Ποιος είπε ότι μόνο ο Αι-Βασίλης δουλεύει έντονα παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς με τα ξωτικά του; Η δική μας παραμυθονεράιδα Μέλη έκανε το σπίτι της σωστό εργαστήριο, αφού επινόησε το πιο τρελό επιδαπέδιο παιχνίδι, και τα παραμυθοξωτικά της Σταυρούλα και Αλέξης τη βοήθησαν να το κόψει, να το ράψει, να το στολίσει και να το στήσει τόσο όμορφα στην αίθουσα της Μεγάλης Λέσχης!
Α ξέχασα να σας πω ότι το βάφτισαν κιόλας: «Τον Αη Βασίλη θε να ντύσω, όταν τα έθιμα γνωρίσω»!
Όλοι όσοι το είδαμε ενθουσιαστήκαμε! Όλοι εκτός από τον Άγιο Βασίλη, ο οποίος κοίταζε λίγο παράξενα, όχι από ζήλια, αλλά επειδή η Μέλη τον είχε αφήσει χωρίς ρούχα τον καημένο! Τι να κάνει λοιπόν; Καθόταν εκεί μόνο με την αστεράτη βράκα του και περίμενε με υπομονή να έρθουν τα ξωτικάκια και τα ταρανδάκια να τον ντύσουν!
Ευτυχώς δεν έμεινε καιρό έτσι, γιατί την Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022, πολλοί μικροί παραμυθοφίλοι μας γέμισαν το ισόγειο του κτιρίου της Μεγάλης Λέσχης με χριστουγεννιάτικες φωνές, χαμόγελα, ευχές και πολλή διάθεση για παιχνίδι! Αφού χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, στους ευφυοσβέλτους Τάρανδους με αργηχό την Αδελαΐδα και στα γρηγορέξυπνα Ξωτικά με αργηχό τον Χρήστο, άρχισαν να ρίχνουν τα ζάρια για να προχωρήσουν βήματα και να βοηθήσουν τον Αι-Βασίλη να μην αρπάξει κρυολόγημα!
Όταν τύχαιναν κόκκινο τετράγωνο, έπρεπε να απαντήσει ένας σωστά σε έναν γρίφο!
Όταν τύχαιναν πράσινο τετράγωνο, έπρεπε να ακολουθήσουν ομαδικά μία εντολή!
Όταν τύχαιναν άσπρο τετράγωνο, έπρεπε να καταλάβουν σε ποιο έθιμο τους παρέπεμπε και να μάθουν σχετικά με αυτό από τους Παραμυθάδες. Έμαθαν για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και το Χριστουγεννιάτικο καραβάκι που χρησιμοποιούνται για διακόσμηση. Άκουσαν για το πέταλο και το ρόδι που φέρνουν καλή τύχη τη νέα χρονιά. Είδαν και γεύτηκαν τους λαχταριστούς κουραμπιέδες και τα μελωμένα μελομακάρονα. Μύρισαν, έκοψαν και έμαθαν για την ιστορία της βασιλόπιτας και του Χριστόψωμου. Τέλος, γνώρισαν την προέλευση των καλάντων των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και τραγούδησαν όλοι μαζί για να ζεστάνουν τις καρδιές… και τον Αι-Βασίλη! Κάθε έθιμο που έβρισκαν, έδινε στην ομάδα των Ταράνδων ή των Ξωτικών από ένα ρουχαλάκι του Αι-Βασίλη. Στο τέλος της διαδρομής κατάφεραν και οι δυο ομάδες (με τα Ξωτικά να προηγούνται για κλάσματα δευτερολέπτων) να ντύσουν τον Άγιο, ο οποίος τους χαμογελούσε κομψότατος πλέον!
Στην εκδήλωση, η οποία έγινε στο πλαίσιο των Χριστουγεννιάτικων δράσεων του Δήμου Καβάλας, συμμετείχαν οι Παραμυθάδες: Μέλη Μίχα, Σταυρούλα Μίχα, Αλέξης Μίχας, Χρήστος Τσίρκας, Ζωή Τσαπανίδου, Τάσος Καπατζιάς, Ελισάβετ Κεσικιάδου, Μαρία Μπουγά, Αδελαΐς Ράπτη, Απόστολος Τσομπανόπουλος, Καλλιόπη Σωτηρέλη.
Το βιβλίο «Μάγοι, ξωτικά και γίγαντες» των εκδόσεων «Ορφανίδη» δεν μας ενημερώνει και πολύ για την πλήρη ταυτότητά του παρά μόνο ότι την διασκευή έχει κάνει η Lucy Kincaid ενώ την εικονογράφηση ο Eric Kincaid. Από την συγκεκριμένη έκδοση απουσιάζει ακόμα και η στοιχειώδης αρίθμηση των σελίδων της.
(Για να ακούσεις το παραμύθι, πάνε στο τέλος της σελίδας)
– Η φίλη μας Κρήτη Ισαακίδου πήρε το παραμύθι «Ρουμπελστίλτσχεν» και το διασκεύασε θέλοντας να μας δώσει μια ραδιοφωνική θεατρική απόδοση του παραμυθιού η οποία και θα αναρτηθεί σύντομα. Γα την ώρα, απολαύστε το κείμενο…
Αφηγητής: Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά-πολλά χρόνια, σ’ ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ένας φτωχός μυλωνάς με την όμορφη κόρη του. Ο μυλωνάς ήταν καλός άνθρωπος μα ήταν λιγάκι καυχησιάρης! Όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν, όλο καυχιόταν και φούσκωνε σαν παγώνι γεμάτος περηφάνια!
Mυλωνάς: Φτιάχνω το καλύτερο αλεύρι στο βασίλειο! Έχω την πιο όμορφη και ικανή κόρη στον κόσμο! Ναι….ναι…σίγουρα σας λέω. Ο μύλος μου αλέθει πιο γρήγορα απ’ όλους τους μύλους της γης!
Αφηγητής: Μια μέρα έτυχε λοιπόν, να συναντήσει τον βασιλιά. Θέλοντας να τον εντυπωσιάσει και να παινέψει την κόρη του, φώναξε:
Μυλωνάς: Εεει βασιλιά! Η κόρη μου μπορεί να γνέσει το άχυρο σε χρυσό!
Βασιλιάς: Αυτό θα μου άρεσε πολύ! Λοιπόν μυλωνά, αν η κόρη σου είναι τόσο ικανή όπως λες, να την φέρεις αύριο στο παλάτι. Θα την βάλω να περάσει μια δοκιμασία κι αν μου λες αλήθεια θα σε ανταμείψω!
Αφηγητής: Έτσι κι έγινε! Την επόμενη μέρα ο μυλωνάς πήγε την κόρη του στο παλάτι. Ο βασιλιάς οδήγησε την κοπέλα σ’ ένα δωμάτιο που ήταν γεμάτο μ’ άχυρο! Της έδωσε έναν τροχό που γυρνούσε κι έναν κύλινδρο και της είπε:
Βασιλιάς: Ορίστε. Μια ανέμη και μία σβίγα! Ο πατέρας σου μου είπε ότι μπορείς να γνέθεις από άχυρο, χρυσό! Σε διατάζω λοιπόν να κάνεις το άχυρο, χρυσάφι! Αν δεν τα καταφέρεις μέχρι αύριο το πρωί, τότε θα πρέπει να πεθανείς και θα ήταν κρίμα! Βάλε τα δυνατά σου!
Αφηγητής: Αυτά είπε και την κλείδωσε στο δωμάτιο. Η καημένη η κοπέλα άρχισε να κλαίει γιατί φυσικά δεν ήξερε πως να κάνει το άχυρο, χρυσάφι!
Κορίτσι: Τι θα κάνω τώρα; Πως έμπλεξα έτσι;
Αφηγητής: Πέρασε αρκετή ώρα κι η κοπέλα έκλαιγε συνεχώς ωσπού ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος. Μαγικός θα έλεγα… και ΦΑΑΑΑΠ, παρουσιάστηκε μπροστά της ένα ξώτικο! Ένα κοντούλι ξωτικό με τεράστια πράσινα μάτια, κοντή μύτουλα, κόκκινα μαλλιά και ροζ αφτιά! Τα δάχτυλα των χεριών του ήταν κι αυτά κοντά! Μα τι παράξενος μικρούλης; Φορούσε περίεργα πράσινα ρούχα και τα παπούτσια του ήταν χρυσά, μυτερά κι αστεία! Πλήσιασε την κοπέλα και της είπε:
Ξωτικό: Άκουσα το κλάμα σου κι ήρθα ως εδώ. – Πες μου το πρόβλημά σου, λύση θα βρούμε στο λεπτό!
