Το παρακάτω παραμύθι γράφτηκε από τους μαθητές του 5ου Δημοτικού Σχολείου Καβάλας (Δ’ και Ε’ τάξεις) χρησιμοποιώντας τα «ζάρια των παραμυθιών» και με την βοήθεια των Παραμυθάδων. Αφορά την δράση που πραγματοποιήθηκε στο εορταστικό διήμερο την Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017 με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου και την οποία διοργάνωσαν η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός», το ΝΠΔΔ «Δημοτική Κοινωνική Αλληλεγγύη – Προσχολική Αγωγή Καβάλας» και τον Σύλλογο Εικαστικών Τεχνών και Φιλότεχνων Καβάλας Art Attack.
Τα παιδιά, ρίξανε τα ζάρια και οι εικόνες με τις οποίες έπρεπε να δημιουργήσουν ένα παραμύθι ήταν: Σπίτι, λουλούδι, ήλιος, κλειδαριά, πεταλούδα και πεταλούδα!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πάρα πολύ ωραίο σπίτι σε ένα χωριό που το έλεγαν Ανήλιο. Αυτό το σπίτι ήταν παρά πολύ όμορφο και χαρούμενο και είχε δέντρα, είχε λουλούδια και τα λουλούδια άνθιζαν και ήταν πολύχρωμα και όταν έβγαινε ο ήλιος, όλη η πλάση ήταν μέσα στην χαρά.
Μέσα σε αυτό το σπίτι όμως ζούσε ένας γεράκος, ο μπάρμπα-Μανώλης ο οποίος ήταν κατσούφης, μουρτζούφλης και γκρινιάρης. Δεν χώνευε καθόλου τον ήλιο. Όμως ο ήλιος κάθε μέρα έπαιρνε το άρμα του και έβγαινε πάνω στον ουρανό και κανένας δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει.
Κάθε φορά που περνούσε πάνω από το σπίτι του μπάρμπα-Μανώλη του παράξενου, εκείνος κατέβαζε τη σκεπή και έπαιρνε ένα μαγικό τεράστιο κλειδί που είχε και κλειδωνότανε μέσα στο σπίτι του. Το κλειδί όμως και η κλειδαριά που ήταν γυαλιστερή και μεγάλη τον αγαπούσαν τον ήλιο και όταν ο μπάρμπα-Μανώλης αποφάσισε να βγει έξω για να δει εάν έφυγε ο ήλιος η κλειδαριά και το μαγικό κλειδί έβγαζαν λουλούδια.
Μια μέρα που ξεκλείδωσε και είδε ότι έβρεχε, αυτός ήταν χαρούμενος όμως το κλειδί ήταν πολύ στενοχωρημένο και μαύρισε από την στενοχώρια του. Τότε μια πεταλούδα από τα λουλούδια του, ήρθε πάνω στο κλειδί, το ακούμπησε, έβγαλε όλα τα χρώματα από τα φτερά της, το γυάλισε και το έκανε πανέμορφο. Όμως η βροχή συνέχιζε γιατί ο ήλιος είχε θυμώσει με τον μπάρμπα-Μανώλη και δεν ήθελε να ξαναπεράσει από την αυλή του. Τότε τα λουλούδια μαράθηκαν, έχασαν το χρώμα τους και έπεσαν στο έδαφος γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς τον ήλιο. Τότε ο μπάρμπα-Μανώλης κατατρόμαξε και κατάλαβε τι αξία έχει ο ήλιος.
Τι να κάνει όμως; Απελπισμένος και στενοχωρημένος όπως ήταν, παίρνει ένα αεροπλάνο και τρέχει στο σπίτι του ήλιου που ήτανε στην Ανατολοδύση. Έπεσε στα γόνατα του ήλιου και του ζήτησε συγνώμη.
Συγνώμη ήλιε μου λαμπρέ. Τώρα που σε χάσαμε από το σπίτι κατάλαβα την αξία σου. Σε παρακαλώ πολύ, κάθε μέρα να έρχεσαι στο σπίτι μας κι εγώ θα είμαι κοντά σου και θα σε βοηθάω για να κάνουμε τον κόσμο όμορφο.