Το παραδοσιακό παραμύθι από την Σιβηρία «Γιατί ο σκύλος ζει με τον άνθρωπο» αφηγείται η Γιούλη Κριθαρέλη. Η Γιούλη Κριθαρέλη είναι Κοινωνική λειτουργός. Ανταποκρίθηκε στην πρόταση-πρόσκληση της Ομάδας μας προς όσους ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στην δράση της ηχητικής ψηφιοποίησης των παραμυθιών. Έτσι, τον Μάρτιο του 2018, ηχογράφησε το παραμύθι και την ευχαριστούμε για την συμμετοχή της.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων ζούσε σε ένα μακρινό και απόμερο χωριό της Ρωσίας. Εκείνος ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Η λίμνη κοντά στο χωριό είχε παγώσει τόσο πολύ, που τα παιδιά κάνανε πατινάζ πάνω της. Η φύση ολάκερη είχε ντυθεί στα άσπρα με το χιόνι να πέφτει μέρα και νύχτα.
Ένα πρωινό, ο γέρος ζήτησε από την γυναίκα του να του ετοιμάσει λίγα κουλουράκια να πάρει μαζί του στο ψάρεμα. Αυτή δεν του χάλασε το χατίρι. Έπειτα έδεσε το έληθρο στα σκυλιά του και ξεκίνησε για την λίμνη. Άνοιξε μια τρύπα στην παγωμένη πλάτη της λίμνης και ψάρευε για ώρες και συνέχεια έβγαζε ψάρια λογιώ-λογιώ. Τέλος, τα φόρτωσε στο έλκηθρο και ξεκίνησε για το καλύβι του.
Στην επιστροφή, ανάμεσα σε δύο δέντρα, είδε ξαπλωμένη στο χιόνι μια αλεπού.
Δεν άντεξε το κρύο… Δεν θα πάει χαμένη όμως. Θα την δώσω στην γρια μου για να την γδάρει και να πουλήσουμε την γούνα της!
…σκέφτηκε ο γέρος και την φόρτωσε στο έλκηθρο μαζί με τα ψάρια. Ξεκίνησε και πάλι για το καλύβι του. Μα η αλεπού που δεν ήταν ψόφια, αλλά προσποιότανε, άρχισε να πετάει ένα-ένα τα ψάρια στο δρόμο κι όταν τελείωσαν, έπεσε κι η ίδια.
Όταν ο γέρος έφτασε στην καλύβα του φώναξε την γυναίκα του να δει την ψαριά που της έφερε καθώς και την αλεπού. Μα η γυναίκα τα έχασε όταν αντίκρισε ένα άδειο έλκηθρο. Το ίδιο κι ο γέρος που την πάτησε από την αλεπού.
Εν τω μεταξύ, η αλεπού κατάφερε και μάζεψε όλα τα ψάρια. Κάθισε σε ένα δέντρο από κάτω κι άρχισε να απολαμβάνει το γεύμα της όταν εμφανίστηκε ένας πεινασμένος λύκος!
Καλή σου μέρα αγαπημένη μου αλεπού!
Καλημέρα και σε σένα καλέ μου λύκε!
Τί καλό τρως εκεί;
Δεν βλέπεις; Ψάρια!
Δεν μου προσφέρεις κι εμένα ένα ψαράκι που έχω μέρες να φάω;
Και γιατί να σου προσφέρω; Στο χρωστάω; Τι με πέρασες; Να πας να ψαρέψεις αν θες να φας ψάρια.
Μα δεν ξέρω να ψαρεύω!
Δεν είναι και τίποτα δύσκολο βρε αδερφέ. Πάνε στην λίμνη, άνοιξε μια τρύπα και χώσε τουν ουρά σου μέσα. Έτσι ψαρεύουμε εμείς τα ζώα.
Με την συμβουλή αυτή της αλεπούς ο λύκος κίνησε για την λίμνη κι έκανε έτσι ακριβώς. Άνοιξε μια τρύπα κι έχωσε την ουρά του. Κάθισε για ώρες εκεί μέχρι που νύχτωσε. Τότε, προσπάθησε να σηκωθεί, μα η ουρά του είχε παγώσει για τα καλά και δεν μπορούσε να κινηθεί καθόλου.