Κορίτσι: Ο βασιλιάς με διέταξε να κάνω το άχυρο, χρυσό αλλά εγώ δεν ξέρω πως γίνεται αυτό! Θα με σκοτώσει όταν καταλάβει πως ο πατέρας μου απλά καυχιόταν. Το άχυρο, χρυσάφι να γνέσω, δε μπορώ! Κανένας δε μπορεί να με βοηθήσει πια!
Ξωτικό: Εγώ μπορώ! Τι μου δίνεις να στο φτιάξω μ’ έναν τρόπο μαγικό; Μπλε διαμάντια ή ασήμι; Κάτι σε χρυσαφικό;
Κορίτσι: Σου δίνωω… Το κολιέ μου!
Ξωτικό: Δέχτηκα δωράκι φίνο και τη συμφωνία κλείνω!
Αφηγητής: Το ξωτικό πήρε το κολιέ, κάθησε μπροστά στην ανέμη και φρρρρρ….φρρρρρ….φρρρρ…. την τράβηξε 1, 2, 3 φορές ώσπου γέμισε το πρώτο κουβάρι στο λεπτό! Έφτιαξε δεύτερο και τρίτο κουβάρι κι έτσι συνέχισε ως το πρωί! Όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα έλαμπε όλο το δώματιο πιο πολύ κι απ’ τον ήλιο που φώτιζε έξω γιατί όλο το άχυρο είχε πια γίνει χρυσό! Ξαφνικά άκουσαν τα βιαστικά βήματα του βασιλιά που δεν έβλεπε την ώρα να αποκτήσει κι άλλο χρυσάφι!
Ο βασιλιάς μπήκε γρήγορα στο δωμάτιο και το ξωτικό αμέσως εξαφανίστηκε!
Βασιλιάς: Τα κατάφερες βλέπω! Μπράβο…μπράβο! Για να δούμε, τι άλλο μπορείς να κάνεις;
Αφηγητής: Είπε κι οδήγησε την κοπέλα σε ένα πολύ μεγαλύτερο δωμάτιο που ήταν κι αυτό γεμάτο μ’ άχυρο!
Βασιλιάς: Αν αγαπάς την ζωή σου, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις! Φεύγω τώρα! Ραντεβού στο ίδιο μέρος το πρωί! Μπουαχαχα… μήπως και να’ θελες που θα μπορούσες να πας;
Αφηγητής: Έκλεισε την πόρτα, κλείδωσε κι έφυγε χαρούμενος! Η κοπέλα έμεινε μόνη κι απελπισμένη.
Κορίτσι: Αυτό το μαρτύριο δεν θα τελειώσει ποτέ! Τι θα κάνω πάλι; Μακάρι να ήταν εδώ το ξωτιιι….!
Αφηγητής: Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της κι ακούστηκε ο μαγικός ήχος….Φααπ και να το και το ξωτικο! Εμφανίστηκε αμέσως!
Ξωτικό: Άκουσα να με φωνάζουν! Χαχαχαχαχαχα. – Άραγε ποιος με καλεί; Λες να κλείσω συμφωνία; Αχ μ’ αρέσει αυτό πολύ!
Κορίτσι: Εγώ σε καλώ καλό μου ξωτικό! Χρειάζομαι πάλι τα μαγικά σου αλλιώς δεν γλιτώνω σίγουρα! Θα με βοηθήσεις;
Ξωτικό: Μόνο εγώ μπορώ να κάνω τη δουλειά σου στο λεπτό! Τι δωράκι θα μου δώσεις; Πέρλες; Λίρες; Παγωτό;
Κορίτσι: Να, αυτό το δαχτυλίδι που φοράω!
Ξωτικό: Μικρούλι το δωράκι σου, δουλειά όμως δεν αφήνω! – Το δαχτυλίδι δέχομαι, την συμφωνία κλείνω!
