Posts Tagged With: λιοντάρι

Ελάφι και λιοντάρι

Μύθος του Αισώπου –

Ελληνικό γραμματόσημο που απεικονίζει στιγμιότυπο από τον μύθο του Αισώπου "Ελάφι και λιοντάρι"

Ελληνικό γραμματόσημο που απεικονίζει στιγμιότυπο από τον μύθο του Αισώπου «Ελάφι και λιοντάρι»

Ένα ελάφι είχε διψάσει και βρέθηκε κοντά σε μια πηγή. Έσκυψε να πιει νερό και καθώς έπινε, είδε την αντανάκλασή του. Χάρηκε θαυμάζοντας τα υπέροχα κέρατά του. Μεγάλα και επιβλητικά, στόλιζαν το κεφάλι του. Έτσι όπως ήταν σκυμμένο, παρατήρησε και τα πόδια του και δεν του άρεσε που ήταν λεπτά και αδύναμα. Τον θαυμασμό για τα κέρατά του, διαδέχτηκε η στεναχώρια για την εικόνα στα πόδια του.

Ενώ έπινε ακόμη και σκεφτόταν αυτά, εμφανίστηκε ένα λιοντάρι κι άρχισε να κυνηγάει το ελάφι. Το ελάφι έτρεχε στην πεδιάδα πιο γρήγορα και ήταν πιο ευέλικτο από το λιοντάρι. Μετά από λίγο βρέθηκαν σε ένα δάσος και κάποια στιγμή το ελάφι, περνώντας κάτω από ένα χαμηλό δέντρο, σκάλωσαν τα κέρατά του στα κλαδιά του δέντρου. Έτσι, το λιοντάρι κατάφερε να το πιάσει κι άρχισε να το κατασπαράζει. Λίγο πριν ξεψυχήσει το ελάφι, ψιθίρισε…

Τί κακότυχο που είμαι. Θα μπορούσα να σωθώ από αυτά που αντιπαθούσα και τελικά με πρόδωσαν αυτά που εμπιστευόμουνα και περηφανευόμουνα για μένα.

Στους κινδύνους, η σωτηρία μπορεί να έρθει από «φίλους» που δεν το περιμέναμε κι αυτούς που εμπιστευόμασταν, τελικά να μας προδώσουν…

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος!

Μύθος του Αισώπου

Κάποτε, ένας κυνηγός έψαχνε στο δάσος τα ίχνη ενός λιονταριού. Κάποια στιγμή εκεί που περπατούσε, συνάντησε έναν ξυλοκόπο. Ο κυνηγός τον ρώτησε αν έχει δει ίχνη λιονταριού ή την φωλιά του κι ο ξυλοκόπος του απάντησε:

Αν θες μπορώ να σου δείξω πού βρίσκεται και το ίδιο το λιοντάρι!

Τότε ο κυνηγός κιτρίνισε από τον φόβο του και με τρεμάμενη φωνή απάντησε:

Όχι, δεν είναι ανάγκη…μόνο τα ίχνη του ψάχνω.

Έργο του Arthur Rackham (1912) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου "Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος".

Έργο του Arthur Rackham (1912) εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου «Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος».

Η διήγηση είναι ό,τι πρέπει για τους ανθρώπους εκείνους που με τα λόγια τους μπορούν να κάνουν τα πάντα, αλλά στην πράξη αδυνατούν.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Βοσκός (και το χαμένο μοσχάρι)

Μύθος του Αισώπου!

ο βοσκόςΚάποτε, ένας βοσκός είχε βγάλει το κοπάδι με τους ταύρους στην εξοχή. Μετά από ώρα, συνειδητοποίησε ότι είχε χαθεί ένα μοσχάρι. Άρχισε να ψάχνει από εδώ, έπειτα από εκεί, μα πουθενά δεν μπορούσε να βρει το ζωντανό. Τότε, έτρεξε και προσευχήθηκε στον Δία, κάνοντάς του τάμα να θυσιάσει ένα κατσίκι σε περίπτωση που βρει τον κλέφτη. Στη συνέχεια, έφυγε και πάλι για να ψάξει το μοσχάρι μέχρι που βρέθηκε σε ένα δάσος. Κάτι μουγκανητά άκουσε πίσω από κάτι θάμνους κι έτρεξε προς τα εκεί. Ήταν όντως το μοσχάρι του, αλλά βρισκότανε στα δόντια ενός άγριου λιονταριού το οποίο κοίταξε τον βοσκό με την διαπεραστική του ματιά. Τότε ο βοσκός ύψωσε τα χέρια προς τον ουρανό και είπε στον Δία:

Αφέντη Δία, πριν ώρα που προσευχόμουνα σε εσένα, υποσχέθηκα να σου προσφέρω θυσία ένα κατσίκι αν με βοηθήσεις να βρω τον κλέφτη που πήρε το μοσχάρι μου. Τώρα σου προσφέρω ένα μοσχάρι, αν με γλιτώσεις εμένα από τα δόντια του κλέφτη.

Πολλές φορές οι άνθρωποι παρακαλάμε απεγνωσμένα να βρούμε κάτι. Όταν τελικά το βρίσκουμε, ευχόμαστε να μην το είχαμε ζητήσει ποτέ.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,,,, | Σχολιάστε

Άνθρωπος και λιοντάρι

Μύθος του Αισώπου!

Έργο του Roger L'Estrange (1616-1704), εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου "Άνθρωπος και λιοντάρι"

Έργο του Roger L’Estrange (1616-1704), εμπνευσμένο από τον μύθο του Αισώπου «Άνθρωπος και λιοντάρι»

Κάποτε, ένας άνθρωπος κι ένα λιοντάρι περπατούσαν μαζί. Μιλούσαν και περιαυτολογούσαν ο καθένας για το είδος του. Στο δρόμο τους κάποια στιγμή είδανε μια μαρμάρινη στήλη που απεικόνιζε έναν άντρα να πνίγει με τα χέρια του ένα λιοντάρι. Γυρνώντας προς το λιοντάρι και δείχνοντας την στήλη, είπε ο άντρας:

Βλέπεις ότι είμαστε οι πιο δυνατοί από κάθε ζώο;

Και το λιοντάρι του απάντησε:

Αν και τα λιοντάρια ξέρανε να λαξεύουνε την πέτρα και το μάρμαρο, θα έβλεπες πολλές περισσότερες στήλες με λιοντάρια να πνίγουν ανθρώπους!

Με τον μύθο αυτό βλέπουμε την ανάγκη να καυχιόμαστε με τα λόγια, χωρίς όμως αυτό να ανταποκρίνεται και στην πραγματικότητα.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Το Λιοντάρι, το Καπλάνι κι ο Aητός

Το παρακάτω παραμύθι είναι περισσότερο για τους ενήλικες. Είναι από τα παραμύθια της προφορικής μας παράδοσης που μπλέκονται τα ζώα με τους ανθρώπους σε έναν κόσμο. Επίσης, έντονη είναι και η ύπαρξη του μαγικού στοιχείου, της μεταμόρφωσης. Είναι από τα παραμύθια που ο παραμυθάς μπορούσε να το τραβήξει για ώρες και να καθηλώσει το ακροατήριό του. Δεν μπορείς να βρεις κάτι διδακτικό, οπότε μόνο ψυχαγωγικό θα το χαρακτήριζες…

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!

Κάποτε, ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχαν τρεις γιους και τρεις κόρες. Σαν γέρασε το βασιλικό ζευγάρι κι ο βασιλιάς έπεσε στο κρεβάτι, λίγο πριν κλείσει τα μάτια του φώναξε τους γιους του και τους είπε:

Εγώ παιδιά μου θα πεθάνω σύντομα. Εσείς, φροντίστε να παντρέψετε τις αδερφές σας πρώτα κι ύστερα να παντρευτείτε κι εσείς.

Γυρνώντας προς τον μικρότερο γιο, του είπε:

Όσο για σένα, σου έχω μια ξωτική στο κρυσταλένιο δωμάτιο. Όμως πρώτα, φρόντισε τις αδερφές σου!

Για τις επόμενες μέρες, ο βασιλιάς, έδινε κι άλλες συμβουλές στους γιους του και μετά από λίγο καιρό πέθανε. Πάνω στον χρόνο, πέθανε κι η βασίλισσα κι έτσι τα παιδιά έμειναν ορφανά.

Πέρασε κάμποσος καιρός κι ένα πρωί, χτύπησε την πόρτα τους ένας απρόσμενος επισκέπτης.

Ποιός είναι; Και τι θέλεις;

Αποκρίθηκαν τα βασιλόπουλα…

liontariΕγώ είμαι, το λιοντάρι. Ήρθα να πάρω για γυναίκα μου την μεγάλη σας αδερφή.

Και που είναι το σπίτι σου; Εδώ ή σε άλλη πολιτεία;

Σε άλλη πολιτεία. Για εμένα είναι πέντε μέρες μακριά, μα για εσάς είναι πέντε χρόνια!

Πέντε χρόνια; Είναι πολύ μακριά. Αν αρρωστήσει καμιά φορά ή αν μας χρειαστεί, δεν θα μπορέσουμε να έρθουμε να την δούμε. Δεν στην δείνουμε!

Μα ο μικρότερος αδερφός διαφώνησε. Πήρε την αδερφή του από το χέρι και την οδήγησε στο λιοντάρι.

Αυτός είναι η τύχη σου και δεν πρέπει να στην αρνηθούμε.

Κι αφού φιλήθηκαν, αποχαιρέτισαν ο ένας τον άλλον και το λιοντάρι έφυγε με την μεγαλύτερη αδερφή.

Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ένας δεύτερος επισκέπτης χτύπησε την πόρτα τους…

Ποιός είναι; Και τι θέλεις;

Αποκρίθηκαν τα βασιλόπουλα…

Εγώ είμαι, το καπλάνι (τίγρης). Ήρθα να πάρω για γυναίκα μου την μεσαία σας αδερφή.tigris

Και που είναι το σπίτι σου; Εδώ ή σε άλλη πολιτεία;

Σε άλλη πολιτεία. Για εμένα είναι δέκα μέρες μακριά, μα για εσάς είναι δέκα χρόνια!

Δέκα χρόνια; Είναι πολύ μακριά. Αν αρρωστήσει καμιά φορά ή αν μας χρειαστεί, δεν θα μπορέσουμε να έρθουμε να την δούμε. Δεν στην δείνουμε!

Μα ο μικρότερος αδερφός διαφώνησε και πάλι. Πήρε την αδερφή του από το χέρι και την οδήγησε στο καπλάνι κι έτσι αποχαιρέτισαν και τη δεύτερη αδερφή τους.

Λίγες μέρες αργότερα, χτύπησε και πάλι η πόρτα τους…

Ποιός είναι; Και τι θέλεις;

Αποκρίθηκαν για ακόμη μία φορά τα βασιλόπουλα…

Εγώ είμαι, ο αητός. Ήρθα να πάρω για γυναίκα μου την μικρή σας αδερφή.

aitos

Και που είναι το σπίτι σου; Εδώ ή σε άλλη πολιτεία;

Σε άλλη πολιτεία. Για εμένα είναι δεκαπέντε μέρες μακριά, μα για εσάς είναι δεκαπέντε χρόνια!

Δεκαπέντε χρόνια; Είναι πολύ μακριά. Αν αρρωστήσει καμιά φορά ή αν μας χρειαστεί, δεν θα μπορέσουμε να έρθουμε να την δούμε. Δεν στην δείνουμε!

Μα και πάλι, ο μικρότερος αδερφός διαφώνησε και πήρε την αδερφή του από το χέρι και την οδήγησε στον αητό. Έτσι, οι τρεις αδερφές παντρεύτηκαν και σειρά πήραν τα αγόρια. Πρώτος παντρεύτηκε ο μεγάλος και στην συνέχεια ο μεσαίος. Τελευταίος έμεινε ο μικρότερος αδερφός, ο οποίος έπραξε κατά την επιθυμία του πατέρα του. Κατέβηκε στο κρυσταλένιο δωμάτιο για να πάρει την ξωτική, μα μόλις άνοιξε την πόρτα, αυτή έφυγε μακριά του αφού πρώτα του είπε:

Αν θέλεις να με βρεις και να με παντρευτείς, τότε να φτιάξεις σιδερένιο δεκανίκι και σιδερένια παπούτσια και να έρθεις στις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, τα μαρμαρένια τα βουνά, τους κρουσταλλένιους κάμπους.