Πρέπει να έχω πιάσει πάρα πολλά ψάρια για να μην μπορώ να τραβήξω την ουρά μου έξω…
…σκέφτηκε ο λύκος και συνέχισε να ψαρεύει.
Το επόμενο πρωί, ήρθαν στην λίμνη γυναίκες για να γεμίσουν με νερό τα δοχεία και τις στάμνες τους. Μα μόλις είδαν τον λύκο βάλανε τις φωνές. Έπειτα, πήρανε ξύλα από το δάσος κι όρμηξαν καταπάνω του κι άρχισαν να τον χτυπάνε όπως χτυπάνε τα χαλιά για να τα ξεβρωμίσουν. Μάταια προσπαθούσε ο λύκος να τις ξεφύγει. Με την ουρά παγωμένη στην λίμνη, δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα.
Έφαγε πολλές ξυλιές ώσπου δεν άντεξε άλλο. Έβαλε όλη τη δύναμή του και πετάχτηκε μακριά τους τρέχοντας…
…όσο για την ουρά του, αυτή έμεινε ακόμα εκεί να ψαρεύει. Από τότε, οι λύκοι σταμάτησαν να ψαρεύουν με τις ουρές!
Πριν πολλά χρόνια, τότε που ακόμα τα ζώα μπορούσαν και μιλούσαν με τους ανθρώπους, σε ένα μακρινό χωριό ζούσε μια αλεπού. Μια αλεπού που πίστευε ότι ήταν η πιο πονηρή και έξυπνη αλεπού που υπάρχει. Συνέχεια καυχιόνταν ότι με την πονηράδα της ξεγελούσε τους ανθρώπους και τα περνούσε μια χαρά. Βέβαια πολλοί δε την πίστευαν και ποιο πολύ ένας καλός της φίλος, ο λύκος που την ήξερε καλά. Μια μέρα λοιπόν της είπε:
Ωραία τα λες αλεπού αλλά για να σε πιστέψω ότι λες αλήθεια θέλω να μου το αποδείξεις. Έτσι μόνο θα σε πιστέψω, τι θα κάνεις για πες μου;
Η αλεπού αφού σκέφτηκε λίγο, του απάντησε:
Για να μη νομίζεις ότι λέω ψέματα, κι εγώ με ένα αγκάθι θα σου φέρω ένα παιδί, αύριο τέτοια ώρα να είσαι εδώ και θα δεις!
…αυτά είπε η αλεπού και έφυγε για να κάνει αυτό που είπε. Χωρίς να χάσει καιρό παίρνει ένα αγκάθι το βάζει ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού της και πλησιάζει μια γριά κάνοντας πως πονούσε πάρα πολύ. Η γριά μόλις την είδε προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Έτσι, έβγαλε το αγκάθι από το πόδι της αλεπούς. Η αλεπού αφού την ευχαρίστησε συνέχισε το δρόμο της. Μετά από λίγο επέστρεψε και ζήτησε το αγκάθι που της έβγαλε, τάχα για ενθύμιο, αλλά η γριά το είχε πετάξει και ήταν αδύνατο να το βρει. Η αλεπού άρχισε να κλαίει. Μάλιστα, έκλαιγε τόσο πολύ που η γριά την λυπήθηκε και τελικά της έδωσε μια κότα για να την παρηγορήσει. Η αλεπού σταμάτησε κατευθείαν το κλάμα και συνέχισε το δρόμο της. Μετά από λίγο πλησίασε έναν χωρικό και του ζήτησε να της φυλάξει για λίγο την κότα της για να τελειώσει μια δουλειά που είχε. Ο χωρικός δέχτηκε και την έβαλε μαζί με τα κουνέλια του. Η αλεπού μπήκε κρυφά και έφαγε την κότα αφήνοντας μόνο τα πούπουλα.
