Posts Tagged With: φτωχός

Πώς ο φτωχός Τζιουφά πλήρωσε τα χρέη του!

– Λαικό παραμύθι από την Ιταλία –

Απόδοση-Διασκευή: Χρήστος Π. Τσίρκας –

Σε ένα χωριό κάπου στην νότια Ιταλία, που δεν έχει και πολύ σημασία το όνομά του, ζούσε ένας κουρελής και φτωχός άντρας που τον έλεγαν Τζιουφά. Ολημερίς γυρνούσε από εδώ κι από εκεί ζητώντας να κάνει κανένα μεροκάματο για να κατεφέρει να κερδίσει ένα πιάτο φαϊ. Παρόλη την φτώχια του, ο Τζιουφά δεν έχανε το χαμόγελο και το κέφι του. Μια μέρα όμως σκέφτηκε πως θα έπρεπε να αγοράσει καινούργια ρούχα. Θεώρησε πως έτσι ίσως να αλλάξει και η τύχη του. Ίσως ο κόσμος να τον αντιμετώπιζε διαφορετικά μιας και πολλοί πίστευαν ότι «το ρούχο κάνει τον άνθρωπο».

Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε λοιπόν στην αγορά και πήρε καινούργιο παντελόνι και σακάκι, άσπρο λινό πουκάμισο, βαμβακερά εσώρουχα, δερμάτινα παπούτσια, ρολόι με αλυσίδα κι ένα υπέροχο κόκκινο καπέλο. Μα δεν πλήρωσε, παρά μόνο έλεγε στους εμπόρους…

Αύριο θα έρθω να σας πληρώσω. Περιμένω να πάρω κάποια χρήματα που μου χρωστάνε!

Κι οι έμποροι τον πίστεψαν και του έδωσαν τα πράγματα έτσι.

Πίνακας του Hans Memling (1430-1494)

Πίνακας του Hans Memling (1430-1494)

Ο Τζιουφά γύρισε σπίτι του καμαρωτός και υπερήφανος για τη νέα του εμφάνιση. Συχνά πυκνά κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη και τον θαύμαζε. Σαν νύχτωσε όμως και έπεσε να κοιμηθεί, άρχισε να σκέφτεται και να προβληματίζεται για την επόμενη μέρα. Δεν περίμενε χρήματα από πουθενά. Ψέματα είχε πει στους εμπόρους και τώρα βασανιζότανε να βρει λύση στο πρόβλημά του.

Πώς θα τους πληρώσω αύριο όλους αυτούς; Δεν έχω δεκάρα τσακιστή!

Πριν όμως κλείσει τα μάτια και κοιμηθεί, μια ιδέα του κατέβηκε στο μυαλό και την έβαλε μπρος την άλλη μέρα το πρωί. Η ιδέα που σκέφτηκε ο Τζιουφά ήταν να παραστήσει τον πεθαμένο ώστε όταν θα έρθουν οι έμποροι για να πληρωθούν, να τον δούνε νεκρό και να φύγουν πίσω χαρίζοντάς του τα χρέη.

Ξάπλωσε λοιπόν στο κρεβάτι, έβαλε στο στήθος του έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό, σταύρωσε και τα χέρια του και περίμενε προσποιούμενος τον πεθαμένο.

Κατά το μεσημεράκι εμφανίστηκαν κι οι έμποροι που είχαν δώσει τα ρούχα, τα παπούτσια και τα εσώρουχα στον Τζιουφά με την προϋπόθεση να πληρωθούν την επόμενη μέρα. Όταν τον είδαν πεθαμένο, ξαπλωμένο στο κρεβάτι, αρχικά τον λυπήθηκαν. Έπειτα άρχισαν να βρίζουν την τύχη τους γιατί χάσανε τα χρήματα τους.

Τί ήθελα και στα έδωσα βερεσέ τα ρούχα; Πάνε τα χρήματά μου…

…μονολόγησε ο ράφτης και συμφώνησε μαζί του κι ο παπουτσής κι ο πραματευτής κι ο καπελάς! Μα στο τέλος επειδή δεν θέλανε να πάει στον άλλο κόσμο ο Τζιουφά κουβαλώντας τις κατάρες τους, του χάρισαν το χρέος.

Χαλάλι σου βρε Τζιουφά! Καλό, στερνό ταξίδι να έχεις.

