Απόδοση: Ζωή Τσαπανίδου
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γενναίος στρατιώτης. Ο βασιλιάς για να τον ξεκουράσει από τις σκληρές μάχες όπου συμμετείχε τον έβαλε να φυλάει τις όχθες ενός ποταμού, έτσι ώστε να μην περνάνε εχθροί στο βασίλειό του. Όμως φαίνεται πως τον ξέχασε εκεί γιατί δεν έστειλε ποτέ κάποιον αντικαταστάτη. Έτσι πέρασαν βδομάδες, μήνες, έγινε χρόνος και κανένα μήνυμα!
Τότε ο στρατιώτης αποφάσισε να γυρίσει στην πόλη του. Έπρεπε όμως να περάσει το ποτάμι. Το ποτάμι ήταν πολύ βαθύ. Γέφυρες δεν υπήρχαν και έψαχνε τρόπο να λύσει το πρόβλημά του. Έτσι λοιπόν όπως πηγαινοερχόταν στην όχθη, τον πλησίασε ένας πολύ ψηλός άντρας με τεράστια χέρια.
Γεια σου φίλε μου. Θέλεις να περάσεις απέναντι;
…του λέει!
Ναι… όμως το ποτάμι είναι πολύ βαθύ και δεν μπορώ.
Μη στεναχωριέσαι θα σε βοηθήσω εγώ.
Και αμέσως αρπάζει ένα πολύ μεγάλο ψηλό δέντρο με χοντρό κορμό, το ξεριζώνει σαν να ήταν θάμνος και το τοποθετεί στις δυο όχθες του ποταμού.
Να η γέφυρά σου για να περάσεις!
…του είπε κι ο στρατιώτης εντυπωσιασμένος του απάντησε:
Σ’ ευχαριστώ πολύ φίλε μου, έχεις φοβερή δύναμη. Μήπως θέλεις να έρθεις μαζί μου; Εμείς οι δυο θα κάνουμε μεγάλα πράγματα!
Ο μεγαλόσωμος άντρας δέχτηκε κι έτσι πέρασαν και οι δυο τους το ποτάμι και συνέχισαν την πορεία τους για την πόλη. Αφού βάδισαν αρκετά συνάντησαν κάποιον κυνηγό που ετοιμαζόταν να πυροβολήσει!
Γεια σου φίλε μου τι κάνεις;
Θα σκοτώσω την αράχνη που είναι πάνω στο δέντρο χωρίς να σκίσω το δίχτυ της.
…και πριν ολοκληρώσει την φράση του, πυροβολεί και σκοτώνει την αράχνη χωρίς να σκιστεί ο ιστός της! Ενθουσιάστηκε ο στρατιώτης και του λέει:
Είσαι σπουδαίος κυνηγός θέλεις να έρθεις μαζί μας;
«Βεβαίως» απάντησε κι ο κυνηγός και έτσι ξεκίνησαν και οι τρεις για την πόλη. Αφού περπάτησαν αρκετά χιλιόμετρα συνάντησαν έξι ανεμόμυλους. Παρατήρησαν ότι αν και δεν φυσούσε καθόλου αέρας, τα φτερά τους γυρνούσαν πολύ γρήγορα. Κοίταξαν δεξιά, αριστερά και κάπου σε ένα δέντρο επάνω είδαν έναν άνδρα να φυσάει με δύναμη.
Τι κάνεις φίλε εδώ;
Φυσάω για να γυρίζουν τα φτερά των ανεμόμυλων.
Μα έχεις τόση δύναμη;
Βεβαίως και έχω. Που να δείτε όταν φτερνιστώ τι γίνεται! Μπορώ να γκρεμίσω ολόκληρο σπίτι!
Θα σου προτείνω κάτι…
…του λέει ο στρατιώτης…
Θέλεις να έρθεις μαζί μας; Θα κάνουμε μεγάλα πράγματα μαζί.
Με τα χαράς!
απάντησε ο άνδρας και μπήκε κι αυτός στην παρέα. Έτσι και οι τέσσερις συνέχισαν να βαδίζουν προς την πόλη. Αφού περπάτησαν αρκετά χιλιόμετρα συνάντησαν έναν άνδρα με δεμένα πόδια.
Φίλε μου τι έπαθες; Ποιος σου έδεσε τα πόδια;
Κανείς φίλοι μου μόνος μου τα έδεσα.
Μα γιατί;
Γιατί όταν τα έχω λυμένα τρέχω σαν τον άνεμο και δεν μπορώ να απολαύσω τις ομορφιές της φύσης.
Θέλεις φίλε μου να μας ακολουθήσεις; Έχεις κι εσύ, μαγικές ικανότητες!
Τιμή μου μεγάλη!
Απάντησε κι αυτός και ξεκίνησε μαζί με τους άλλους τέσσερις για την πόλη. Φθάνοντας λίγο έξω από τα τείχη της πόλης συναντούν έναν άνδρα που φορούσε πολύ στραβά το καπέλο του. Παραξενεύτηκε ο στρατιώτης και τον ρώτησε:
Φίλε μήπως έχεις μαγικές ικανότητες κι εσύ;
Αν έχω λέει;
Και τι μπορείς να κάνεις;
Λοιπόν φίλε, αν κατεβάσω το καπέλο προς το δεξί αυτί μου, θα παγώσουν όλα γύρω μου.
Έλα φίλε μου μαζί μας και θα κάνουμε μεγάλα πράγματα!
Πολύ ευχαρίστως!
…είπε κι αυτός και ακολούθησε τους άλλους πέντε. Έτσι οι έξι φίλοι έφθασαν στην είσοδο της πόλης. Μόλις μπήκαν μέσα τι να δουν… μια τεράστια ανακοίνωση από τον βασιλιά που έλεγε:
«Όποιος τρέξει με την βασιλοπούλα και την νικήσει θα την παντρευτεί!»
