Posts Tagged With: ποντικός

Το ποντικάκι, ο πιστός φίλος

Λαϊκό παραμύθι της πρώην Τσεχοσλοβακίας

%cf%80%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ac%ce%ba%ce%b9Πριν πολλά χρόνια, αλλά όχι και πάρα πολλά -αφού την ιστορία που θα σας πω την θυμάμαι καλά- στο μπαλκόνι ενός αγροτόσπιτου, καθότανε ένα λουκάνικο και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Η καγκελόπορτα που βρισκότανε δίπλα του, το πρόσεξε και το ρώτησε έκπληκτη:

Τί έχεις και κλαις καλό μου λουκάνικο;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή.

Τί μου λες; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Κρίμα το καημένο. Στεναχωρέθηκα πολύ. Έτσι μου έρχεται να βγω από τους μεντεσέδες μου.

Κι όπως το είπε, έτσι κι έκανε η καγκελόπορτα. Τραντάχτηκε απότομα και βγήκε από τους μεντεσέδες της. Από τον θόρυβο ξύπνησε ο φράχτης της αυλής. Γύρισε προς το μπαλκόνι και είδε την καγκελόπορτα πεσμένη. Απόρησε με την σειρά του και της φώναξε:

Τί έπαθες βρε καγκελόπορτα και έπεσες;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του και το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να βγω από τους μεντεσέδες μου.

Πω-πω… Κρίμα βρε συ. Τί κακό ήταν αυτό. Στεναχωρέθηκα τώρα. Ε λοιπόν κι εγώ θα γκρεμοτσακιστώ.

Και με το που τελειώνει την φράση του, δίνει μια και πέφτει καταγής λυπημένος. Εκείνη την ώρα, ετοιμαζότανε να σταθεί πάνω του μια καρακάξα, η οποία τρόμαξε όταν τον είδε να σωριάζεται κάτω και τον ρώτησε:

Μα τί έπαθες στα καλά καθούμενα;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ κι η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να γκρεμοτσακιστώ.

Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που μου λες. Τα έχω χαμένα. Ε τότε κι εγώ θα δέσω τα πόδια μου.

Έτσι κι έκανε. Έδεσε τα πόδια της με ένα κομάτι σκοινί που βρήκε πεταμένο παραδίπλα και πέταξε προς το δάσος. Εκεί, σταμάτησε στο κλαδί ενός δέντρου. Μα το δάσος απόρησε με την καρακάξα που είχε δέσει τα πόδια της και δεν δίστασε να την ρωτήσει:

Πώς σου ήρθε να δέσεις τα πόδια σου βρε καρακάξα;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της κι ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να δέσω τα πόδια μου.

Αυτό που μου είπες μόλις τώρα με στεναχώρησε πάρα πολύ. Δεν έχω κουράγιο να στέκομαι όρθιο. Έτσι μου έρχεται να ρίξω όλα μου τα δέντρα.

Δεν θα το πιστέψετε αυτό που ακολούθησε. Ένα-ένα τα δέντρα του δάσους, άρχισαν να ξεριζώνονται και να πέφτουν κάνοντας έναν δυνατό κρότο, μέχρι που το δάσος ισοπεδώθηκε. Ο έντονος θόρυβος τρόμαξε ένα ελάφι που περνούσε από εκεί. Όταν αντίκρισε το δάσος στην κατάστασή του, τα έχασε και το ρώτησε:

Καλό μου δάσος, πώς σου ήρθε πέσεις κατάχαμα;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε κι η καρακάξα έδεσε τα πόδια της. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να ξεριζωθώ.

Απίστευτο. Αυτό δεν το περίμενα. Από την στεναχώρια μου, μου έρχεται να σπάσω τα κέρατά μου.

Το είπε και το έκανε. Άρχισε να χτυπάει τα κέρατά του στον κορμό ενός δέντρου που ήταν πεσμένος μέχρι που έσπασαν σε πολλά κομάτια κι ύστερα άρχισε να τρέχει χωρίς να ξέρει κι αυτό προς τα που. Κάποια στιγμή βρέθηκε σε μια πηγή και σταμάτησε να ξεδιψάσει. Η πηγή μόλις το αντίκρισε και είδε τα σπασμένα κέρατα, το ρώτησε:

Τί έπαθαν τα κέρατά σου; Γιατί έσπασαν;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της και το δάσος ξεριζώθηκε. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να σπάσω τα κέρατά μου.

