-Λαϊκό παραμύθι από την Αρμενία –
Μετάφραση από τα αγγλικά και απόδοση: Αρετή Τσιφλίδου
Ένας βασιλιάς περπατούσε στις όχθες μιας λίμνης. Κοίταξε προς τη λίμνη και είδε έναν άντρα. Έναν ψαρά με μακριά γκρι μαλλιά και μακριά γκρι γενειάδα. Ο ψαράς αυτός έριχνε τα δίχτυα του στο νερό, τα τραβούσε και ό,τι ψάρια έπιανε τα ξανάριχνε πίσω. Μετά ξανάριχνε τα δίχτυα του, τα ξανατραβούσε και ξανάριχνε πίσω στο νερό ο,τι ψάρια έπιανε. Γυρνάει τότε ο βασιλιάς στον σύμβουλό του και του λέει:
Αυτός εκεί, δεν ψαρεύει! Τι κάνει; Θέλω να μιλήσω σ’ αυτόν τον άνθρωπο.
Έτσι ο σύμβουλος πλησίασε και φώναξε:
Ε, Εσύ! Ναι εσύ! Ο βασιλιάς θέλει να σου μιλήσει.
Ο ψαράς μάζεψε τα δίχτυα του, τα έριξε μέσα στη βάρκα κι έκανε κουπί για να βγει έξω στην στεριά. Πλησίασε και υποκλίθηκε μπροστά στο βασιλιά.
Μεγαλειότατε μου! Στις διαταγές σας!
Τι κάνεις; Πετάς τα ψάρια πίσω στο νερό και δεν ψαρεύεις.
Α! Μεγαλειότατε έχω μια ιστορία να σας διηγηθώ αν θέλετε να ακούσετε.
Λέγε… μου αρέσουν οι ιστορίες!
…απάντησε ο βασιλιάς. Έκατσε λοιπόν με το σύμβουλό του και ο γέρος άρχισε την ιστορία του…
Μεγαλειότατε! Ήμουν νέος, δυνατός, γεμάτος ζωή και ψάρευα σ΄αυτήν εδώ τη λίμνη. Κάθε μέρα έριχνα τα δίχτυα μου και πουλούσα τα ψάρια μου στην αγορά και πήγαινα ψάρια και στη μητέρα μου να τα μαγειρέψει. Κάθε βράδυ μου έλεγε: «Θα πεθάνω και δεν θα δω εγγόνια! Δε θα παντρευτείς;» Μα εγώ, δεν ήμουν έτοιμος να παντρευτώ!
Μου άρεσε η ζωή μου. Μου άρεσε να παίζω τάβλι στο καφενείο με τους φίλους μου, να πίνω ζεστό γλυκό καφέ, να πίνω κρασί από ρόδι και να βλέπω τις γυναίκες να περπατούν στο παζάρι. Μου άρεσαν όλα αυτά!
Όμως μια μέρα, έριξα τα δίχτυα μου και τραβώντας τα νόμισα ότι ήταν ό,τι μεγαλύτερο είχα πιάσει στη ζωή μου. Αλλά δεν ήταν! Ήταν ένα κουτί. Ένα ξύλινο κουτί, από το οποίο κρεμόταν μια χρυσή αλυσίδα με ένα χρυσό κλειδί. Πήρα το κλειδί, το έβαλα στην κλειδαριά και άνοιξα το κουτί μεγαλειότατε!Και τί είχε μέσα;
ρώτησε με περιέργεια ο βασιλιάς διακόπτοντας την ιστορία. Κι ο γέρος συνέχισε…
Μέσα σ’ αυτό το κουτί ήταν μια γυναίκα, τόσο όμορφη, που μου κόπηκε η ανάσα. Χάθηκα! Με κοίταξε στα μάτια και ήμουν δικός της για πάντα! Άνοιξε το στόμα της και με χαιρέτησε. Την χαιρέτησα κι εγώ και χαμογέλασε, έλαμψε ο τόπος! Τα μαλλιά της, μαύρα σαν τον νυχτερινό ουρανό, το δέρμα της απαλό σαν πανσέληνος! Τη ρώτησα, «Ποια είσαι;» και μου απάντησε «Είμαι η γυναίκα σου αν με θες». Δεν χρειάστηκε να μου το πει δεύτερη φορά Μεγαλειότατε. Την έβγαλα από το κουτί και την έβαλα να κάτσει δίπλα μου στη βάρκα και βγήκα στην στεριά. Έσερνα το κουτί από το ένα χέρι και από το άλλο την κρατούσα και την οδήγησα στο σπίτι που έμενα με την μητέρα μου. Στάθηκα στην πόρτα. Η μητέρα μου την κοίταξε και με ρώτησε: «Αυτή είναι; Αυτή που θα παντρευτείς και θα με κάνει γιαγιά;». «Ναι» της απάντησα.