Του ευχήθηκαν και οι τέσσερις και ύστερα τον πήραν σηκωτό και τον πήγαν στην εκκλησία προκειμένου να μείνει τη νύχτα εκεί, όπως συνηθίζεται. Τον εναπόθεσαν στο κέντρο του ναού κι έφυγαν.

Ο Τζιουφά που δεν περίμενε αυτήν την εξέλιξη, άρχισε τώρα να σκέφτεται με ποιον τρόπο θα γλιτώσει.

Κατά τα μεσάνυχτα εισέβαλλε στην εκκλησία μια συμμορία ληστών. Είχαν ληστέψει αρκετά μαγαζιά και μπήκαν εκεί για να μοιραστούν τη λεία τους. Χωρίς να διαμαρτυρηθούν καθόλου, μοίρασαν ό,τι είχαν και δεν είχαν μα στο τέλος, περίσεψε ένα χρυσό νόμισμα. Αυτό ποιος θα το έπαιρνε; Τότε άρχισε η γκρίνια μεταξύ τους. Ο αρχηγός της συμμορίας βλέποντας το φέρετρο με τον Τζιουφά, γύρισε και είπε στους υπόλοιπους…

Λοιπόν, όποιος καταφέρει να πυροβολήσει από απόσταση δέκα ποδιών και να πετύχει την μύτη του πεθαμένου, θα πάρει και το χρυσό νόμισμα που περισσεύει.

Οι υπόλοιποι συμφώνησαν και στήθηκαν στη σειρά με τα πιστόλια τους έτοιμα να πυροβολήσουν.

Σαν το άκουσε ο Τζιουφά, ένιωσε εκατοντάδες τσιμπήματα στην καρδιά του. Ένιωσε την γη να χάνεται από κάτω του. Μα γρήγορα συνήλθε και με αλλαγμένη την φωνή του χωρίς όμως να κουνάει το στόμα του, είπε τα εξής λόγια:

Πνεύματα του κάτω κόσμου, καλά και κακά. Ελάτε να βοηθήσετε τον πεθαμένο που κάποιοι θέλουν να βεβηλώσουν!

Οι ληστές τα έχασαν. Άρχισαν να κοιτάζουν γύρω τους για να καταλάβουν από που έρχονταν η φωνή μα δεν μπορούσαν. Τρόμαξαν τόσο πολύ που το έβαλαν στα πόδια ξεχνώντας και αφήνοντας εκεί, ό,τι είχαν κλέψει.

Ο Τζιουφά, σηκώθηκε και έβαλε σε σακιά όλα τα χρήματα αφήνοντας μόνο -επίτηδες- καταγής το χρυσό νόμισμα από το οποίο ξεκίνησε η διαφωνία των ληστών. Γύρισε σπίτι του ικανοποιημένος και το επόμενο πρωί πήγε από τους εμπόρους και τους ξόφλησε με το παραπάνω όσα τους χρωστούσε!

Πηγή: Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο 3 των εκδόσεων «Gutenberg»

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,, | Σχολιάστε

Ο Γιάννης ο Αλήθειας!

Λαϊκό παραμύθι από την Ιταλία

Σε μια πόλη κάπου στη νότια Ιταλία που δεν έχει και πολύ σημασία το όνομά της, ζούσε ένας φτωχός νέος. Αν και μετά βίας τα έφερνε βόλτα, ο Γιάννης ήταν πολύ τίμιος άνθρωπος και ποτέ στην ζωή του δεν είχε πει ψέματα. Ούτε καν από αυτά, τα μικρούλια που συνήθως λέμε στην καθημερινή μας ζωή, όπως : «δεν διάβασα γιατί πονούσε το κεφάλι μου» ή «αρρώστησα ξαφνικά και δεν μπόρεσα να έρθω» και άλλα τέτοια. Ο Γιάννης λοιπόν, έλεγε πάντα την αλήθεια και γι’ αυτό του βγάλανε το παρατσούκλι, «ο Αλήθειας».

Χωρίς να το θέλει, η φήμη του ταξίδεψε έξω από την πόλη και την πολιτεία που ζούσε κι έφτασε μέχρι την πρωτεύουσα. Επόμενο ήταν να τον καλέσει ο βασιλιάς στο παλάτι. Βλέπετε, ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια, τον πιο ειλικρινή πολίτη του βασιλείου του.