Αφηγητής: Έγνεθε το ξωτικό μ’ έναν τρόπο μαγικό. Γυρνούσε την ανέμη και φρρρ…φρρρ…φρρρ, γέμισε η αίθουσα χρυσάφι! Η νύχτα έδωσε την θέση της στη μέρα και να σου πάλι ο βασιλιάς με τα βιαστικά του βήματα! Καπ…καπ…καπ…! Τέντωσε τα αφτιά του το ξωτικό κι εξαφανίστηκε στη στιγμή!
Ο βασιλιάς ξεκλείδωσε μπήκε στο δωμάτιο και γούρλωσε τα μάτια του!
Βασιλιάς: Εντυπωσιακό! Όχι…όχι πρέπει να το παραδεχτώ. Μ’ έκανες πολύ χαρούμενο! Μπράβο!
Αφηγητής: Η απληστία του όμως όλο και μεγάλωνε και φαινόταν πως δεν έχει ικανοποιηθεί ακόμα! Oδήγησε ξανά την κοπέλα σε ένα άλλο δώματιο τεράστιο με άχυρο που έφτανε ως το ταβάνι και είπε:
Βασιλιάς: Μη φοβάσαι! Είναι η τελευταία δοκιμασία που περνάς! Αν όμως τα καταφέρεις και πάλι, θα σε παντρευτώ και θα γίνεις βασίλισσα!
Αφηγητής: Άφησε την κοπέλα μόνη ο βασιλιάς και σκέφτηκε: Δεν πειράζει που είναι κόρη μυλωνά! Θα την παντρευτώ! Άλλωστε είναι πανέμορφη και πιο πλούσια γυναίκα δεν πρόκειται ποτέ να βρω σ’ ολόκληρο το βασίλειο!
Το κορίτσι αναρωτιόταν, πως θα τα καταφέρει πάλι! Που να είναι άραγε το καλό μου ξωτικό;
Είπε κι αμέσως ήρθε ο πονηρός μικρούλης!
Ξωτικό: Η τρίτη και φαρμακερή φορά που με φωνάζεις! Θα έχεις λόγο σοβαρό! Πες μου τι διατάζεις;
Κορίτσι: Το άχυρο αν γνέσεις καλό μου ξωτικό, βασίλισσα θα γίνω και θα σου δώσω ότι ποθεί η καρδιά σου! Αλλά τώρα δεν μου έχει απομείνει τίποτα! Δεν έχω άλλο δαχτυλίδι, ούτε κολιέ!
Ξωτικό: Θα βρούμε κάτι! Συμφωνία σίγουρα θα γίνει! Βασίλισσα θα γίνεις κι υπόσχεση μου δίνεις! Θα περάσει ένας χρόνος. θα ξανάρθω να μου δώσεις, το πρωτότοκο παιδί σου, τη δουλειά μου να πληρώσεις!
Αφηγητής: Ποιος ξέρει τι θα συμβεί σ’ έναν χρόνο, σκέφτηκε το κορίτσι!
Κορίτσι: Δέχομαι τη συμφωνία!
Ξωτικό: Η συμφωνία έκλεισε. Θυμήσου ένα μόνο. – Τα ξαναλέμε σύντομα, περίπου σ’ έναν χρόνο!
Αφηγητής: Το ξωτικό σήκωσε τα μανίκια του και στρώθηκε στη δουλειά και στα μαγικά του! Ήρθε η ανατολή του ηλίου και να τος πάλι ο βασιλιάς βιαστικός και χαρούμενος. Ξεκλείδωσε την πόρτα κι έμεινε έκπληκτος γιατί τόσο χρυσάφι δεν είχε ξαναδεί σ’ ολόκληρη τη ζωή του! Ήταν ικανοποιημένος αυτήν τη φορά! Κράτησε την υπόσχεση του. Παντρεύτηκε την κόρη του μυλωνά και την έκανε βασίλισσα!
Η ζωή τους κυλούσε όμορφα κι ήταν ευτυχισμένοι! Πέρασε έτσι ένας χρόνος κι είχαν μόλις αποκτήσει το πρώτο τους παιδάκι κι η βασίλισσα ούτε που θυμόταν το ξωτικό και την συμφωνία τους! Ένα σκοτεινό βράδυ χωρίς φεγγάρι, καθώς έβαζε το μωρό στην κούνια του, η βασίλισσα άκουσε τον μαγικό ήχο κι είδε μια λάμψη μαγική! Ήταν το ξωτικό που είχε έρθει για να πληρωθεί για την συμφωνία τους.