Τότε η μητέρα μου βγήκε στους δρόμους μες στην χαρά και προσκάλεσε όλον τον κόσμο στον γάμο μας και ήταν θαυμάσια! Η γυναίκα μου ήταν τόσο όμορφη!
Ένιωθα όμως ότι δεν της ταίριαζε ένας ψαράς κι έτσι έμαθα μια νέα τέχνη. Έγινα χρυσοχόος. Ένας εξαιρετικός χρυσοχόος και σύντομα έπαιρνα παραγγελίες από πλουσίους, μεγάλους και τρανούς. Γρήγορα έφτιαξα ένα εργαστήριο. Έφτιαχνα κοσμήματα και κάθε πέτρα που έβαζα, την αφιέρωνα στην όμορφη γυναίκα μου. Κάθε δαχτυλίδι, κάθε περιδέραιο, κάθε ζευγάρι σκουλαρίκια, κάθε βραχιόλι, όλα ήταν προς τιμήν της γυναίκας μου. Κι έπειτα, πήγαινα σπίτι κι έβρισκα τη γυναίκα μου να κάθεται με την μητέρα μου και να γελάνε, να τραγουδάνε, να μιλάνε. Η μητέρα μου ύφαινε και η γυναίκα μου καμιά φορά μαγείρευε. Δεν είχαμε ακόμη παιδιά, αλλά ήμουν ευτυχισμένος,
Ο βασιλιάς αλλά κι ο σύμβουλός του, είχαν αφοσιωθεί στην αφήγηση του γέρου…
Μια μέρα ήμουν στο εργαστήρι μου κι έφτιαχνα ένα πολύ δύσκολο περιδέραιο κι ο αέρας έφερε ένα άρωμα κάτω από την πόρτα, τόσο δυνατό, τόσο έντονο! Και η πόρτα άνοιξε και τρεις γυναίκες με πέπλο στο πρόσωπο μπήκαν μέσα. Κάνανε ένα βήμα από την πόρτα και μίλησαν με μια φωνή: «Χρυσοχόε! Είσαι ευτυχισμένος;»
Τι ερώτηση είναι αυτή! Φυσικά και είμαι ευτυχισμένος! Είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, τις απάντησα, μα αυτές πίσω από το πέπλο τους, μου είπαν γελώντας: «Είσαι ευτυχισμένος;»
Και μ’ ένα βήμα γύρισαν και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο κι έφυγαν. Έκλεισαν την πόρτα αφήνοντας στην ατμόσφαιρα το άρωμα τους και την ερώτηση να αιωρείται. Ήμουν μπερδεμένος.
…είπε ο γέρος στο βασιλιά και συνέχισε…
Γιατί διάλεξαν εμένα; Γιατί μου έκαναν αυτή την ερώτηση; Επέστρεψα στην εργασία μου, όμως δε μπορούσα να τη τελειώσω. Η ερώτηση μου τρυπούσε το μυαλό. Έτσι αποφάσισα να παρατήσω το περιδέραιο, να κλείσω το μαγαζί και να επιστρέψω στο σπίτι για να επιβεβαιώσω την ευτυχία μου. Πήγα σπίτι και βρήκα τη μητέρα μου να υφαίνει, τη γυναίκα μου να μαγειρεύει και να τραγουδάνε. Φυσικά! Αυτή ήταν μια εικόνα ευτυχίας. Το σπίτι βρίσκεται όπου είναι και η καρδιά! Το σπίτι βρίσκεται όπου είναι και η αγάπη! Κι εγώ ήμουν ευτυχισμένος. Και πήρα τη γυναίκα μου από το χέρι, την ανέβασα από το πέτρινα σκαλάκια στην κρεβατοκάμαρα μας να επιβεβαιώσουμε την ευτυχία μας.