Μετά από λίγη ώρα γύρισε και ζήτησε την κότα της. Ο χωρικός πήγε να της την φέρει αλλά είδε μόνο τα πούπουλα. Μόλις το είπε στην αλεπού εκείνη άρχισε να κλαίει. Ο χωρικός την λυπήθηκε πολύ και της έδωσε την κουνέλα του για να την τιμωρήσει η αλεπού. Εκείνη μεμιάς σταμάτησε το κλάμα και συνέχισε το δρόμο της. Βράδιασε και η αλεπού πλησίασε έναν άλλο χωρικό και ζήτησε να της κρατήσει την κουνέλα μέχρι το πρωί. Ο χωρικός δέχτηκε και την έβαλε μαζί με τις κατσίκες του. Η αλεπού πάλι κρυφά πήγε και έφαγε την κουνέλα αφήνοντας μόνο το πετσί της και εξαφανίστηκε. Την άλλη μέρα το πρωί πήγε και ζήτησε την κουνέλα της αλλά ο χωρικός βρήκε μόνο το πετσί της. Η αλεπού έβαλε πάλι τα κλάματα και ο χωρικός επειδή την λυπήθηκε της έδωσε την κατσικούλα για να την τιμωρήσει. Η αλεπού και πάλι σταμάτησε τα κλάματα και συνέχισε το δρόμο της.
Η ώρα περνούσε και η πονηρή αλεπού έπρεπε να τελειώνει, δηλαδή να βρει το μωρό για να αποδείξει στο λύκο την εξυπνάδα της. Εκεί που περπατούσε άκουσε κλάματα μωρού και σκέφτηκε ότι εκεί έπρεπε να πάει για να πετύχει αυτό που ξεκίνησε. Χωρίς να χάσει καιρό πήγε και ζήτησε από τον νοικοκύρη να της φυλάξει για κάνα δυο ώρες την κατσικούλα της. Ο νοικοκύρης δέχτηκε και την έδεσε στο κρεβάτι του μωρού. Η αλεπού πάλι κρυφά μπαίνει στο δωμάτιο και τρώει την κατσικούλα αφήνοντας μόνο την προβιά της.
Μετά από δυο ώρες εμφανίστηκε και ζήτησε την κατσικούλα της. Ο νοικοκύρης όμως βρήκε μόνο την προβιά της. Αυτή τη φορά τα κλάματα της αλεπούς ήταν τόσο δυνατά που ακούγονταν σε όλο το χωριό. Ο νοικοκύρης την λυπήθηκε και της είπε να της δώσει μια άλλη κατσίκα. Αυτή τη φορά η αλεπού δε δέχτηκε και ζήτησε να της δώσει το μωρό του να το τιμωρήσει. Αυτό δε το δέχτηκε ο άνθρωπος και πήγαν στο πρόεδρο του χωριού να βρει μια λύση. Ο πρόεδρος του χωριού ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος που γνώριζε καλά την πονηρή αλεπού τα κατάλαβε όλα, αλλά δεν είπε τίποτα. Μάλιστα πήρε το μέρος της αλεπούς και η απόφαση που πήρε ήταν ότι έπρεπε να τιμωρηθεί το μωρό. Παίρνει λοιπόν ένα μεγάλο τσουβάλι και το δίνει στον νοικοκύρη για να βάλει μέσα το μωρό του και να το δώσει στην αλεπού.
Η αλήθεια ήταν πως κρυφά του είπε να βάλει μέσα τον ποιο άγριο σκύλο που είχε για να πάρει ένα καλό μάθημα η αλεπού. Αυτό έγινε. Πήγε σπίτι του και έβαλε μέσα τον ποιο άγριο σκύλο που είχε και τον παρέδωσε στην αλεπού κάνοντας μάλιστα το λυπημένο που θα έχανε το μωρό του. Η αλεπού χαρούμενη πάει και το δείχνει στο σκύλο με ενθουσιασμό για το ότι τα κατάφερε για άλλη μία φορά. Ο λύκος πείστηκε και έφυγε για το σπίτι του. Μόλις η αλεπού άνοιξε το τσουβάλι αντί για μωρό από μέσα πετάχτηκε ο σκύλος και ακόμα η αλεπού τρέχει για να μην την κάνει κομματάκια. Το μόνο που πέτυχε ήταν να φύγει ο λύκος και να μη δει το ρεζιλίκι της!
Ο Αίσωπος σε πίνακα του Diego Velazquez που φιλοτέχνησε στα 1639-40
Κάποτε, κάποιος είχε σκοτώσει έναν άνδρα. Οι συγγενείς του σκοτωμένου είχαν πάρει στο κυνήγι τον φονιά. Αυτός με την σειρά του, τρέχοντας να τους ξεφύγει, έφτασε κάποια στιγμή στον Νείλο ποταμό. Εκεί συνάντησε έναν άγριο λύκο και στην προσπάθειά του να τον αποφύγει σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο. Στο δέντρο, υπήρχε μια οχιά που ενοχλήθηκε από την παρουσία του άνδρα και κινήθηκε επιθετικά προς αυτόν. Αυτός για να γλιτώσει από το φίδι, βούτηξε στα νερά του Νείλου, όπου ένας κροκόδειλος -τελικά-τον έφαγε.
