(Το ακόλουθο παραμύθι γράφτηκε από τον Χρήστο Π. Τσίρκα τον Νοέμβριο του 2018 προκειμένου να παρουσιαστεί στην εκδήλωση της Ομάδας «Οι Παραμυθάδες» «Νικώ τους φόβους μου με τα παραμύθια: Όταν η φύση θυμώνει» που πραγματοποιήθηκε στον χώρο της Ομάδας μας την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή η όποια χρήση μέρος ή όλου του κειμένου χωρίς την έγγραφη άδεια του δημιουργού.)
Θα σας πω κάτι που λίγοι από εσάς ίσως να γνωρίζετε. Ο Ουρανός και η Γη είναι αντρόγυνο. Παντρεύτηκαν πριν εκατομμύρια χρόνια και ζούνε αγαπημένοι μέχρι και σήμερα. Ο Ουρανός φροντίζει την Γη να είναι πάντα καρπερή και γόνιμη και να προσφέρει ζωή σε όλα τα πλάσματα. Με την βροχή που της στέλνει την ξεδιψάει και κάνει τους σπόρους να βλαστήσουν και να καρπήσουν. Κι ύστερα με τους καρπούς αυτούς εμείς και τα υπόλοιπα ζωντανά τρεφόμαστε.
Ο Ουρανός και η Γη έχουν κάνει αμέτρητα παιδιά. Κάποια από αυτά έχουν μείνει στην ιστορία για τις καλές τους πράξεις και κάποια για τις κακές. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στους ανθρώπους. Άλλοτε είμαστε καλοί και άλλες φορές γινόμαστε κακοί. Εμείς επιλέγουμε την συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους. Για την ιστορία μας όμως, θα σας μιλήσω αρχικά για τρία από τα αμέτρητα παιδιά του Ουρανού και της Γης.
Από τα πρώτα τους παιδιά, ήταν και τρία τεράστια αγόρια που όταν μεγάλωσαν έγιναν κύκλωπες. Είχαν ένα μόνο μάτι στο κεφάλι τους αντί για δύο και βρίσκονταν στο κέντρο του μετώπου τους. Τα ονόματά τους ήταν Βρόντης, Στερόπης και Άργης.
Μα ένα βράδυ, τα τρία αυτά αδέρφια, μάλωσαν με τον πατέρα τους τον Ουρανό και τότε αυτός, γεμάτος θυμό τους έπιασε και τους έδεσε μαζί και τους πέταξε με δύναμη προς την Γη. Μα άθελά του ο Ουρανός, με την πράξη του αυτήν, δημιούργησε κάτι που δεν το περίμενε. Όταν ενώθηκαν τα τρία αδέρφια και τους κυρίευσε ο φόβος την ώρα που έπεφταν από τον Ουρανό, βγήκαν από μέσα τους τα κρυφά χαρίσματα που είχαν. Ο Άργης, που το όνομά του σημαίνει λευκός, άρχισε να λάμπει δυνατά και με τα δυο του χέρια άρχισε να ταρακουνάει τον Στερόπη ο οποίος άστραψε κι άρχισε να σχηματίζει μια λευκή γραμμή στον Ουρανό κατά την πτώση τους. Τελευταίος ακούστηκε κι ο Βρόντης που με την βροντερή φωνή του, άρχισε να μπουμπουνίζει. Έτσι, εκείνο το βράδυ, δημιουργήθηκε ο Κεραυνός.

Τα τρία αδέρφια από τότε δεν χωρίστηκαν ποτέ αφού κατάλαβαν την δύναμη που έκρυβαν μέσα τους. Ζούνε μοναχοί τους σε κάποιο νησί πολύ μακριά από εδώ. Δουλεύουν τη γη και τρώνε τους καρπούς της για να ζούνε. Παίζουν μεταξύ τους παιχνίδια διάφορα και συζητάνε στον ελεύθερο χρόνο τους, μα καμιά φορά, όταν διαφωνούνε κι αρχίζει ο ένας να θυμώνει με τον άλλον, πιάνονται στα χέρια κι ανάβει ο καβγάς. Κι έτσι πιασμένοι όπως είναι και οι τρεις, εκτοξεύονται στον Ουρανό και γίνονται Κεραυνοί που σκίζουν τον πέπλο του άερα και φωτίζουν την πλάση με αυτήν την λαμπερή γραμμή που την ακολουθεί έπειτα το βροντερό και φοβερό μπουμπουνητό της.
Χιλιάδες χρόνια έχουν περάσει από τότε και τα τρία αδέρφια δεν σταμάτησαν να μαλώνουν. Το γεγονός όμως ότι δεν τους βλέπουμε πάντα είναι γιατί κάθε φορά εκτοξεύονται προς άλλη κατεύθυνση του Ουρανού.
Όσο για εμάς τους ανθρώπους, η αλήθεια είναι πως τους φοβόμαστε πολύ γιατί είναι πιο μεγάλοι και πιο δυνατοί από εμάς. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να ακούει ή να βλέπει κεραυνό και να μην φοβάται. Απλά κάποιοι το δείχνουν ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Το σίγουρο είναι ότι όλοι –αν βρίσκονται έξω στους δρόμους-τρέχουν να προφυλαχτούνε σε κάποιο σπίτι ή σε κάποιο κλειστό χώρο.
Και η ιστορία μας ξεκινάει τώρα, στην εποχή που ζούμε. Μπορεί να έγινε πριν δέκα χρόνια μα μπορεί να έγινε και πέρυσι. Δεν έχει και τόση σημασία.
Ήταν χειμώνας κι ο εντεκάχρονος Αλέξανδρος βρισκότανε στην βιβλιοθήκη της πόλης του διαβάζοντας. Αν και απόγευμα, είχε αρχίσει να νυχτώνει έξω. Κάποιες ψιχάλες βροχής πέσανε στο παράθυρο κι όταν τις είδε σκέφτηκε πως πρέπει να γυρίσει στο σπίτι του για να μην τον πιάσει δυνατή βροχή.
Φόρεσε γρήγορα το μπουφάν και το κασκόλ του και κατέβηκε στον δρόμο. Αστέρια δεν φαινόντουσαν στον Ουρανό. Μικρές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν και να δροσίζουν το πρόσωπό του. Ο Αλέξανδρος άρχισε να περπατάει βιαστικά για το σπίτι του που δεν ήταν και πολύ μακριά. Μα τότε μια λάμψη έκανε τη νύχτα μέρα. Μια λαμπερή γραμμή που ξεκινούσε από τον Ουρανό κι έσκιζε τον αέρα κι ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε ένας φοβερός και βροντερός θόρυβος και η Γη ταρακουνήθηκε. Το ένιωσε ο Αλέξανδρος που τώρα είχε χωθεί κάτω από ένα υπόστεγο ενός μαγαζιού και κοίταζε με δέος τον Κεραυνό που είχε δημιουργηθεί μπροστά του. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε Κεραυνό τόσο κοντά του. Ακριβώς απέναντι από εκεί, υπήρχε μια αλάνα και δύο δέντρα ψηλά που τα κλαδιά τους μπλέκονταν μεταξύ τους κι ήταν σαν να αγκαλιάζονται. Σε αυτά τα δέντρα κατέληξε ο Κεραυνός και τα χτύπησε και σε λίγο η λάμψη έσβησε κι άρχισε να βρέχει δυνατά.
Ο Αλέξανδρος είχε φοβηθεί τόσο πολύ. Φόρεσε την κουκούλα του καλά κι ετοιμάστηκε να βγει από το υπόστεγο για να τρέξει προς το σπίτι του όταν είδε στην αλάνα και στο σημείο που έπεσε ο κεραυνός κάτι να αναβοσβήνει. Σαν μια μικρή λάμπα που ήταν έτοιμη να καεί και να σβήσει οριστικά.
Άρχισε να τον τρώει η περιέργεια. Έτρεξε προς τα εκεί και έφτασε από πάνω του την ώρα που έσβηνε. Τώρα έμοιαζε με κομμάτι από κλαδί μόνο που είχε σκούρο γκρι χρώμα. Έσκυψε να το πιάσει και ήταν ζεστό ακόμα. Έβγαλε το κασκόλ από το λαιμό του και το τύλιξε με αυτό κι έπειτα το έβαλε στην τσάντα του.
Γύρισε γρήγορα στο σπίτι του και η μητέρα του μόλις τον είδε βρεγμένο του ζήτησε να πάει στο δωμάτιό του για να αλλάξει και στην συνέχεια να κατεβεί για να φάει το βραδυνό του.
Ο Αλέξανδρος υπάκουσε σαν καλό παιδί που ήταν. Έβαλε καθαρά και στεγνά ρούχα και κατέβηκε για να φάει την ζεστή σούπα που του είχε ετοιμάσει η μητέρα του. Έπειτα γύρισε και ο πατέρας του στο σπίτι και οι τρεις τους παίξανε για λίγη ώρα μαζί πριν πάνε στην συνέχεια στα δωμάτιά τους για ύπνο.
Αφού φόρεσε τις πιτζάμες και καληνύχτισε τους γονείς του, πήρε την τσάντα του και από μέσα έβγαλε το κασκόλ του. Το ξετύλιξε με απαλές κινήσεις και φάνηκε το περιεχόμενό του. Μα τώρα δεν ήταν σκούρο γκρι όπως πριν. Τώρα ήταν διάφανο, σαν ένα μακρόστενο κρύσταλο, σαν ένα μεγάλο διαμάντι. Απόρησε γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό που συνέβη. Παρόλα αυτά το τοποθέτησε στην βιβλιοθήκη του, πάνω από τα βιβλία του Ιούλιου Βερν που είχε κι ύστερα ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του κι ένα όνειρο τον επισκέφτηκε. Πήρε τον Αλέξανδρο και τον πήγε σε ένα νησί. Σε ένα νησί που υπήρχε μόνο ένας τεράστιος πύργος κι όταν άνοιξε η πόρτα του, βγήκαν από μέσα τρεις άσχημοι κύκλωπες.
Πάω να οργώσω το χωράφι…
Φώναξε ο πρώτος κύκλωπας κι ο δεύτερος του απάντησε…
Εντάξει Βρόντη. Εγώ θα πάω να ταϊσω τα ζώα.
Μην ξεχάσεις να τα βάλεις και νερό Στερόπη…
Πετάχτηκε κι ο τρίτος κύκλωπας…
Δεν θα ξεχάσω, έννοια σου. Εσύ που θα πας Άργη;
Εγώ θα πάω να ψαρέψω. Σκέφτηκα να μας μαγειρέψω ψάρια σήμερα.
Κι οι τρεις κύκλωπες τράβηξαν ο καθένας το δρόμο για την δουλειά του. Ο Αλέξανδρος έτρεξε προς τον πύργο. Η πόρτα ήταν κλειστή και όσο κι αν την έσπρωχνε δεν μπορούσε να την ανοίξει. Είδε το πόμολο της πόρτας. Είχε σχήμα κεραυνού. Το έπιασε και κρεμάστηκε με όλη του την δύναμη και τότε αυτό άρχισε να περιστρέφεται και να αναβοσβήνει και με ένα ανεξήγητο τρόπο η πόρτα άνοιξε.
Ο Αλέξανδρος πέρασε μέσα και η πόρτα όπως άνοιξε μόνη της, έτσι κι έκλεισε κάνοντας έναν θόρυβο που έμοιαζε με βροντή αλλά δεν ήταν τόσο δυνατή όπως το προηγούμενο βράδυ. Είδε μπροστά του έναν μακρύ και τεράστιο διάδρομο και αριστερά και δεξιά του πάρα πολλές πόρτες. Βρέθηκε μπροστά στην πρώτη πόρτα κι ετοιμάστηκε να την ανοίξει όταν το όνειρο τον ταρακούνησε και του άνοιξε τα μάτια για να βρεθεί και πάλι σκεπασμένος στο κρεβάτι του.
Είχε ξημερώσει πλέον. Η μητέρα του ακουγότανε από κάτω που τον φώναζε να κατεβεί για το πρωινό. Ο Αλέξανδρος δεν έχασε καιρό. Ντύθηκε και κατέβηκε. Έφαγε το πρωινό του κι έφυγε για το σχολείο του.
Τις επόμενες μέρες όλα κύλησαν φυσιολογικά χωρίς κάτι παράξενο να γίνει στην ζωή του Αλέξανδρου. Ένα απόγευμα όμως όπως καθότανε στο δωμάτιό του και μελετούσε τα μαθήματά του, ένα φως φώτισε την βιβλιοθήκη του στο σημείο με τα βιβλία του Ιούλιου Βερν. Ήταν το κρύσταλο που φώτιζε σαν ένα χριστουγεννιάτικο λαμπάκι. Σηκώθηκε και πλησίασε και μέσα στο κρύσταλο ο Αλέξανδρος είδε τους τρεις κύκλωπες από το όνειρό του. Είχαν πιαστεί στα χέρια και μάλωναν κι ύστερα χάθηκαν και γίνανε ένας κεραυνός που αφού αναβόσβησε δυο φορές, έπειτα έσβησε και έμεινε πάλι ένας απλός κρύσταλος.
Μα τι γίνεται; Δεν μπορώ να καταλάβω.
Μονολόγησε ο Αλέξανδρος και κατέβηκε στο κάτω δωμάτιο που βρισκότανε η μητέρα του. Την ρώτησε για τους κεραυνούς κι η μητέρα του άρχισε να του λέει κάτι επιστημονικά πράγματα, ότι είναι ένα μετεωρολογικό φαινόμενο που προκαλείται από την ένωση δύο νεφών –σύνεφα δηλαδή- και κάτι τέτοια αλαμπουρνέζικα που ο Αλέξανδρος δεν καταλάβαινε και τόσο ή δεν ήθελε να καταλάβει.
Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν την κουβέντα τους κι απ’ έξω άρχισε να αστράφτει και να βροντάει. Τρέξαν στο παράθυρο και είδαν τον ουρανό ότι είχε σκοτεινιάσει από γκρίζα σύννεφα. Δύο κεραυνοί έσπασαν την απογευματινή μέχρι τότε γαλήνη, σε διάστημα 3 λεπτών.
Ο Αλέξανδρος και η μητέρα του τρόμαξαν διπλά γιατί τους ήρθε ξαφνικά ο πρώτος κεραυνός αλλά και γιατί εκείνη την ώρα, συζητούσαν ακριβώς για αυτό το φαινόμενο.
Μα τόσο σύμπτωση βρε παιδί μου; Να αρχίσει να αστράφτει την ώρα που μιλάμε για κεραυνούς;
Μουρμούρισε η μητέρα του Αλέξανδρου μα αυτός σκέφτηκε ότι δεν είναι καθόλου σύμπτωση. Ο κρύσταλος τον είχε προειδοποιήσει μία ώρα πριν.
Εκείνο το βράδυ ο Αλέξανδρος είδε και πάλι το ίδιο όνειρο, μόνο που τώρα το όνειρο ξεκινούσε από εκεί που είχε σταματήσει βίαια την προηγούμενη φορά. Βρισκότανε δηλαδή στην πρώτη πόρτα του τεράστιου εκείνου διαδρόμου. Έπιασε το πόμολό της και το γύρισε. Στο άνοιγμα της πόρτας αντίκρισε κάτι απίστευτο. Σαν να βρισκότανε σε ένα αεροπλάνο που πέταγε ψηλά από την γη κι από κάτω σαν σπιρτόκουτα φαίνονταν τα σπίτια, σαν μπαλώματα σε πάπλωμα τα χωράφια και σαν γαλάζιες φλέβες τα ποτάμια. Ένα κύμα ψυχρού αέρα τον χτύπησε στο πρόσωπο κι από την τρομάρα του έκλεισε απότομα την πόρτα.
Πήγε στην διπλανή πόρτα και την άνοιξε. Το ίδιο ακριβώς μόνο που τώρα έβλεπε άλλη περιοχή της γης. Στο άνοιγμα της 12ηςπόρτας αντίκρισε την δική του περιοχή. Την πόλη που έμενε. Είδε καθαρά και την γειτονιά του. Την αναγνώρισε από την αλάνα στην οποία είχε πέσει εκείνη την φορά ο κεραυνός. Κι ενώ παρατηρούσε τις περιοχές που κρυβόντουσαν πίσω από τις πόρτες, άκουσε έξω από τον πύργο βήματα, τεράστια βήματα να πλησιάζουν και την πόρτα να ανοίγει σιγά-σιγά και να προβάλλουν στον διάδρομο οι τρεις κύκλωπες. Μόλις είδαν τον Αλέξανδρο ξαφνιάστηκαν κι άρχισαν να τρέχουν καταπάνω του φωνάζοντας.
Ένας άνθρωπος στο σπίτι μας. Πιάστε τον αδέρφια!
Ο Αλέξανδρος ξύπνησε ιδρωμένος στο κρεβάτι του. Κοίταξε γύρω του και είδε πως ήταν μόνος του. Πουθενά οι κύκλωπες. Κανείς δεν τον κυνηγούσε. Κοίταξε στην βιβλιοθήκη και είδε τον κρύσταλο. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο.
Εκείνο το πρωινό, στο σχολείο, εξαιτίας των κεραυνών που έπεσαν την προηγούμενη μέρα, ο δάσκαλος είχε την ιδέα να μιλήσει στους μαθητές τους για το τι πρέπει να κάνουν σε περίπτωση μιας άσχημης καταιγίδας.
Τους εξήγησε ότι το καλύτερο θα ήταν να μείνουν στα σπίτια τους αποφεύγοντας να χρησιμοποιούν ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές. Αν όμως βρίσκονται έξω και δεν υπάρχουν κτίρια εκεί κοντά, να αποφύγουν τις κορφές ή τα ψηλά σημεία της γης, να μην κρατάνε ομπρέλα κι όταν αρχίσουν οι κεραυνοί, να μην στέκονται όρθιοι αλλά να γονατίσουν και να κουλουριαστούν αγκαλιάζοντας τα πόδια τους.
Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν ένα βράδυ, την ώρα που ο Αλέξανδρος ετοιμαζότανε να πέσει για ύπνο, είδε τον κρύσταλλο που είχε στην βιβλιοθήκη του να αναβοσβήνει σαν τρελός. Πήγε προς το παράθυρο και κοίταξε τον ουρανό. Ήταν καθαρός, μα από πολύ μακριά έβλεπε σκούρα σύννεφα να πλησιάζουν. Ξάπλωσε γρήγορα και σκεπάστηκε καλά. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα έξω από το παράθυρο κοιτώντας τον ουρανό. Δεν πέρασε ούτε ώρα και τελικά ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα με απανωτούς κεραυνούς που έκανε τα τζάμια του σπιτιού να τρίζουν.
Ο Αλέξανδρος φοβήθηκε τόσο που σκεπάστηκε ολόκληρος με το πάπλωμα για να μην βλέπει έξω. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά. Για δύο ώρες περίπου που κράτησε δεν έβγαλε στιγμή το κεφάλι του από το πάπλωμα, παρά μόνο όταν σταμάτησαν τελείως. Τότε μόνο ηρέμησε και κατάφερε να κλείσει τα μάτια του για να κοιμηθεί. Κι όταν κοιμήθηκε βρέθηκε πάλι στο όνειρό του βλέποντας την συνέχεια. Ήταν η στιγμή που οι τρεις κύκλωπες επέστρεψαν στον πύργο τους και βρήκαν μέσα τον Αλέξανδρο κι άρχισαν να τον κυνηγάνε.
Ένας άνθρωπος στο σπίτι μας. Πιάστε τον αδέρφια!
Ο Βρόντης, ο Στερόπης κι ο Άργης όρμηξαν πάνω στον Αλέξανδρο ο οποίος πάγωσε από τον φόβο του και δεν μπόρεσε να κάνει ούτε βήμα. Τον άρπαξαν και τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο που είχε μόνο ένα τραπέζι. Τον έβαλαν να κάτσει κι αυτοί έκατσαν στις καρέκλες απέναντί του. Ο Βρόντης πήρε τον λόγο από τους τρεις και τον ρώτησε.
Λοιπόν, για πες μας. Πως βρέθηκες στο νησί μας και τι γυρεύεις στον πύργο μας;
Ο Αλέξανδρος φοβισμένος από την βροντερή φωνή του κύκλωπα, δεν κατάφερε να βγάλει λέξη από το στόμα του, παρά μόνο λυγμούς και ήταν έτοιμος να κλάψει. Ο Άργης το πρόσεξε και πήρε τον λόγο.
Μην φοβάσαι μικρέ, δεν θα σου κάνουμε κακό. Απλά σε ρωτάμε γιατί πρώτη φορά μας επισκέπτεται άνθρωπος. Μην σε τρομάζει η βροντερή φωνή του αδερφού μου. Κατά βάθος είναι καλός κύκλωπας.
Ο Αλέξανδρος ένιωσε περισσότερη ασφάλεια με τον Άργη και τώρα μίλησε…
Με έφερε ο Ύπνος… δεν ήρθα μόνος μου… δεν θα μπορούσα να έρθω μόνος μου. Είμαι παιδί ακόμα και δεν πηγαίνω μακρινά ταξίδια μόνος μου. Εξάλλου τώρα είμαι μέσα σε ένα όνειρο…
Και τι θέλεις που ήρθες εδώ;
Τον ρώτησε ο Στερόπης που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε μιλήσει.
Δεν ξέρω… δεν θέλω κάτι…
Τους απάντησε ο Αλέξανδρος μα όταν το ξανασκέφτηκε πρόσθεσε…
Μάλλον ξέρω τί θέλω. Θέλω να σας πω ότι με την συμπεριφορά σας, ο κόσμος όλος σας φοβάται. Κάθε φορά που μαλώνετε μεταξύ σας, σε εμάς αστράφτει και βροντάει και προκαλούνται ζημιές. Κάποιοι άνθρωποι καταστρέφονται εξαιτίας σας, χάνουν τα πάντα. Δεν τους λυπάστε;
Η ειλικρίνεια του Αλέξανδρου έφερε σε αμηχανία τους κύκλωπες που για μια στιγμή δεν ήξεραν τι να απαντήσουν. Ο Άργης έσπασε όμως την σιωπή λέγοντας…
Είμαστε αδέρφια και όπως όλα τα αδέρφια έχουμε τις καλές και τις κακές μας στιγμές. Κάποιες φορές μαλώνουμε. Επόμενο είναι. Δεν το κάνουμε για να βλάψουμε κανέναν. Κανέναν δεν θέλουμε να καταστρέψουμε. Μα κι εσείς οι άνθρωποι, δεν μαλώνετε μεταξύ σας; Η δική σας συμπεριφορά δεν βλάπτει τους γύρω σας; Όταν ακούς την μαμά σου και τον μπαμπά σου να μαλώνουν, δεν φοβάσαι; Όταν μαλώνουν εσένα, δεν τρομάζεις; Δεν πονάει η καρδούλα σου;
Ο Αλέξανδρος άκουγε με προσοχή τον Άργη και τότε συνειδητοποίησε το πόσο δίκαιο είχε. Κι οι άνθρωποι μαλώνουν και όταν μαλώνουν άσχημα, αστράφτουν και βροντάνε κάνοντας τους γύρω τους να τρομάζουν και να πονάνε.
Ναι, αλλά εμείς…
Ο Αλέξανδρος ψιθύρισε τις τρεις λέξεις χωρίς να θέλει κάτι συγκεκριμένο να πει. Ο Άργης τον κατάλαβε και συνέχισε.
Εμείς είμαστε κύκλωπες και λειτουργούμε μόνο με το συναίσθημα και το ένστικτο. Εσείς είσαστε άνθρωποι και έχετε το μυαλό και την λογική. Έχετε καταφέρει πολλά χάρη σε αυτά τα δύο. Αν καταφέρετε να σταματήσετε να μαλώνετε μεταξύ σας, ίσως τότε να το καταφέρουμε κι εμείς.
Κι αν δεν το καταφέρουμε ποτέ; Θα πρέπει να συνεχίσουμε να φοβόμαστε;
Λυπάμαι αλλά σε αυτό δεν μπορώ να σε συμβουλεύσω. Πρέπει να βρεις μόνο σου την απάντηση.
Εκείνη την στιγμή ακριβώς ο Αλέξανδρος ξύπνησε καταϊδρωμένος στο κρεβάτι του. Κοίταξε από το παράθυρο τον ουρανό. Είχε ξημερώσει για τα καλά. Μόνο άσπρα σύννεφα στόλιζαν τον γαλάζιο μανδύα του ουρανού. Πουθενά δεν φαινότανε η κακή διάθεση των τριών κυκλώπων που είχαν χθες.
Πέρασε ο καιρός κι ήρθε η Άνοιξη. Καμιά καταιγίδα δεν είχε ξεσπάσει όλο αυτόν τον καιρό κι ο Αλέξανδρος είχε την εντύπωση ότι οι τρεις νέοι φίλοι του, μάλλον τον άκουσαν και σταμάτησαν να μαλώνουν. Κατά βάθος ένιωθε σαν ήρωας σαν ένας νέος Ηρακλής που μόλις είχε ολοκληρώσει τον πρώτο του άθλο.
Με τα πολλά έφτασε και το Πάσχα, η Μεγάλη Εβδομάδα και το Μεγάλο Σάββατο της Αναστάσως. Φόρεσαν τα καλά τους ρούχα και πήγαν το βράδυ στην εκκλησία. Ο Αλέξανδρος περίμενε πως και πως να ακούσει το Χριστός Ανέστη γιατί αμέσως μετά θα άρχιζαν τα πυροτεχνήματα τα οποία και λάτρευε. Έκαναν τον μαύρο ουρανό να μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής στον οποίο έχεις πετάξει ανάμεικτα διάφορα χρώματα. Ήταν μια μαγεία.
Και ήρθε κι αυτή η στιγμή. Ακούστηκε ο Παπα-Παναγιώτης με την βραχνή φωνή του να ψέλνει με χαρά πλέον το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…» και η νύχτα έγινε μέρα από τα πυροτεχνήματα που άρχισαν να σκάνε στον ουρανό. Ο Αλέξανδρος έτρεξε και βγήκε από το προαύλιο της εκκλησίας. Θέλησε να βλέπει πιο καθαρά τον ουρανό και την πανδαισία των χρωμάτων που άρχισαν τον στολίζουν. Μαγεμένος όπως κοίταζε άκουσε ξαφνικά έναν ήχο σαν λυγμό, σαν κλάμα. Γύρισε και κοίταξε πίσω του και είδε σε μια γωνιά του δρόμου ένα μικρό σκυλάκι που είχε κουρνιάσει με την ουρά κάτω από τα πόδια του. Είχε τρομοκρατηθεί από τους κρότους των πυροτεχνημάτων και δεν ήξερε τι να κάνει. Ο Αλέξανδρος πήγε από πάνω του και το κοίταξε. Έπειτα το πήρε στην αγκαλιά του και ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς του που χτυπούσαν σαν τρελοί. Κοίταξε τον ουρανό με τα πυροτεχνήματα…κοίταξε τον σκύλο στην αγκαλιά του και τότε σκέφτηκε το απλούστατο…
Ο σκύλος φοβάται τα πυροτεχνήματα όπως εμείς φοβόμαστε τους κεραυνούς.
Εκείνη την στιγμή τον πλησίασαν και οι γονείς του κρατώντας τις λαμπάδες στα χέρια με το άγιο φως.
Μαμά, έχει τρομάξει πάρα πολύ. Φοβάται. Είναι κρίμα να το αφήσουμε εδώ. Να το πάρουμε μαζί μας;
Η μητέρα του Αλέξανδρου κοίταξε τον άντρα της στα μάτια και δέχτηκε ένα νεύμα του. Έπειτα γύρισε προς τον Αλέξανδρο και του είπε.
Έχεις δίκαιο. Φοβάται πολύ. Αλλά το να τον πάρουμε σπίτι μας, είναι μια απόφαση που πρέπει να την πάρουμε και οι τρεις. Πρέπει να συμφωνήσουμε ότι θα συμμετέχουμε στις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που έχει η συμβίωση με ένα σκυλί. Αλλά αυτήν την κουβέντα μπορούμε να την κάνουμε και στο σπίτι μας. Σωστά;
Κι έτσι οι τέσσερις τους κίνησαν για το σπίτι. Κάθισαν στο καθιστικό και κουβέντιασαν για ώρα. Ο καθένας τους ανέλαβε και μια δουλειά για την φροντίδα του σκύλου. Ο μπαμπάς θα το έβγαζε βόλτα το πρωί. Η μητέρα θα φρόντιζε για το φαγητό του σκύλου και ο Αλέξανδρος ανέλαβε την απογευματινή βόλτα, το παιχνίδι και την εκπαίδευσή του.
Ο καιρός περνούσε και ήρθε το καλοκαίρι κι αν εξαιρέσεις κάποιες βροχές από τις συνηθισμένες, καμία καταιγίδα δεν είχε διαταραξει την ηρεμία των ανθρώπων. Το καλοκαίρι πέρασε όμορφα με τον Αλέξανδρο να περνάει πολλές ώρες παιχνιδιού μαζί με τους φίλους του αλλά και με το σκυλάκι του τον Φρίξο όπως τον είχε ονομάσει. Κι ύστερα ήρθε το φθινόπωρο, άνοιξαν τα σχολεία και ο καιρός άρχισε ξανά να αγριεύει.
Ο Αλέξανδρος έλειπε όλη την ημέρα από το σπίτι και δεν ήταν στο δωμάτιό του όταν ο κρύσταλλος άρχισε να αναβοσβήνει. Κάποια στιγμή το απόγευμα ήρθε στο σπίτι για να πάρει τον Φρίξο και να τον βγάλει για την απογευματινή βόλτα. Περπατούσαν για ώρα όταν ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε κι ένα μπουρίνι ξέσπασε. Ο Αλέξανδρος κι ο Φρίξος έτρεξαν να προφυλαχτούν κάτω από ένα υπόστεγο στο σχολείο του. Και τότε άνοιξαν οι ουρανοί με καταιγίδες και κεραυνούς που τρυπούσαν τον αέρα. Φόβος κυρίευσε τον Αλέξανδρο και προσπάθησε να θυμηθεί τις συμβουλές του δασκάλου του από την προηγούμενη χρονιά. Μα εκείνη την στιγμή ένιωσε στο πόδι του ένα τράβηγμα. Ήταν ο Φρίξος που με την σειρά του είχε τρομοκρατηθεί κι άρχισε να κλαίει ενώ προσπαθούσε να χωθεί ανάμεσα στα πόδια του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος έσκυψε και τον πήρε στην αγκαλιά του. Η καρδούλα του έπαιζε δυνατά σαν ταμπούρλο τώρα. Τον χάιδεψε στο κεφάλι του για να τον καθησυχάσει. Του μίλησε με ήρεμη φωνή που πλυμμήριζε ασφάλεια. Ο Αλέξανδρος είχε ξεχάσει τον φόβο του και τώρα προσπαθούσε να προστατεύσει τον μικρό του φίλο, τον Φρίξο.
Παράξενο πράγμα…ενώ άστραφτε και βροντούσε, ο Αλέξανδρος σαν να μην άκουγε τίποτα. Είχε στο νου του μόνο τον Φρίξο και την διάθεση να τον ηρεμήσει. Και το κατάφερε. Ένιωσε τόση ασφάλεια ο Φρίξος που η καρδιά του επέστρεψε στους φυσιολογικούς ρυθμούς. Τα ματάκια του ζωήρεψαν και άρχισαν να κοιτάνε τον Αλέξανδρο υγρά, λαμπερά και παιχνιδιάρικα.
Χρειάστηκε να σταματήσει η καταιγίδα και αφού γύρισαν κι οι δυο τους σπίτι σώοι, τότε μόνο ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί.
Αν και φοβότανε τους κεραυνούς, όταν είδε ότι το σκυλί του είχε περισσότερη ανάγκη για προστασία επειδή φοβήθηκε, τότε ξέχασε τον δικό του φόβο και προσπάθησε να εμψυχώσει τον Φρίξο.
Εκείνο το βράδυ, μόλις κοιμήθηκε ο Αλέξανδρος, το όνειρο μπήκε πάλι σε λειτουργία από εκεί που είχε ακριβώς σταματήσει. Βρισκόταν στο τραπέζει με τους τρεις κύκλωπες. Μόνο που τώρα και οι τρεις τους ήταν όρθιοι με γυρισμένες τις πλάτες τους προς τον Αλέξανδρο και κάτι συζητούσαν ψιθυριστά για να μην τους ακούει. Φαινόντουσαν ανήσυχοι. Ξαφνικά ο Αλέξανδρος ένιωσε να τραβάει κάποιος το πόδι του. Κοίταξε χαμηλά και είδε τον Φρίξο. Του γάβγιζε κουνώντας με χαρά την ουρά του αλλά δεν ακουγόταν τίποτα. Παράξενο πράγμα. Σαν να ήταν μουγγό το σκυλί. Κι ύστερα το είδε να μαζεύεται στην ουρά του όπως κάνει όταν φοβάται.
Ο Αλέξανδρος κατάλαβε αμέσως. Πήρε στην αγκαλιά του τον Φρίξο και σήκωσε το βλέμμα του προς τους κύκλωπες.
Συγνώμη κύριοι… θέλω κάτι να σας πω.
Τα τρία αδέρφια έστρεψαν τα κεφάλια τους προς τον Αλέξανδρο.
Θα ήταν ψέματα αν σας έλεγα ότι θα σταματήσω να σας φοβάμαι. Απλά, την επόμενη φορά θα φροντίσω να μοιραστώ τον φόβο μου μαζί με κάποιον που φοβάται κι αυτός. Όταν έχεις ένα βάρος να κουβαλήσεις, είναι πιο εύκολο αν σε βοηθήσει και κάποιος άλλος. Μια κοτρώνα, δεν θα μπορούσα ποτέ να την σηκώσω μόνος μου. Αν όμως προσπαθήσω να την σηκώσω με έναν φίλο, τότε ίσως το καταφέρουμε. Κι αν αντί για έναν φίλο, βρω δύο φίλους, τότε σίγουρα θα την σηκώσουμε. Έτσι και ο φόβος μου για εσάς. Όταν τον μοιράζομαι με άλλον, τον ξεχνάω.
Οι τρεις κύκλωπες, κοίταξαν ο ένας τον άλλον κι έπειτα χαμογέλασαν. Πιάστηκαν χέρι με χέρι σχηματίζοντας έναν κύκλο και ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν. Η ίδια μαγεία που εξαφάνισε τον Βρόντη, τον Στερόπη και τον Άργη, άρχισε να εξαφανίζει σιγά-σιγά και τον πύργο τους. Χάνονταν οι καρέκλες, το τραπέζι, οι τοίχοι κι ένα εκτυφλωτικό φως άστραψε στιγμιαία κάνοντας τον Αλέξανδρο να κλείσει τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε, βρίσκονταν στο κρεβάτι του και ο ήλιος έστελνε τις ακτίνες του μέσα από το παράθυρο του δωματίου του.
Δίπλα στο πατάκι, ο Φρίξος είχε ξυπνήσει κι αυτός κι έδειχνε την χαρά του στον Αλέξανδρο προκαλώντας τον για παιχνίδι.
Κυριακή σήμερα, ας παίξουμε…
Είπε ο Αλέξανδρος και σηκώθηκε από το κρεβάτι του με ένα πήδημα. Μα πριν βγούνε από το δωμάτιο, είδε στην βιβλιοθήκη του στάχτη ριγμένη στο σημείο που βρισκόταν πρώτα ο κρύσταλος κι ο κρύσταλος δεν υπήρχε πια…
Τα χρόνια πέρασαν κι ο Αλέξανδρος έγινε άνδρας κι ο Φρίξος ένας γέρος-σοφός σκύλος. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν μαθητής πλέον. Είχε δικό του εργοστάσιο στο οποίο κατασκεύαζε αλεξικέραυνα για σχολεία, για νοσοκομεία, για στρατόπεδα, ακόμα και για σπίτια. Κατάφερε να κάνει τον φόβο, φίλο του. Αφού δεν μπορούσε να τον διώξει, αποφάσισε να τον γνωρίσει καλύτερα και να τον συνηθίσει.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...