Ξωτικό: Ήρθα για να πληρωθώ. Χρέος έχεις, δεν ξεχνώ!
Βασίλισσα: Θα σου δώσω ότι θες, ότι ζητάς! Θα σου δώσω όλα μου τα πλούτη. Όλα τα πλούτη του βασιλείου, αλλά σε παρακαλώ μην πάρεις το παιδί μου! Δε μπορούμε να αλλάξουμε τη συμφωνία;
Αφηγητής: Στην σκέψη ότι θα έχανε το παιδί της η βασιλισσα έκλαιγε με μαύρο δάκρυ! Η καρδιά του ξωτικού μαλάκωσε κάπως και λυπήθηκε την βασίλισσα!
Ξωτικό: Η συμφωνία αλλάζει, αυτό η καρδιά προστάζει. – Τρεις μέρες έχεις για να βρεις, το πως με λεν να ψάξεις. – Αλλιώς θα πάρω το παιδί, για πάντα θα το χάσεις.
Αφηγητής: Όλη νύχτα η βασίλισσα στριφογύριζε στο κρεβάτι της. Σκεφτόταν κι έγραφε όλα τα περίεργα ονόματα που είχε ακούσει στη ζωή της. Έστειλε αμέσως όλους του ιππότες και τους αγγελιοφόρους του βασιλιά στα πέρατα του βασιλείου να μάθουν τα πιο σπάνια και παράξενα ονόματα που υπήρχαν.
Το πρωί της επόμενης μέρας την περίμενε το ξωτικό!
Ξωτικό: Πως με λέν άμα θα βρεις, απ΄το χρέος θ’ απαλλαγείς!
Βασίλισσα: Μήπως σε λένε Χρόντγκερ;
Ξωτικό : Δεν με λένε έτσι!
Βασίλισσα: Ούρλιχ; Γιον; Μελχιόρ;
Ξωτικό: Δε με λένε έτσι! (τραγουδιστά) Άυριο έρχομαι πρωί. Να με προσμένεις την αυγή!
Αφηγητής: Διέταξε τούτη τη φορά η βασίλισσα να μάθουν όλα τα ονόματα των ανθρώπων που βρίσκονταν στη γειτονιά! Έτρεχαν οι ιππότες σαν τρελοί χτυπούσαν όλες τις πόρτες των σπιτιών της γειτονιάς, ρωτούσαν κι έγραφαν. Ώσπου ήρθε η γλυκιά αυγή και μαζί της ήρθε και το πονηρό ξωτικό μας!
Βασίλισσα: Να δεις… θα το βρω σήμερα! Μήπως σε λένε Χάινζ; Μπάλζερ; Μούτονκαλφ;
Ξωτικό: Δε με λένε έτσι! Δε με λένε έτσι! – Άυριο έρχομαι πρωί. Να με προσμένεις την αυγή. Αν όνομα σωστό δεν δώσεις, τότε θα πρέπει να πληρώσεις!
Αφηγητής: Σαν ήρθε η νύχτα η σκοτεινή, όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι! Ιππότες, αγγελιοφόροι, υπηρέτες, ρωτούσαν παντού! Στις γειτονιές, σ’ όλα τα χωριά, σε κοντινά και μακρινά βασίλεια! Παντού! Η βασίλισσα ήταν απελπισμένη ωσπού λίγο πριν χαράξει, ένας ιππότης επέστρεψε και της είπε:
Ιππότης: Βασίλισσα μου, πήγα στο απέναντι βασίλειο μα δε μπόρεσα να βρω άλλα ονόματα. Καθώς επέστρεφα και περιπλανιόμουν στο δάσος είδα μια μικρή φωτιά έξω απο ένα μικρό σπίτακι. Πλησίασα κι είδα κάτι πολύ περίεργο! Ένα ξωτικό χοροπηδούσε γύρω απ’ την φωτιά και τραγουδούσε:
Όλη η γη αναρωτιέται…
Πως το λεν το ξωτικό…
Ρούμπελ…Ρούμπελ…
Πως μ’ αρέσει!
Τ’ όνομα μου μαγικό!
Αφηγητής: Καινούργια μέρα χάραξε. Το πονηρό ξωτικό μας ήρθε ξανά κι η βασίλισσα τον ρώτησε:
Βασίλισσα: Σε λένε Γκλέν;
Ξωτικό: Δε με λένε έτσι!
Βασίλισσα: Τότε, σε λένε Κλάους!
Ξωτικό: Δε με λένε έτσι!
Βασίλισσα: Μήπως σε λένε… Ρούμπελ;
Ξωτικό: Ο διάβολος ήρθε και στο είπε! Ο διάβολος ήρθε και στο είπε!
Αφηγητής: Φώναξε ο Ρούμπελ. Έσκασε απ’ το κακό του. Έκανε ΠΑΤ…. κι εξαφανίστηκε! Δεν τον ξανάδε ποτέ κανείς από τότε! Εξαφανίστηκε τόσο περίεργα, όσο περίεργα εμφανίστηκε στην αρχή. ΜΑΓΙΚΑ!
Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια!
Άκουσε το παραμύθι πατώντας αναπαραγωγή στο ακόλουθο αρχείο
Στην τελευταία μας επίσκεψη στις παιδικές βιβλιοθήκες του δήμου Καβάλας, τα παραμύθια μας είχαν ήρωες ξωτικά. Στο τέλος, είχαμε ζητήσει από τα παιδιά να ζωγραφίσουν όποιο παραμύθι τους άρεσε περισσότερο. Σε αντίθεση με τις ζωγραφιές των παιδιών από την παιδική βιβλιοθήκη του Αγίου Λουκά, τα παιδιά στον Βύρωνα, προτίμησαν να εστιάσουν περισσότερο στα ξωτικά και λιγότερο σε κάποιο από τα τρία παραμύθια που αφηγήθηκαμε. Έτσι,
Στην τελευταία μας επίσκεψη στις παιδικές βιβλιοθήκες του δήμου Καβάλας, τα παραμύθια μας είχαν ήρωες ξωτικά. Στο τέλος, είχαμε ζητήσει από τα παιδιά να ζωγραφίσουν όποιο παραμύθι τους άρεσε περισσότερο. Ιδού λοιπόν τα αποτελέσματα:
Η Χιονούλα και η Ροδούλα
Το παραμύθι των αδερφών Γκρημ, ενέπνευσε τρία παιδιά…
Ο Παπουτσής και τα ξωτικά
Το παραμύθι της προφορικής μας παράδοσης, επέλεξαν δύο παιδιά
Η χύτρα με το χρυσάφι
Το ιρλανδέζικο παραμύθι προτίμησαν τα περισσότερα παιδιά…
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Ξωτικά…
Κάποια από τα παιδιά, άφησαν την φαντασία τους ελεύθερη και προσπάθησαν να δούνε με τα μάτια της ψυχής τους ένα ξωτικό και στην συνέχεια να το αποτυπώσουν στο χαρτί με γραμμές και χρώματα!
Τελευταία Δευτέρα του μήνα ήταν χθες και πιστοί στο ραντεβού μας, βρεθήκαμε και πάλι στην παιδική βιβλιοθήκη του Αγίου Λουκά. Η ομάδα μας όμως χωρίστηκε στα δύο, αφού μετά από μήνες που ήταν κλειστή η παιδική βιβλιοθήκη του Βύρωνα, εδώ και δύο εβδομάδες περίπου, ξεκίνησε να επαναλειτουργεί.
Το θέμα μας για την συγκεκριμένη επίσκεψη, ήταν τα ξωτικά των παραμυθιών κι έτσι, αφηγηθήκαμε τα παραμύθια «Ο παπουτσής και τα ξωτικά», «Η Χιονούλα και η Ροδούλα» (διασκευή πάνω στο γνωστό παραμύθι των αδερφών Γκρημ) και «Η χύτρα με το χρυσάφι» (παραδοσιακό παραμύθι της Ιρλανδίας).
Στο τέλος, αφήσαμε τα παιδιά να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία τους και να ζωγραφίσουν κάποιο στιγμιότυπο από όποιο παραμύθι τους κέντρισε το ενδιαφέρον. Σύντομα θα ανεβάσουμε και τις ζωγραφιές των παιδιών.
Στον Άγιο Λουκά
Στον Άγιο Λουκά πήραν μέρος τα μέλη της ομάδας: Εύη Καπατζιά, Τάσος Καπατζιάς, Στέλλα Μεντεσίδου και Μέλη Μίχα
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Στον Βύρωνα
Στον Βύρωνα συμμετείχαν οι: Αδελαϊδα Ράπτη, Χρήστος Τσίρκας και Απόστολος Τσομπανόπουλος.
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
Επόμενη επίσκεψή μας στις παιδικές βιβλιοθήκες είναι στις 24 Φεβρουαρίου 2014 με θέμα τους μασκαράδες!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπουτσής, εργατικός και πολύ καλός τεχνίτης. Μα οι καιροί ήταν δύσκολοι και με πολύ κόπο έβγαζε το ψωμί του. Ό,τι κέρδιζε το ξόδευε για την οικογένεια του και τις περισσότερες φορές δεν του περίσσευαν χρήματα για να αγοράσει καινούργια δέρματα. Ένα βράδυ είχε δέρμα, που του έφτανε ίσα ίσα για να φτιάξει ένα ζευγάρι παπούτσια. Έκοψε λοιπόν πολύ προσεκτικά τα κομμάτια, τα άπλωσε πάνω στον πάγκο, πέρασε και κλωστή στις βελόνες του, για να είναι έτοιμα που θα τα έραβε το πρωί, που έχει καλύτερο φως.
Καθώς λοιπόν έκλεινε τα εξώφυλλα της βιτρίνας του αναστέναξε:
– Μπορεί να μην ξαναφτιάξω άλλο ζευγάρι παπούτσια. Όταν πουλήσω αυτά εδώ, θα πρέπει να δώσω όλα τα χρήματα για φαγητό και δε θα μείνει τίποτα για δέρμα. Πω πω, τι θα κάνω;
Το επόμενο πρωί ξύπνησε με βαριά καρδιά και τράβηξε στεναχωρημένος για τον πάγκο του. Αντί όμως για τα δερμάτινα κομμάτια, βρήκε να τον περιμένει ένα υπέροχο ζευγάρι παπούτσια! Ήταν ραμμένα με λεπτότητα και με τις πιο μικρές και ταχτικές ραφές που είχε δει ποτέ του. Ο παπουτσής τα έχασε! Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, έβαλε τα παπούτσια στη βιτρίνα.
Ακόμη αναρωτιόταν ποιος μπορεί να τα είχε φτιάξει, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας πλούσιος ηλικιωμένος κύριος, που ήθελε να αγοράσει τα παπούτσια και μάλιστα του πρόσφερε πολύ περισσότερα χρήματα από όσα είχε πληρωθεί ποτέ του ο παπουτσής! Πληρώθηκε λοιπόν και αμέσως πήγε να αγοράσει περισσότερο δέρμα και φαγητό για την οικογένεια του.
Το ίδιο βράδυ ο παπουτσής έκατσε πάλι στον πάγκο του κι έκοψε για δυο ζευγάρια παπούτσια από το καινούργιο δέρμα. Μετά άφησε τα κομμάτια απλωμένα όπως την προηγούμενη φορά, έτοιμα για να τα ράψει το πρωί.
Όταν πήγε στο εργαστήρι του την άλλη μέρα το πρωί, βρήκε πάλι δυο ζευγάρια παπούτσια, έτοιμα ραμμένα πάνω στον πάγκο του κι αναρωτήθηκε:
– Μα ποιος μπορεί να είναι αυτός που δουλεύει τόσο γρήγορα και κάνει μάλιστα τόσο μικρές ραφές;
Έβαλε λοιπόν τα παπούτσια στη βιτρίνα και σε λίγη ώρα πλούσιοι άνθρωποι, που δεν είχαν πατήσει ξανά στο μαγαζί του, ακριβοπλήρωσαν για να τα αγοράσουν. Ο παπουτσής βγήκε πάλι έξω κι αυτή τη φορά αγόρασε περισσότερο δέρμα κι έκοψε περισσότερα κομμάτια.
Για βδομάδες συνέβαινε το ίδιο πράγμα κάθε βράδυ. Δυο ζευγάρια παπούτσια, μερικές φορές και τέσσερα, γίνονταν σε μια νύχτα. Κι ο παπουτσής σύντομα έγινε γνωστός σε όλη την πόλη για τα καταπληκτικά του παπούτσια.
Παράλληλα όμως τον έτρωγε κι η περιέργεια. Ποιος ήταν αυτός που του έφτιαχνε τα παπούτσια; Τέλος δεν άντεξε άλλο. Με τη γυναίκα του αποφάσισαν να δουν ποιοι ήταν αυτοί οι βραδινοί επισκέπτες. Έμειναν λοιπόν ξύπνιοι και κρύφτηκαν πίσω από την πόρτα. Μόλις το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, άκουσαν ένα γρήγορο τρεχαλητό έξω από το παράθυρο και αμέσως μετά είδαν δυο μικρά ανθρωπάκια να τρυπώνουν μέσα από τις γρίλιες. Ύστερα τράβηξαν προς τον πάγκο, έβγαλαν κάτι μικροσκοπικά εργαλεία από την τσάντα τους και άρχισαν να ράβουν τα δέρματα. Ο παπουτσής και η γυναίκα του δεν πίστευαν στα μάτια τους, γιατί τα μικρά ανθρωπάκια δεν ήταν μεγαλύτερα από τις βελόνες του μάστορα. Πριν ξημερώσει, τρία πανέμορφα ζευγάρια παπούτσια ήταν έτοιμα πάνω στον πάγκο. Τα ξωτικά μάζεψαν τα εργαλεία τους, τακτοποίησαν και έφυγαν όπως ακριβώς είχαν έρθει.
Ο παπουτσής και η γυναίκα του, όταν συνήλθαν από την έκπληξη, άρχισαν να σκέφτονται πως θα μπορούσαν να δείξουν ευγνωμοσύνη στα ξωτικά. Η γυναίκα του πρότεινε λοιπόν να τους φτιάξουν καινούργια ρούχα. Την άλλη μέρα η γυναίκα του παπουτσή έραψε δυο μικρές πράσινες ζακέτες και παντελόνια, ενώ ο παπουτσής έκοψε κι έραψε δυο ζευγάρια μπότες.
Την παραμονή των Χριστουγέννων άφησαν τα δώρα τους πάνω στον πάγκο, μαζί με δυο ποτηράκια κρασί και μια πιατελίτσα με εδέσματα. Όταν νύχτωσε, κρύφτηκαν πάλι πίσω από την πόρτα. Τα μεσάνυχτα πάλι, τα ξωτικά τρύπωσαν στο μαγαζί κι ανέβηκαν στον πάγκο. Σαν είδαν τις μικρές πράσινες ζακέτες, τα παντελόνια και τις μπότες, χοροπήδησαν από την χαρά τους. Έπειτα φόρεσαν γρήγορα τα ρούχα, έφαγαν και ήπιαν τα κεράσματα κι εξαφανίστηκαν σαν αστραπή.
Μετά τα Χριστούγεννα ο παπουτσής συνέχισε να κόβει τα δέρματα και να τα αφήνει πάνω στον πάγκο, μα τα ξωτικά δεν ξαναήρθαν ποτέ. Είχαν καταλάβει πως ο παπουτσής και η γυναίκα του, τους είχαν δει. Και τα ξωτικά δεν θέλουν να τα βλέπουν οι άνθρωποι.
Αλλά ο παπουτσής δεν πειράχτηκε. Το μαγαζί του ήταν τόσο γνωστό πια, που είχε πάρα πολλούς πελάτες. Βέβαια οι δικές του ραφές δεν ήταν τόσο ταχτικές, όπως αυτές των ξωτικών, μα κανείς δεν το πρόσεχε. Έτσι, οι δουλειές του συνέχισαν να πηγαίνουν καλά και δεν έλειψε τίποτα πια από την οικογένεια του. Από τότε κάθε χρόνο, την παραμονή των Χριστουγέννων, μαζεύονται γύρω από τη φωτιά και πίνουν στην υγειά των ξωτικών, που τους είχαν βοηθήσει.