Με τον μύθο αυτό, βλέπουμε ότι όσοι έχουν προβεί σε εγκληματικές ενέργειες, πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια γι’ αυτούς. Ούτε στην στεριά, ούτε στον αέρα, ούτε στην θάλασσα.
Στους Παραμυθάδες έχουμε ένα μυστικό που τώρα θα το μοιραστούμε μαζί σας. Έχουμε ένα γούρι που μας βοηθάει να πάει καλά η σεζόν που έρχεται κι αυτό το γούρι είναι το Ειδικό Δημοτικό Σχολείο και Νηπιαγωγείο Καβάλας. Έτσι και σήμερα, επισκεφτήκαμε το αγαπημένο μας σχολείο σαν πρώτη εκδήλωση της χειμερινής περιόδου που ακολουθεί.
Λίγο μετά τις δέκα και μισή περάσαμε την αυλόπορτα του σχολείου και πολύ γρήγορα καθίσαμε στο γρασίδι της αυλής, μαθητές, δάσκαλοι και παραμυθάδες. Αφηγηθήκαμε το παραμύθι «τα τρία γουρουνάκια» και στην συνέχεια ζητήσαμε από τα παιδιά να σηκώνονται και να μας παρουσιάζουν το παραμύθι δραματοποιημένο με την χρήση μασκών. Αφού συμμετείχαν τα περισσότερα παιδιά, -άλλα ως γουρουνάκια κι άλλα ως λύκοι- στη συνέχεια καθίσαμε για να ζωγραφίσουν και να κατασκευάσουν τα παιδιά την δικής τους μάσκα. Έτσι, πάνω σε προσχέδια που τους είχαμε ετοιμάσει, το κάθε παιδί έδωσε τα δικά του χρώματα στα ζώα του παραμυθιού, χρησιμοποιώντας ξυλομπογιές, μαρκαδόρους, ακόμα και τέμπερες.
Παράλληλα σχεδόν με το εργαστήρι της μάσκας, προσφέραμε στα παιδιά μπαλόνια σε σχήμα σπαθιού και καμηλοπάρδαλης. Τέλος φεύγοντας, προσφέραμε στο σχολείο παιχνίδια που είχαμε συλλέξει από προηγούμενη δράση μας, την οποία είχαν στηρίξει αρκετοί συμπολίτες μας. Για άλλη μια φορά, ευχαριστούμε μέσα από την καρδιά μας τη διευθύντρια, τους δασκάλους και τους γονείς του σχολείου, μα περισσότερο τα παιδιά για την αγάπη που μας δείχνουν.
Στην εκδήλωση πήραν μέρος οι Παραμυθάδες: Όλγα Κακουλίδη, Τάσος Καπατζιάς, Μέλη Μίχα, Θεοδώρα Μπαγδάτογλου, Μαρία Παπακωνσταντίνου, Χρήστος Τσίρκας, Αρετή Τσιφλίδου, Απόστολος Τσομπανόπουλος, Μαρία Χαριζάνη κι ο μικρός Θοδωρής Πετρόπουλος.
Ζούσε μια φορά σε ένα λιβάδι ένας γάιδαρος παχύς και καλοθρεμμένος. Εκεί που έβοσκε μια μέρα τον είδε μια αλεπού και τον ορέχτηκε τόσο πολύ που όλη την υπόλοιπη μέρα σκεφτόταν πώς θα γίνει να τον φάει. Πονηρή καθώς ήταν δεν άργησε να βρει μια λύση και πάει το λοιπόν γρήγορα-γρήγορα στο λύκο:
Που ‘σαι, λύκο; Έλα να δεις πράμα που σου έχω για φάγωμα! Έλα να δεις ένα γάιδαρο!
