεν σας έχω ξαναγράψει εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν μου Κάνει πια τόσο πολύ χαρά να γράφω και δεν έχω και καιρό.
Εμείς τα παιδιά, είμαστε τώρα πολύ λυπημένα και φοβισμένα. Πάει πολύς καιρός που δεν έχουμε δει πια κανέναν απ’ τους μεγάλους να γελάει. Μόνο ο χοντρός έμπορος απ’ το χωριό, που επισκέφτηκε πριν από λίγο καιρό τον πατέρα, μας κοίταξε και γέλασε δυνατά όταν μας αποχαιρετούσε.
Εμείς όμως δεν χαρήκαμε καθόλου. Αντίθετα, φοβηθήκαμε. Από τότε, ο πατέρας φαίνεται σα να έχει κάποιο μεγάλο βάσανο. Φέτος, στην εποχή των βροχών, δεν έβρεξε σχεδόν καθόλου. Έτσι, οι ορυζώνες ξεράθηκαν και το νερό στο ποτάμι όλο και λιγοστεύει. Ο πατέρας λέει πως η φετινή σοδειά ήταν η χειρότερη που μπορεί να θυμηθεί. Στο όργωμα, το νεροβούβαλο δεν βάδιζε πια μέσα σε λάσπη, αλλά τραβούσε το αλέτρι πάνω σε μια γη ξεραμένη, σκληρή σαν πέτρα.
Οι οικογένειες των χωρικών που ζουν μακριά από τον ποταμό, πιο μακριά από εμάς, ήταν γι’ αυτό το λόγο ακόμα φτωχότερες. Τα παιδιά έπρεπε να κάνουν πολύ δρόμο για να κατορθώσουν να βρουν λίγο νερό, έτσι που να μπορέσουν ζώα και άνθρωποι να σβήσουν την δίψα τους.
Ακόμα και η γιαγιά, που άλλοτε ήταν πάντα εύθυμη και μας παρηγορούσε, τώρα δεν έχει όρεξη να μας διασκεδάσει. Φαίνεται κι εκείνη εντελώς απελπισμένη. Όλες μας οι κότες και το γουρούνι μας ακόμα, είναι καιρός που τα πήγαμε στο παζάρι για να μπορέσουν οι γονείς μας, πουλώντας τα, να αγοράσουν για εμάς ρύζι. Αλλά το ρύζι ήταν πολύ ακριβό και έτσι όσο πήραμε, δεν έφτασε να μας θρέψει πολύ καιρό.
Χθες πήγαν οι γονείς μας για άλλη μια φορά στο χωριό, αλλά γύρισαν πίσω με άδεια χέρια. Ο χοντρός έμπορος δεν τους άφησε πια να βάλουν άλλο χρέος.
Σήμερα έγινε κάτι φοβερό! Ο χοντρός έμπορος έστειλε και πήρε το νεροβούβαλό μας, γιατί ο πατέρας δεν μπορεί να του πληρώσει τα χρέη. Ακόμα κι εμείς τα παιδιά, καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό. Τώρα, οι γονείς μας, δεν μπορούν πια να καλλιεργήσουν ρύζι.
Ο πατέρας είναι τόσο λυπημένος που δεν θέλει να πιει ούτε και το νερό που του δίνει η μητέρα. Αχ, ας ήμουνα κιόλας μεγάλος να μπορούσα να βοηθήσω τους γονείς μου! Ο αδελφός μου ο Τσανγκ, είναι πια αρκετά μεγάλος και φοβάται όπως φοβόμαστε κι εμείς, τα μεγαλύτερα αδέρφια. Ο Λεκ, το μωρό μας, είναι ακόμα πολύ μικρός για να καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Ελπίζω να μην ήταν και στη δική σας χώρα η συγκομιδή του ρυζιού τόσο κακή, όσο σε εμάς.
Δεν ξέρω πότε θα σας ξαναγράψω.
Δικός σας
Μπάνυα