Την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου, γύρω στις 12 το μεσημέρι, θα βρεθούμε στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ιερού Ναού της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στην Καβάλα. Μαζί μας και οι άτακτοι ήρωες των παιδικών μας Χριστουγέννων, οι καλικάντζαροι…τα καρκατζέλια…οι καρκάντζελοι.
Posts Tagged With: καλικάντζαροι
Προσεχώς: «Οι καρκάντζελοι στο Τίμιο Σταυρό»
Ο γέροντας των Φώτων!
Διασκευή-Απόδοση: Αδελαϊς Ράπτη
Μια φορά, σε ένα φτωχό χωριό, ζούσανε δυο φίλοι, ο Γιωργής κι ο Κωσταντής. Εκεί δεν υπήρχαν μεγάλα χωράφια και τα ζώα ήταν λίγα. Έτσι οι οικογένειες τα έβγαζαν δύσκολα πέρα.
Όμως οι άνθρωποι ήταν πολύ χαρούμενοι. Κάθε πρωί καλημερίζονταν. Για τις δουλειές του καθενός μαζευόταν όλο το χωριό και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Τα βράδυα κανένας δεν κλείδωνε την πόρτα του γιατί δεν φοβόταν.
Μόνο οι δυο φίλοι ήταν πάντα σκυθρωποί. Όλα τους φαινόταν λίγα. Δεν χόρταιναν, δεν γέλαγαν, όλα τους ενοχλούσαν! Αποφάσισαν λοιπόν να φύγουν από το χωριό. Κι ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Όλοι οι χωριανοί κατέβηκαν στην άκρη του χωριού και τους έδωσαν από κάτι να βάλουν στο ταγάρι τους, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Τελευταίος έμεινε ο γέρος σοφός του χωριού τους.
Εγώ δεν έχω σπουδαία πράγματα να σας δώσω. Πάρτε από ένα κουτί που όμως θα το ανοίξετε όταν θα έχετε ανάγκη μεγάλη. Και θα σας πω και μια συμβουλή…
Μια σαύρα, ένας κύκλος και δυο κλειδιά θα σας σώσουν!
…είπε ο γέροντας και τους αποχαιρέτισε.
Έντεκα μέρες περπάταγαν ώσπου βρέθηκαν σε ένα φαλακρό βουνό. Μήτε δέντρο, μήτε νερό δεν έβρισκες εκεί. Παντού βράχια. Μόνο ψηλά στην κορυφή φαινόταν δέντρα πολλά και στην μέση τους ένα έλατο τόσο ψηλό και μεγάλο που λες και ακούμπαγε τον ουρανό.
Ξεκίνησαν λοιπόν τον ανήφορο να φτάσουν εκεί, να ξεκουραστούν. Μα όσο αυτοί ανέβαιναν τόσο η κορυφή ξεμάκραινε. Οι δυο φίλοι σταμάτησαν απελπισμένοι και κάθησαν σε έναν βράχο να βρουν μια λύση. Τότε πετάχτηκε ο Γιωργής και είπε στον φίλο του:
Μια σαύρα! Πρέπει να βρούμε μια σαύρα, όπως μας συμβούλεψε ο γερο-σοφός! Ας χωριστούμε και όποιος την βρει, την ακολουθεί. Μόλις νυχτώσει θα γυρίσουμε εδώ και θα μοιραστούμε ό,τι βρήκαμε.
Ο Κωσταντής όσο κι αν έψαξε δεν βρήκε τίποτε. Ο Γιωργής όμως βρήκε μια σαύρα ανάμεσα στις πέτρες και την ακολούθησε με προσοχή. Εκείνη πήγε και χώθηκε στην τρύπα ενός βράχου. Σκύβει ο Γιωργής να δει και βλέπει έναν μικρό λάκκο με λίγο νεράκι και δίπλα δύο χούφτες βρασμένους σπόρους. Άπλωσε το χέρι να βάλει τους σπόρους στο μαντήλι και το νερό στο παγούρι. Όμως, από την πολλή πείνα και δίψα, δεν άντεξε. Έπεσε με τα μούτρα και ήπιε κι έφαγε χωρίς να κρατήσει τίποτε για τον καημένο τον Κωνσταντή. Γύρισε λοιπόν, πίσω με άδεια τα χέρια και βρήκε τον φίλο του μισοπεθαμένο. Ο Γιωργής, γεμάτος λύπη κι ενοχή, τον άφησε εκεί και συνέχισε τον δρόμο για τη κορυφή μήπως και βρει τίποτε να φέρει. Μέχρι να φτάσει επάνω η πείνα και η δίψα είχαν και πάλι θεριέψει.