Όντως ο λύκος ακολουθεί την αλεπού, που τον πάει στο λιβάδι που έβοσκε ο γάιδαρος. Μόλις τον αντίκρισε ο λύκος άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια έτσι πεινασμένος που ήταν. Τότε η αλεπού δεν χάνει ευκαιρία και του λέει:
Ξέρεις τι νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε, λύκο;
Τι; Εσύ είσαι έξυπνη όλο και κάτι θα σκέφτηκες.
Να αγοράσουμε μια βάρκα και να τη φορτώσουμε με ελιές. Τότε θα πάρουμε το γάιδαρο τάχα μου για ναύτη, μα μόλις ανοιχτούμε στο πέλαγος θα τον φάμε! Λοιπόν, λύκο, τράβα εσύ να βρεις μια βάρκα και άσε πάνω μου το γάιδαρο. Πάω να του πω την ιδέα μας και θα συμφωνήσει σίγουρα.
Παίρνει δρόμο ο λύκος λοιπόν, και μέχρι να βραδιάσει βρήκε βάρκα, βρήκε κι ελιές και τη φόρτωσε όπως ακριβώς τον πρόσταξε η αλεπού να κάνει. Στο μεταξύ εκείνη, είχε πάει κι είχε πάρει τον γάιδαρο και κατέβαιναν παρέα στο γιαλό να συναντήσουν το λύκο. Μόλις βρέθηκαν όλοι μαζί, ανέβηκαν στη βάρκα και ξεκίνησαν. Κατά μεσής του πελάγους λέει η αλεπού:
Εμείς τώρα ταξιδεύουμε, μα ποιος ξέρει αν θα φτάσουμε ζωντανοί … Θάλασσα είναι αυτή κι έχει πνίξει πολλούς. Για καλό και για κακό εγώ λέω να εξομολογηθούμε μεταξύ μας.
Γίνεται λοιπόν πρώτα ο λύκος παπάς και πιάνει να εξομολογήσει την αλεπού:
Τι αμαρτίες έκανες κυρά- αλεπού;
Έκλεψα κάμποσες κότες, άλλες μοναχά τις έπνιξα και τις παράτησα. Κι έφαγα και κάτι αγριμέλια, λαγούς μα και κουνέλια. Αυτές είναι οι αμαρτίες μου, τέτοια πράγματα έπνιξα και έφαγα.
Μα αυτά δεν είναι τίποτα, κυρά αλεπού! Σκουλήκια της γης είναι! Κάνε τώρα τη δουλειά σου εσύ, έλα κι εξομολόγησε κι εμένα.
Λοιπόν, τι αμαρτίες έχεις κάνει, λύκο μου;
Έφαγα μερικά προβατάκια… Τι μερικά δηλαδή, κάμποσα.. Κοπάδια ολόκληρα για να λέμε την αλήθεια! Και κάμποσα κατσίκια, μα και γελάδες!
Ε αυτά είναι μικρά πράγματα! Σκουλήκια της γης! Σχωρεμένος!
Και μόλις τελειώσαν μεταξύ τους, γυρνάει ο λύκος και λέει στον γάιδαρο:
Έλα κι εσύ κυρ-γάιδαρε να μας πεις τις αμαρτίες σου να σε εξομολογήσουμε.
Εγώ μια φορά, θυμάμαι με είχανε φορτώσει με κάτι τελάρα μαρούλια. Έτσι όπως ήμουν κουρασμένος και πεινασμένος, λιμπίστηκα ένα μαρουλόφυλλο και το ‘κοψα και το έφαγα.
Ααααα! κυρ γάιδαρε!
είπανε κι οι δυο μαζί!
Έφαγες το μαρουλόφυλλο έτσι; Χωρίς λάδι, χωρίς ξύδι; Μα πώς και δεν πνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι;
Η αμαρτία σου είναι μεγάλη και πρέπει να σε φάμε!
Βρε αμάν!!!
Όχι πρέπει να σε φάμε!
Ο γάιδαρος τα έχασε για λίγο μα μετά αποκρίθηκε:
Καλά… Μόνο κάντε μου μια χάρη τελευταία. Ο πατέρας μου σαν πέθανε πριν χρόνια μ’ άφηκε μια γραφή και την έχω εδώ, στο πέταλο του ποδαριού μου. Έλα κυρ – λύκε διάβασέ τη μου, να μάθω τι γράφει και μετά μπορείτε να με φάτε.