Αμάν. Κρίμα μωρέ. Λυπήθηκα πολύ. Έτσι μου έρχεται να λασπωθώ.

Και λασπώθηκε για τα καλά. Άφησε το χώμα να ενωθεί με το κρυστάλινο δροσερό νερό της και στο άψε-σβήσε χυνότανε λασπόνερο. Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε μια κοπέλα που κρατούσε μια πήλινη στάμνα. Είχε φτάσει εκεί για να την γεμίσει με νερό. Τα έχασε όμως όταν αντίκρισε την πηγή να τρέχει με λασπόνερο.

Πού πήγε το δροσερό και κρυστάλιν νερό σου πηγούλα μου;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της, το δάσος ξεριζώθηκε και το ελάφι έσπασε τα κέρατά του. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να λασπωθώ.

Πέθανε το ποντικάκι; Τί μου λες; Πολύ κρίμα. Ε λοιπόν κι εγώ θα σπάσω την στάμνα μου.

Η κοπέλα πέταξε με δύναμη την στάμνα που κρατούσε κι αυτή έπεσε σε κάτι βράχια που υπήρχαν εκεί παραδίπλα και έσπασε σε πολλά κομάτια. Έτσι, γύρισε στο σπίτι της χωρίς νερό και με άδεια χέρια. Η μητέρα της που έφτιαχνε ένα γλυκό και χρειαζότανε το νερό, ξαφνιάστηκε όταν την είδε με άδεια χέρια και την ρώτησε:

Που είναι η στάμνα με το νερό κόρη μου;

Άσε μητέρα. Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της, το δάσος ξεριζώθηκε, το ελάφι έσπασε τα κέρατά του και η πηγή λασπώθηκε. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να σπάσω την στάμνα.

Πέθανε το ποντικάκι; Πνίγηκε; Απίστευτο. Κι εγώ κάθομαι και κάνω γλυκό; Απαράδεκτο…θα το χαλάσω το γλυκό μου.

Κι αρπάζει η μητέρα της κοπέλας το κουτί με το αλάτι και το χύνει στο γλυκό. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα ο άντρας της ο οποίος βλέποντας την γυναίκα του να ρίχνει αλάτι στο γλυκό απόρησε.

Βρε γυναίκα, αυτό είναι το αλάτι κι όχι η ζάχαρη. Χαλάς το γλυκό έτσι. Μα τί έπαθες;

Αχ άντρα μου, που να στα λέω. Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της, το δάσος ξεριζώθηκε, το ελάφι έσπασε τα κέρατά του, η πηγή λασπώθηκε κι η κόρη μας έσπασε την στάμνα σε πολλά κομάτια. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να χαλάσω το γλυκό.

Τί να σου πω βρε γυναίκα. Αυτό το νέο είναι πραγματικά δυσάρεστο και λυπηρό. Ήταν πολύ καλός φίλος το ποντικάκι και θα μας λείψει σε όλους. Αλλά όμως, δεν πρέπει να αντιδράμε έτσι, ούτε θα αλλάξει κάτι.

Και λέγοντας αυτά κίνησε να βγει από το σπίτι μα τον σταμάτησε πάλι η γυναίκα του…

Που πας;

Πάω να φτιάξω ένα καινούργιο κοτέτσι στις κότες μας. Αυτό που υπάρχει τώρα είναι έτοιμο να πέσει.