Ο μικρότερος αδερφός δεν τα έχασε και δεν άφησε το χρόνο να περάσει. Έκατσε κι έφτιαξε -όπως του ζήτησε η όμορφη ξωτική κόρη- σιδερένιο δεκανίκι και σιδερένια παπούτσια και ξεκίνησε το ταξίδι για να την βρει. Αφού περπάτησε για πέντε χρόνια, έφτασε στο σπίτι της μεγάλης του αδερφής, αυτής που παντρεύτηκε το λιοντάρι. Έκατσε στο πεζούλι λίγο να ξεκουραστεί κι εκείνη την ώρα, βγήκε η δούλα του σπιτιού που πήγαινε στο πηγάδι να γεμίσει νερό τον μαστραπά (πήλινη κανάτα). Της ζήτησε λίγο νερό για να πιεί μα αυτή αρνήθηκε και τότε την θερμοπαρακάλεσε. Η δούλα λύγισε και τελικά του έδωσε να πιει νερό. Αυτός, στα κρυφά, έριξε στο μαστραπά το δαχτυλίδι του κι ύστερα της τον έδωσε κι αυτή μπήκε μέσα. Όταν αδειάσανε το νερό στα ποτήρια, η μεγάλη αδερφή βρήκε στον πάτο του μαστραπά το δαχτυλίδι και το αναγνώρισε. Γύρισε στην δούλα και της είπε:

Σε ποιον έδωσες να πιει νερό;

Σε κανέναν κυρά μου.

Σε ποιον έδωσες; Πες μου και μην φοβάσαι…

Να, ένας περαστικός κάθισε στο πεζούλι μας να ξαποστάσει και μου ζήτησε νερό. Εγώ στην αρχή αρνήθηκα, αλλά μετά τον λυπήθηκα και του έδωσα.

Πες του να έρθει μέσα…

Η δούλα βγήκε από το σπίτι κι έφερε μέσα τον μικρό αδερφό. Μόλις ειδωθήκανε αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Έπειτα, άρχισε να της λέει όλα όσα έγιναν, μα πριν προλάβει να τελειώσει ακούστηκε από έξω θόρυβος.

Έρχεται ο άντρας μου το λιοβτάρι. Έλα να σε κρύψω γιατί μπορεί να σε κατασπαράξει.

…και δείνοντάς του ένα χτύπημα τον μεταμόρφωσε σε σκούπα. Την πήρε και την ακούμπησε δίπλα στην πόρτα. Σε λίγο, φάνηκε και το λιοντάρι, που περνώντας την πόρτα είπε:

Χμμμ, βασιλικό αίμα μου μυρίζει.

Λογικό είναι άντρα μου…αφού σε δρόμους που περπατούν βασιλιάδες κυκλοφορείς συνέχεια…τι άλλο να σου μύριζε;

…του απάντησε ψύχραιμα και του ζήτησε να καθίσει στο τραπέζι να φάνε. Εκεί, άνοιξε πρώτη την κουβέντα και είπε του λιονταριού:

Πες μου άντρα…αν ερχότανε να με δει ο μεγάλος μου αδερφός, τί θα του έκανες;

Θα τον κατασπάραζα!

Αν ερχότανε ο μεσαίος μου αδερφός;

Θα τον έκοβα μικρά κοματάκια!

Αν ερχότανε ο μικρός αδερφός μου;

Αυτόν θα τον φιλούσα σταυρωτά!

Η βασιλοπούλα, αφού σιγουρεύτηκε είπε του λιονταριού:

Πρέπει να σου πω ότι ο μικρός μου αδερφός είναι εδώ.

Και γιατί τον κρύβεις τότε;

Έτσι, πήρε την σκούπα και την χτύπησε ξανά, επαναφέροντας τον αδερφό της. Το λιοντάρι τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον ρώτησε γιατί ήρθε. Το βασιλόπουλο του τα εξήγησε όλα και τέλος ρώτησε του λιονταριού αν ξέρει που θα βρει «τις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, τα μαρμαρένια τα βουνά, τους κρουσταλλένιους κάμπους». Το λιοντάρι του απάντησε πως δεν γνωρίζει, αλλά το επόμενο πρωί, κάλεσε να παρουσιαστούνε μπροστά του όλα τα ζώα και τα ρώτησε. Κανένα τους όμως δεν γνώριζε κι έτσι το βασιλόπουλο αφού τους χαιρέτισε συνέχισε το ταξίδι του για να βρει τις ίλινες, τις μπίλινες.

Περπάτησε άλλα πέντε χρόνια κι έφτασε στο σπίτι της μεσαίας του αδερφής. Εκεί, έκατσε και πάλι στο πεζούλι του σπιτιού να ξεκουραστεί όταν μετά από λίγο βγήκε η δούλα με τον μαστραπά για να τον γεμίσει νερό από το πηγάδι. Το βασιλόπουλο της ζήτησε να πιει λίγο νερό κι αυτή του έδωσε. Αφού ήπιε, έριξε το δαχτυλίδι του στο μαστραπά κι όταν το είδε μετά η αδερφή του, το αναγνώρισε και τον φώναξαν μέσα στο σπίτι. Εκεί που μιλούσαν, ακούστηκε από έξω να πλησιάζει το καπλάνι κι η αδεφή του που φοβήθηκε τον χτύπησε και τον μεταμόρφωσε σε φαράσι. Σαν πέρασε την πόρτα το καπλάνι, είπε της βασιλοπούλας:

Χμμμ, βασιλικό αίμα μου μυρίζει.

Λογικό είναι άντρα μου…αφού σε δρόμους που περπατούν βασιλιάδες κυκλοφορείς συνέχεια…τι άλλο να σου μύριζε;

Του έστρωσε τραπέζι και την ώρα που τρώγανε τον ρώτησε:

Πες μου άντρα…αν ερχότανε να με δει ο μεγάλος μου αδερφός, τί θα του έκανες;

Θα τον κατασπάραζα!

Αν ερχότανε ο μεσαίος μου αδερφός;

Θα τον έκοβα μικρά κοματάκια!

Αν ερχότανε ο μικρός αδερφός μου;

Αυτόν θα τον έκανα αδερφό μου!

Ήρθε, αλλά τον έκρυψα γιατί φοβήθηκα μην τον φας.

Η βασιλοπούλα, αφού σιγουρεύτηκε για τα αισθήματα του άντρα της προς τον αδερφό της, χτύπησε το φαράσι και τον επανέφερε στην αρχική του μορφή. Το καπλάνι και το βασιλόπουλο αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κι έπειτα ο μικρός αδερφός εξήγησε στο καπλάνι τα καθέκαστα.

Ξέρεις που θα βρω τις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, τα μαρμαρένια τα βουνά, τους κρουσταλλένιους κάμπους;

Δεν ξέρω, αλλά αύριο το πρωί θα φωνάξω όλα τα ζώα και θα τα ρωτήσω. Κάποιο θα ξέρει!

Μα για κακή του τύχη, κανένα από τα ζώα δεν τις γνώριζε κι έτσι, το βασιλόπουλο, αφού τους χαιρέτισε όλους, ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του. Περπάτησε για άλλα πέντε χρόνια μέχρι που έφτασε στην τρίτη του αδερφή. Έκατσε πάλι στο πεζούλι να ξαποστάσει κι όταν βγήκε η δούλα, της ζήτησε νερό να πιει. Αυτή του έδωσε κι αυτός έριξε μετά το δαχτυλίδι του στον μαστραπά. Η αδερφή του το αναγνώρισε και τον φώναξαν μέσα. Πάνω που μιλούσαν, εμφανίστηκε κι ο αητός που τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Όταν έμαθε για το λόγο του ερχομού του, είπε πως δεν γνωρίζει που βρίσκονται οι ίλινες οι μπίλινες, αλλά το επόμενο πρωί, θα καλούσε όλα τα πουλιά για να τα ρωτήσει. Έτσι κι έγινε. Το άλλο πρωί, όλα τα πουλιά παρουσιάστηκαν μπροστά στον αητό, αλλά κανένα δεν γνώριζε την απάντηση. Από την συγκέντρωση, έλειπε μόνο μια κουτσή γερακίνα που ήρθε καθυστερημένη.

Εγώ ξέρω που θα βρείτε τις ίλινες, τις μπίλινες!

Τότε, φρόντισε να μεταφέρεις τον ανταδερφό μου εκεί.

Όντως, η γερακίνα πήρε το βασιλόπουλο και πετάξανε μαζί και μετά από μέρες ενώ πλησιάζανε στις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, στα μαρμαρένια τα βουνά, στους κρουσταλλένιους κάμπους, σπάσανε τα σιδερένια παπούτσια του. Εκεί είδε το βασιλόπουλο την καλή του μαζί με άλλες ξωτικές. Την πήρε μαζί του στο βασίλειο και την παντρεύτηκε. Ζήσανε όμορφα κι ευτυχισμένα….

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λένε τα παραμύθια!

Categories: Παραμύθια για ενήλικες | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Η γριά κατσίκα που ξεγέλασε το λιοντάρι.

Παραδοσιακό παραμύθι από την Ινδία –

Απόδοση: Χρήστος Τσίρκας.

Στα χρόνια τα παλιά, που τα ζώα είχαν κι αυτά μιλιά που ήταν κατανοητή σε εμάς τους ανθρώπους, μια κατσίκα ζούσε κοντά σε ένα πυκνό δάσος. Είχε γεράσει και αδυνατούσε να ακολουθεί συνέχεια το κοπάδι της. Πάντα έμενε πίσω και προχωρούσε μοναχή.

goat final

Μια μέρα, ο βοσκός που είχε βγάλει το κοπάδι για βοσκή, έγειρε στην σκιά ενός δέντρου για να ξαποστάσει. Εκεί όμως, τον πήρε ο ύπνος και καθώς ήταν κουρασμένος, ξύπνησε αργά το μεσημέρι. Όταν συνειδητοποίησε την ώρα που είχε περάσει, μάζεψε γρήγορα-γρήγορα τα κατσίκια του και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Μα η γριά κατσίκα, δεν μπορούσε να τα ακολουθήσει με τον ίδιο ρυθμό κι έτσι την βρήκε το σκοτάδι μέσα στο δάσος. Μη ξέροντας προς τα που να πάει, αποφάσισε να βρει ένας ασφαλές μέρος για να περάσει το βράδυ της χωρίς να κινδυνεύσει από τα άγρια ζώα.

Όπως περπατούσε, αντίκρισε μια σπηλιά σε έναν βράχο που τον έκρυβε ένας λόφος. Κίνησε προς τα εκεί μα όταν έφτασε, ανακάλυψε πως ήταν η φωλιά ενός τεράστιου και άγριου λιονταριού. Τα έχασε και δεν ήξερε τι να κάνει. Αν γύριζε την πλάτη της προσπαθώντας να φύγει το λιοντάρι θα την ορμούσε στα σίγουρα και θα την έτρωγε. Τότε, αποφάσισε να ρισκάρει και να λειτουργήσει με πονηριά.

Το λιοντάρι από την άλλη, μόλις την είδε να μπαίνει στην φωλιά του, απόρησε για το θάρρος της. Κανένα άλλο ζώο δεν τολμούσε να πλησιάσει την σπηλιά. Όλα φοβόντουσαν το λιοντάρι. Έτσι, την ρώτησε απορημένος…

Ποια είσαι εσύ που δεν με φοβάσαι και μπαίνεις με αυτό το θράσος στην σπηλιά μου;

Είμαι η βασίλισσα των κατσικιών. Χρόνια ολόκληρα τώρα, εξουσιάζω τη φυλή μας. Επειδή όμως τα χρόνια περνάνε, πρέπει να πραγματοποιήσω την υπόσχεση που είχα δώσει την μέρα που με χρίσανε βασίλισσα.

Και τι υπόσχεση είχες δώσει;

…ρώτησε το λιοντάρι που δεν πίστευε στα ματιά του.

Όταν έγινα βασίλισσα, υποσχέθηκα ότι πριν πεθάνω πρέπει να φάω πενήντα τίγρεις, τριάντα ελέφαντες και δέκα λιοντάρια. Μέχρι τώρα έφαγα τις τίγρεις και τους ελέφαντες. Μόλις ξεκίνησα να ψάχνω για λιοντάρια κι ευτυχώς που βρήκα εσένα. Θα είσαι το πρώτο μου λιοντάρι.

Το λιοντάρι μόλις άκουσε την τρελή υπόσχεση της κατσίκας τρομοκρατήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Έτσι καθώς έτρεχε, συνάντησε στον δρόμο ένα τσακάλι. Το τσακάλι τα έχασε που είδε το λιοντάρι τόσο φοβισμένο να τρέχει και το ρώτησε τι συμβαίνει. «Το και το»…το λιοντάρι, εξήγησε στο τσακάλι την όλη ιστορία κι όταν τέλειωσε, το τσακάλι έβαλε τα γέλια.

Χα,χα,χα…πρώτη μου φορά ακούω κάτι τέτοιο. Είμαι σίγουρος πως κάτι βρομάει εδώ. Πάμε να μου δείξεις αυτή τη βασίλισσα των κατσικιών.

Λιοντάρι και τσακάλι, επιστρέφουν μαζί στην σπηλιά, ενώ η κατσίκα βρισκόταν ακόμα εκεί. Με το που πέρασαν την σπηλιά και στάθηκαν απέναντί της, η κατσίκα ψύχραιμη, πλησίασε προς το μέρος τους και με αυστηρή φωνή αποκρίθηκε προς το τσακάλι.

Τι πράγματα είναι αυτά τσακάλι; Εγώ σε διέταξα να ψάξεις και να μου φέρεις δέκα λιοντάρια κι εσύ μου φέρνεις μόνο ένα. Με απογοητεύεις. Θα με αναγκάσεις να φάω κι εσένα.

Το λιοντάρι, μόλις άκουσε τα λόγια της κατσίκας, πίστεψε ότι το τσακάλι τον κορόιδεψε και ότι τον οδήγησε σε παγίδα κι όρμησε πάνω του να τον κατασπαράξει. Εκείνη την ώρα η κατσίκα βγήκε από την σπηλιά κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι με όση αντοχή είχε, ενώ το τσακάλι και το λιοντάρι πολεμούσε το ένα το άλλο.

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Το πάθημα του λύκου

Μύθος του Αισώπου –

Μια φορά κι έναν καιρό το λιοντάρι, ο βασιλιάς των ζώων, αρρώστησε βαριά. Φοβήθηκε πως θα πεθάνει κι έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα του μεγάλου δάσους μπροστά του, για να του πουν τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί.

Όλα τα ζώα είπαν τη γνώμη τους, ώσπου ήρθε κι η σειρά του λύκου.

Βασιλιά μου, δε γνωρίζω κανένα γιατρικό για την αρρώστια σου, μα ούτε και όσα ζώα είναι εδώ, γνωρίζουν. Το μόνο ζώο που ξέρει από φάρμακα, είναι η αλεπού! Μα αυτή σε περιφρόνησε και δεν ήρθε ούτε στο κάλεσμα σου. Άκουσα μάλιστα να λένε ότι χάρηκε για την αρρώστια σου και ότι δεν τη νοιάζει αν πεθάνεις.

Ο λύκος τα είπε επίτηδες αυτά τα λόγια, γιατί δε συμπαθούσε την αλεπού και ήταν σίγουρος ότι το λιοντάρι θα την τιμωρούσε!

– Ώστε έτσι! Να την βρείτε αμέσως και να την φέρετε μπροστά μου. Θα της κόψω τη γλώσσα!

…φώναξε θυμωμένο το λιοντάριΟ λύκος έτριψε τα χέρια του από τη χαρά του. Είχε έρθει η στιγμή να κάνει κακό στην αλεπού. Ένα πουλάκι όμως, πέταξε γρήγορα, βρήκε την αλεπού και της είπε:

– Ο λύκος σε συκοφάντησε και το λιοντάρι θα σου κόψει τη γλώσσα για να σε τιμωρήσει.

– Σε ευχαριστώ καλό μου πουλάκι. Μη φοβάσαι, θα καταφέρω να γλιτώσω!

…είπε η αλεπού. Mάζεψε μερικά αγριόχορτα και τράβηξε προς τη σπηλιά του λιονταριού.Όταν την είδε το λιοντάρι άφρισε από το κακό του και της φώναξε:

– Έλα εδώ! Πού ήσουν; Δεν έμαθες ότι κάλεσα όλα τα ζώα να παρουσιαστείτε μπροστά μου;

– Ναι, βασιλιά μου. Το έμαθα πως είσαι άρρωστος βαριά, για αυτό πριν έρθω, πήγα και μάζεψα αυτά τα βότανα, που θα σε κάνουν καλά.

…απάντησε η αλεπού.

– Ώστε για αυτό άργησες; Καλά έκανες! Θα γίνω καλά αν πάρω αυτά τα βότανα;

– Ναι, βασιλιά μου! Μόνο που χρειάζεται να τα ανακατέψεις με κάτι ακόμα, για να γίνει τέλειο το φάρμακο.

– Με τι; 

…ρώτησε το λιοντάρι.

– Να τα βράσεις μαζί με μια γλώσσα λύκου. Αυτή βέβαια εσύ ξέρεις που θα τη βρεις.

– Και βέβαια ξέρω! Θα κόψω τη γλώσσα του λύκου!

Το είπε και το έκανε αμέσως. Έτσι η πονηρή αλεπού τιμώρησε το λύκο για τη συκοφαντία του.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Το λιοντάρι, το τσακάλι και ο άνθρωπος

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, το Λιοντάρι, ο βασιλιάς της ζούγκλας και το Τσακάλι ο μυστικοσύμβουλός του, συναντήθηκαν για να συζητήσουν πώς θα αντιμετωπίσουν τους εχθρούς του βασιλείου. Κάποια στιγμή το Λιοντάρι άρχισε να καυχιέται για τη δύναμή του.

– Είμαι το πιο δυνατό και το πιο έξυπνο ζώο. Μονάχα εγώ αξίζει να είμαι βασιλιάς.

Το Τσακάλι πάντα κολάκευε το Λιοντάρι, όμως αυτή τη φορά, αποφάσισε να του δώσει ένα μάθημα.

– Ολα τα ζώα αναγνωρίζουν τη δύναμη και την εξυπνάδα σου. Δυστυχώς όμως, υπάρχει ένα ζώο πιο δυνατό από σένα. Το λένε άνθρωπο, και το αρσενικό του ο άνδρας, έχει πολλά χαρίσματα.

– Πάμε να μου το δείξεις. Πρόσεξε όμως, γιατί αν με κοροϊδεύεις θα το πληρώσεις ακριβά.

Μπροστά το Τσακάλι πίσω το Λιοντάρι, άρχισαν να περιπλανιούνται στη σαβάνα αναζητώντας τον άνδρα, το πιο δυνατό ζώο στον κόσμο. Στον δρόμο τους συνάντησαν ένα αγόρι.

– Αυτός είναι ο πανίσχυρος άνδρας;

…ρώτησε το Λιοντάρι.

– Οχι. Αυτός δεν έχει γίνει ακόμα άνδρας, βασιλιά μου.

…απάντησε το Τσακάλι.

Υστερα από λίγο συνάντησαν έναν γέροντα, που βάδιζε με σκυμμένο το κεφάλι, στηριγμένος σ’ ένα μπαστούνι.

-Αυτός είναι ο πανίσχυρος άνδρας;

…ρώτησε και πάλι το Λιοντάρι.

– Οχι, βασιλιά μου.  Κάποτε ήταν πανίσχυρος άνδρας, αλλά δεν είναι πια.

…του απάντησε και πάλι το Τσακάλι.

Συνέχισαν να βαδίζουν ώσπου σε λίγο συνάντησαν έναν νεαρό που είχε βγει με τα σκυλιά του να κυνηγήσει και τότε του είπε το Τσακάλι…

– Αυτός είναι ο άνδρας, βασιλιά μου. Αναμετρήσου μαζί του κι αν τον νικήσεις, τότε είσαι στ’ αλήθεια το πιο δυνατό ζώο στον κόσμο.

– Τώρα θα δει με ποιον έχει να κάνει

…είπε το Λιοντάρι, ενώ το Τσακάλι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τους θάμνους για να παρακολουθήσει με ασφάλεια τη μονομαχία Ανθρώπου και Λιονταριού.

Μ’ έναν δυνατό βρυχηθμό, το Λιοντάρι όρμησε προς τον κυνηγό, αλλά πριν προλάβει να τον πλησιάσει, τα σκυλιά το περικύκλωσαν. Χωρίς να τους δώσει μεγάλη σημασία, τα παραμέρισε με την πατούσα του και τα σκόρπισε, αλλά αυτά συνέχισαν να γαβγίζουν και να του δείχνουν τα δόντια τους. Τότε, ο άνδρας πυροβόλησε και χτύπησε το Λιοντάρι στον ώμο. Ούτε τώρα πτοήθηκε το Λιοντάρι και επιτέθηκε στον κυνηγό. Εκείνος, γρήγορος σαν αστραπή, έβγαλε το ατσάλινο μαχαίρι του και χτύπησε με δύναμη το ζώο. Το Λιοντάρι τρομαγμένο, το έβαλε στα πόδια, ενώ σφύριζαν στ’ αυτιά του οι σφαίρες του κυνηγού.

– Τι λες, λοιπόν; Συνεχίζεις να είσαι το πιο δυνατό ζώο στον κόσμο;

…ρώτησε το Τσακάλι όταν το Λιοντάρι λαχανιασμένο έφτασε κοντά του. Και το Λιοντάρι απάντησε…

– Οχι Τσακάλι. Παραχωρώ τον τίτλο μου σ’ αυτόν τον -πώς τον είπες;- άνθρωπο. Δεν έχω δει άλλον σαν αυτόν. Στην αρχή έστειλε δέκα από τους σωματοφύλακές του να μου χιμήξουν. Μετά, όταν προσπάθησα να τον πλησιάσω, έφτυσε φωτιά καταπάνω μου. Κι ύστερα, όταν άρχισα να παλεύω μαζί του, ξεκόλλησε από το σώμα του ένα από τα πλευρά του και μ’ αυτό με πλήγωσε άσχημα. Για να γλιτώσω τον θάνατο, αναγκάστηκα να το βάλω στα πόδια και τότε άρχισε να μου πετάει καυτές μπάλες που με τσουρούφλισαν. Οχι Τσακάλι. Σ’ αυτόν αξίζει ο τίτλος του πιο δυνατού στον κόσμο.

«Το λιοντάρι, το τσακάλι και ο άνθρωπος» είναι ένα παραμύθι από τη Νότια Αφρική

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,, | 1 σχόλιο

Το λιοντάρι, η αλεπού και η ελαφίνα

Ο βασιλιάς των ζώων, το λιοντάρι, κάποτε αρρώστησε και καθόταν μέσα στην σπηλιά του μέχρι να γίνει καλά. Παρέα αυτές τις δύσκολες ώρες, του κρατούσε η αλεπού. Κάποια στιγμή το λιοντάρι πείνασε και είπε στην αλεπού:

Κυρά αλεπού, αν με αγαπάς όπως λες και θέλεις να γίνω γρήγορα καλά, πήγαινε να μου φέρεις την μεγάλη ελαφίνα που τριγυρνάει στο δάσος. Αυτή θα είναι το γιατρικό μου. Μόνο εσύ μπορείς να τα καταφέρεις, αφού η πονηριά σου είναι ξακουστή σε όλο τον κόσμο.

Η αλεπού, υπακούοντας στην θέληση του βασιλιά της, άφησε την φωλιά του και άρχισε να τριγυρνάει στο δάσος με σκοπό να συναντήσει την μεγάλη ελαφίνα. Έψαξε σχεδόν όλο το δάσος και τελικά την ανακάλυψε δίπλα σε ένα ρυάκι να τρώει φρέσκο χορτάρι.

Γεια σου κυρά ελαφίνα…

της είπε με αθώο ύφος.

…σου φέρνω ευχάριστα νέα. Όπως θα ξέρεις, ο βασιλιάς μας το λιοντάρι είναι άρρωστος και η ώρα που θα πεθάνει δεν είναι μακριά. Σκέφτηκε λοιπόν ότι το καταλληλότερο ζώο για να τον διαδεχθεί στον θρόνο είσαι εσύ. Εγώ, πρέπει να σε αφήσω τώρα για να γυρίσω στον άρρωστο. Καλά θα κάνεις να έρθεις κι εσύ μαζί μου, να τον παρηγορήσεις αυτές τις δύσκολες ώρες. Εξάλλου ολόκληρο βασίλειο σου αφήνει. Α! Όταν γίνεις βασίλισσα των ζώων μην ξεχάσεις κι εμένα που σου έφερα την χαρμόσυνη είδηση.

Η αλεπού, μαστόρισσα καθώς είναι στα όμορφα λόγια και στις κολακείες, έπεισε την ελαφίνα ότι έτσι έχουν τα πράγματα και χωρίς δεύτερη σκέψη το ανυποψίαστο ζώο πήρε τον δρόμο για την φωλιά του λιονταριού.

 

Το λιοντάρι, που η πείνα του είχε θεριέψει για τα καλά, μόλις είδε την ελαφίνα να προβάλει στην είσοδο της σπηλιάς του, όρμισε πάνω της χωρίς όμως να καταφέρει να την πιάσει. Η ελαφίνα γλύτωσε από τα νύχια του λιονταριού, τα οποία όμως πρόλαβαν να την γρατζουνίσουν στο αυτί.

Η αλεπού βλέποντας τι είχε συμβεί, άρχισε να λέει στο λιοντάρι:

Αχ, βασιλιά μου. Θάλασσα τα έκανες. Δεν έπρεπε να της ορμίσεις αμέσως. Τόσους κόπους έκανα και πήγαν όλοι χαμένοι.

Το λιοντάρι στενοχωρήθηκε πολύ που δεν τα κατάφερε και με ύφος γεμάτο παράπονο, κοίταξε την αλεπού και της είπε:

Κυρά αλεπού μου, ξέρω πόσο άξια είσαι. Πήγαινε να βρεις ξανά την ελαφίνα και είμαι σίγουρος ότι θα την καταφέρεις να ξαναέρθει.

Η αλεπού, μην θέλοντας να κακοκαρδίσει τον βασιλιά της, ξαναπήρε τους δρόμους και άρχιζε να αναζητά ξανά την ελαφίνα, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν τι θα της πει για να την ξαναοδηγήσει στα νύχια του λιονταριού. Κάποια στιγμή την βρήκε και της είπε με ύφος λες και είχε παρεξηγηθεί:

Τι έπαθες εσύ και έφυγες τρέχοντας;

Η ελαφίνα μην πιστεύοντας στα αυτιά της, απάντησε με θυμό στην αλεπού:

Δεν ντρέπεσαι να με αντικρίζεις; Με ξεγέλασες για να με φάει το λιοντάρι. Έννοια σου και το πήρα το μάθημα μου. Να πας αλλού να τάξεις βασίλεια και θρόνους.

Η πονηρή αλεπού τότε, προσποιούμενη την έκπληκτη, απάντησε:

Μα τι φοβητσιάρα που είσαι! Δεν ντρέπεσαι να με κατηγορείς άδικα; Ο μεγαλειότατος θέλησε να σε πιάσει από το αυτί για να σου φανερώσει κρατικά μυστικά και να σου δώσει συμβουλές για την βασιλεία σου. Αλλά τι στα λέω; Κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει ο λύκος πια βασιλιάς, αφού το λιοντάρι θύμωσε πολύ μαζί σου. Απλά σκέφτομαι ότι ο λύκος θα γίνει τύρρανος. Γι’ αυτό αν αγαπάς τα ζώα του δάσους, έλα να πάμε στο λιοντάρι για να γίνεις εσύ βασίλισσα.

Η ελαφίνα κρατώντας κάποιες επιφυλάξεις, ζήτησε από την αλεπού να της ορκιστεί ότι όλα όσα της είπε είναι αλήθεια. Η αλεπού τότε, δίχως κανένα δισταγμό της ορκίστηκε ως εξής:

Ορκίζομαι στο χορτάρι που τρως και στο νερό που πίνεις ότι το λιοντάρι δεν θα σε πειράξει. Μόνο βιάσου μην προλάβει ο λύκος και πάρει τον θρόνο.

Για δεύτερη φορά η ελαφίνα, πίστεψε τις ψευτιές της αλεπούς και με βήμα ταχύ ξεκίνησαν και οι δυο τους για την φωλιά του λιονταριού. Όταν έφτασαν εκεί, το λιοντάρι έχοντας πάρει το μάθημα του, άφησε την ελαφίνα να μπει για να καλά στην σπηλιά του και μόνο τότε της όρμησε και την έπιασε για τα καλά.

Την ώρα που το λιοντάρι άρχισε να τρώει, το μυαλό της ελαφίνας γλίστρησε λιγάκι παραπέρα. Βλέποντας το η αλεπού το άρπαξε κρυφά και το καταβρόχθισε στην στιγμή. Όταν το λιοντάρι αναζήτησε το μυαλό του θηράματος του, η αλεπού με αθώο ύφος του είπε:

Βασιλιά μου, περιμένεις να έχει μυαλό ένα ζώο που ήρθε στην φωλιά σου να το φας και μάλιστα δύο φορές;

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,, | 2 Σχόλια

Το λιοντάρι και το ποντίκι / The Lion and the Mouse

We have an english version also.

(Ακούστε τον μύθο ηχητικά στο τέλος της ελληνικής απόδοσης)

Μια φορά ένα λιοντάρι κοιμότανε στη σπηλιά του. Είχε φάει αποβραδίς ένα βόδι ολόκληρο, είχε πιει μπόλικο νερό και τώρα είχε βυθιστεί στον ύπνο κι έβλεπε όνειρα λιονταρίσια.

Ξαφνικά, ένιωσε στον ύπνο του πως κάτι το γαργαλούσε σαν να περπατούσε κάποιος – πολύ ελαφρά είν’ αλήθεια – πάνω στο κορμί του. Άνοιξε τα μάτια του και τι να δει: ήταν ένα ποντίκι!

Θύμωσε τότε  που ένα τόσο ταπεινό και μικρούλικο ζωάκι τόλμησε να του χαλάσει την ησυχία του κι αρπάζοντάς το με το πόδι του, ετοιμάστηκε να το φάει.

Αλλά το ποντίκι άρχισε να το παρακαλάει κλαίγοντας:

Άφησέ με βασιλιά μου να ζήσω κι εγώ μπορεί μια μέρα να σου ξεπληρώσω την καλοσύνη που θα μου κάνεις.

Το λιοντάρι, που ήτανε χορτάτο από το προηγούμενο βράδυ και δεν μπορούσε να φάει ούτε έναν ποντικό, γέλασε με τα λόγια που άκουσε και του απάντησε:

 Σου χαρίζω τη ζωή, μόλο που ποτέ δε θα μπορούσες εσύ να με βοηθήσεις!

Κάποτε όμως το λιοντάρι έπεσε σ’ ένα λάκκο – παγίδα που είχαν ανοίξει κάποιοι κυνηγοί, κι εκείνοι του έδεσαν τα πόδια με χοντρά σκοινιά και το άφησαν για να πάνε στο χωριό τους να φέρουν κι άλλους ανθρώπους, να τους βοηθήσουν, για να το κουβαλήσουν επειδή ήταν πολύ βαρύ.

Ύστερα από λίγη ώρα, έτυχε να περνάει από εκεί ο ποντικός και άκουσε βογκητά. Κατέβηκε τότε στο λάκκο, είδε το δεμένο λιοντάρι και το γνώρισε.

Κάποτε μου χάρισες τη ζωή. Τώρα θα σου ξεπληρώσω την καλοσύνη σου και θα σε ελευθερώσω.

Εσύ θα με ελευθερώσεις; Πώς είναι δυνατό;

Ρώτησε απορώντας το λιοντάρι.

Τώρα θα δείς…

είπε το ποντίκι. Κι άρχισε με τα σουβλερά του δόντια να ροκανίζει τα χοντρά σκοινιά που έδεναν τα πόδια του λιονταριού. Ύστερα από τρεις-τέσσερις ώρες, τα σκοινιά ήταν κομμένα και το λιοντάρι μπόρεσε μ’ ένα πήδημα να βγει από το λάκκο – παγίδα.

Δεν έφυγε όμως αμέσως γιατί περίμενε να σκαρφαλώσει και το ποντίκι απάνω μια που αυτό δεν μπορούσε να βγει μ’ ένα πήδημα.

Σ’ ευχαριστώ πολύ!

Του είπε συγκινημένο το λιοντάρι και το ποντίκι του αποκρίθηκε με ταπεινότητα.

Σου είχα υποσχεθεί πως θα ξεπλήρωνα την καλοσύνη που μου έκανες, και κράτησα την υπόσχεσή μου. Τότε γέλασες μαζί μου γιατί δεν πίστευες πως εγώ, ένα μικρό και αδύνατο ποντίκι, θα μπορούσα να βοηθήσω εσένα, το βασιλιά των αγριμιών. Πρέπει να ξέρεις όμως, πως κι οι πιο αδύνατοι μπορούν να ξεπληρώσουν το καλό που κάνουν οι δυνατότεροί τους.

 

Ακούστε τον μύθο…

Τον μύθο «Το λιοντάρι και το ποντίκι» αφηγείται η Γιούλη Κριθαρέλη. Η Γιούλη Κριθαρέλη είναι Κοινωνική λειτουργός. Ανταποκρίθηκε στην πρόταση-πρόσκληση της Ομάδας μας προς όσους ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στην δράση της ηχητικής ψηφιοποίησης των παραμυθιών. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2018, ηχογράφησε τον μύθο και την ευχαριστούμε για την συμμετοχή της.


Once upon a time, deeply in the forest, there was a big strong lion. He was the king of the jungle. The lion liked sleeping under the trees and his snoring was really loud.  All the animals were afraid and while he was sleeping, they were singing:

The king is asleep! Don’t wake him up!

His temper is bad! He will get MAAAAAAD!!!!!

One day, a tiny mouse climbed up on his head and started scratching him. The lion woke up.

Who’s there?????

…he shouted.

He grabbed the mouse and he was about to eat it, when the little mouse said :

Please mighty king, Spare me!  Maybe one day, I will help you, I’ll save you.

Hmmmm, you are too small to save me , but I will let you go if you sing and dance for me!!!!

…the lion answered. The mouse started singing:

Tra lallalallalalal tralallal la laaaaaaaaaaaaaaaa!!!!

It was so bad that the lion laughed!

OK, OK, that’s enough! You can go.

The mouse ran happily back in the forest. Days later the lion was walking proud in the forest.  Suddenly, he got caught in a hunter’s trap. The other animals were looking at him but they couldn’t do anything. Then, the tiny mouse appeared.

I ‘ll keep my promise and I‘ll save you mighty king…

he  said and he started chewing the net. He made a small hole, but lion was too big to come out. He  kept chewing and chewing and finally he made a biiig hole and the lion broke free!

All the animals were very happy and the little mouse said:

You see mighty king, even the weak and small may be of help to those much mightier than them.

The lion answered:

You are right!!!! For this reason, I’ll make you king of the jungle for one day.

The whole day, all the animals in the jungle were singing and dancing ……………………………

………………………..and they lived happily ever after.


Οι μεταφράσεις και αποδόσεις των παραμυθιών στα αγγλικά γίνονται από το μέλος των Παραμυθάδων και Διευθύντρια του Φροντιστηρίου Ξένων Γλωσσών Σ. Καλογραία (Ομονοίας 60) Ξανθούλα Στογιαννίδου.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,,,, | 3 Σχόλια

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: