Αρχή του παραμυθιού, καλημέρα της αφεντιάς σας!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρεις αδερφές, που ήταν ορφανές. Δεν είχαν ούτε μάνα, ούτε πατέρα. Μια μέρα θέλησαν να μάθουν ποια από τις τρεις ήταν η καλύτερη. Κι όταν κοντοζύγωνε να βασιλέψει ο ήλιος, στάθηκαν και οι τρεις στη σειρά και είπαν στον ήλιο:
– Ήλιε μου, ποια από τις τρεις μας είναι η καλύτερη;
Και ο ήλιος είπε:
– Και η μια καλή κι η άλλη καλή, μα η τρίτη η μικρότερη είναι ακόμη καλύτερη.
Σαν το άκουσαν αυτό οι μεγαλύτερες αδερφές δαγκώθηκαν και γύρισαν στο σπίτι φαρμακωμένες. Την άλλη μέρα οι δυο οι μεγαλύτερες έβαλαν τα καλά τους, στολίστηκαν και την καημένη τη μικρή, που την έλεγαν Μυρσίνη, την έντυσαν με τα χειρότερα και πιο λερωμένα ρούχα και πήγαν πάλι να ρωτήσουν τον ήλιο:
– Ήλιε μου, ποια από τις τρεις μας είναι η καλύτερη;
Και ο ήλιος είπε πάλι:
– Και η μια καλή κι η άλλη καλή, μα η τρίτη η μικρότερη είναι ακόμη καλύτερη.
Σαν το άκουσαν αυτό οι αδερφές της Μυρσίνης, δαγκώθηκαν και γύρισαν στο σπίτι πολύ καταφρονημένες. Την τρίτη μέρα ξαναρώτησαν τον ήλιο κι αυτός τους έδωσε την ίδια απάντηση. Τότε πια φούντωσαν και οι δυο από τη ζήλια τους και αποφάσισαν να διώξουν την καημένη τη Μυρσίνη.
– Η μάνα μας έχει τόσα χρόνια που πέθανε και θα σηκωθούμε αύριο πολύ πρωί να πάμε να την ξαναχώσουμε. Μόνο θέλει να τα ετοιμάσουμε όλα αποβραδίς, γιατί η μάνα μας είναι πολύ μακριά θαμμένη πάνω στο βουνό και πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ πρωί.
Κι η δόλια η Μυρσίνη το πίστεψε και την άλλη μέρα πήρε ένα πρόσφορο και ένα πιάτο κόλλυβα και ξεκίνησαν να πάνε να ξαναχώσουν τη μάνα τους. Περπάτησαν, περπάτησαν κι έφτασαν μέσα σε ένα δάσος και πήγαν και καθίσαν κάτω από μια οξιά. Τότε είπε η μεγάλη:
– Να, εδώ είναι το μνήμα της μάνας μας. Φέρτε το φτυάρι να σκάψω.
– Αχ! Κοίτα να δεις τι πάθαμε, οι ξεχασιάρες! Με τι θα σκάψουμε; Ξεχάσαμε να πάρουμε το φτυάρι! Τώρα τι θα κάνουμε;
Τότε είπε η μεγάλη:
– Μια από μας θα πάει να το πάρει!
– Εγώ φοβάμαι!
…λέει η μεσαία.
– Γιατί εγώ; Πουλί που πετάει ξαφνικά να δω, θα μαρμαρώσω!
είπε η Μυρσίνη. Και τότε λέει η μεγάλη:
– Τότε εσύ Μυρσίνη θα καθίσεις εδώ κι εμείς θα πάμε να πάρουμε το φτυάρι, γιατί καμιά μας δε πηγαίνει μόνη της. Εσύ κάθισε εδώ και πρόσεχε τα κόλλυβα μέχρι να γυρίσουμε.
– Καλά, μόνο να γυρίσετε γρήγορα, γιατί κι εγώ φοβάμαι μόνη μου.
…τους είπε η Μυρσίνη και οι δυο αδερφές έφυγαν χαρούμενες. Η καημένη η Μυρσίνη περίμενε και περίμενε, μέχρι που βασίλεψε ο ήλιος. Σαν άρχισε να νυχτώνει, άρχισε να κλαίει. Από το πολύ κλάμα της, τη λυπήθηκαν μέχρι και τα δέντρα. Και μια οξιά της είπε:
– Μην κλαις κορίτσι μου. Ρίξε αυτή την κουλούρα που έχεις, κι όπου σταθεί, εκεί να πας να μείνεις. Και μη φοβάσαι τίποτα.