Ο χωρικός πήγε στην αυλή του κι όταν τελείωσε με το κοτέτσι, δηλαδή μετά από αρκετή ώρα, η γυναίκα του είχε ξεκινήσει να φτιάχνει ένα άλλο γλυκό. Η κόρη τους πήγε και αγόρασε μια καινούργια στάμνα για να την γεμίζει με νερό. Η πηγή είχε καθαρίσει από τις λάσπες και τα χώματα. Στο κεφάλι του ελαφιού, άρχισαν φυτρώνουν και πάλι κέρατα. Στο δάσος, όπου υπήρχαν δέντρα που ξεριζώθηκαν, φύτρωσαν μικρά δενδρύλια. Η καρακάξα έλυσε το σχοινί από τα πόδια της και πέταξε για μακριά. Ο φράχτης τέντωσε τα ξύλα του και στήθηκε πάλι όρθιος. Η καγκελόπορτα κατάφερε με δύο κινήσεις να μπει ξανά στους μεντεσέδες της και το λουκάνικο σκούπισε για τα καλά τα δάκρυά του.

Όμως ποτέ μα ποτέ, κανείς από όλους αυτούς κι άλλους πολλούς που δεν σας είπα, δεν ξέχασε και δεν θα ξεχάσει τον πιστό και καλό μας φίλο, το ποντικάκι…κι ελπίζω να μην τον ξεχάσετε ούτε κι εσείς.

Πηγή: «Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο» σε επιμέλεια του Gianni Rodari από τις εκδόσεις GUTENBERG 

Απόδοση – Διασκευή: Χρήστος Π. Τσίρκας

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,,,,,,,,,,,, | Σχολιάστε

Γάτα και Αφροδίτη

Μύθος του Αισώπου!

Έργο του Arthur Rackham (1867-1939) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου "Γάτα και Αφροδίτη"

Έργο του Arthur Rackham (1867-1939) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου «Γάτα και Αφροδίτη»

Μια γάτα ερωτεύτηκε κάποτε έναν νέο και όμορφο άνδρα. Μη ξέροντας τί να κάνει, προσευχήθηκε στη Θεά Αφροδίτη και της ζήτησε να την μεταμορφώσει σε γυναίκα για να μπορεί να είναι μαζί του. Η Θεά Αφροδίτη την λυπήθηκε και τελικά την μεταμόρφωσε σε μια όμορφη κοπέλα. Δεν άργησε η στιγμή που οι δύο νέοι συναντήθηκαν, γνωρίστηκαν και αποφάσισαν να μείνουν μαζί. Πήγαν λοιπόν στο σπίτι του άνδρα.

Η Θεά Αφροδίτη, θέλησε να δοκιμάσει την γάτα. Θέλησε να δει αν αλλάζοντας το σώμα της, άλλαξε και η συμπεριφορά της. Έτσι, εκεί που κάθονταν νέος και νέα στο δωμάτιο του σπιτιού, η Αφροδίτη έριξε ένα ποντίκι στην μέση του δωματίου. Η νέα μόλις είδε το ποντίκι, ξέχασε τα πάντα -ότι δηλαδή πλέον είναι άνθρωπος κι ότι έχει αλλάξει η ζωή της – και άρχισε να κυνηγάει το ποντίκι με σκοπό να το πιάσει και να το φάει.

Η Αφροδίτη εξοργίστηκε με την συμπεριφορά αυτή και την έκανε και πάλι γάτα.

Έτσι και οι άνθρωποι. Αυτός που είναι κακός, ό,τι κι αν αλλάξει επάνω του, πάλι κακός θα παραμείνει! 

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Ο γάμος του ποντικού

(Ακούστε το παραμύθι στο τέλος της σελίδας)

Πριν από πολλά πολλά χρόνια γεννήθηκε ένας όμορφος λευκός ποντικός. Οσο μεγάλωνε τόσο πιο όμορφος γινόταν. Ολοι τον θαύμαζαν και τον καμάρωναν. Οι γονείς του και οι φίλοι του αναρωτιούνταν: 

– Είναι τόσο χαριτωμένος κι ευγενικός! Πού θα βρούμε νύφη αντάξιά του;

Το σκέφτηκαν από δω, το σκέφτηκαν από κει και αποφάσισαν ότι μόνο στην οικογένεια του Βασιλιά θα έβρισκαν γυναίκα κατάλληλη για τον ωραίο Λευκοπόντικα. Έτσι, τρεις γέροντες προξενητές, θείοι του ποντικού, ξεκίνησαν για το παλάτι του Βασιλιά να του ζητήσουν νύφη για το παλικάρι τους. Εφτασαν στην πύλη του παλατιού καταφοβισμένοι. Τρέμοντας πέρασαν στην αίθουσα του θρόνου και γονάτισαν με σεβασμό μπροστά στον Βασιλιά και του είπαν.