Την επόμενη μέρα πήγα ξανά στο εργαστήριο μου και με το μισό μυαλό δούλευα ενώ το άλλο μισό τις περίμενε να έρθουν. Και ήρθαν! Η πόρτα άνοιξε. Μπήκαν οι τρεις γυναίκες με το πέπλο, έκαναν ένα βήμα και με ρώτησαν: «Χρυσοχόε! Είσαι ευτυχισμένος;»
Αυτή την φορά ήμουν λίγο απογοητευμένος από την ερώτηση. Τι είδους ερώτηση είναι αυτή; Είμαι ευτυχισμένος! Είμαι πολύ ευτυχισμένος! Η γυναίκα μου είναι ευτυχισμένη, η μητέρα μου είναι ευτυχισμένη … κι εκείνες γέλασαν! «Είσαι ευτυχισμένος;» μου είπαν ξανά και γύρισαν κι έφυγαν αφήνοντας την ερώτηση και το άρωμα πίσω τους.
Κι εγώ δε μπορούσα να συνεχίσω τη δουλειά μου, έφυγα από το μαγαζί και περπατούσα, περπατούσα σε δρόμους που δε γνώριζα τόσο καλά. Έφτασα μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Περπάτησα μέχρι που έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι. Απέφευγα να επιστρέψω στο σπίτι μου, αλλά έπρεπε. Όταν στάθηκα στο άνοιγμα της πόρτας, η μητέρα μου με κοίταξε με δυσαρεστημένο βλέμμα. Τη ρώτησα: «Που είναι;». «Είναι πάνω στο κρεβάτι και κλαίει μ αναφιλητά γιατί δεν ήρθες για φαγητό.» μου απάντησε. Ζήτησα συγνώμη και πήγα πάνω. Την είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι και το ήξερα…»
Ο βασιλιάς κεντρισμένος από την ιστορία πετάχτηκε και ρώτησε τον γέρο…
Τί ήξερες;
Ο γέρος πικραμένος συνέχισε την αφήγηση…
Το ήξερα ότι έπρεπε να είχα έρθει. Ήξερα ότι έπρεπε να χωθώ στο κρεβάτι, να την πάρω αγκαλιά και την παρηγορήσω, αλλά δε μπορούσα. Γιατί η ερώτηση μου τρυπούσε το πίσω μέρος του μυαλού μου. Ξάπλωσα δίπλα της, την άκουγα να κλαίει σιγανά, γύρισα την πλάτη μου και προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά αυτές ήταν εκεί, μέσα στο μυαλό μου, οι τρεις γυναίκες με το βέλο. Το πρωί καθώς ο κόκορας λαλούσε, αντί να αντικρύσω τη γυναίκα μου, πήδησα από το κρεβάτι, έριξα κρύο νερό στο πρόσωπο μου, είπα την προσευχή μου κι έφυγα για το εργαστήρι μου και περίμενα. Δεν πήρα τα εργαλεία μου, περίμενα. Έκατσα και περίμενα, γιατί ήξερα ότι θα ερχόντουσαν. Όντως, σε λίγο, αυτό το άρωμα γέμισε και πάλι τον χώρο. Μετά η πόρτα άνοιξε και μπήκαν οι τρεις γυναίκες με το πέπλο. Στάθηκαν και με ρώτησαν: «Χρυσοχόε! Είσαι ευτυχισμένος;» Δεν άντεξα άλλο και με φωνή της απάντησα, «Όχι δεν είμαι! Δεν είμαι ευτυχισμένος! Τι είναι ευτυχία; Μπορείτε να μου πείτε σας παρακαλώ τι είναι ευτυχία; Μπορείτε να μου δείξετε την ευτυχία;»
Τότε αυτές μου ζήτησαν να τις ακολουθήσω προκειμένου να μου δείξουνε την ευτυχία!Και; Τις ακολούθησες;
Πετάχτηκε γεμάτος περιέργεια ο βασιλιάς!