Έριξε λοιπόν η Μυρσίνη την κουλούρα κι άρχισε να τρέχει από πίσω της. Στάθηκε εδώ, στάθηκε εκεί και χωρίς να το καταλάβει η Μυρσίνη, κατέβηκε σε ένα λάκκο. Βλέπει μπροστά της ένα σπίτι και μπαίνει μέσα. Σ’ αυτό το σπίτι έμεναν δώδεκα αδέρφια, οι μήνες, που όλη μέρα γύριζαν στον κόσμο και μόνο αργά το το βράδυ γύριζαν στο σπίτι. Έτσι, όταν έφτασε η Μυρσίνη, δεν ήταν κανείς εκεί. Η Μυρσίνη ανασκουμπώθηκε, πήρε τη σκούπα, καθάρισε όλο το σπίτι και κάθισε μετά και μαγείρεψε ένα όμορφο φαγητό. Έστρωσε το τραπέζι, έφαγε κι αυτή λίγο και κρύφτηκε στη σοφίτα του σπιτιού. Ύστερα από λίγο έφτασαν κι οι μήνες. Μπαίνουν μέσα και τι να δουν! Όλο το σπίτι σκουπισμένο, το τραπέζι στρωμένο, όλα έτοιμα! Οι μήνες ξαφνιάστηκαν κι αναρωτιόντουσαν:
– Ποιος είναι αυτός που μας έκανε αυτό το καλό; Να μη φοβάται τίποτα! Ας βγει, κι αν είναι αγόρι θα τον κάνουμε αδερφό μας, κι αν είναι κορίτσι θα την κάνουμε αδερφή μας.
Κανένας όμως δεν απάντησε. Κάθισαν λοιπόν στο τραπέζι, φάγανε το φαγητό κι έπεσαν στα κρεβάτια τους να κοιμηθούν. Το πρωί σηκώθηκαν κι έφυγαν όλοι μαζί. Τότε η Μυρσίνη κατέβηκε από τη σοφίτα, σκούπισε πάλι όλο το σπίτι και κάθισε κι έφτιαξε μια πίτα, μα τι πίτα! Πίτα που να τρως και να γλείφεις τα δάχτυλα σου. Σαν βράδιασε έστρωσε το τραπέζι και ετοίμασε τα πάντα. Έκοψε κι αυτή ένα κομματάκι πίτα, έφαγε και πήγε και κρύφτηκε πάλι στη σοφίτα. Σε λίγο ήρθαν κι οι μήνες και όταν τα βρήκαν πάλι όλα έτοιμα, δεν ήξεραν τι να πουν. Κι έλεγαν:
– Μα ποιος μας κάνει αυτό το καλό; Ας βγει, κι ας μη φοβάται!
Κι είπαν πολλά καλά λόγια, μα η Μυρσίνη δεν έβγαινε. Κάθισαν λοιπόν πάλι στο τραπέζι να φάνε και έπειτα πήγαν για ύπνο. Τότε λέει ο μικρότερος:
– Εγώ δε θα έρθω αύριο μαζί σας. Θα κάτσω εδώ και θα κρυφτώ, να δω ποιος είναι αυτός που έρχεται και μας τα κάνει όλα αυτά.
Όταν ξημέρωσε, σηκώθηκαν όλοι κι έφυγαν και μόνο ο μικρός έμεινε και κρύφτηκε πίσω από την πόρτα. Τότε να σου κι εμφανίζεται η Μυρσίνη και την αρπάζει ο μικρός από το φουστάνι και της λέει:
– Εσύ είσαι κυρά που μας κάνεις αυτό το καλό και δε μας το λες, παρά μόνο κρύβεσαι; Μη φοβάσαι. Εμείς θα σε έχουμε σαν αδερφή μας. Αυτό εμείς στον ουρανό το ζητούσαμε και στη γη το βρήκαμε.
Τότε η Μυρσίνη ξεθάρρεψε και άρχισε να του διηγείται πως την άφησαν οι αδερφές της και πως βρέθηκε στο σπίτι τους. Το βράδυ όταν ήρθαν οι μήνες και είδαν τη Μυρσίνη πολύ χάρηκαν. Τόσο πολύ, που δεν ήξεραν τι να κάνουν από τη χαρά τους. Έπειτα κάθισαν κι έφαγαν όλοι μαζί σαν αδέρφια. Το επόμενο πρωί όταν σηκώθηκαν, είπαν στη Μυρσίνη πριν φύγουν:
– Αδερφούλα κάνε τις δουλειές σου όπως ξέρεις και το βράδυ θα δεις τι αδέρφια είμαστε.
Η Μυρσίνη έκανε όλες τις δουλειές και όταν άρχισε να βραδιάζει, βγήκε έξω από το σπίτι και περίμενε τα αδέρφια της. Και δεν περίμενε πολύ, αφού σε λίγο ήρθαν οι μήνες και είπαν χαρούμενοι:
– Γεια σου αδερφούλα!