Παρουσιάζεται λοιπόν ο στρατιώτης στον βασιλιά και τον ρωτά:
Μπορεί να πάρει μέρος στον διαγωνισμό κάποιος από τους φίλους μου;
Βεβαίως γιατί όχι;
Τότε ο στρατιώτης έβαλε να τρέξει ο φίλος του που έτρεχε σαν τον άνεμο. Την άλλη μέρα το πρωί θα ξεκινούσε ο διαγωνισμός. Η διαδικασία ήταν η εξής: Η αφετηρία ήταν έξω από τα τείχη. Θα ξεκινούσαν από εκεί και θα έτρεχαν μέχρι σε μια απομακρυσμένη πηγή. Εκεί, θα γέμιζαν ένα κανάτι νερό και θα επέστρεφαν στην αφετηρία. Ετοιμάστηκαν λοιπόν και μόλις έδωσαν το σύνθημα ξεκίνησαν. Ο άνδρας που έτρεχε σαν τον άνεμο έφθασε στην πηγή γέμισε το κανάτι του και έφθασε στα μισά του γυρισμού ενώ η βασιλοπούλα ακόμα πήγαινε, γι’ αυτό κάθισε να ξεκουραστεί, εκεί όμως τον πήρε ο ύπνος. Η βασιλοπούλα όταν τον συνάντησε στον γυρισμό της και τον είδε να κοιμάται έδωσε μια κλοτσιά στο κανάτι του και έχυσε το νερό.
Ο φίλος του όμως ο κυνηγός που έβλεπε την σκηνή θέλησε να βοηθήσει τον φίλο του και ευθύς αμέσως πυροβολεί και η σφαίρα περνά ξυστά από τον φίλο του και τον ξυπνά. Σηκώνεται, βλέπει άδειο το κανάτι του το αρπάζει τρέχει σαν τον άνεμο, το γεμίζει και φθάνει στην αφετηρία και περιμένει να έρθει η βασιλοπούλα. Σε λίγο φθάνει η βασιλοπούλα καταϊδρωμένη και χαιρετά τον νικητή που τώρα έπρεπε να παντρευτεί.
Έλα όμως που ο βασιλιάς δεν ήθελε καθόλου τον άνδρα αυτόν για γαμπρό του! Σκεφτόταν λοιπόν με ποιο τρόπο να ακυρώσει τον γάμο. Έτσι σκέφτηκε το εξής: Φώναξε τους έξι φίλους του για να τους κάνει δήθεν τραπέζ. Τους έκλεισε μέσα σε ένα δωμάτιο με ποτά φαγητά και μουσική και τους κλείδωσε. Μετά άναψε φούρνους γύρω από το δωμάτιο έτσι ώστε να ανάψουν οι τοίχοι και να σκάσουν από την ζέστη οι έξι φίλοι. Πραγματικά κάποια στιγμή άρχισαν να ιδρώνουν και ύστερα να καίγονται από την ζέστη. Τότε ο φίλος με το καπέλο, τους λέει:
Μην στεναχωριέστε φίλοι μου!
…και αμέσως κατεβάζει το καπέλο του προς το δεξί αυτί και η ατμόσφαιρα έγινε δροσερή και άρχισαν οι φίλοι να τρώνε, να πίνουν και να χορεύουν. Λίγες ώρες μετά έρχεται ο βασιλιάς ανοίγει την πόρτα και αντί να δει νεκρούς τους φίλους, τους είδε να διασκεδάζουν. Τον έπιασε πανικός. Γυρίζει στον μέλλοντα γαμπρό του και του λέει:
Αν σου δώσω ένα σακί χρυσάφι θα ακυρώσεις τον γάμο;
Ναι αλλά με έναν όρο. Το σακί για το χρυσάφι θα το διαλέξω εγώ.
Του απάντησε ο άντρας κι ο βασιλιάς συμφώνησε μαζί του. Έτσι ο φίλος διάλεξε το μεγαλύτερο σακί και γέμιζε, γέμιζε, γέμιζε μέχρι που έγινε ασήκωτο. Τότε ο στρατιώτης λέει στον δυνατότερο της παρέας, αυτόν που είχε ξεριζώσει το δέντρο, να σηκώσει το σακί και να φύγουν. Κι αυτός το σήκωσε σαν να σηκώνει μια πετρούλα από τη γη. Έτσι ξεκίνησαν για την πόλη.
Ο βασιλιάς τρελάθηκε κι άρχισε να χτυπιέται και να φωνάζει:
Εγώ ήμουν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο και τώρα είμαι ο πιο φτωχός!
Φωνάζει τους αξιωματικούς του και τους διατάζει να πάνε να βρουν τους έξι φίλους να τους σκοτώσουν και να πάρουν πίσω το χρυσάφι του. Οι αξιωματικοί με τα πιο γρήγορα άλογά τους, προλαβαίνουν πράγματι τους φίλους και τους φωνάζουν:
Σταματήστε! Δώστε μας πίσω το χρυσάφι αλλιώς θα πεθάνετε!
Τότε ο φίλος που φυσούσε δυνατά γύρισε προς τους άλλους πέντε και τους είπε:
Μη φοβάστε παιδιά τώρα θα δείτε!
Παίρνει μια βαθιά αναπνοή και φυσάει! Και άλογα και αναβάτες έγιναν φτερά στον άνεμο και χάθηκαν. Έτσι οι έξι φίλοι μπήκαν στην πόλη τους χαρούμενοι, μοιράστηκαν το χρυσάφι και έζησαν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λεν τα παραμύθια