Όταν πια ανέβηκε, βρέθηκε σε έναν πανέμορφο κήπο, γεμάτο δέντρα με όμορφους καρπούς. Στην μέση, υψωνόταν το τεράστιο έλατο που το έβλεπαν από τους πρόποδες του βουνού. Δίπλα του υπήρχε μια λίμνη με καθάρια νερά. Τρέχει ο Γιωργής να πιει νερό, μα μόλις ακούμπησε τα χείλια του στην άκρη της, η λίμνη… ξεράθηκε! Άπλωσε το χέρι του να κόψει ένα μήλο από το διπλανό δέντρο μα η μηλιά ξεράθηκε κι αυτή! Ο Γιωργής τραβήχτηκε απογοητευμένος πίσω και τότε η λίμνη ξαναγέμισε νερό και η μηλιά έβγαλε ξανά ζουμερά μήλα. Προσπάθησε πολλές φορές να πλησιάσει μα κάθε φορά συνέβαινε το ίδιο. Είχε αρχίσει πια να νυχτώνει, όταν ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά του ένας ψηλός γέροντας, με κάτασπρα μαλλιά και λαμπερά λευκά ρούχα.
Είμαι ο Γέροντας των Φώτων. Εδώ είναι το σπίτι μου. Τα δέντρα και η λίμνη είναι φίλοι μου και έχουν εχθρό τους όποιον προδίδει την φιλία. Και ξέρουμε ότι, πριν λίγο, εσύ πρόδωσες τον καλύτερό σου φίλο. Όμως σήμερα, είναι παραμονή των Φώτων και σε λυπήθηκα. Αποφάσισα να σου δώσω μια ευκαιρία να σώσεις την ζωή σου αν σώσεις κι εσύ την μοίρα της γης!
…είπε ο γέρος; κι έδειξε το μεγάλο έλατο στον Γιωργή, που είχε χάσει την μιλιά του από τον φόβο του. Ύστερα είπε πάλι:
Σε αυτό το δέντρο κατοικεί η μοίρα της γης. Κάθε Χριστούγεννα βγαίνουν παράξενοι καλικάντζαροι, που δεν μοιάζουν με τους άλλους, και προσπαθούν να ρίξουν κάτω το δέντρο. Κρύψου καλά και μόλις τους δεις σκέψου έναν τρόπο να σώσεις το δέντρο και την μοίρα της γης. Απόψε είναι η τελευταία τους ευκαιρία.
Αυτά είπε κι εξαφανίστηκε! Κρύφτηκε ο Γιωργής και περίμενε. Σε λίγο, εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι, άγριοι, βρώμικοι και αντί για χέρια είχαν κάτι μακριές κουτάλες που έφταναν μέχρι το χώμα. Άναψαν μεγάλη φωτιά, έβαλαν επάνω ένα καζάνι με νερό κι έριξαν μέσα βατράχια, φίδια και σκουλήκια να τα μαγειρέψουν. Όταν όμως το σιχαμερό φαγητό τους ετοιμάστηκε δεν μπορούσαν να βάλουν στο στόμα τους ούτε μια μπουκιά γιατί τα κουταλόχερά τους ήταν τόσο μακριά που κανένας δεν μπορούσε να ακουμπήσει το φαγητό στα χείλη του. Θυμωμένοι τότε και αγριεμένοι από την πείνα, ορμούσαν με δύναμη επάνω στο δέντρο που ίσα ίσα κρατιόταν από μια άκρη και ήταν έτοιμο να πέσει κάτω και να χαθεί έτσι η μοίρα της Γης.
Ο Γιωργής προσπαθούσε με αγωνία να βρει έναν τρόπο να μην γίνει το κακό. Θυμήθηκε τότε την δεύτερη συμβουλή του γερο-σοφού συγχωριανού του. Ένας κύκλος σκέφτηκε και πετάχτηκε από την κρυψώνα του. Οι καλικάντζαροι, μόλις τον είδαν, σταμάτησαν να χτυπούν το δέντρο και όρμησαν να σκοτώσουν εκείνον. Μα ο Γιωργής τους φώναξε:
Περιμένετε! Μπορώ να σας βοηθήσω να φάτε και να χορτάσετε.
Εκείνοι τον αγριοκοίταξαν αλλά σταμάτησαν και περίμεναν τα λόγια του με δυσπιστία και ανησυχία. Πεινούσαν χρόνια τώρα και θέλανε να ακούσουν τι είχε να τους πει αυτός ο ανθρωπάκος.
Ακούστε τι θα κάνετε! Σχηματίστε όλοι έναν κύκλο γύρω από το καζάνι με το φαγητό. Θα βουτάτε τις κουτάλες σας, θα γεμίζετε με φαγητό και θα ταϊζετε αυτόν που είναι απέναντί σας. Έτσι, χωρίς να κουραστείτε και βοηθώντας ο ένας τον άλλον, θα χορτάσετε όλοι!
Οι καλικάντζαροι με τα κουταλόχερα, κοιτάχτηκαν απορημένοι, έκαναν έναν κύκλο γύρω από το καζάνι και, δειλά-δειλά στην αρχή και πιο γρήγορα μετά, άρχισαν να ταϊζουν ο ένας τον άλλον. Και όσο χόρταιναν τόσο ηρεμούσαν και άρχισαν να γελάνε σαν τα παιδιά και μερικοί έκαναν και τούμπες από την χαρά τους!