Τις ακολούθησα. Τις ακολούθησα από το μαγαζί μου σε δρόμους που ήξερα όλη μου τη ζωή, μέχρι που έφτασα σε δρόμους που δεν είχα ξαναντικρύσει στη ζωή μου. Με πήγανε σε μια πόρτα, σε μια δρύινη πόρτα με ένα δρύινο ρόπτρο όπου το σχήμα του ήταν μια γυναίκα με πέπλο. Μια απ΄αυτές πήρε το κλειδί, ξεκλείδωσε την πόρτα, την άνοιξε κι εκεί αντίκρισα μια αυλή πλημμυρισμένη φως και τραπέζια στρωμένα με νόστιμα φαγητά και κρασιά. Μια απ’ αυτές έφερε νερό να πλύνει το πρόσωπο μου, τα χέρια μου, τα πόδια μου. Η άλλη μου έφερε κρασί από ρόδι και η άλλη μου έφερε μια πιατέλα με φαγητά και με τάιζαν. Αυτή που μου είχε πλύνει το πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια, έφερε ένα μουσικό όργανο και άρχισε να παίζει μια μεθυστική μουσική. Τότε οι άλλες δύο σταμάτησαν να με ταΐζουν κι άρχισαν να χορεύουν. Χόρευαν, χόρευαν, χόρευαν και όταν τελείωσε η μουσική και ο χορός τους, σηκώθηκαν και έριξαν τα πέπλα τους.
Μεγαλειότατε!!! Νόμιζα ότι η γυναίκα μου ήταν όμορφη, όμως αυτές οι τρεις γυναίκες… Αχ! Και μίλησαν με μια φωνή και είπαν. «Μπορείς να μ’ έχεις, διάλεξε.» Τότε σκέφτηκα ποια να διαλέξω; Αφού και οι τρεις είναι εξίσου όμορφες και τότε η μία απ’ αυτές έβγαλε το ένα πόδι μπροστά για να διαλέξω αυτήν.
«Εσένα! Διαλέγω εσένα!» φώναξα και τότε ξαναέβαλαν το πέπλο τους και απάντησαν με μια φωνή: «Μπορείς να μ’ έχεις! Εάν πας σπίτι, βάλεις τη γυναίκα σου στο κουτί και τη ρίξεις πίσω στη λίμνη».
Ο βασιλιάς έβγαλε έναν ήχο δυσάρεστης έκπληξης μα δεν είπε τίποτα άλλο…
Μεγαλειότατε! Δεν χρειάστηκε να μου το πουν δεύτερη φορά. Σηκώθηκα, έσπρωξα την πόρτα κι έτρεξα στους δρόμους που δεν ήξερα μέχρι που έφτασα στο σπίτι μου. Ανέβηκα τρία-τρία τα πέτρινα σκαλιά, όρμησα μέσα και η μητέρα μου με ρώτησε τρομαγμένη τι συνέβη. Δεν της απάντησα παρά μόνο ρώτησα να μάθω που ήταν η γυναίκα μου. «Είναι στην ταράτσα γιατί;» Δεν της έδωσα καμιά εξήγηση. Ανέβηκα τα σκαλιά μέχρι την ταράτσα. Η γυναίκα μου πατούσε κάτι ελιές κι έβγαζε λάδι. Με κοίταξε και ρώτησε τι συμβαίνει.
«Σταμάτα ό,τι κάνεις. Σταμάτα ό,τι κάνεις κι έλα μαζί μου.» Ήταν τόσο όμορφη! Σηκώθηκε και με ακολούθησε κάτω στην κρεβατοκάμαρα μας. Είχαμε φτιάξει ένα τραπέζι από το κουτί που είχα βρει. Έριξα στο πάτωμα ό,τι είχε πάνω το τραπέζι και πήρα από το ένα χέρι το κουτί και από το άλλο τη γυναίκα μου.
«Πάμε!» της είπα. «Πού πάμε;» μου απάντησε αυτή κι εγώ απότομα της ζήτησα να μην ρωτάει τίποτα.
Την οδήγησα κάτω με το κουτί στο ένα χέρι κάνοντας θόρυβο στα πέτρινα σκαλιά και τότε η μητέρα μου με ρώτησε, «Πού πάτε; Πού πας τη νύφη μου; Τι σημαίνουν όλα αυτά;». Το ίδιο είπα και στην μάνα μου: «Μη ρωτάς τίποτε.» και οδήγησα τη γυναίκα μου στον δρόμο σέρνοντας πίσω το κουτί. Κι αυτή με παρακαλούσε: «Μην το κάνεις αυτό! Είναι επειδή δεν έχουμε παιδιά; Κάνε υπομονή, θα κάνουμε παιδιά». «Αυτό δεν έχει σχέση με τα παιδιά» της απάντησα κι αυτή επέμενε να ρίχνει τα λόγια της σαν σαϊτες στην καρδιά μου… «Τι έκανα; Σε δυσαρέστησα;».
Μα δεν μπορούσα να μιλήσω, ούτε καν να την κοιτάξω στα μάτια. Περάσαμε δρόμους, μέχρι που φτάσαμε σ’ αυτήν εδώ τη λίμνη και βρήκα την παλιά μου ψαρόβαρκα. Άνοιξα το σεντούκι και της είπα να μπει μέσα. Έπεσε στα γόνατα και παρακαλούσε να μην το κάνω. Με παρακαλούσε, μα εγώ τη διέταξα να μπει μέσα! Υποτάχτηκε και μπήκε στο κουτί! Έκλεισα το καπάκι, πήρα το κλειδί από τη χρυσή αλυσίδα, το έβαλα στην κλειδαριά και … κλικ, την κλείδωσα! Ξαναέβαλα το χρυσό κλειδί στην χρυσή κλειδαριά, σήκωσα το κουτί και το έβαλα στη βάρκα. Πήδησα μέσα κι έκανα κουπί μέχρι τη μέση αυτής εδώ της λίμνης κι έσπρωξα το κουτί έξω από τη βάρκα. Και καθώς το έβλεπα να βυθίζεται, ένιωσα όλη την ευθύνη της ερώτησης να φεύγει από τους ώμους μου. Όλη η ευθύνη για ευτυχία έφυγε από τους ώμους μου και μετά επέστρεψα στην ακτή κι έτρεξα να βρω το σπίτι. Το σπίτι με τη δρύινη πόρτα και το δρύινο ρόπτρο με το πρόσωπο της γυναίκας με το πέπλο στην είσοδο. Μα δε μπορούσα να το βρω.
Κι ο βασιλιάς πάλι έκπληκτος τον διέκοψε λέγοντας…
Μήπως δεν έψαξες καλά;
Έψαξα. Έψαξα, καλά. Ρώτησα τους ανθρώπους, αλλά κανένας δεν είχε δει ποτέ τέτοιο σπίτι! Έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα ώσπου τελικά τα πόδια μου με οδήγησαν στο μόνο μέρος που θα μπορούσα να μείνω…το σπίτι μου. Η μητέρα μου περίμενε στο κατώφλι και μου είπε: «Λοιπόν, πού είναι η νύφη μου; Τι της έκανες;». Της τα είπα όλα. Με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια μου της τα είπα όλα.
«Είσαι ένας ανόητος, ανόητος είσαι! Μα δε χάθηκαν όλα. Πάνε πίσω, ρίξε τα δίχτυα σου και φέρε πίσω τη νύφη μου. Θέλω να γίνω γιαγιά. Θέλω να σε βλέπω να χαμογελάς, να βλέπω την αγάπη σας. Θέλω να την ακούω να τραγουδάει. Φέρε τη νύφη μου στο σπίτι!»
Έτσι μεγαλειότατε έτρεξα πίσω στη λίμνη, πήδησα στη βάρκα μου, έκανα κουπί μέχρι τη μέση της λίμνης, έριξα τα δίχτυα μου, μα μόνο ψάρια έβγαλα. Τα ξαναέριξα, και ξανά μόνο ψάρια έπιανα και ξανά και ξανά και ξανά. Μα έβγαζα μόνο ψάρια, εκείνη τη μέρα. Ήρθα όμως και την επόμενη μέρα, και την μεθεπόμενη και την μεθεπόμενη… Κι ερχόμουν κάθε μέρα και προσπαθούσα και προσπαθούσα μέχρι να βρω τη γυναίκα μου. Θα τη βρω…!
Μα τώρα…
…είπε ο γέρος κάνοντας υπόκλιση στο βασιλιά..
Ακούσατε την ιστορία μου μεγαλειότατε. Τώρα όμως επιτρέψτε μου να επιστρέψω στο έργο μου. Πρέπει να βρω τη γυναίκα μου. Μπορεί να τα καταφέρω σήμερα!
Και ο γέρος υποκλίθηκε άλλη μια φορά στο βασιλιά, προχώρησε στη βάρκα του, μπήκε μέσα, έκανε κουπί μέχρι τη μέση της λίμνης, ξεδίπλωσε τα δίχτυα του, τα έριξε στο νερό, τα τράβηξε και πέταξε τα ψάρια πίσω στο νερό. Έριξε τα δίχτυα του, τα τράβηξε και πέταξε τα ψάρια πίσω στο νερό, έριξε τα δίχτυα του, τα τράβηξε…