Σηκώνει ο γάιδαρος τότε το πισινό του το ποδάρι, σκύβει ο λύκος για να δει, μα του πατάει ο γάιδαρος μια κλωτσιά που τον έστειλε με μιας στον πάτο της θάλασσας. Σαν το είδε αυτό η αλεπού τρόμαξε τόσο που πήδηξε από τη βάρκα για να γλυτώσει μα πνίγηκε κι αυτή. Έτσι λοιπόν, ο γάιδαρος γλύτωσε και του έμεινε και η βάρκα με τις ελιές!
Παραδοσιακό παραμύθι από την Σιβηρία… (Για να ακούσεις το παραμύθι, πάνε στο τέλος της σελίδας)
Στα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που οι πάγοι καταλάμβαναν ακόμα περισσότερο έκταση, ο σκύλος ζούσε μοναχός του. Με τα χρόνια να περνάνε, άρχισε να βαριέται και να έχει την ανάγκη για παρέα. Έτσι, αποφάσισε να ξεκινήσει ένα ταξίδι ώστε να βρει άλλα ζωντανά και να ζήσει μαζί τους. Μετά από μέρες, συνάντησε ένα λαγό…
Τι ζώο είσαι εσύ;
Εγώ είμαι λαγός!
Θες να ζήσουμε μαζί κάτω από την ίδια στέγη;
Ναι…γιατί όχι;
Κι από εκείνη την ημέρα, ο λαγός και ο σκύλος άρχισαν να ζούνε μαζί. Το πρωί βγαίνανε μαζί για κυνήγι. Μετά κάνανε τις βόλτες τους και το βράδυ πέφτανε για ύπνο δίπλα-δίπλα. Αλλά τη νύχτα, ο σκύλος γάβγιζε δυνατά κι ο λαγός φοβότανε, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε και είπε του σκύλου…
Σκύλε, μην γαβγίζεις τόσο δυνατά. Μπορεί να να μας ακούσει κανένας λύκος, να έρθει και να μας φάει.
Ο σκύλος το καλοσκέφτηκε και παρατήρησε ότι ο λαγός είναι φοβιτσιάρης. Έτσι, το επόμενο κιόλας πρωί, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει το λαγό και να αναζητήσει κάποιον άλλον για παρέα που δεν θα είναι τόσο φοβιτσιάρης. Εκεί που περπατούσε, συνάντησε έναν λύκο.
Τι ζώο είσαι εσύ;
Εγώ είμαι λύκος!
Θες να ζήσουμε μαζί κάτω από την ίδια στέγη;
Ναι…γιατί όχι;
Κι από εκείνη την ημέρα, ο λύκος και ο σκύλος άρχισαν να ζούνε μαζί. Το πρωί βγαίνανε μαζί για κυνήγι. Μετά κάνανε τις βόλτες τους και το βράδυ πέφτανε για ύπνο δίπλα-δίπλα. Αλλά τη νύχτα, ο σκύλος γάβγιζε δυνατά κι ο λύκος φοβότανε, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε και είπε του σκύλου…
Σκύλε, μην γαβγίζεις τόσο δυνατά. Μπορεί να να μας ακούσει καμία αρκούδα, να έρθει και να μας φάει.
Ο σκύλος παραξενεύτηκε γιατί θεωρούσε ότι ο λύκος θα ήταν ατρόμητος. Αντί αυτού όμως, κι αυτός φοβότανε. Έτσι, το άλλο πρωί ο σκύλος εγκατέλειψε και τον λύκο και συνέχισε να ψάχνει την κατάλληλη παρέα. Κάποια στιγμή συναντησε μια αρκούδα.
Τι ζώο είσαι εσύ;
Εγώ είμαι αρκούδα!
Θες να ζήσουμε μαζί κάτω από την ίδια στέγη;
Ναι…γιατί όχι;
Κι από εκείνη την ημέρα, η αρκούδα και ο σκύλος άρχισαν να ζούνε μαζί. Το πρωί βγαίνανε μαζί για κυνήγι. Μετά κάνανε τις βόλτες τους και το βράδυ πέφτανε για ύπνο δίπλα-δίπλα. Αλλά τη νύχτα, ο σκύλος γάβγιζε δυνατά κι η αρκούδα φοβότανε, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε και είπε του σκύλου…
Σκύλε, μην γαβγίζεις τόσο δυνατά. Μπορεί να να μας ακούσει κανένας άνθρωπος, να έρθει και να μας σκοτώσει.
Κι η αρκούδα είναι φοβιτσιάρα σκέφτηκε ο σκύλος κι έτσι το άλλο πρωί, εγκατέλειψε και την αρκούδα συνεχίζοντας το ταξίδι του. Ώσπου κάποια στιγμή, συνάντησε μπροστά του τον άνθρωπο.
Άνθρωπε θες να ζήσουμε μαζί κάτω από την ίδια στέγη;
Ναι, αμέ…γιατί όχι!
Κι άρχισαν να μένουν μαζί ο σκύλος με τον άνθρωπο. Το πρωί βγαίνανε μαζί για κυνήγι. Μετά κάνανε τις βόλτες τους και το βράδυ πέφτανε για ύπνο δίπλα-δίπλα. Το πρώτο βράδυ, ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει δυνατά και τότε ο άνθρωπος σηκώθηκε, τον πλησίασε και του είπε…
Μπράβο σκύλε, έτσι να γαβγίζεις…δυνατά. Αν περνάει κανένας λύκος ή καμιά αρκούδα, θα φοβηθεί από το γάβγισμά σου και θα φύγει.
Ο άνθρωπος δεν φοβάται…σκέφτηκε ο σκύλος κι έτσι από τότε ζούνε αχώριστοι μαζί, κάτω από την ίδια στέγη!
Για αυτήν την εβδομάδα, ψάχνουμε να βρούμε την προέλευση της φράσης «Έβαλε το λύκο να φυλλάει τα πρόβατα». Αφήστε τα σχόλια σας στην σελίδα μας, ή στείλτε μας e-mail στο paramythadeskavalas@gmail.com
Προέλευση (τελευταία ενημέρωση 1 Σεπτεμβρίου 2013):
Η φράση που ψάχναμε, έχει τη ρίζα της και πάλι σε μύθο του Αισώπου -όπως σωστά παρατήρησε κι ο φίλος μας Δημήτρης με σχόλιό του. Ήταν ένας βοσκός που έβγαζε τα πρόβατά του, όταν κάποια στιγμή, αντιλήφθηκε έναν λύκο να τους ακολουθεί. Στην αρχή φοβήθηκε, αλλά πρόσεξε ότι ο λύκος δεν είχε άγριες διαθέσεις. Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, μέχρι που ο βοσκός έβλεπε τον λύκο σαν μέρος του κοπαδιού. Μια μέρα, ο βοσκός χρειάστηκε να πάει στο χωριό για κάτι δουλειές και ζήτησε από τον λύκο να μείνει στην θέση του για να φυλλάει τα πρόβατα. Όταν έφυγε κι ο λύκος έμεινε πλέον μόνος, έφαγε τα πρόβατα ανενόχλητος.
Ομαδικό παιχνίδι που παίζεται από παιδιά στην αυλή του σχολείου και στις εκδρομές.
Όλα τα παιδιά πιάνονται χέρι με χέρι σχηματίζοντας ένα μεγάλο κύκλο. Ένα παιδί ορίζεται «λύκος» και βγαίνει έξω από τον κύκλο. Ένα άλλο παιδί μπαίνει μέσα στον κύκλο και κάνει το «αρνάκι». Ο λύκος προσπαθεί με κάθε τρόπο να «φάει» το αρνάκι, πιάνοντάς το. Για το λόγο αυτό περιφέρεται στον κύκλο προσπαθώντας να μπει μέσα. Τα παιδιά, αν δεν κινδυνεύει το αρνάκι, τον διευκολύνουν να μπει μέσα, βοηθώντας το αρνάκι να βγει από την απέναντι πλευρά.
Αν ο λύκος μπει μέσα στον κύκλο, ενώ το αρνάκι προλάβει και βγει έξω, τότε όλα τα παιδιά τον αιχμαλωτίζουν και το παιχνίδι τελειώνει. Το ίδιο συμβαίνει ακόμη και όταν ο λύκος κατορθώσει να «φάει» το αρνάκι. Τότε μοιράζονται στα παιδιά και πάλι οι δύο ρόλοι και το παιχνίδι ξεκινά από την αρχή.
Στο μεγάλο δάσος είχε πέσει μεγάλη πείνα. Τα άγρια ζώα – οι αρκούδες, οι λύκοι και οι αλεπούδες – δεν έβρισκαν τίποτα να βάλουν στο στόμα τους.
Ένας λύκος, αφού γύρισε όλο το δάσος χωρίς να βρει ούτε ένα ποντικό για να ξεγελάσει το στομάχι του, που τον πονούσε από την πείνα, αποφάσισε να βγει στον κάμπο, μήπως σταθεί τυχερός και βρει κανένα μικρό ζώο.
Κόντευε να φτάσει σε ένα μικρό σπίτι, όταν είδε έναν σκύλο να τρέχει πότε από δω πότε από εκεί.
– Γεια σου ξάδερφε!
…του είπε ο λύκος. Όπως ξέρετε, οι σκύλοι και οι λύκοι μοιάζουν σαν να είναι πρώτα ξαδέρφια.
– Γεια σου!
…του απάντησε ο σκύλος και στάθηκε να κουβεντιάσει μαζί του.
– Γιατί κάνεις συνέχεια βόλτες;
…τον ρώτησε ο λύκος.
– Α, τις βόλτες τις κάνω μετά το φαγητό, για να χωνέψω.
…αποκρίθηκε ο σκύλος. Ο λύκος γούρλωσε τα μάτια του από θαυμασμό και ζήλια.
– Ώστε τρως πολύ, ε;
…τον ρώτησε.
– Ναι, τρώω όσο θέλω. Το αφεντικό μου με ταΐζει καλά, γιατί του φυλάω το σπίτι.
…απάντησε ο σκύλος. Ο λύκος άρχισε να ξερογλείφεται και ρώτησε:
– Και τι τρως, αν επιτρέπεται;
– Ό, τι επιθυμήσει η ψυχή μου. Κρέας, κόκαλα, ψωμί, περισσεύματα από φαγητά..
– Και κάθε πότε τρως;
– Τρεις φορές την ημέρα. Πρωί, μεσημέρι και βράδυ.
Ο λύκος ενθουσιάστηκε και είπε:
– Μήπως περισσεύει και για μένα κανένα φαγητό για να φυλάω κι εγώ το σπίτι;
– Βέβαια! Το αφεντικό θα χαρεί πολύ να έχει δυο φύλακες! Από φαγητό μη σε νοιάζει. Θα τρως με την ψυχή σου.
…απάντησε ο σκύλος και του είπε να πλησιάσει.
– Να σε ρωτήσω όμως κάτι; Αυτό που έχεις στο λαιμό σου τι είναι;
…ρώτησε ο λύκος.
– Είναι ένα πέτσινο λουρί.
– Και γιατί το φοράς;
– Μου το φοράει το αφεντικό μου. Από αυτό με δένει με την αλυσίδα.
– Την αλυσίδα;
…ρώτησε ο λύκος ξαφνιασμένος.
– Ναι, τις περισσότερες φορές είμαι δεμένος με μια αλυσίδα.
…είπε ο σκύλος και τότε ο λύκος του απάντησε:
– Α ξάδερφε! Αυτά τα πράγματα δε μου αρέσουν εμένα. Προτιμώ να γυρίζω νηστικός στο δάσος και να έχω την ελευθερία μου, παρά να είμαι χορτάτος και δεμένος με μια αλυσίδα. Για αυτό θα φύγω. Τρέχω στο όμορφο μου δάσος! Δεν μπορώ εγώ να υποφέρω τη σκλαβιά!
να δώσω αίμα! 14 Ιουνίου 2023
Η 14η Ιουνίου καθορίστηκε ως Παγκόσμια Ημέρα του Εθελοντή Αιμοδότη από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τον Ερυθρό Σταυρό και την Ερυθρά Ημισέληνο, την Παγκόσμια Ομοσπονδία Εθελοντών Αιμοδοτών και τον Διεθνή Οργανισμό Μετάγγισης Αίματος. Το να προσφέρω μια φιάλη αίμα, είναι σίγουρα το πιο ανέξοδο, μα το πιο ανεκτίμητο δώρο!
να σέβομαι τους πρόσφυγες 20 Ιουνίου 2023
Η 20η Ιουνίου γιορτάζεται ως Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων. Με ένα βάρος στην ψυχή κι ένα δάκρυ για όσους αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες!
Παγκόσμια ημέρα των δικαιωμάτων των παιδιών 20 Νοεμβρίου 2023