Τότε, εμφανίστηκε πάλι δίπλα στον Γιωργή ο λευκός γέροντας και σηκώνοντας το χέρι του, του έδειξε το δέντρο της Γης που, όση ώρα οι καλικάντζαροι έτρωγαν και γέλαγαν, εκείνο είχε δέσει και ήταν πάλι ολόκληρο. Κοίταξε χαμογελώντας τον Γιωργή και του είπε:
Εύγε! Τα κατάφερες!
Ο Γιωργής όμως έσκυψε το κεφάλι και απάντησε:
Kαι τι να το κάνω; Τι με νοιάζει; Εγώ έχασα τον καλύτερό μου φίλο!
Μην απελπίζεσαι, Γιωργή! Ο δρόμος σου τώρα αρχίζει!
…και με αυτά τα λόγια ο γέροντας των Φώτων χάθηκε πάλι.
Όμως, κι ο Γιωργής, πριν προλάβει να τον φωνάξει, βρέθηκε ξανά μπροστά στον βράχο που τον είχε οδηγήσει η σαύρα. Κι όταν έσκυψε να κοιτάξει μέσα από την τρύπα του βράχου, είδε έκπληκτος ότι ο λάκκος είχε πάλι νεράκι και δίπλα του υπήρχαν ακόμη οι βρασμένοι σπόροι. Χωρίς να χάσει λεπτό γέμισε το παγούρι του, έβαλε και τους σπόρους στο μαντήλι του και έτρεξε να συναντήσει τον αγαπημένο του φίλο. Όταν έφτασε στο σημείο που είχαν χωριστεί με τον φίλο του, βρήκε τον Κωνσταντή να τον περιμένει σαν να μην είχαν χωριστεί την προηγούμενη μέρα. Μα τι είχε συμβεί; Ήταν όνειρο; Ήταν θαύμα;
Τίποτε δεν βρήκα, Γιωργή.
…του είπε λυπημένος ο φίλος του.
Μην στεναχωριέσαι Κωνσταντή. Κάτι βρήκα εγώ και για τους δυο μας.
Ήταν λιγοστό αυτό που έφαγαν και ήπιαν μα πήρανε λίγο δύναμη και άρχισαν να κουβεντιάζουν τι θα κάνουν. Έβαλε ο Κωσταντής το χέρι στο δισάκι του μήπως βρει τίποτε χρειαζούμενο και έπιασε το κουτί που τους είχε δώσει ο γέρο-σοφός την μέρα που άφηναν το χωριό τους. Έβγαλε κι ο Γιωργής το δικό του. Για μεγάλη τους έκπληξη μόλις άνοιξαν τα δυο κουτιά, είδανε ότι τα κλειδιά που υπήρχαν μέσα ήταν τα κλειδιά του σπιτιού τους.
Κατάλαβαν λοιπόν, ποιο ήταν το μήνυμα. Ότι δηλαδή, το ομορφότερο μέρος του κόσμου ήταν ο δικός τους τόπος, οι δικοί τους άνθρωποι που τους αγαπούσαν. Πήραν τον δρόμο της επιστροφής και όταν έφτασαν στο χωριό όλοι έτρεχαν και τους αγκάλιαζαν.
Από τότε τριγυρνούσαν πάντα μαζί και ήταν πάντα χαμογελαστοί και ευγενικοί με όλους και βοηθούσαν όποιον είχε ανάγκη.
Ψέμματα ή αλήθεια έτσι λεν’ τα παραμύθια!!!
Δημοσκόπηση: Αγαπημένο παραμύθι Δωδεκαημέρου

Χριστούγεννα!
Μια που με τα Χριστούγεννα ξεκινάει το Δωδεκαήμερο, που κρατάει μέχρι τα Θεοφάνεια, οι Παραμυθάδες αναρωτηθήκαμε ποιο να είναι άραγε το αγαπημένο παραμύθι των παιδιών (αλλά και των μεγάλων που αγαπούν τα παραμύθια), που να έχει σχέση όμως με τις γιορτές του Δωδεκαημέρου.
Μπορείτε να αναφέρετε όποιο παραμύθι (ή όποια παραμύθια, αν δε μπορείτε να διαλέξετε μόνο ένα) αγαπάτε πιο πολύ, είτε έχει σχέση με τα Χριστούγεννα, είτε με την Πρωτοχρονιά, είτε με τα Φώτα ή, ακόμη, με τους καλικάντζαρους ή τα ξωτικά.
Γράψτε την προτίμησή σας ως σχόλιο κάτω από το κείμενο, μη μας πείτε όμως μόνο τον τίτλο του παραμυθιού, αλλά και το λόγο για τον οποίο το αγαπάτε πιο πολύ (όχι υποχρεωτικά· αν δε θέλετε γράψτε μόνο τον τίτλο).
Τι λέτε; Θέλετε να μας βοηθήσετε να βρούμε τα πιο αγαπημένα παραμύθια των γιορτών;
Η Κάλλω και οι καλικάντζαροι – ηχητική απόδοση
Το παραμύθι της προφορικής μας παράδοσης «Η Κάλλω και οι καλικάντζαροι» που αποδίδεται στα έθιμα του δωδεκαημέρου, η ομάδα Μελέτης Διατήρησης και Διάδοσης του Λαϊκού Παραμυθιού και Παιχνιδιού το παρουσιάσαμε στις χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις του 2012. Με την ευκαιρία αυτή, βρεθήκαμε και στο στούντιο του ραδιοφωνικού σταθμού Κανάλι 5 Love Radio και το ηχογραφήσαμε. Για τις ανάγκες της ηχογράφησης συνεργάστηκαν:
- Χρήστος Τσίρκας (Αφηγητής-καλικάντζαρος),
- Μέλη Μίχα (Κάλλω),
- Θεοδώρα Βαβαλέσκου (Μάρμπω-Μάνα-καλικάντζαρος),
- Απόστολος Τσομπανόπουλος (καλικάντζαρος) και
- Έμυ Καμπουρίδου (καλικάντζαρος).
Η μίξη έγινε από τον Απόστολο Τσομπανόπουλο, ενώ η μουσική επιμέλεια και η ραδιοφωνική σκηνοθεσία από τον Χρήστο Τσίρκα.
Οι καλικάντζαροι
Στην άκρη ενός μικρού χωριού, σε ένα μικρό σπιτάκι ζούσε κάποτε μια μάνα, η κυρά-Λένη, με την κόρη της την Φιλιώ.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι είχε σκεπάσει τα βουνά, τους κάμπους και τους δρόμους και ήταν δύσκολο να τους διαβείς. Ο αέρας από τα γύρω σπίτια μύριζε μελομακάρονα, δίπλες και χριστόψωμα.
Η κυρά-Λένη με την κόρη της δεν είχαν ζυμώσει τίποτα για τα Χριστούγεννα, γιατί όλη μέρα δούλευαν σε ένα αρχοντόσπιτο.
– Φιλιώ μου, θα πάω μέχρι το μύλο να αλέσω λίγο σιτάρι. Πρέπει να φτιάξουμε κι εμείς μερικά γλυκά.
…είπε η μάνα!
– Όχι μάνα, είσαι κουρασμένη. Θα πάω εγώ στο μύλο.
– Όχι, δε σε αφήνω. Αυτές τις μέρες βγαίνουν οι καλικάντζαροι και συνηθίζουν να τρυπώνουν στους μύλους. Μάλιστα λένε ότι παραμονεύουν τις νέες κοπέλες, για να τις κοροϊδέψουν και να τους κάνουν κακό.
– Δε φοβάμαι μάνα, κι ούτε πιστεύω αυτά που λέγονται για τα καλικαντζαράκια. Θα πάω γρήγορα και θα γυρίσω αμέσως. Έλα δώσε μου το σακί με το σιτάρι και φέρε και το γαϊδουράκι να το φορτώσω.
– Καλά κόρη μου, αφού επιμένεις πήγαινε, αλλά να προσέχεις τα καλικαντζαράκια. Αν εσύ φερθείς έξυπνα, δε θα σε πειράξουν, γιατί στο βάθος είναι λίγο κουτά. Πάω να φέρω το γαϊδουράκι από το στάβλο.
Η Φιλιώ φόρτωσε στο γαϊδουράκι το σακί με το σιτάρι και ξεκίνησε για το μύλο. Από μακριά έβλεπε αμυδρά το φως του μύλου, που φωτιζόταν από ένα λυχνάρι.
Όταν έφτασε στο μύλο, άκουσε φωνές και γέλια. Σκέφτηκε ότι θα είναι μέσα κι άλλοι χωριανοί, που θέλουν να αλέσουν το σιτάρι τους. Σπρώχνει λοιπόν, την πόρτα και με έκπληξη και τρόμο βλέπει μπροστά της γύρω στα πέντε καλικαντζαράκια. Ήταν κάτι κακάσχημα και μαυριδερά ανθρωπάκια, με κατακόκκινα αστραφτερά μάτια, με κρεμασμένες τις γλώσσες τους έξω, με μακριές ουρές και με μεγάλα αυτιά, που συνεχώς κουνιόντουσαν.
Η Φιλιώ τραβήχτηκε προς τα πίσω για να φύγει, μα δεν πρόλαβε. Τα καλικαντζαράκια με γρήγορα πηδήματα την άρπαξαν και την τράβηξαν μέσα και άρχισαν να της λένε:
– Γιατί φεύγεις ομορφούλα; Εμείς περιμέναμε τόση ώρα να φανεί καμιά όμορφη κοπέλα. Τι ήρθες να κάνεις εδώ;
– Ήρθα να αλέσω το σιτάρι μου.
– Άσε το σιτάρι σου και έλα να χορέψουμε.
– Θέλω να χορέψω μαζί σας, αλλά ας βάλω πρώτα το σιτάρι στο μύλο να αλέθεται, για να μην αργήσω.
Και αμέσως έριξε το σιτάρι στο καρίκι του μύλου και άρχισε το άλεσμα.
– Έλα κοπέλα, έλα να χορέψουμε! Και θα σου δώσουμε μεταξωτά φορέματα, χρυσά στολίδια, βελούδινα γοβάκια και δυο μπαούλα προικιά από την Προύσα και τη Βενετία.
– Καλά λοιπόν, θα χορέψουμε! Τρέξτε όμως πρώτα να μου φέρετε όλα αυτά που μου είπατε και σας υπόσχομαι πως θα χορέψουμε μαζί ώρες ατέλειωτες.
– Ελάτε λοιπόν, ας τρέξουμε γρήγορα στην Προύσα και στη Βενετία, να της τα φέρουμε! Ομορφούλα κοπελιά, περίμενε μας! Δε θα αργήσουμε. Σε λίγη ώρα θα έχουμε γυρίσει.
– Ναι, θα περιμένω με αγωνία να έρθετε!
Φεύγοντας τα καλικαντζαράκια έλεγαν μεταξύ τους:
– Πω πω, τι κουτή που είναι! Θα φάει το ξύλο της χρονιάς της όταν γυρίσουμε!
Κι η Φιλιώ αναρωτιόταν όσο έμεινε μόνη:
– Θέε μου! Τι θα κάνω τώρα; Πρέπει να αλέσω γρήγορα το σιτάρι και να φύγω, πριν με προλάβουν εδώ. Γρήγορα καλέ μου μύλε, άλεθε, για να να φύγω, πριν γυρίσουν τα καλικαντζαράκια.
Το σιτάρι αλέστηκε, η Φιλιώ το πήρε και το άδειασε στο σακί της και βιαστικά φόρτωσε το σακί στο γαϊδουράκι και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό.
Όταν έφτασε, έπεσε τρομαγμένη στην αγκαλιά της μάνας της.
– Αχ μάνα, πόσο φοβήθηκα με τα καλικαντζαράκια!
– Τι έπαθες κόρη μου;
– Να, συνάντησα τα καλικαντζαράκια στο μύλο και μου είπαν να μου δώσουν χρυσά στολίδια, μεταξωτά φορέματα, βελούδινα παπούτσια και δυο μπαούλα προικιά από τη Βενετία και την Προύσα, για να χορέψω μαζί τους. Εγώ όμως δε τα πίστεψα. Τους είπα δήθεν να πάνε πρώτα να μου τα φέρουν, για να μπορέσω να τους ξεφύγω.
– Καλά έκανες κόρη μου. Έλα κόπιασε στη φωτιά να ξεκουραστείς κι εγώ θα φτιάξω τα γλυκά.
Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν την κουβέντα, όταν χτύπησε η πόρτα και στο κατώφλι φάνηκε η Μαλάμω, η φαντασμένη κόρη του άρχοντα και είπε στη Φιλιώ:
– Φιλιώ πήγαινε γρήγορα στο μύλο, να αλέσεις λίγο σιτάρι, γιατί μας τέλειωσε το αλεύρι και θέλουμε να φτιάξουμε μερικά γλυκά ακόμη.
– Δε μπορώ να πάω. Μόλις τώρα γύρισα από το μύλο κι έχω πάρει μια τρομάρα από τα καλικαντζαράκια, που δε λέγεται!
– Μπα; Είδες τα καλικαντζαράκια;
…είπε κοροϊδευτικά η Μαλάμω και της απάντησε η κυρά-Λένη:
– Ναι, τα είδε και της έταξαν χρυσά φλουριά, μεταξωτά φορέματα, βελούδινα παπούτσια και δυο μπαούλα προικιά από την Προύσα και τη Βενετία.
– Και δεν τα πήρε η κουτή η κόρη σου;
– Όχι δεν τα πήρε.
– Καλά, καλά. Τότε θα πάω εγώ.
– Εσύ; Καλά δε φοβάσαι τη χιονοθύελλα που άρχισε;
…ρώτησε με απορία η κυρά-Λένη.
– Όχι βέβαια, είμαι γενναία εγώ, δε φοβάμαι!
…είπε και έκλεισε βιαστικά την πόρτα, τρέχοντας μέσα στη χιονοθύελλα προς το μύλο. Ο νους της ήταν στα χρυσά στολίδια, στα μεταξωτά φορέματα, στα βελούδινα παπούτσια και στα δυο μπαούλα με τα προικιά από την Προύσα και τη Βενετία.
Λαχανιασμένη έφτασε στο μύλο, έσπρωξε την πόρτα, μπήκε μέσα και βρέθηκε μπροστά στα καλικαντζαράκια.
– Καλώς την κοπέλα! Έλα να χορέψουμε!
…της είπαν τα καλικαντζαράκια κι εκείνη τους απάντησε:
– Για να χορέψω μαζί σας, θέλω πρώτα χρυσά στολίδια, μεταξωτά φορέματα, βελούδινα παπούτσια και δυο μπαούλα προικιά από τη Βενετία και την Προύσα.
– Βέβαια, βέβαια θα σου τα δώσουμε. Πάμε να σου τα φέρουμε αμέσως.
…είπαν τα καλικαντζαράκια και βγήκαν έξω. Όταν γύρισαν μετά από λίγο, κρατούσαν στα χέρια τους μεγάλα ρόπαλα και άρχισαν να την χτυπούν.
– Θέλεις στολίδια και μεταξωτά φορέματα, ε; Θέλεις χρυσά φλουριά; Πάρτα λοιπόν, ανόητη Μαλάμω!
Η Μαλάμω φώναζε για βοήθεια, αλλά ποιος να την ακούσει μέσα στη νύχτα;
Τσακισμένη από το ξύλο και την κούραση γύρισε στο σπίτι της. Με ντροπή είπε την περιπέτεια της στη μάνα της. Από τότε όμως σταμάτησε να είναι φαντασμένη και εγωίστρια.
Η Κάλλω και οι καλικάντζαροι
Παραμύθι της προφορικής μας παράδοσης του Δωδεκαημέρου –
(Για να ακούσετε το παραμύθι, μεταβείτε στο κάτω μέρος της σελίδας)
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας…
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά χρόνια, σε ένα χωριουδάκι ζούσε μια μάνα με τις δύο κόρες της. Την Μεγαλύτερη, την έλεγαν Μάρμπω και ήταν άσχημη. Η μικρότερη όμως, ήταν πανέμορφη και την φώναζαν Κάλλω. Όλος ο κόσμος μιλούσε για τα κάλλη της, κι απ’ όπου περνούσε σχολιάζανε την ομορφιά της. Η Μάρμπω, τα γνώριζε όλα αυτά και την ζήλευε. Για το λόγο αυτό, είχε κλειστεί στο σπίτι και δεν έβγαινε έξω ακόμα κι αν της το ζητούσε η μητέρα της.
Άντε βρε Μάρμπω… άντε κόρη μου, πετάξου ίσαμε την αγορά…
Όχι, δεν πάω εγώ. Στείλε την προκομένη σου, την Κάλλω…
απαντούσε η Μάρμπω κι η Κάλλω που δεν ήθελε να στεναχωρήσει την μητέρα της, έτρεχε αμέσω όπου της ζητούσαν. Κι όχι απλά πήγαινε, αλλά κατάφερνε και τις δουλειές καλύτερα απ’ τον καθένα, γιατί εκτός από όμορφη, ήταν επίσης και πάρα πολύ έξυπνη. Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες στο όμορφο χωριό ώσπου ήρθαν τα Χριστούγεννα. Την παραμονή της μεγάλης γιορτής, η μάνα των δύο κοριτσιών, κοιτάζοντας στο ντουλάπι της κουζίνας την κασέλα που είχανε το αλεύρι, είδε πως το αλεύρι είχε τελειώσει.
Τώρα τι κάνουμε; Δεν έχουμε άλλο αλεύρι στην αποθήκη. Ποια από τις δυο σας θα πάει στο μύλο; Άντε Μάρμπω κόρη μου, εσύ που είσαι και η μεγαλύτερη, σύρε στον μύλο…
…μα πριν προλάβει η μάνα να ολοκληρώσει την φράση της, η Μάρμπω απάντησε με πείσμα…
Όχι, δεν πάω…να πάει η Κάλλω.
Θα πάω εγώ μάνα…
Κι έτσι έγινε. Η μικρή Κάλλω, φόρτωσε στο γαιδουράκι της δυο σακιά με σιτάρι και ξεκίνησε για τον νερόμυλο. Μα ο νερόμυλος, ήτανε μακριά και το ταξίδι μεγάλο. Όταν έφτασε επιτέλους, η Κάλλω αντίκρισε κάτι που δεν το περίμενε. Κόσμος πολύς είχε φτάσει πριν από αυτήν στο μύλο και περίμενε να αλέσει τα γεννήματά τους. Μεγάλη η ουρά που είχαν σχηματίσει, μα δεν γινότανε αλλιώς. Η Κάλλω, ξεφόρτωσε το στάρι από το γαϊδουράκι της και περίμενε υπομονετικά την σειρά της. Οι ώρες όμως περνούσαν κι όσο να αλέσουν οι άλλοι, ο ήλιος είχε βασιλέψει και γρήγορα νύχτωσε. Ο μυλωνάς, πήρε το σιτάρι της και το έριξε στο καρίκι του μύλου, ενώ αυτός πήγε στην κάμαρά του για να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί. Η Κάλλω έμεινε μόνη και καθισμένη πάνω σε κάτι σακιά, περίμενε να γίνει το αλεύρι της. Ήταν μισοσκότεινα και το μοναδικό φως που έφεγγε ήταν από ένα μικρό λαδοφάναρο. Φοβότανε πολύ και γι’ αυτό είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά. Κατά τα μεσάνυχτα όμως, κι ενώ όλα ήταν ήσυχα, ξαφνικά άκουσε κάτι πατημασιές από την εξωτερική πόρτα του μύλου. Γυρίζει τρομαγμένη και τι να δει! Γύρω στους δέκα καλικάντζαρους να έχουν τρυπώσει στο μύλο και να την πλησιάζουν. Πάγωσε από την τρομάρα της, αλλά από την άλλη δεν θέλησε να φωνάξει για να μην ξυπνήσει τον μυλωνά. Ανασηκώθηκε λοιπόν στα σακιά και περίμενε να δει τι θα γίνει. Οι καλικάντζαροι, την είχαν περικυκλώσει κι άρχισαν να της λένε …
Θα σε φάμε Κάλλω, θα σε φάμε!
Αρχικά η Κάλλω φοβήθηκε και σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια. Μα δεν θα κατάφερνε τίποτα γιατί σίγουρα θα την πιάνανε. Τότε μια ιδέα της ήρθε στο μυαλό κι αφού κοντοστάθηκε τους είπε ψύχραιμη πλέον…
Εντάξει λοιπόν…ας με φάτε. Αλλά έτσι; Δεν τρώγεται έτσι η Κάλλω!
Και πως τρώγεται η Κάλλω;
…ρώτησαν με περιέργεια οι καλικάνρζαροι.
Με αυτό το παλιοφόρεμα θα με φάτε; Η Κάλλω επιθυμεί καινούργιο και όμορφο φόρεμα.
Καινούργιο και όμορφο φόρεμα; Πάμε γρήγορα να της φέρουμε…
απάντησαν οι καλικάντζαροι και σκόρπισαν τριγύρω ψάχνοντας, ενώ ταυτόχρονα μουρμούριζαν «φόρεμα», «φόρεμα», για να μην ξεχάσουν τι ψάχνουν. Χαμός επικράτησε στο νερόμυλο. Κι επειδή καλικάντζαροι είναι αυτοί και όλα τα καταφέρνουν, χώθηκαν από εδώ, στριμώχτηκαν από εκεί, κάποιοι άλλοι εξαφανίστηκαν και εμφανίστηκαν στο άψε-σβήσε…τελικά δεν άργησαν να εμφανιστούν και πάλι μπροστά της κρατώντας ένα πολύ όμορφο φόρεμα. Η Κάλλω το πήρε και το φόρεσε μα οι καλικάντζαροι και πάλι την περιτριγύρισαν απειλητικά λέγοντας…
Θα σε φάμε Κάλλω, θα σε φάμε!
Εντάξει λοιπόν…ας με φάτε. Αλλά έτσι; Δεν τρώγεται έτσι η Κάλλω!
Και πως τρώγεται η Κάλλω;
Ξυπόλητη θα με φάτε χρονιάρα μέρα; Η Κάλλω επιθυμεί καινούργια και όμορφα παπούτσια.
Καινούργια και όμορφα παπούτσια;
Οι καλικάντζαροι σκόρπισαν και πάλι. «Παπούτσια», «παπούτσια», «παπούτσια» μουρμούριζαν και…χαθήκαν από εδώ, βρεθήκαν από εκεί, χωθήκανε σε χαραμάδες και πάλι δεν άργησαν να εμφανιστούν μπροστά της με ένα ωραίο ζευγάρι παπούτσια.
Τώρα όμως, ήρθε η ώρα σου Κάλλω. Θα σε φάμε!
Μα όχι έτσι…θέλω και παλτό!
«Παλτό», παλτό», «παλτό», μουρμούρισαν και ξανά-μανά τα ίδια και να σου μπροστά της το παλτό. Κι όσο έφερναν οι καλικάντζαροι, όλο και περισσότερα ζητούσε στην συνέχεια η Κάλλω που είχε το σχέδιο της. Ζήτησε γάντια, γούνα, κάλτσες. Ζήτησε τσατσάρα, καθρεφτάκι, βελόνια και κλωστές, πούδρες και τσιμπιδάκια, κι ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε πως της έρχοταν στο μυαλό. Με τούτο και με εκείνο, οι ώρες πέρασαν και δεν άργησε η στιγμή που ακούστηκε από έξω ο κόκορας να χαιρετίζει το ξημέρωμα. Κι οι καλικάντζαροι σαν το άκουσαν, το δίχως άλλο εξαφανίστηκαν γιατί όπως όλοι ξέρουμε, τις σκανταλιές τους τις κάνουνε μόνο τα βράδυα και με το πρώτο φως της μέρας τρέχουν να κρυφτούνε στις φωλιές τους.
Πάνω στην ώρα ξύπνησε κι ο μυλωνάς κι αφού το σιτάρι είχε αλεστεί, φόρτωσαν στο γαϊδουράκι το αλεύρι καθώς κι όλα αυτά που είχαν κουβαλήσει οι καλικάντζαροι κι η Κάλλω πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό. Η μάνα της είχε ανησυχήσει και γι’ αυτό όταν την είδε να έρχεται, η χαρά της ήταν πολύ μεγάλη. Κι όταν είδαν ότι εκτός από αλεύρι είχε φέρει και χίλια δυο ακόμα πραματάκια, απόρησαν και την ρώτησαν…
Που τα βρήκες όλα αυτά κόρη μου;
Μου τα έφεραν ψες το βράδυ οι καλικάντζαροι στον μύλο…
τους απάντησε η Κάλλω. Η Μάρμπω δεν είπε τίποτα εκείνη την στιγμή, μα σίγουρα ζήλεψε πολύ. Έβαλε με το νου της να πάει κι αυτή στον μύλο να βρει τους καλικάντζαρους και να τους ζητήσει φορέματα, παπούτσια και άλλα πολλά. Αλλά πως θα πήγαινε αφού το αλεύρι θα τους έφτανε για καιρό και οι καλικάντζαροι φεύγουνε από τον δικό μας κόσμο όταν τα Φώτα ο παππάς αγιάζει με την αγιαστούρα. Έτσι λοιπόν, άρχισε κρυφά, όταν δεν την έβλεπε κανείς, να παίρνει αλεύρι από την κασέλα και να το σκορπάει πότε στον ανέμο και πότε να το ρίχνει στο ρέμμα και το αλεύρι τελικά σώθηκε με την πρώτη μέρα του νέου έτους. Πάει η μάνα στην κασέλα να πάρει αλεύρι για να κάνει την βασιλόπιτα και κουλούρια, μα την βρήκε άδεια.
Τώρα τι κάνουμε; Δεν έχουμε άλλο αλεύρι στην αποθήκη. Ποια από τις δυο σας θα πάει στο μύλο;
Πάω εγώ…
απάντησε η Κάλλω μα πετάχτηκε από την άκρη η Μάρμπω και είπε πείσμα…
Τώρα θα πάω εγώ!
Φορτώνει λοιπόν το σιτάρι στο γαϊδουράκι, κι άρχισε το ταξίδι για τον μύλο, χωρίς να βιάζεται για να φτάσει αργά ώστε να χρειαστεί να περάσει το βράδυ της εκεί. Έτσι κι έγινε. Κατά τα μεσάνυχτα κι ενώ η Μάρμπω περίμενε καρτερικά στον νερόμυλο μόνη της, εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι οι οποίοι την περικύκλωσαν και άρχισαν να της λένε…
Θα σε φάμε Μάρμπω, θα σε φάμε.
Η Μάρμπω τρόμαξε πολύ και φοβήθηκε. Νόμισε ότι θα της φέρουν φορέματα και παπούτσια, μα αντί για αυτά, αυτοί όρμησαν πάνω της. Η Μάρμπω έβαλε τις φωνές και ξύπνησε ο μυλωνάς, αλλά μέχρι να ανάψει το φανάρι του και να βγει από την κάμαρά του, οι καλικάντζαροι με τα νύχια τους κατάφεραν και της γρατζούνισαν το πρόσωπο και τα χέρια. Έτσι, γύρισε στο χωριό πληγωμένη και λυπημένη, μα η Κάλλω την λυπήθηκε και της έδωσε κάποια από τα δικά της δώρα. Κι από ότι μάθαμε πολλά χρόνια μετά, κι οι δυό τους παντρεύτηκαν, κάνανε οικογένεια, και ζήσανε ευτυχισμένα και με αγάπη.
Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λεν’ τα παραμύθια!
Ακούστε το παραμύθι…
Το παραμύθι αφηγείται η Μαίρη Γεωργαλή. Η Μαίρη Γεωργαλή είναι φιλόλογος στο 2ο Λύκειο Καβάλας. Ανταποκρίθηκε στην πρόταση-πρόσκληση της Ομάδας μας προς όσους ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στην δράση της ηχητικής ψηφιοποίησης των παραμυθιών. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2018, ηχογράφησε μόνη της το παραμύθι και την ευχαριστούμε για την συμμετοχή της.
η Αγέλαστη Πολιτεία και οι καλικάντζαροι
Το παραμύθι των Χ. & Π. Κατσιμίχα, «η Αγέλαστη Πολιτεία και οι καλικάντζαροι» που παρουσίασαν στην «Παραμυθοφωλιά» από κοινού οι ομάδες «Τέχνης Έρευνα» και «Οι Παραμυθάδες», το παραθέτουμε σήμερα από μια ερασιτεχνική και αμοντάριστη λήψη.
Στο παραμύθι συμμετείχαν η Ιάσμη Μαντζουράνη (Αφηγήτρια), Ξανθούλα Στογιαννίδου και Χρήστος Τσίρκας (καλικάντζαροι -όνομα και πράμα- και αγέλαστοι άνθρωποι). Μαζί τους και οι εύθυμοι μουζικάντηδες του παραμυθιού, Μάριος Τσακνάς (κιθάρα 5χορδη-του είχε σπάσει μια χορδή εκείνη την μέρα) και Παναγιώτης Άτσαλος (Ελατωμματική επαγγελματική μελόντικα).
Ευχαριστούμε πραγματικά όσους συνέδραμαν στην πραγματοποίηση και παρουσίαση του παραμυθιού.
ΥΓ. Η μέρα της μαγνητοσκόπησης ήταν η 30η Δεκεμβρίου 2011, δηλαδή η τελευταία μέρα, γεγονός που οδήγησε τους συντελεστές σε ένα μικρό σχετικό αλαλούμ του παραμυθιού.
Και πάλι ευχαριστούμε.