Ο Γιάννης ο Αλήθειας παρουσιάστηκε μπροστά του παρουσία και όλων των συμβούλων του βασιλιά. Άρχισαν να τον ρωτάνε διάφορα προκειμένου να επιβεβαιώσουν την φήμη του. Μετά από ώρες είχαν βγάλει την απόφασή τους. Όντως, ο Γιάννης ήταν ο πιο ειλικρινής πολίτης του βασιλείου και μπορεί κι όλου του κόσμου. Ο βασιλιάς τον συμπάθησε πάρα πολύ και του πρότεινε να μπει στην δούλεψή του. Του ανέθεσε το καλύτερο κοπάδι του και αρμοδιότητα του Γιάννη θα ήταν η φροντίδα του.

«The Shepherd». Πίνακας του Julien Dupré (1851-1910)

«The Shepherd». Πίνακας του Julien Dupré (1851-1910)

Έτσι, κάθε μέρα ο Γιάννης πήγαινε το κοπάδι για βοσκή κι όταν γυρνούσε παρουσιάζονταν πάντα μπροστά στον βασιλιά, του χάριζε μια βαθιά υπόκλιση με σεβασμό και ακολουθούσε πάντα ο ίδιος διάλογος:

Καλημέρα άρχοντά μου!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου Γιάννη Αλήθεια. Πώς είναι σήμερα τα πρόβατά μου;

Ομορφότερα όσο ποτέ άλλοτε!

Και οι αγελάδες μου;

Ομορφότερες όσο ποτέ άλλοτε!

Κι ο μικρός μου ο ταύρος;

Ομορφότερος όσο ποτέ άλλοτε!

Κάπως έτσι περνούσε ο καιρός κι όλα κυλούσαν όμορφα. Ο βασιλιάς δεν έχανε στιγμή χωρίς να παινέψει τον Γιάννη για την συμπεριφορά, την εργατικότητα, την τιμιότητα και την ειλικρίνειά του. Επόμενο ήταν, οι υπόλοιποι αυλικοί να αρχίσουν να ζηλεύουν τον Γιάννη και να τον φθονούν. Μαζεύτηκαν λοιπόν κρυφά και σκέφτηκαν να βρούνε τρόπο ώστε να τον οδηγήσουνε στο να πει κάποιο ψέμα και να χάσει έτσι την εύνοια του βασιλιά.

Την άλλη μέρα ο πρωθυπουργός επισκέφτηκε τον βασιλιά και του είπε:

 Μεγαλειότατε, παρακολουθώ την πρόοδο του Γιάννη Αλήθεια και με έχει γοητεύσει. Πολύ φοβάμαι όμως, ότι κάποια από αυτές τις μέρες, θα αρχίσει κι αυτός να λέει ψέματα.

Αγαπητέ μου πρωθυπουργέ, πολύ φοβάμαι ότι η διαίσθηση σου δεν λειτουργεί καλά. Αποκλείεται ο Γιάννης να πει κάποιο ψέμα.

Μα μεγαλειότατε, όλοι ψεύδονται. Αποκλείεται να μείνει ο Γιάννης έτσι.

Μην επιμένεις. Ο Γιάννης διαφέρει από τους υπόλοιπους.

Αφήστε με να σας αποδείξω ότι κι ο Γιάννης λέει ψέματα. Θα τον δοκιμάσω και θα δούμε.

Πολύ καλά. Δοκίμασέ τον. Αν ο Γιάννης πει ψέμα, θα διωχθεί από το παλάτι και την δούλεψή μου. Αν όμως δεν το καταφέρεις, τότε θα διώξω εσένα.

Ο πρωθυπουργός γύρισε στο σπίτι του ανήσυχος γιατί δεν περίμενε αυτήν την απάντηση από τον βασιλιά. Η γυναίκα του, μόλις τον είδε ρώτησε να μάθει τί έχει και είναι στεναχωρημένος μα αυτός δεν της απάντησε. Μετά από πιέσεις όμως της τα είπε με το νι και με το σίγμα.

Γι’ αυτό στεναχωριέσαι άντρα μου. Άστο σε μένα!

Ήταν η απάντηση της γυναίκας του με την οποία και τον καθησύχασε. Την άλλη μέρα κιόλας ανέβηκε στο βουνό ψάχνοντας να βρει τον Γιάννη. Όταν τον αντάμωσε, του ζήτησε να αγοράσει τον μικρό ταύρο του βασιλιά μα ο Γιάννης αρνήθηκε. Του έταξε περισσότερα χρήματα μα και πάλι αρνήθηκε. Του υποσχέθηκε και δόξα μα ο Γιάννης δεν άλλαζε γνώμη. Τότε η γυναίκα άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει τον Γιάννη λέγοντάς του ότι είναι μεγάλη ανάγκη. Του είπε ότι ο άντρας της είναι βαριά άρρωστος και χρειάζεται την καρδιά του ταύρου για να τον γιατρέψει. Μόνο τότε ο Γιάννης λύγισε, κι άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να δώσει τον ταυρό στην γυναίκα.

Καλά, μα τι θα πω στον βασιλιά μόλις τον αντικρίσω;

Πες του πως σου ξέφυγε από το κοπάδι και τρέχοντας έπεσε στον γκρεμό ή μπορείς ακόμα να του πεις ότι μια αγέλη λύκων όρμησε και τον κατασπάραξε.

Ο Γιάννης ο Αλήθειας συμφώνησε τελικά αν και βαθιά μέσα του δεν το ήθελε. Έσφαξε τον ταύρο και πρόσφερε έναντι αμοιβής την καρδιά του στην γυναίκα η οποία έφυγε τρέχοντας προσπαθώντας να μην δείξει την ικανοποίησή της ότι τον ξεγέλασε.

Δεν πέρασε πολύ ώρα κι ο Γιάννης άρχισε να σκέφτεται, τί θα πει στον βασιλιά.

Πήρε ένα ξύλο από παραδίπλα και το έμπηξε στο χώμα. Κρέμασε την κάπα του πάνω σε αυτό, έβαλε και στην κορυφή του το καπέλο του. Φαντάστηκε πως ήταν ο βασιλιάς. Έσκυψε μπροστά του κι άρχισε να κάνει πρόβες το τί θα έλεγε μόλις τον συναντούσε…

Καλημέρα άρχοντά μου!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου Γιάννη Αλήθεια. Πώς είναι σήμερα τα πρόβατά μου;

Ομορφότερα όσο ποτέ άλλοτε!

Και οι αγελάδες μου;

Ομορφότερες όσο ποτέ άλλοτε!

Κι ο μικρός μου ο ταύρος;

Δεν γνωρίζω άρχοντά μου. Το έσκασε από το κοπάδι χθες το απόγευμα.

Μα όχι. Δεν έμεινε ικανοποιημένος από την τελευταία του απάντηση και ξεκίνησε ξανά από την αρχή…

Καλημέρα άρχοντά μου!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου Γιάννη Αλήθεια. Πώς είναι σήμερα τα πρόβατά μου;

Ομορφότερα όσο ποτέ άλλοτε!

Και οι αγελάδες μου;

Ομορφότερες όσο ποτέ άλλοτε!

Κι ο μικρός μου ο ταύρος;

Άσχημα τα νέα μεγαλειότατε. Χθες το μεσημέρι, κάτι τον τσίμπησε κι άρχισε να τρέχει μανιασμένος κι έπεσε στον γκρεμό και σκοτώθηκε.

Μα ούτε και τώρα ο Γιάννης ικανοποιήθηκε και δοκίμασε ξανά και ξανά και ξανά. Μόνο προς το απόγευμα του ήρθε μια ιδέα κι όταν την δοκίμασε έμεινε ευχαριστημένος. Έτσι, γύρισε στο παλάτι και αφού άφησε το κοπάδι πήγε και κοιμήθηκε ήσυχος. Την άλλη μέρα το πρωί, έκανε άλλη μια πρόβα τα λόγια που θα έλεγε και μετά κίνησε για να συναντήσει τον βασιλιά. Εκεί βρισκότανε κι ο πρωθυπουργός που είχε ενημερώσει ήδη τον βασιλιά για την προηγούμενη μέρα. Ο Γιάννης υποκλίθηκε μπροστά στον βασιλιά…

Καλημέρα άρχοντά μου!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου Γιάννη Αλήθεια. Πώς είναι σήμερα τα πρόβατά μου;

Ομορφότερα όσο ποτέ άλλοτε!

Και οι αγελάδες μου;

Ομορφότερες όσο ποτέ άλλοτε!

