Posts Tagged With: ρούχα

Πώς ο φτωχός Τζιουφά πλήρωσε τα χρέη του!

– Λαικό παραμύθι από την Ιταλία –

Απόδοση-Διασκευή: Χρήστος Π. Τσίρκας –

Σε ένα χωριό κάπου στην νότια Ιταλία, που δεν έχει και πολύ σημασία το όνομά του, ζούσε ένας κουρελής και φτωχός άντρας που τον έλεγαν Τζιουφά. Ολημερίς γυρνούσε από εδώ κι από εκεί ζητώντας να κάνει κανένα μεροκάματο για να κατεφέρει να κερδίσει ένα πιάτο φαϊ. Παρόλη την φτώχια του, ο Τζιουφά δεν έχανε το χαμόγελο και το κέφι του. Μια μέρα όμως σκέφτηκε πως θα έπρεπε να αγοράσει καινούργια ρούχα. Θεώρησε πως έτσι ίσως να αλλάξει και η τύχη του. Ίσως ο κόσμος να τον αντιμετώπιζε διαφορετικά μιας και πολλοί πίστευαν ότι «το ρούχο κάνει τον άνθρωπο».

Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε λοιπόν στην αγορά και πήρε καινούργιο παντελόνι και σακάκι, άσπρο λινό πουκάμισο, βαμβακερά εσώρουχα, δερμάτινα παπούτσια, ρολόι με αλυσίδα κι ένα υπέροχο κόκκινο καπέλο. Μα δεν πλήρωσε, παρά μόνο έλεγε στους εμπόρους…

Αύριο θα έρθω να σας πληρώσω. Περιμένω να πάρω κάποια χρήματα που μου χρωστάνε!

Κι οι έμποροι τον πίστεψαν και του έδωσαν τα πράγματα έτσι.

Πίνακας του Hans Memling (1430-1494)

Πίνακας του Hans Memling (1430-1494)

Ο Τζιουφά γύρισε σπίτι του καμαρωτός και υπερήφανος για τη νέα του εμφάνιση. Συχνά πυκνά κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη και τον θαύμαζε. Σαν νύχτωσε όμως και έπεσε να κοιμηθεί, άρχισε να σκέφτεται και να προβληματίζεται για την επόμενη μέρα. Δεν περίμενε χρήματα από πουθενά. Ψέματα είχε πει στους εμπόρους και τώρα βασανιζότανε να βρει λύση στο πρόβλημά του.

Πώς θα τους πληρώσω αύριο όλους αυτούς; Δεν έχω δεκάρα τσακιστή!

Πριν όμως κλείσει τα μάτια και κοιμηθεί, μια ιδέα του κατέβηκε στο μυαλό και την έβαλε μπρος την άλλη μέρα το πρωί. Η ιδέα που σκέφτηκε ο Τζιουφά ήταν να παραστήσει τον πεθαμένο ώστε όταν θα έρθουν οι έμποροι για να πληρωθούν, να τον δούνε νεκρό και να φύγουν πίσω χαρίζοντάς του τα χρέη.

Ξάπλωσε λοιπόν στο κρεβάτι, έβαλε στο στήθος του έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό, σταύρωσε και τα χέρια του και περίμενε προσποιούμενος τον πεθαμένο.

Κατά το μεσημεράκι εμφανίστηκαν κι οι έμποροι που είχαν δώσει τα ρούχα, τα παπούτσια και τα εσώρουχα στον Τζιουφά με την προϋπόθεση να πληρωθούν την επόμενη μέρα. Όταν τον είδαν πεθαμένο, ξαπλωμένο στο κρεβάτι, αρχικά τον λυπήθηκαν. Έπειτα άρχισαν να βρίζουν την τύχη τους γιατί χάσανε τα χρήματα τους.

Τί ήθελα και στα έδωσα βερεσέ τα ρούχα; Πάνε τα χρήματά μου…

…μονολόγησε ο ράφτης και συμφώνησε μαζί του κι ο παπουτσής κι ο πραματευτής κι ο καπελάς! Μα στο τέλος επειδή δεν θέλανε να πάει στον άλλο κόσμο ο Τζιουφά κουβαλώντας τις κατάρες τους, του χάρισαν το χρέος.

Χαλάλι σου βρε Τζιουφά! Καλό, στερνό ταξίδι να έχεις.

Του ευχήθηκαν και οι τέσσερις και ύστερα τον πήραν σηκωτό και τον πήγαν στην εκκλησία προκειμένου να μείνει τη νύχτα εκεί, όπως συνηθίζεται. Τον εναπόθεσαν στο κέντρο του ναού κι έφυγαν.

Ο Τζιουφά που δεν περίμενε αυτήν την εξέλιξη, άρχισε τώρα να σκέφτεται με ποιον τρόπο θα γλιτώσει.

Κατά τα μεσάνυχτα εισέβαλλε στην εκκλησία μια συμμορία ληστών. Είχαν ληστέψει αρκετά μαγαζιά και μπήκαν εκεί για να μοιραστούν τη λεία τους. Χωρίς να διαμαρτυρηθούν καθόλου, μοίρασαν ό,τι είχαν και δεν είχαν μα στο τέλος, περίσεψε ένα χρυσό νόμισμα. Αυτό ποιος θα το έπαιρνε; Τότε άρχισε η γκρίνια μεταξύ τους. Ο αρχηγός της συμμορίας βλέποντας το φέρετρο με τον Τζιουφά, γύρισε και είπε στους υπόλοιπους…

Λοιπόν, όποιος καταφέρει να πυροβολήσει από απόσταση δέκα ποδιών και να πετύχει την μύτη του πεθαμένου, θα πάρει και το χρυσό νόμισμα που περισσεύει.

Οι υπόλοιποι συμφώνησαν και στήθηκαν στη σειρά με τα πιστόλια τους έτοιμα να πυροβολήσουν.

Σαν το άκουσε ο Τζιουφά, ένιωσε εκατοντάδες τσιμπήματα στην καρδιά του. Ένιωσε την γη να χάνεται από κάτω του. Μα γρήγορα συνήλθε και με αλλαγμένη την φωνή του χωρίς όμως να κουνάει το στόμα του, είπε τα εξής λόγια:

Πνεύματα του κάτω κόσμου, καλά και κακά. Ελάτε να βοηθήσετε τον πεθαμένο που κάποιοι θέλουν να βεβηλώσουν!

Οι ληστές τα έχασαν. Άρχισαν να κοιτάζουν γύρω τους για να καταλάβουν από που έρχονταν η φωνή μα δεν μπορούσαν. Τρόμαξαν τόσο πολύ που το έβαλαν στα πόδια ξεχνώντας και αφήνοντας εκεί, ό,τι είχαν κλέψει.

Ο Τζιουφά, σηκώθηκε και έβαλε σε σακιά όλα τα χρήματα αφήνοντας μόνο -επίτηδες- καταγής το χρυσό νόμισμα από το οποίο ξεκίνησε η διαφωνία των ληστών. Γύρισε σπίτι του ικανοποιημένος και το επόμενο πρωί πήγε από τους εμπόρους και τους ξόφλησε με το παραπάνω όσα τους χρωστούσε!

Πηγή: Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο 3 των εκδόσεων «Gutenberg»

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,, | Σχολιάστε

Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα

Του Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν – 

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένας γκρινιάρης βασιλιάς. Κάθε μέρα ζητούσε από τους ράφτες του να του ράβουν καινούρια ρούχα για να εντυπωσιάζει τους υπηκόους του.

Ύστερα από μερικά χρόνια όμως, οι ράφτες του δε μπορούσαν να σκεφτούν νέα σχέδια. Όταν τόλμησαν να του το πουν, ο βασιλιάς θύμωσε πάρα πολύ και άρχισε να τους φωνάζει:

– Είστε τρελοί; Δε μπορώ να φοράω κάθε μέρα τα ίδια ρούχα!

Την επόμενη μέρα, ο βασιλιάς έστειλε τους φρουρούς του να ξεχυθούν στους δρόμους και να διαλαλήσουν ότι όποιος του έφτιαχνε τα πιο πρωτότυπα ρούχα θα ανταμειβόταν γενναιόδωρα.

Όλοι οι ράφτες της χώρας έβαλαν τα δυνατά τους για να τον ικανοποιήσουν, αλλά ο γκρινιάρης βασιλιάς τους έδιωχνε, γιατί έβρισκε πολύ συνηθισμένα τα ρούχα που του πρότειναν.

Ώσπου μια μέρα έφτασαν στο παλάτι δυο νεαροί, που ζήτησαν να δουν το βασιλιά.

– Μεγαλειότατε, ταξιδέψαμε από την Περσία μέχρι την όμορφη χώρα σας για να ικανοποιήσουμε την επιθυμία σας. Είμαστε δυο γνωστοί ράφτες και φτιάχνουμε ρούχα από ένα πολύ σπάνιο ύφασμα. Το ύφασμα αυτό μπορούν να το δουν μόνο οι έξυπνοι άνθρωποι!

-Χμμ.. πολύ ενδιαφέρον. Έτσι θα μπορέσω να καταλάβω ποιοι από τους υπηκόους μου είναι έξυπνοι και ποιοι είναι χαζοί. Εντάξει, λοιπόν! Ξεκινήστε αμέσως το ράψιμο.

…διέταξε ο βασιλιάς και τους έδωσε ένα μπαούλο γεμάτο χρυσά νομίσματα.

Οι ράφτες όμως, ήταν στην πραγματικότητα δυο απατεώνες που είχαν κοροϊδέψει το βασιλιά. Έτσι, κάθισαν στον αργαλειό και άρχισαν να προσποιούνται ότι ράβουν τα καινούρια ρούχα του βασιλιά.

Ύστερα από μερικές μέρες, ο βασιλιάς έστειλε τον έμπιστο σύμβουλό του να δει αν τα ρούχα του ήταν έτοιμα. Ο σύμβουλος κοίταζε και ξανακοίταζε τον αργαλειό, αλλά δεν έβλεπε τίποτα!

Ο καημένος ο σύμβουλος δεν ήξερε τι να κάνει. Αν του έλεγε ότι δε μπορούσε να δει το ύφασμα, ο βασιλιάς θα νόμιζε ότι ήταν χαζός και θα τον έδιωχνε από το παλάτι. Έτσι, αποφάσισε να του πει ψέματα.

– Μεγαλειότατε, δεν έχω ξαναδεί τόσο όμορφα ρούχα! Είμαι σίγουρος ότι θα ενθουσιαστείτε μόλις τα δείτε!

Ο βασιλιάς χάρηκε τόσο πολύ με τα νέα, που έδωσε στους δυο πονηρούς ράφτες άλλο ένα μπαούλο με χρυσά νομίσματα.

Ύστερα από λίγες μέρες, ο βασιλιάς έστειλε τον αξιωματικό της φρουράς του να ρωτήσει πότε θα ήταν έτοιμα τα καινούρια ρούχα του. Ο καημένος ο αξιωματικός κοίταζε και ξανακοίταζε τον αργαλειό, αλλά δεν έβλεπε το ύφασμα!

Όταν γύρισε στην αίθουσα του θρόνου, ο αξιωματικός φοβόταν τόσο πολύ μήπως χάσει τη θέση του, που αναγκάστηκε να πει στο βασιλιά ότι τα καινούρια ρούχα του ήταν περίφημα!

Ο βασιλιάς ήταν πολύ χαρούμενος, αλλά είχε αρχίσει να ανυπομονεί. Έτσι, αποφάσισε να επισκεφτεί τους ράφτες για να δει με τα ίδια του τα μάτια τα καινούρια του ρούχα.

Όταν ο βασιλιάς μπήκε στο εργαστήριο, πλησίασε στον αργαλειό, κοίταξε, ξανακοίταξε, αλλά δεν είδε τίποτα!

– Πως σας φαίνονται τα καινούρια σας ρούχα μεγαλειότατε; Δεν είναι υπέροχα;

…τον ρώτησαν ο σύμβουλος και ο αξιωματικός.

– Θεέ μου! Πως είναι δυνατόν; Γιατί δε βλέπω το ύφασμα; Μήπως είμαι χαζός;

…σκέφτηκε ο βασιλιάς που είχε αρχίσει να ιδρώνει από τον φόβο του. Δε μπορούσε όμως να ομολογήσει την αλήθεια στους αυλικούς του!

Τελικά ένα πρωί, οι δυο ράφτες επισκέφτηκαν το βασιλιά στο παλάτι για να του ανακοινώσουν ότι τα ρούχα του ήταν έτοιμα. Έπειτα, άνοιξαν μια τσάντα και προσποιήθηκαν ότι έβγαζαν από μέσα τα καινούρια ρούχα για να του τα δείξουν.

– Πως σας φαίνονται μεγαλειότατε; Είμαστε σίγουροι ότι οι υπήκοοι σας θα μείνουν άφωνοι από θαυμασμό μόλις σας δουν μ’ αυτά τα ρούχα

…είπαν οι απατεώνες.

Οι δυο ράφτες τον βοήθησαν να βγάλει την στολή του και ο βασιλιάς άρχισε να προσποιείται ότι βάζει τα καινούρια του ρούχα κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του.

– Ω, είναι θαυμάσια! Και τόσο άνετα και δροσερά! Λοιπόν; Πως σας φαίνονται;

…ρώτησε το σύμβουλο και τον αξιωματικό του που τον παρακολουθούσαν έκπληκτοι.

– Είναι υπέροχα, μεγαλειότατε, και σας πηγαίνουν πάρα πολύ.

…του απάντησαν φοβισμένοι.

Έπειτα, ο βασιλιάς διέταξε να βγουν όλοι στους δρόμους για να θαυμάσουν τα καινούρια του ρούχα. Καθώς περνούσε ανάμεσα στους υπηκόους του, που είχαν μείνει άφωνοι, φώναζε καμαρώνοντας:

– Μόνο όσοι είναι έξυπνοι μπορούν να δουν τα ρούχα μου!

Και οι καημένοι οι άνθρωποι χειροκροτούσαν και φώναζαν ενθουσιασμένοι ότι τα καινούρια ρούχα του βασιλιά ήταν καταπληκτικά!

Ξαφνικά όμως, μέσα από το πλήθος, πετάχτηκε ένα αγοράκι που πλησίασε το βασιλιά και άρχισε να φωνάζει:

– Κοιτάξτε! Ο βασιλιάς βγήκε στο δρόμο γυμνός! Θα κρυώσει!

Ο κόσμος ξέσπασε σε δυνατά γέλια και ο βασιλιάς μονολόγησε ντροπιασμένος:

– Θεέ μου! Το παιδί έχει δίκιο! Είμαι γυμνός! Οι δυο ράφτες με κορόιδεψαν!

Έπειτα πήρε στην αγκαλιά του το αγοράκι, ανέβηκε βιαστικά στο άλογο του και κάλπασε προς το παλάτι.

Όλοι νόμιζαν ότι ο βασιλιάς θα σκότωνε το καημένο το παιδί που τον έκανε ρεζίλι. Το επόμενο πρωινό, όμως, ο βασιλιάς κάλεσε το σύμβουλο και τον αξιωματικό του και τους είπε:

– Αυτό το αγοράκι είναι πολύ έξυπνο και ειλικρινές. Δε φοβήθηκε να μου πει την αλήθεια. Γι’ αυτό θέλω να το ανταμείψετε με πολλά δώρα και να στείλετε μερικά σακιά χρυσές λύρες στους φτωχούς γονείς του!

Και από εκείνη τη μέρα ο βασιλιάς σταμάτησε να ασχολείται με τα ρούχα του και άρχισε να κυβερνά τη χώρα του δίκαια και σοφά!

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,, | 5 Σχόλια

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: