Αρχή του παραμυθιού καλησπέρα της αφεντιάς σας!
Στα παλιά τα χρόνια, τότε που τα ζώα καταλάβαιναν τους ανθρώπους και οι άνθρωποι τα ζώα, υπήρχε μια κότα . Είχε αρκετά παιδιά κι ένα από αυτά που ήταν και κοκοράκι, ήταν το πιο άσχημο απ’ όλα, αλλά ταυτόχρονα ήταν πολύ υπερήφανο, φαντασμένο και πεισματάρικο. Κάθε λίγο και λιγάκι, περηφανεύονταν στα αδέρφια του ότι ήταν το ομορφότερο και το πιο έξυπνο. Τα υπόλοιπα κοκοράκια αδιαφορούσαν για το τι έλεγε ο αδερφός τους και συνέχεια το κοροϊδεύανε για την ασχήμια του. Έτσι, όταν δεν άντεχε άλλο αυτήν την συμπεριφορά, αποφάσισε να φύγει από το κοτέτσι τους και να αναζητήσει την τύχη του αλλού, εκεί όπου θα εκτιμούσαν τα χαρίσματά του.
Την επόμενη μέρα κιόλας, πριν ο ήλιος ακόμα ανατείλει, το κοκοράκι, ανέβηκε στην σκεπή του κοτετσιού και λάλησε για μια τελευταία φορά σα να ήθελε να αποχαιρετίσει τους πάντες που ήταν γύρω του. Τα δέντρα, τα λουλούδια, τα υπόλοιπα ζώα της φάρμας, τα πουλιά που κάθονταν στα δέντρα. Έπειτα κατέβηκε, μπήκε στο κοτέτσι και είπε στα αδέρφια του:
Καλά μου αδέρφια, το πήρα απόφαση. Φεύγω από το κοτέτσι για να αναζητήσω την τύχη μου. Καλή αντάμωση λοιπόν…
Τα αδέρφια του δεν έδωσαν σημασία στα λόγια του, παρά μόνο η μαμά-κότα, τα έχασε και ξαφνιασμένη του απάντησε:
Που πας παιδάκι μου; Εκεί έξω είναι άγρια τα πράματα. Θα χαθείς. Έχει άγρια ζώα και μπορεί κάποιο από αυτά, καμιά αλεπού –για παράδειγμα- να σε φάει. Ή μπορεί να πέσεις στα χέρια κανενός μάγειρα και να σε μαγειρέψει.
Μα το πεισματάρικο κοκοράκι, ούτε καν κοίταξε την μητέρα του. Ξεκίνησε και πήρε τον δρόμο για το ταξίδι του.
Περπάτησε αρκετά ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκε στο ψηλότερο σημείο ενός λόφου. Αφού κοίταξε γύρω του, ανέβηκε σε ένα μικρό βράχο που υπήρχε, τίναξε τα φτερά του επιβλητικά και λάλησε με όλη του τη δύναμη για να το ακούσουν από ανατολή σε δύση κι από βορά σε νότο.
Κικιρίκουουουουουου!!!
Τότε, μια φωνή από εκεί δίπλα ακούστηκε να το καλεί. Το κοκοράκι κατέβηκε από τον βράχο, περπάτησε για λίγο και είδε ένα μικρό ρυάκι που περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα. Τα πεσμένα φύλλα όμως και τα ξερά κλαδιά που είχαν πέσει από τα δέντρα, του είχαν φράξει το δρόμο του και είχε λιμνάσει. Αδυνατούσε να συνεχίσει το δρόμο του για να καταλήξει σε κάποιο ποτάμι ή στην θάλασσα.
Καλέ μου φίλε, μπορείς να με βοηθήσεις σε παρακαλώ; Πάρε με το ράμφος σου αυτά τα ξερά κλαδιά και τα φύλλα που με εμποδίζουν να συνεχίσω το δρόμο μου. Είμαι λιγάκι βιαστικός γιατί πρέπει να καταλήξω στο ποτάμι.
…είπε το ρυάκι, μα το φαντασμένο κοκοράκι του απάντησε:
Καταρχήν, δεν είμαι φίλος σου, αλλά ούτε και υπηρέτης σου για να μαζέψω τα φύλλα και τα κλαδιά.
…και χωρίς να περιμένει απάντηση, έστρεψε το κεφάλι του από την άλλη μεριά και ξεκίνησε να φύγει.
Είσαι άσχημο κοκοράκι και πολύ κακό. Θα έρθει μια μέρα όμως που θα με θυμηθείς.
…του φώναξε το ρυάκι, μα το κοκοράκι είχε απομακρυνθεί και δεν το άκουσε. Συνέχισε το δρόμο του καμαρωτό, ώσπου μπροστά του αντίκρισε τον αέρα που είχε πέσει στο χώμα και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Το κοκοράκι, έκανε πως δεν τον είδε και πήγε να τον προσπεράσει όταν άκουσε να του λέει:
Καλέ μου φίλε, έλα δίπλα μου και τίναξε για λίγο τα φτερά σου. Έτσι, θα καταφέρω να πάρω μια ανάσα και θα σηκωθώ.
Μα το κοκοράκι του απάντησε με τον ίδιο ψυχρό τρόπο που απάντησε και στο ρυάκι:
Καταρχήν, δεν είμαι φίλος σου, αλλά ούτε και υπηρέτης σου για να κάθομαι δίπλα σου και να ξοδεύω ενέργεια με τα φτερά μου για να ανασάνεις εσύ.
…και συνέχισε τον δρόμο χωρίς να ακούσει τον αέρα που του φώναξε αμέσως:
Είσαι άσχημο κοκοράκι και πολύ κακό. Θα έρθει μια μέρα όμως που θα με θυμηθείς.
Αφού περπάτησε αρκετά, έφτασε κοντά σε μια σπηλιά όπου μπροστά της, μισό έκαιγε μια φωτιά. Χωρίς να δώσει σημασία το κοκοράκι, πήγε να την προσπεράσει, όταν την άκουσε να του λέει:
Καλέ μου φίλε, ρίξε μου λίγα ξερά κλαδιά και κανένα χοντρό ξύλο, γιατί είμαι έτοιμη να σβήσω.
Μα το κοκοράκι, απάντησε και πάλι ψυχρά:
Ούτε φίλος σου είμαι, αλλά ούτε και υπηρέτης σου. Δεν έχω καμιά διάθεση να σου ρίξω ξύλα για να μην σβήσεις.
…και συνέχισε τον δρόμο του χωρίς να ακούσει την φωτιά που του φώναξε αμέσως:
Είσαι άσχημο κοκοράκι και πολύ κακό. Θα έρθει μια μέρα όμως που θα με θυμηθείς.
Μετά από αρκετό περπάτημα και πάνω που άρχισε να βραδιάζει, ξεπρόβαλε μπροστά του μια μεγάλη πόλη. Αποφάσισε ότι εκεί έπρεπε να πάει για να βρει την τύχη του, αφού όμως πρώτα ξημερώσει. Σκαρφάλωσε λοιπόν σε ένα δέντρο και κοιμήθηκε εκεί.
Με το πρώτο φως της ημέρας, το κοκοράκι κατέβηκε από το δέντρο και τράβηξε για την πόλη. Πέρασε την μεγάλη πύλη και περπάτησε στους δρόμους της χαζεύοντας πότε αριστερά και πότε δεξιά. Σε μια πλατεία, συνάντησε έναν τεμπέλη γάτο που ξάπλωνε και λιαζότανε και τον ρώτησε:
Καλή σου μέρα γάτε μου. Μπορείς να μου πεις πού θα βρω το παλάτι του βασιλιά;
Γιατί; Του πηγαίνεις κανένα δώρο;
Λογαριασμός δικός μου είναι αυτός. Εσένα σε ρώτησα αν ξέρεις να μου πεις που είναι το παλάτι. Ξέρεις ή να ρωτήσω κάποιον άλλον;
…απάντησε το κοκοράκι με ύφος αυστηρό. Παρόλα αυτά, ο γάτος του έδειξε τον δρόμο για το παλάτι και τον συμβούλεψε να προσέχει, μιας και δεν είναι μέρος για να κυκλοφορεί ένα κοκοράκι. Το κοκοράκι δεν του έδωσε σημασία και ξεκίνησε για το παλάτι. Όταν έφτασε από έξω είδε έναν στρατιώτη που φυλούσε κρατώντας ένα όπλο και φοβήθηκε. Έψαξε να βρει άλλον τρόπο για να μπει κι όταν είδε τον φράχτη του κήπου, έδωσε μια με τα φτερά του και πήδησε ψηλά, περνώντας τον και πέφτοντας ανάμεσα σε κάτι θάμνους. Για κακή του τύχη όμως, παραδίπλα βρισκότανε ο μάγειρας του παλατιού και μάζευε λαχανικά και μυρωδικά. Όταν το είδε, το άρπαξε μεμιάς και έτρεξε στην κουζίνα.
Δείτε τι βρήκα στον κήπο μας… ένα μικρό κοκοράκι που θα γίνει ένας καλός μεζές για το μεσημέρι.
…είπε ο μάγειρας στο υπόλοιπο προσωπικό και ζήτησε να του φέρουν βραστό νερό για να το μαδήσει. Μάταια το κοκοράκι παρακαλούσε να το αφήσουν. Όταν το βάλανε στο βραστό νερό, το κοκοράκι γύρισε και είπε του νερού:
Αχ, μη σε παρακαλώ καλό μου νερό. Μην με μαδάς.
Όταν εγώ σε παρακαλούσα να με βοηθήσεις παίρνοντας τα ξερά φύλλα και τα κλαδιά, εσύ με αγνόησες. Τώρα γιατί να μην σε αγνοήσω κι εγώ;
…απάντησε το νερό και αμέσως μετά από λίγο ακούστηκε η φωνή του μάγειρα:
Εντάξει με το μάδημα. Ανάψτε τη φωτιά για να το ψήσουμε.
Το κοκοράκι τα έχασε κι άρχισε αμέσως να παρακαλάει τη φωτιά.
Αχ, μην με καις καλή μου φωτιά…σε παρακαλώ!
Γιατί να σε λυπηθώ; Εσύ με λυπήθηκε όταν με είδες έξω από την σπηλιά που σου ζητούσα να μου ρίξεις λίγα ξερόκλαδα για να μην σβήσω;
…του απάντησε η φωτιά κι από τα νεύρα της έβαλε όλη τη δύναμη της και το έκαψε τελείως. Το έκαψε τόσο, που δεν ήταν για να φαγωθεί κι ο μάγειρας το πέταξε έξω. Εκείνη τη στιγμή, άρχισε να φυσάει δυνατός αέρας και πήρε το κοκοράκι κι άρχισε το πηγαίνει πότε από εδώ και πότε από εκεί.
Αχ, μη καλέ μου αέρα. Μη με πηγαίνεις από εδώ κι από εκεί…
…παρακάλεσε και πάλι στον αέρα το κοκοράκι, μα ο αέρας του απάντησε αδιάφορα.
Εσύ με λυπήθηκες όταν με είδες πεσμένο στο χώμα;
…και με ένα δυνατό φύσημα το έστειλε μακριά και ψηλά, μέχρι που σκάλωσε στην κορφή του καμπαναριού της εκκλησίας. Κι από τότε, βρίσκεται εκεί για να μας δείχνει προς τα που φυσάει ο άνεμος, γυρίζοντας άλλοτε προς το βορά, άλλοτε προς το νότο, τη δύση και την ανατολή.
Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λεν’ τα παραμύθια!!!