Κι ο μικρός μου ο ταύρος;

Όλοι περίμεναν με περιέργεια να ακούσουν το ψέμα που θα έλεγε ο Γιάννης, ο οποίος απάντησε χωρίς δισταγμό!

Τον μικρό σας ταύρο, τον έσφαξα εχθές το πρωί και την καρδιά του την έδωσα σε μια γυναίκα που την χρειαζότανε για τον άντρα της. Με πλήρωσε καλά. Είμαι έτοιμος να δεχτώ όποια τιμωρία διατάξεται, αλλά ψέματα δεν μπορώ να πω!

Τα χαμόγελα όλων που περίμεναν ότι ο Γιάννης θα έλεγε ψέματα, πάγωσαν. Ο βασιλιάς σηκώθηκε από τον θρόνο του και πλησίασε τον Γιάννη.

Όχι, δεν θα σε τιμωρήσω Γιάννη γιατί μου είπες την αλήθεια. Αντίθετα, θα τιμωρήσω αυτούς που προσπάθησαν να σε κάνουν να πεις ψέματα.

…και με τα λόγια αυτά, ο βασιλιάς έδιωξε από το παλάτι τον πρωθυπουργό του και διόρισε τον Γιάννη στην θέση του. Από τότε, μόνο αλήθειες ακούγονταν σε αυτό το βασίλειο!

Πηγή: Από το βιβλίο «Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο» των εκδόσεων Gutenberg

Διασκευή-απόδοση: Χρήστος Π. Τσίρκας

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Η κατάντια ενός φτωχού χωρικού.

Παραδοσιακό παραμύθι από την Σερβία –

Απόδοση: Χρήστος Τσίρκας.

Σ’ ένα απομονωμένο χωριό μιας μικρής πολιτείας, ζούσε μονάχος του ένας φτωχός χωρικός. Έτρωγε από αυτά που φύτευε στον μικρό του κήπο κι από τα λίγα ζώα που είχε στο μαντρί του. Δεύτερα ρούχα δεν είχε να φορέσει όπως και παπούτσια, αν και αυτά ήταν τρύπια εδώ και πάρα πολύ καιρό.

Ένα πρωί, την ώρα που άναβε το τζάκι για να ζεστάνει την καλύβα του και να βράσει λίγο νερό για να ετοιμάσει λίγο ρύζι για το μεσημέρι, άρχισε να μονολογεί.

Δεν πάει άλλο με αυτήν την κατάσταση. Η φτώχια μου δεν περιγράφεται. Ως πότε θα ζω έτσι; Πρέπει να κάνω κάτι για να αλλάξω την μοίρα μου.

ΧωρικόςΚι αφού το καλοσκέφτηκε και το επεξεργάστηκε στο μυαλό του, αποφάσισε να ξεκινήσει να βρει την τύχη του αλλού. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να βγει απ’ το χωριό του και με την άκρη του ματιού του, είδε κάτι να λάμπει στην άκρη του μονοπατιού. Πλησίασε κοντά και έκπληκτος παρατήρησε πως ήταν πεσμένα στο έδαφος πέντε χρυσά νομίσματα. Κοίταξε ολόγυρα του μη τυχόν και τον βλέπει κάνεις, έπειτα έσκυψε και τα μάζεψε με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.

«Ωραία αρχή έκανα. Αν συνεχίσω έτσι, πολύ σύντομα θα χρειαστώ θησαυροφυλάκιο για να τα φυλάω» σκέφτηκε και συνέχισε τον δρόμο του. Περπάτησε αρκετή ώρα ώσπου έφτασε στην διπλανή πόλη. Μια πόλη, εμπορική, με αρκετό κόσμο και κίνηση στους δρόμους και τα μαγαζιά. Ο χωρικός, κουρασμένος από το περπάτημα, μπήκε σε ένα καφενείο και ζήτησε ένα καφέ και ένα ποτήρι νερό. Ο καφετζής, αφού τον κοίταξε καλά-καλά, από πάνω μέχρι κάτω, του είπε με απότομο ύφος:

Εσύ μπορεί να θες να πιεις καφέ…έχεις όμως λεφτά να μου τον πληρώσεις; Τέτοιος κουρελιάρης που είσαι δεν σε βλέπω να σου περισσεύουν. Άδειαζέ μου την γωνιά καλύτερα.

Ο χωρικός δεν είπε τίποτα, παρά μόνο, έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσό νόμισμα και το πέταξε επιδεκτικά πάνω στο τραπέζι του καφενείου. Ο καφετζής γούρλωσε τα μάτια του γιατί χρυσά νομίσματα, κυκλοφορούσαν σπάνια και τα είχαν οι πολύ πλούσιοι άνθρωποι κι οι βασιλιάδες. Δεν μπορούσε να πει τίποτα. Θα έλεγε κανείς πως κατάπιε την γλώσσα του. Τελικά, αφού ξερόβηξε είπε του χωρικού:

Ναι, αλλά δεν έχω ρέστα…

Χαλάλι σου τα ρέστα. Κράτα τα γιατί η παρουσία μου ασχημαίνει το μαγαζί σου.

…του απάντησε ο χωρικός χαμογελώντας. Ο καφετζής έκπληκτος μα και γοητευμένος πλέον, αποχώρησε προς τα πίσω, πηγαίνοντας στην κουζίνα του για να ετοιμάσει τον καφέ. Όση ώρα έβραζε τον καφέ σκεφτότανε, τι μπορεί να είναι ο χωρικός στην πραγματικότητα. Απορούσε, πως είναι δυνατόν, ένας που φοράει τέτοια κουρέλια για ρούχα, να έχει στην κατοχή του ένα –ίσως και περισσότερα- χρυσά νομίσματα. Κι ενώ έκανε διάφορες σκέψεις, τελικά κατέληξε…

Να δεις που είναι γιος του βασιλιά και έχει μασκαρευτεί σε κουρελιάρη ζητιάνο για να δει εμάς τους υπηκόους του, τι σόι άνθρωποι είμαστε. Αυτό είναι…το βρήκα!

Αφού σέρβιρε τον καφέ, πήγε παραπέρα και κάθισε με τους υπόλοιπους θαμώνες του καφενείου, λέγοντάς τους την όλη ιστορία καθώς και την άποψή του για το ποιος πιστεύει ότι είναι στην πραγματικότητα ο χωρικός. Οι υπόλοιποι συμφώνησαν μαζί του, ότι σίγουρα πρέπει να είναι ο γιος του βασιλιά μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Ο χωρικός, μόλις ήπιε τον καφέ του, φώναξε τον καφετζή και τον ρώτησε.

Πες μου καλέ μου άνθρωπε, ποιος είναι ο πλουσιότερος άντρας της πόλης σας;

Στην πόλη μας, πλουσιότερος άντρας είναι ο ιδιοκτήτης των θερμών λουτρών.

Πολύ ωραία. Τότε, θα πάω μια βόλτα μέχρι τα λουτρά. Κάνε μου μια χαρη όμως σε παρακαλώ. Μετά το μεσημέρι, στείλε μου ένα καφέ, πες του κουρέα να έρθει από εκεί για να με κουρέψει και να με ξυρίσει και στον ταβερνιάρη πες του να μου φέρει ένα περιποιημένο γεύμα μαζί με κρασί.

Ο καφετζής όχι απλά δεν αρνήθηκε στην παράξενη επιθυμία του χωρικού, αντίθετα, του απάντησε ότι ήταν μεγάλη του χαρά να τον εξυπηρετήσει. Ο χωρικός, χωρίς να καθυστερεί, ξεκίνησε για τα λουτρά κι όταν έφτασε εκεί και προσπάθησε να μπει, ένας ψηλός και εύσωμος άντρας τον εμπόδισε. Ήταν ο ιδιοκτήτης των λουτρών, ο οποίος μόλις είδε τον χωρικό με τα παλιά, φθαρμένα και βρόμικα ρούχα, του είπε με αυστηρή φωνή.

Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ. Φύγε.Λουτρά

Μα θέλω να κάνω μπάνιο…

…του απάντησε ψύχραιμα ο χωρικός και επιχείρησε για άλλη μια φορά να μπει μέσα. Μα και πάλι ο ιδιοκτήτης τον εμπόδισε μπαίνοντας μπροστά του και με ακόμα πιο αυστηρό ύφος του είπε…

Οι φτωχοί και κουρελιάρηδες κάνουν μπάνιο στο ποτάμι κι όχι στα λουτρά μου. Ξεκουμπίσου λοιπόν.

…και μπήκε στα λουτρά κλείνοντας την πόρτα με ορμή και χωρίς να δώσει άλλο σημασία στον χωρικό, ο οποίος όχι απλά δεν έφυγε, αλλά ξάπλωσε στα σκαλοπάτια και απολάμβανε τον ήλιο που τον χτυπούσε με τις ζεστές ακτίνες του. Πέρασαν κάποιες ώρες και ο χωρικός δεν είχε κουνηθεί ρούπι από εκεί. Ίσως και να κοιμήθηκε κιόλας κάποια στιγμή, όταν άνοιξε η πόρτα και βγήκε ο φύλακας των λουτρών. Μόλις αντίκρισε τον χωρικό να είναι ξαπλωμένος στα σκαλοπάτια τα έχασε προς στιγμή και αμέσως του έβαλε τις φωνές.

Απαγορεύεται οι ζητιάνοι να κάθονται εδώ. Τσακίσου και φύγε γρήγορα από εδώ…

…δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του και από το βάθος του δρόμου, εμφανίστηκαν να πλησιάζουν ο καφετζής κρατώντας έναν καφέ στο χέρι του, ο εστιάτορας με έναν μεγάλο δίσκο με λογής-λογής καλούδια και εκλεκτό κρασί και πίσω τους ακολουθούσε ο κουρέας με ένα βαλιτσάκι που είχε μέσα τα σύνεργα της δουλειάς του. Αφού φτάσανε μπροστά, υποκλίθηκαν στον φτωχό χωρικό και ο καθένας του πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Ο φύλακας τα έχασε, δεν πίστευε στα μάτια του.  Ο καφετζής, τον πήρε παραπέρα και κάτι του ψιθύρισε στο αφτί. Προφανώς θα του είπε ότι ο κουρελιάρης χωρικός που στέκονταν μπροστά τους, είναι ο γιος του βασιλιά μεταμφιεσμένος. Ο φύλακας γύρισε προς τον χωρικό και του ζήτησε να μπει μέσα στα λουτρά ενώ ο ίδιος έτρεξε στον ιδιοκτήτη και του είπε τα πάντα με το νι και με το σίγμα.

Πω-πω…τι έπαθα ο άμοιρος; Αν όντως ο κουρελιάρης χωρικός είναι ο γιος του βασιλιά μεταμφιεσμένος κι εγώ του μίλησα τόσο απότομα και σκληρά, τότε με περιμένει βαριά τιμωρία. Μέχρι και το κεφάλι μου μπορεί να μου πάρει…

…μονολογούσε συνέχεια ο ιδιοκτήτης των λουτρών κλεισμένος στο δωμάτιο του. Ο φύλακας, βλέποντάς τον τόσο ανήσυχο, του πρότεινε τότε, να προσφέρει στον χωρικό χρήματα για να τον καλοκαρδίσει και να κερδίσει την συμπάθειά του. Έτσι κι έγινε. Ο ιδιοκτήτης, έτρεξε στο χρηματοκιβώτιό του και γέμισε ένα σακί με χρυσά φλουριά και το πήγε ο ίδιος στον χωρικό, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει το μπάνιο του, είχε φάει κι έπινε τον καφέ του ενώ ο κουρέας τον κούρευε. Αφού του πρόσφερε το σακί με τα νομίσματα, ο χωρικός χαιρέτησε και ευχαρίστησε τους πάντες και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του. Φτάνοντας στο σημείο που είχε βρει αρχικά τα νομίσματα, ο χωρικός έβγαλε από το σακί του πέντε από αυτά και τα άφησε στο ίδιο σημείο ακριβώς.

Όλοι οι χωριανοί δεν πίστευαν στα μάτια τους από την εξέλιξη του συγχωριανού τους. Απορούσαν κι αναρωτιόντουσαν για το που βρήκε τα χρήματα κι από την μια μέρα στην άλλη άλλαξε έτσι.

Δεν μπορώ να πω ότι δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα. Τα πάντα ξεκίνησαν από πέντε χρυσά νομίσματα που βρήκα βγαίνοντας από το χωριό.

Απαντούσε σε όλους ο χωρικός. Πολλοί συγχωριανοί του αποφάσισαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, μα απ’ ότι ξέρω, κάνεις από αυτούς δεν βρήκε χρυσά νομίσματα βγαίνοντας από το χωριό…εσείς βρήκατε;

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: