Ο Δεκέμβριος ήταν ένας μήνας φορτωμένος με εκδηλώσεις για την Ομάδα μας. Χριστουγεννιάτικες ιστορίες και παραμύθια του Δωδεκαημέρου εναλλάσσονταν στο ρεπερτόριό μας, ανάλογα με το κοινό και τις μέρες που εμφανιζόμασταν. Μια εκδήλωση όμως ήταν εντελώς ξεχωριστή. Δεν απευθύνονταν σε παιδιά, αλλά σε ενήλικες. Ήταν η εκδήλωση που από κοινού με την Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» διοργανώσαμε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στο αναγνωστήριό της στον δεύτερο όροφο.
Μετά τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που παρουσιάσαμε πέρυσι, φέτος η αναζήτηση έφερε στο διάβα μας τον Σταμ. Σταμ., κατά κόσμον Σταμάτη Σταματίου. Δημοσιογράφος του προηγούμενου αιώνα από την Ναύπακτο που έζησε την ίδια εποχή με τον «πρίγκηπα των ελλήνων λογογράφων» που προαναφέραμε.
Για καλή μας τύχη, το βιβλίο του με τίτλο «Ιστορίες του χωριού», εξαντλημένο σε όλα τα βιβλιοπωλεία, υπήρχε στην Δημοτική Βιβλιοθήκη μας και διαθέσιμο μόνο για ανάγνωση στον δεύτερο όροφο. Το καφέ δερματόδετο «κόσμημα» έγινε το δικό μας ευαγγέλιο για τις μέρες εκείνες που έπρεπε να επιλέξουμε τα τρία καλύτερα ευθυμογραφήματα.
Νοέμβριος ήταν όταν ξεκινήσαμε την προετοιμασία μας…
Σκληρή μελέτη ακολούθησε, ρουφώντας κάθε σελίδα του, ζωγραφίζοντας κάθε εικόνα που οι λέξεις υπογράμμιζαν. Τελικά, κατασταλάξαμε. Βρήκαμε αυτά που ψάχναμε. «Πως εσώθη το χωριό», «Του Λεϊμονή το δάνειο» και το «Χριστούγεννα που χάθηκαν».
Ακολούθησε η διανομή. Ποιοι θα διάβαζαν και τί θα διάβαζαν κι ύστερα άρχισαν οι πρόβες. Αρκετές ώρες στο παραμυθόσπιτο να τσαλακώνουμε τις φράσεις, να ξεχειλώνουμε τις λέξεις, να παίζουμε με τα πρόσωπα, τους ήρωες των ευθυμογραφημάτων. Το αποτέλεσμα ήταν να καταλήγουμε σε ξέφρενα γέλια από βάθος ψυχής. Περάσαμε όμορφες στιγμές με αυτές τις ιστορίες…
Έπειτα σκεφτήκαμε ότι κατά την έναρξη της εκδήλωσης, κάποιος θα έπρεπε να πει μερικά λόγια για τον Σταμ. Σταμ. Να τον κάνει γνωστό στο κοινό που θα παραβρεθεί. Αρχικά σκεφτήκαμε να είναι ένας από εμάς, αλλά μια άλλη ιδέα-πρόταση έπεσε στο τραπέζι. Η συγκεκριμένη παρουσίαση να γίνει από μια καλή μας φίλη που μας στηρίζει συνέχεια από την θέση της. Της το προτείναμε και δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Έτσι, η δημοσιογράφος της ΕΡΑ Καβάλα, Ρένα Πανταζόγλου ανέλαβε την ευθύνη του πρώτου μέρους της εκδήλωσης και το έφερε σε πέρας προκαλώντας ιδιαίτερη συγκίνηση με το απόσπασμα του Σταμ. Σταμ. για τον τρόπο που γνώρισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Διάβασε το απόσπασμα στο τέλος του άρθρου).
Θεωρούμε την μουσική ως αναπόσπαστο κομάτι με τον λόγο. Το καλό πάντρεμά τους, μπορεί να απογειώσει μια κατάσταση. Το πιστεύουμε ακράδαντα αυτό και το επιδιώκουμε όταν έχουμε την δυνατότητα. Πέρυσι με τον Παπαδιαμάντη, μας συντρόφευσε μουσικά ο μαέστρος μας Μανώλης Παργεντάκης. Φέτος όμως θέλαμε να πειραματιστούμε. Να δοκιμάσουμε κάτι νέο, κάτι καινούργιο για εμάς. Εξάλλου μας το επέτρεπε και το θέμα μας.
Κάπως έτσι, με επαφές και συζητήσεις, καταλήξαμε να έχουμε συμπαραστάτες τρεις εξαίσιους μουσικούς που χρόνια τώρα καταθέτουν την ψυχή τους στα μουσικά δρώμενα. Ο «πρέσβης» της ηλεκτρικής κιθάρας, Ιωάννης Τσίγκας τοποθέτησε τον εαυτό του στην αριστερά πλευρά της «σκηνής» όταν ήρθε εκείνη η ώρα. Στο κέντρο με το ογκώδη του ακορντεόν έκατσε ο γλυκός μας Κώστας Μπιτζηλαίος αφήνοντας την δεξιά θέση για τον μαέστρο τους και δεξιοτέχνη του σαξόφωνου, Μιχάλη Πρεπόνη, ο οποίος όμως προτίμησε για την εκδήλωση, το παραδοσιακό λαούτο.
Από την πρώτη νότα μέχρι και το φινάλε τους, ήταν μια ιδιαίτερη πρόκληση τόσο για τους θεατές, όσο και για εμάς. Ήταν απλά απολαυστικοί.
Ο κόσμος γέμισε ασφυκτικά το αναγνωστήριο εκείνη την μέρα, προσφέροντάς μας ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση. Το αποτέλεσμα, πλημμύρισε τις ψυχές μας με ικανοποίηση και ευχαρίστηση κι όταν όλα τελείωσαν, φύγαμε με το χαμόγελο του νικητή, το χαμόγελο αυτού που έχει προσφέρει κάτι.
Ευχαριστούμε από καρδιάς όλους όσους μας βοήθησαν για την πραγματοποίηση της εκδήλωση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ευχαριστούμε την Κατερίνα Κουμανίδου, την προϊσταμένη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας για την εμπιστοσύνη που μας δείχνει τόσα χρόνια και την άψογη συνεργασία μας.
Ευχαριστούμε τον Θανάση Σοφιανό για τις υπέροχες φωτογραφίες του που τις «κλέψαμε» από το ρεπορτάζ του στον ιστότοπο kavalapost.gr και τις αναδημοσιεύουμε εδώ.
Ευχαριστούμε την Σταυρούλα Παναγιωτίδου για τις υπέροχες ιδέες που είχε για τον σκηνικό διάκοσμο και τον ακούραστο Αλέξη Μίχα για την βοήθειά του προκειμένου να υλοποιηθεί.
Οι υπόλοιποι συντελεστές του αναλογίου που ανάγνωσαν τα ευθυμογραφήματα ήταν τα ακόλουθα μέλη της Ομάδας μας:
Τάσος Καπατζιάς, Ελισάβετ Κεσικιάδου, Μέλη Μίχα, Αδελαϊδα Ράπτη, Ζωή Τσαπανίδου, Χρήστος Π. Τσίρκας, Κατερίνα Τσίρμπα, Αρετή Τσιφλίδου και Μαρία Χαριζάνη.
Την επιμέλεια της εκδήλωσης είχαν οι Μαρία Μπουγά και Μαρία Χαριζάνη
Πως τον πρωτογνώρισα
(Από την παρουσίαση της Ρένας Πανταζόγλου κατά την έναρξη της εκδήλωσης)
«….Ο Σταμάτης Σταματίου ήταν από εκείνους τους δημοσιογράφους- συγγραφείς (όπως ο Σπύρος Μελάς, ο Σπύρος Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλης), ο Τίμος Μωραϊτίνης, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου) οι οποίοι με αφορμή το θάνατο ενός συναδέλφου τους (και τον έρανο που έκαναν μεταξύ τους για τις ανάγκες της κηδείας του) το 1914, πρωτοστάτησαν στη δημιουργία μιας Ένωσης Συντακτών για την υπεράσπιση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων, της μετέπειτα ΕΣΗΕΑ.
Στην διάρκεια της εργασίας του στην εφημερίδα γνώρισε πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και της (μετέπειτα) περίφημης γενιάς του ’30. Μια γνωριμία όμως, κάποια Χριστούγεννα, έμεινε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό του. Μάλιστα δημοσιοποίησε εκείνη τη συνάντηση σε ένα άρθρο του με τίτλο «Πως τον πρωτογνώρισα»,.
«…άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας άνθρωπος, μάλλον υψηλός, κακοντυμένος, με υποκάμισο ζουλισμένο στο λαιμό, χωρίς γραβάτα, με ρούχα οπωσδήποτε απεριποίητα και μακρύ επανωφόρι τριμμένο. Παρά τη φτωχική εμφάνιση, τα γένια του και τα απεριποίητα μαλλιά του, το μελαμψό του πρόσωπο, ήταν κόκκινο στα μάγουλα, κι από τα μάτια του έσταζε μια γλύκα. Εμπήκε συνεσταλμένος και δειλός.
– Ο κύριος Σταματίου;
Ενόμισα πως ήταν κανένας απ’ τους φτωχούς, που συστημένοι εις εμέ από τη διαχείριση, ήρχοντο να πάρουν σημείωμα για να λάβουν το χριστουγεννιάτικο βοήθημά τους.
– Εγώ είμαι, του απήντησα, αλλά καθίστε μια στιγμή, σας παρακαλώ, να τελειώσω κάτι που γράφω εδώ κι αμέσως θα σας διευκολύνω.
Εκάθισε σκυφτός με γυρισμένο το κεφάλι και κοίταζε διαρκώς το πάτωμα.
– Ο κακομοίρης, σκέφτηκα, φτώχεια μεγάλη θα ‘χει!
Και τον κοίταζα με βλέμμα πονεμένο και μια συμπάθεια μεγάλη που έφτανε μέχρι συγκινήσεως.
– Ορίστε, του είπα, άμα τελείωσα.
– Με ζητήσατε;
– Όχι, εγώ δε σας ζήτησα, αλλά ξέρω γιατί ήρθατε και θα τελειώσω αμέσως τη δουλειά σας.(…)
Για να κανονίσω το ποσόν όπου θα έπαιρνε, ηθέλησα να μάθω τα μέλη της οικογένειάς του.(…)
Για να τον βοηθήσω περισσότερο, εσκέφθηκα να κάμω μια πλαστογραφία. Να συμπεριλάβω ως συγκατοικούσας εις τας Αθήνας με αυτόν και τας αδελφάς του κι έκαμα μιαν απόδειξη για τριάκοντα δραχμές.
– Λαμβάνεις τον κόπο, του είπα, να περάσεις από το λογιστήριο.
Ευχαρίστησε ψιθυριστά, σαν φοβισμένος και συνεσταλμένος πάντοτε, σηκώθηκε, αλλά σα να κοντοστεκότανε.
– Κι αυτά τι να τα κάμω; Δεν τα θέλετε;
Και μου έδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πως ήταν πιστοποιητικά απορίας.
– Κράτησέ τα, του είπα. Εμάς δε μας χρειάζονται.
Εσείστηκε, λυγίστηκε ολίγο, έκανε, σκυφτός να φύγει, ξαναγύρισε.
– Τότε αφού δε σας χρειάζονται αυτά, εγώ με τι δικαίωμα θα πληρωθώ;
– Δεν πειράζει, αρκούμεθα εις τον λόγον σας. Χριστούγεννα είναι τώρα.
– Ναι, αλλά αν δεν πάρετε αυτά, εγώ δεν μπορώ να πάρω χρήματα.
– Μα δεν τα παίρνετε εσείς τα χρήματα. Σας τα δίνουμε εμείς!
– Ε, τότε, πάρτε κι εσείς ετούτα που μου τα ζητήσατε.
Και τα άφησε σιγά και μαλακά πάνω στο τραπέζι. Εσκέφθηκα, μήπως του ζήτησε τίποτα πιστοποιητικά το λογιστήριο.
– Μα τι είναι, επιτέλους αυτά, του λέω, και πρέπει απαραιτήτως να τα πάρουμε;
– Το διήγημα των Χριστουγέννων, που μου εζητήσατε.
– Το διήγημα των Χριστουγέννων… και ποιος είστε εσείς;
– Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
– Ο ίδιος;
– Ο ίδιος και ολόκληρος.
Έπεσε το ταβάνι και με πλάκωσε, η πέννα έφυγε απ΄τα χέρια μου, όλα εκεί μέσα, εικόνες, καρέκλες, βιβλία, εφημερίδες, σα να στροβιλίστηκαν γύρω μου κι έκανα ώρα να συνέλθω.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αυτός ο πρίγκηψ των Ελλήνων λογογράφων, που τον φανταζόμουνα ακτινοβολούντα, γελαστόν, ωραίον, καλοντυμένον, ευτυχή, γεμάτον εγωϊσμό, αέρα και μεγαλοπρέπεια, αυτός!…
Αυτός ο μαλακός, ο καλός, ο δειλός, ο φοβισμένος, και τσαλακωμένος άνθρωπος, που στεκότανε με συστολή μαθητού επιμελούς, εκεί ενώπιόν μου! (…)
Του έσφιξα το χέρι χωρίς να ημπορώ ούτε μια λέξη να προφέρω. Από την ταραχή μου και τη σαστιμάρα μου ούτε το φως δεν άναψα. Αισθάνθηκα ένα τρεμουλιαστό χέρι να σφίγγει το δικό μου και τον έχασα μέσα στο σκοτάδι…
Έμεινε όμως πίσω μια μοσχοβολιά κεριού που λιώνει εμπρός στις άγιες εικόνες, κάτι από του καντηλιού το σβήσιμο, κάτι από θυμιατού πέρασμα μακρινό, μακρινό πολύ…».