– Καλώς τους!
– Πως πέρασες σήμερα;
– Καλά, εσείς;
– Μη ρωτάς για μας! Αν πέρασες εσύ καλά, είμαστε κι εμείς καλά.
– Ελάτε τώρα, μη στέκεστε. Είστε κουρασμένοι και το τραπέζι είναι στρωμένο.
– Καλά λες Μυρσίνη, να φάμε, γιατί πολύ πεινάσαμε σήμερα.
Μπήκαν λοιπόν μέσα και κάθισαν στο τραπέζι. Και αφού έφαγαν, ο ένας έδωσε στη Μυρσίνη μαλαματένια σκουλαρίκια, ο άλλος ολόχρυσο φόρεμα που είχε μέσα κεντημένο τον ουρανό με τ΄άστρα. Άλλοι της έφεραν φουστάνια που είχαν μέσα κεντημένα τη γη με τα χορτάρια και τη θάλασσα με τα ψάρια. Πράγματα που να τ΄ακούσει κανείς, θαρρείς πως είναι παραμύθι. Κι έτσι η Μυρσίνη περνούσε με τους μήνες πολύ όμορφα! Οι αδερφές της, όταν έμαθαν πως η Μυρσίνη ζει και είναι καλά, έσκασαν από τη ζήλια και βάλθηκαν να την φαρμακώσουν. Έφτιαξαν λοιπόν μια τούρτα κι έβαλαν μέσα δηλητήριο και πήγαν στη Μυρσίνη. Μόλις είχαν φύγει οι μήνες και η Μυρσίνη ήταν μόνη της στο σπίτι χτύπησαν την πόρτα.
– Ποιος είναι;
…ρώτησε από μέσα η Μυρσίνη.
– Μυρσίνη, τόσο γρήγορα μας ξέχασες! Άνοιξε, οι αδερφές σου είμαστε. Φάγαμε τον τόπο να σε ψάχνουμε στο βουνό!
Η Μυρσίνη άνοιξε την πόρτα, έπεσε στην αγκαλιά τους κι άρχισε να κλαίει. Κι εκείνες τη ρώτησαν:
– Που χάθηκες; Εμείς γρήγορα γρήγορα πήγαμε στο σπίτι, πήραμε το φτυάρι και γυρίσαμε να σε βρούμε. Ψάξαμε από εδώ, ψάξαμε από εκεί, μα δε σε βρίσκαμε πουθενά. Και σκεφτήκαμε πως θα φοβήθηκες και πως θα πέρασε κανένας άνθρωπος και θα πήγες μαζί του σε κανένα χωριό. Έπειτα μάθαμε πως είσαι εδώ και ήρθαμε να σε δούμε. Και όπως βλέπουμε είσαι μια χαρά.
– Είμαι πάρα πολύ καλά!
– Το βλέπουμε. Μόνο κοίτα να μη το κουνήσεις από εδώ, αφού σ΄αγαπούν τόσο πολύ. Εμείς τώρα φεύγουμε.
– Γιατί δε κάθεστε;
– Είμαστε βιαστικές. Άλλη φόρα. Έχε γεια Μυρσίνη!
– Στο καλό.
– Θα ερχόμαστε συχνά να σε βλέπουμε. Α, παραλίγο να το ξεχάσουμε. Σου φτιάξαμε κι αυτή τη τούρτα. Είναι από εκείνες που κάναμε για την ψυχή της μάνας μας. Πάρ΄την να την φας.
Κι η Μυρσίνη την πήρε κι όταν έφυγαν οι αδερφές της, έκοψε ένα κομμάτι και το έδωσε στο σκυλάκι που είχε και το καημένο ψόφησε. Τότε η Μυρσίνη κατάλαβε πως η τούρτα ήταν δηλητηριασμένη και πως οι αδερφές της ήθελαν να την φαρμακώσουν και δεν την έφαγε. Την έριξε στον φούρνο και κάηκε. Αφού πέρασαν λίγες μέρες οι αδερφές της Μυρσίνης έμαθαν πως δεν φαρμακώθηκε. Πήραν τότε ένα φαρμακωμένο δαχτυλίδι και πήγαν πάλι να την επισκεφτούν. Χτύπησαν την πόρτα και η Μυρσίνη δεν άνοιξε. Τότε αυτές είπαν:
– Άνοιξε Μυρσίνη, έχουμε να σου πούμε κάτι. Σου φέραμε ένα δαχτυλίδι της μάνας μας, γιατί εσύ όταν πέθανε ήσουν πολύ μικρή και δεν το ήξερες. Μας είχε δώσει εντολή να σου το δώσουμε όταν θα μεγάλωνες.
Τότε η Μυρσίνη άνοιξε το παράθυρο και πήρε το δαχτυλίδι. Και μόλις το έβαλε, έπεσε κάτω αναίσθητη. Το βράδυ που γύρισαν οι μήνες, μόλις την βρήκαν στο πάτωμα, άρχισαν να κλαίνε. Ύστερα από τρεις μέρες την έντυσαν στα χρυσά και την έβαλαν μέσα σε ένα μαλαματένιο σεντούκι και την είχαν μέσα στο σπίτι.
Μετά από λίγο καιρό πέρασε από εκεί ένα βασιλόπουλο. Όταν είδε το σεντούκι, του άρεσε πολύ και το ζήτησε από τους μήνες. Στην αρχή δεν ήθελαν να του το δώσουν, αλλά μετά από πολλά παρακάλια του το έδωσαν. Μα είπαν στο βασιλόπουλο να μην το ανοίξει ποτέ. Το βασιλόπουλο πήρε το σεντούκι και το πήγε στο παλάτι. Μια μέρα αρρώστησε βαριά που κόντευε να πεθάνει. Φώναξε λοιπόν τη μάνα του και της είπε:
– Μάνα θα πεθάνω και δε θα μάθω ποτέ τι έχει μέσα αυτό το σεντούκι. Φέρε το να το ανοίξω. Μόνο θέλω να είμαι μόνος μου.
Βγήκαν λοιπόν όλοι έξω και άνοιξε το σεντούκι. Και είδε τη Μυρσίνη στα ολόχρυσα ντυμένη και τόσο όμορφη που ήταν, σαν άγγελος. Το βασιλόπουλο έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μετά από λίγο που συνήλθε, πρόσεξε το δαχτυλίδι της Μυρσίνης και το έβγαλε να δει αν έγραφε το όνομα της μέσα. Μόλις το έβγαλε από το χέρι της, η Μυρσίνη άνοιξε τα μάτια της και πετάχτηκε από το σεντούκι. Και είπε:
– Που είμαι; Ποιος με έφερε εδώ; Εδώ δεν είναι το σπίτι μου. Που είναι τα αδέρφια μου;
– Εγώ τώρα είμαι αδερφός σου και είσαι στο παλάτι του βασιλιά.
…της απάντησε το βασιλόπουλο και της διηγήθηκε όλη την ιστορία με το σεντούκι. Τότε η Μυρσίνη θυμήθηκε τις αδερφές της και είπε:
– Βασιλιά μου, αυτό το δαχτυλίδι ριξ΄το μέσα στη θάλασσα, γιατί είναι φαρμακωμένο και μαγεμένο. Μου το έδωσαν οι αδερφές μου και μόλις το φόρεσα έμεινα όπως με βρήκες.
Η Μυρσίνη είπε στο βασιλόπουλο όλη την ιστορία της κι αυτό θύμωσε πάρα πολύ και της είπε:
– Αυτές τις αδερφές σου θα τις βρω όπου κι αν είναι και θα τις τιμωρήσω.
– Όχι βασιλιά μου, να χαρείς, μην κάνεις τίποτα. Θα το βρουν από αλλού.
…του είπε η Μυρσίνη. Όταν έγινε καλά το βασιλόπουλο, παντρεύτηκε τη Μυρσίνη και ζούσαν πολύ καλά. Σαν έμαθαν οι αδερφές της πως η Μυρσίνη ζει και μάλιστα πως παντρεύτηκε το βασιλόπουλο, δε τις χωρούσε ο τόπος από τη ζήλια τους. Και πήγαν στο παλάτι. Βρήκαν έναν αυλικό και τον ρώτησαν:
– Που είναι η βασίλισσα Μυρσίνη; Είμαστε οι αδερφές της και ήρθαμε να τη δούμε.
– Χωρίς την άδεια του βασιλιά, κανείς δε μπορεί να δει τη Μυρσίνη.
…τους απάντησε ο αυλικός και πήγε να βρει τον βασιλιά. Και του είπε:
– Βασιλιά μου, ήρθαν δυο κορίτσια και λένε πως είναι αδερφές της βασίλισσας Μυρσίνης. Θέλουν να την δουν. Έχω την άδεια σας να τις αφήσω να περάσουν;
– Γρήγορα αυτά τα κορίτσια να τα πάρετε και να τα εξαφανίσετε, γιατί ήρθαν να φαρμακώσουν τη βασίλισσα.
Και πήραν τις αδερφές, αλλά ποτέ κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν. Ούτε φάνηκαν, ούτε ακούστηκαν πουθενά. Κι έτσι ζούσαν και βασίλευαν η Μυρσίνη και το βασιλόπουλο, κι όλος ο κόσμος μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για αυτήν και τα καλά που έκανε.
Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λεν’ τα παραμύθια!