Μεγαλειότατε, μας έστειλε να μεσιτέψουμε στη μεγαλοσύνη σου η οικογένεια του όμορφου ποντικού, που σίγουρα τον έχεις ακουστά. Είναι λευκός σαν χιόνι, το πιο ωραίο πλάσμα της φύσης. Ψάχνουμε για γυναίκα αντάξιά του, αλλά μονάχα στη δική σου τη γενιά θα βρούμε κατάλληλη νύφη αφού εσύ είσαι ο πιο δυνατός και ο πιο σπουδαίος άνθρωπος στον κόσμο.

Ο Βασιλιάς τούς κοίταξε καλά καλά, χαμογέλασε και απάντησε:

– Στον γιο σας πράγματι αξίζει γυναίκα απ’ την καλύτερη γενιά. Δεν θα τη βρείτε όμως εδώ. Υπάρχει μια γενιά πιο δυνατή απ’ τη δική μου. Είναι η γενιά του Ανέμου. Πηγαίνετε να τον βρείτε.

Οι γέροντες συμφώνησαν και ξεκίνησαν για το σπίτι του Ανέμου. Μπήκαν στην αυλή και περίμεναν. 

– Ελάτε μέσα! Τι ζητάτε;

…τους φώναξε απ’ το μπαλκόνι του ο Ανεμος.

– Ψάχνουμε μια γυναίκα άξια να παντρευτεί τον πιο ωραίο ποντικό του κόσμου. Πήγαμε πρώτα στον Βασιλιά, αλλά αυτός μας είπε ότι ο Ανεμος είναι δυνατότερός του κι έτσι ήρθαμε σε σένα, να σου ζητήσουμε νύφη από τη γενιά σου.

…του είπαν. Ο Άνεμος τους άκουσε, σκέφτηκε και είπε:

– Πολύ καλή η ιδέα σας και σας ευχαριστώ. Όμως δεν είμαι εγώ ο δυνατότερος. Όταν φυσάω με όλη μου τη δύναμη σηκώνω σκόνη και ξεριζώνω δέντρα, αλλά μπροστά στο Βουνό είμαι ανίσχυρος. Φυσάω και φυσάω, μα το Βουνό μένει ακίνητο. Βλέπετε, είναι δυνατότερο από μένα. Πηγαίνετε να το βρείτε.

Τι να κάνουν οι προξενητές, ξεκίνησαν για το σπίτι του Βουνού. Περπάτησαν μερόνυχτα, κι έφτασαν κουρασμένοι. Το Βουνό τους καλοδέχτηκε.

– Τι σας έφερε στα μέρη μου;

…τους ρώτησε.

– Ψάχνουμε νύφη από καλή γενιά για τον πιο όμορφο ποντικό του κόσμου και ο Άνεμος μας είπε πως εσύ, απ’ όλα τα πλάσματα, είσαι το πιο σπουδαίο και το πιο δυνατό.

…του  απάντησαν.

Δυνατός είμαι, αλλά όχι ο δυνατότερος. Υπάρχει κάποιος καλύτερος από μένα. Σκάβει τα θεμέλιά μου μέρα-νύχτα. Φτιάχνει λαγούμια στα πλευρά μου, και με κάνει να τρέμω. Η γενιά του είναι η πιο δυνατή.

…τους είπε το Βουνό.

Α, μα στ’ αλήθεια είναι δυνατό ένα τέτοιο πλάσμα! Πού μένει;

… φώναξαν οι προξενητές και το Βουνό τους έδειξε μια τρύπα στη ρίζα του και οι γέροντες πήγαν προς τα εκεί. Ήταν το σπίτι του Γκριζοπόντικα. Χτύπησαν, μπήκαν μέσα και είπαν τι ζητάνε.

– Βρήκατε την κατάλληλη γυναίκα για τον γιο σας! Τι χαρά να ενωθούν δύο μεγάλες οικογένειες!

…φώναξε κατενθουσιασμένος ο γέρος Γκριζοπόντικας ο οποίος τους είχε υποδεχτεί περιμένοντας πως και πως αυτήν την στιγμή. Κι έτσι ο όμορφος Λευκοπόντικας βρήκε γυναίκα αντάξιά του.

Το παραμύθι «Ο γάμος του ποντικού» μας έρχεται από την Αιθιοπία

 

Ακούστε το παραμύθι

Το παραμύθι «Ο γάμος του ποντικού» αφηγείται η Ανθούλα Αθανασιάδου. Η Ανθούλα Αθανασιάδου είναι δασκάλα. Ανταποκρίθηκε στην πρόταση-πρόσκληση της Ομάδας μας προς όσους ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στην δράση της ηχητικής ψηφιοποίησης των παραμυθιών. Έτσι, τον Μάρτιο του 2018, ηχογράφησε μόνη της το παραμύθι και την ευχαριστούμε για την συμμετοχή της.

 

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | 1 σχόλιο

Το λιοντάρι και το ποντίκι / The Lion and the Mouse

We have an english version also.

(Ακούστε τον μύθο ηχητικά στο τέλος της ελληνικής απόδοσης)

Μια φορά ένα λιοντάρι κοιμότανε στη σπηλιά του. Είχε φάει αποβραδίς ένα βόδι ολόκληρο, είχε πιει μπόλικο νερό και τώρα είχε βυθιστεί στον ύπνο κι έβλεπε όνειρα λιονταρίσια.

Ξαφνικά, ένιωσε στον ύπνο του πως κάτι το γαργαλούσε σαν να περπατούσε κάποιος – πολύ ελαφρά είν’ αλήθεια – πάνω στο κορμί του. Άνοιξε τα μάτια του και τι να δει: ήταν ένα ποντίκι!

Θύμωσε τότε  που ένα τόσο ταπεινό και μικρούλικο ζωάκι τόλμησε να του χαλάσει την ησυχία του κι αρπάζοντάς το με το πόδι του, ετοιμάστηκε να το φάει.

Αλλά το ποντίκι άρχισε να το παρακαλάει κλαίγοντας:

Άφησέ με βασιλιά μου να ζήσω κι εγώ μπορεί μια μέρα να σου ξεπληρώσω την καλοσύνη που θα μου κάνεις.

Το λιοντάρι, που ήτανε χορτάτο από το προηγούμενο βράδυ και δεν μπορούσε να φάει ούτε έναν ποντικό, γέλασε με τα λόγια που άκουσε και του απάντησε:

 Σου χαρίζω τη ζωή, μόλο που ποτέ δε θα μπορούσες εσύ να με βοηθήσεις!

Κάποτε όμως το λιοντάρι έπεσε σ’ ένα λάκκο – παγίδα που είχαν ανοίξει κάποιοι κυνηγοί, κι εκείνοι του έδεσαν τα πόδια με χοντρά σκοινιά και το άφησαν για να πάνε στο χωριό τους να φέρουν κι άλλους ανθρώπους, να τους βοηθήσουν, για να το κουβαλήσουν επειδή ήταν πολύ βαρύ.

Ύστερα από λίγη ώρα, έτυχε να περνάει από εκεί ο ποντικός και άκουσε βογκητά. Κατέβηκε τότε στο λάκκο, είδε το δεμένο λιοντάρι και το γνώρισε.

Κάποτε μου χάρισες τη ζωή. Τώρα θα σου ξεπληρώσω την καλοσύνη σου και θα σε ελευθερώσω.

Εσύ θα με ελευθερώσεις; Πώς είναι δυνατό;

Ρώτησε απορώντας το λιοντάρι.

Τώρα θα δείς…

είπε το ποντίκι. Κι άρχισε με τα σουβλερά του δόντια να ροκανίζει τα χοντρά σκοινιά που έδεναν τα πόδια του λιονταριού. Ύστερα από τρεις-τέσσερις ώρες, τα σκοινιά ήταν κομμένα και το λιοντάρι μπόρεσε μ’ ένα πήδημα να βγει από το λάκκο – παγίδα.

Δεν έφυγε όμως αμέσως γιατί περίμενε να σκαρφαλώσει και το ποντίκι απάνω μια που αυτό δεν μπορούσε να βγει μ’ ένα πήδημα.

Σ’ ευχαριστώ πολύ!

Του είπε συγκινημένο το λιοντάρι και το ποντίκι του αποκρίθηκε με ταπεινότητα.

Σου είχα υποσχεθεί πως θα ξεπλήρωνα την καλοσύνη που μου έκανες, και κράτησα την υπόσχεσή μου. Τότε γέλασες μαζί μου γιατί δεν πίστευες πως εγώ, ένα μικρό και αδύνατο ποντίκι, θα μπορούσα να βοηθήσω εσένα, το βασιλιά των αγριμιών. Πρέπει να ξέρεις όμως, πως κι οι πιο αδύνατοι μπορούν να ξεπληρώσουν το καλό που κάνουν οι δυνατότεροί τους.

 

Ακούστε τον μύθο…

Τον μύθο «Το λιοντάρι και το ποντίκι» αφηγείται η Γιούλη Κριθαρέλη. Η Γιούλη Κριθαρέλη είναι Κοινωνική λειτουργός. Ανταποκρίθηκε στην πρόταση-πρόσκληση της Ομάδας μας προς όσους ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στην δράση της ηχητικής ψηφιοποίησης των παραμυθιών. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2018, ηχογράφησε τον μύθο και την ευχαριστούμε για την συμμετοχή της.


Once upon a time, deeply in the forest, there was a big strong lion. He was the king of the jungle. The lion liked sleeping under the trees and his snoring was really loud.  All the animals were afraid and while he was sleeping, they were singing:

The king is asleep! Don’t wake him up!

His temper is bad! He will get MAAAAAAD!!!!!

One day, a tiny mouse climbed up on his head and started scratching him. The lion woke up.

Who’s there?????

…he shouted.

He grabbed the mouse and he was about to eat it, when the little mouse said :

Please mighty king, Spare me!  Maybe one day, I will help you, I’ll save you.

Hmmmm, you are too small to save me , but I will let you go if you sing and dance for me!!!!

…the lion answered. The mouse started singing:

Tra lallalallalalal tralallal la laaaaaaaaaaaaaaaa!!!!

It was so bad that the lion laughed!

OK, OK, that’s enough! You can go.

The mouse ran happily back in the forest. Days later the lion was walking proud in the forest.  Suddenly, he got caught in a hunter’s trap. The other animals were looking at him but they couldn’t do anything. Then, the tiny mouse appeared.

I ‘ll keep my promise and I‘ll save you mighty king…

he  said and he started chewing the net. He made a small hole, but lion was too big to come out. He  kept chewing and chewing and finally he made a biiig hole and the lion broke free!

All the animals were very happy and the little mouse said:

You see mighty king, even the weak and small may be of help to those much mightier than them.

The lion answered:

You are right!!!! For this reason, I’ll make you king of the jungle for one day.

The whole day, all the animals in the jungle were singing and dancing ……………………………

………………………..and they lived happily ever after.


Οι μεταφράσεις και αποδόσεις των παραμυθιών στα αγγλικά γίνονται από το μέλος των Παραμυθάδων και Διευθύντρια του Φροντιστηρίου Ξένων Γλωσσών Σ. Καλογραία (Ομονοίας 60) Ξανθούλα Στογιαννίδου.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,,,, | 3 Σχόλια

Ο ποντικός του αγρού και ο ποντικός του σπιτιού

Μύθος του Αισώπου – 

Η Ελένη ζωγράφισε εμπνευσμένη από τον μύθο  "Ο ποντικός του αγρού και ο ποντικός της πόλης".

Η Ελένη ζωγράφισε εμπνευσμένη από τον μύθο «Ο ποντικός του αγρού και ο ποντικός της πόλης».

Πριν πολλά πολλά χρόνια ήταν δύο ποντικοί. Ο ένας είχε φτιάξει την φωλιά του στον αγρό, ενώ ο άλλος την είχε φτιάξει σε ένα πλούσιο σπίτι. Η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα, που οι δύο ποντικοί γνωριστήκαν και έγιναν καλοί φίλοι. Όπως κάνουν συνήθως οι καλοί φίλοι, έτσι και οι ποντικοί της ιστορίας μας θέλησαν να ανταλλάξουν επισκέψεις στις φωλιές τους.

Την αρχή έκανε ο ποντικός του σπιτιού, όταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, ξεκίνησε για να επισκεφθεί τον φίλο του στον αγρό. Ο ποντικός του αγρού, θέλοντας να ευχαριστήσει τον φίλο του, έβγαλε να τον κεράσει ότι πιο εκλεκτό είχε, όπως φρέσκιες ρίζες, χορταράκια και σιτάρι. Ο καλομαθημένος ποντικός του σπιτιού, βλέποντας αυτά που του πρόσφερε ο φίλος του, του είπε:

Καλέ μου φίλε, ωραία είσαι εδώ στην εξοχή αλλά το φαγητό σου ταιριάξει περισσότερο σε μυρμήγκια παρά σε ποντικούς. Πάμε στο δικό μου σπίτι να σου κάνω το τραπέζι με φαγητά που τρώνε μόνο βασιλιάδες.

Έτσι τα δύο ποντίκια ξεκίνησαν να πάνε στο σπίτι. Σε λίγη ώρα έφτασαν στο κελάρι του σπιτιού, μιας και εκεί είχε στήσει το τσαρδί του ο καλοταϊσμένος ποντικός. Πριν κάτσουν να φάνε, ο ποντικός του σπιτιού έκανε μια ξενάγηση στον φίλο του. Του έδειξε τις στάμνες με το λάδι και το κρασί, τα τσουβάλια με το αλεύρι και τα όσπρια, τα πανέρια με τα ξερά σύκα και άλλα πολλά καλούδια, αφού όπως είπαμε το σπίτι ήταν ενός πλούσιου ανθρώπου.

Όταν τελείωσε η ξενάγηση, πήρε ο καθένας τους από ένα κομμάτι τυρί και στρώθηκαν στο φαγητό.

Έτυχε, όμως, εκείνη την ώρα, κάποιος υπηρέτης του σπιτιού να χρειαστεί κάτι από το κελάρι. Έτσι άνοιξε η πόρτα ξαφνικά με θόρυβο και ο υπηρέτης μπήκε μέσα στο κελάρι με γρήγορα βήματα. Το ποντίκι του σπιτιού, τρομαγμένο, άφησε το φαγητό και έτρεξε να κρυφτεί στην φωλιά που είχε σκάψει σε έναν τοίχο. Το ποντίκι όμως του αγρού, μαθημένο στην ηρεμία της φύσης, τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάνει και πάγωσε από τον φόβο του εκεί που καθόταν. Όταν ο υπηρέτης έφυγε και έκλεισε πίσω του την πόρτα, ο ποντικός του σπιτιού βγήκε από την φωλιά του και πήγε κοντά στον φίλο του λέγοντας:

Έλα να συνεχίσουμε το φαγητό μας, πέρασε ο κίνδυνος.

Τότε ο ποντικός του αγρού, με σοφία, απάντησε:

Φίλε μου χάρισμα σου τα πλούσια φαγητά. Εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου. Προτιμώ να τρώω φτωχικά και να είμαι ήσυχος, παρά να τρώω πλουσιοπάροχα και να μην μπορώ να ησυχάσω ούτε στιγμή.

Η Δέσποινα ζωγράφισε εμπνευσμένη από τον μύθο "Ο ποντικός του αγρού και ο ποντικός της πόλης".

Η Δέσποινα ζωγράφισε εμπνευσμένη από τον μύθο «Ο ποντικός του αγρού και ο ποντικός της πόλης».

Οι ζωγραφιές είναι από παιδιά που έχουν παρακολουθήσει τις αφηγήσεις μας με τον παραπάνω μύθο και εμπνεύστηκαν από αυτόν…

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,, | 3 Σχόλια

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: