Χαίρε η φύση! Αγάλλεσθε τα σύμπαντα! Δοξολογείτε δούλοι Κυρίου τον Κύριο… Συνέχεια
Posts Tagged With: Ιησούς Χριστός
Κυριακή του Πάσχα: Χριστός Ανέστη!
Μεγάλο Σάββατο: Ανάστα ο Θεός!
Μεγάλη Παρασκευή απόγευμα… Υπάρχει μία θλίψη… μία κατάνυξη σκορπισμένη σε όλα τα πέρατα… Η Οικουμένη κλαίει τον Ένα…
Σύσσωμη η ορθοδοξία προσφέρει εγκωμιαστικούς ύμνους στον Αθάνατο που καταδέχτηκε να γίνει θνητός! Στον Αχώρητο που χώρεσε στη μικρότητα του κόσμου! Στον Αμνό που εκούσια σφαγιάστηκε… για σένα… για μένα… Συνέχεια
Μεγάλη Πέμπτη: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…»
Και φθάνει εκείνη η αποφράδα μέρα που όλη η πλάση σκύβει υποκλινόμενη και βουβοί συμμετέχουμε όλοι στην κορύφωση του Θείου Δράματος. Σήμερα Μεγάλη Πέμπτη όλοι παρακολουθούμε τα Πάθη του Χριστού, την Σταύρωση και τον θάνατο Του.
Η Μεγάλη Πέμπτη είναι αφιερωμένη Συνέχεια
Μεγάλη Τετάρτη! Η μέρα της μεγάλης μετάνοιας και της μεγάλης προδοσίας!
Εκείνη την ημέρα ο Ιησούς προσκλήθηκε από τον Σίμωνα τον Φαρισαίο σε δείπνο.
Στην πόλη βρισκόταν μια πόρνη που, μαθαίνοντας την παρουσία του Ιησού, γεμίζει ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο και πήγαινει στο σπίτι του Φαρισαίου. Στέκεται πίσω από τον Ιησού και πέφτει στα γόνατα κλαίγοντας γοερά. Αλείφει το μύρο στα πόδια Του και με λυγμούς τα ξεπλένει με τα δάκρυα της. Λύνει τα μαλλιά της και σκουπίζει τα άγια άκρα, φιλώντας τα αδιάκοπα! Συνέχεια
Το μοιρολόι της Παναγίας ή Κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής
Τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής ή αλλιώς το μοιρολόι της Παναγίας, αναφέρονται στην σταύρωση του Χριστού και έχουν θρηνητικό ύφος.
Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, κορίτσια που ψέλνουν το μοιρολόι της Παναγίας, γυρνάνε τα σπίτια κρατώντας στεφάνια με λουλούδια τα οποία αμέσως μετά τα τοποθετούν είτε στον επιτάφειο είτε στον τάφο συντοπίτη τους που πέθανε πρόσφατα.
Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και εκδοχές ανάλογα με την περιοχή. Μια από αυτές είναι η ακόλουθη!
Το μοιρολόι της Παναγίας
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, να μην το λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού υπ’ αρχαγγέλου στόμα
σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον Υιό σου πιάσανε και στον φονιά τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραννάνε.
-Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάνει πέντε.
Συ, φαραέ, που τα ’φτιασες, πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυό στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυό στα χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά πλησίασε και τα δεξιά κοιτάζει, κανένα δε γνωρίζει.
Κοιτά και δεξιότερα, βλέπει τον Αη Γιάννη:
-Αη Γιάννη, Αη Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστά του Υιού μου,
μην είδες τον Υιόκα μου τον διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
Δεν έχω χέρι, πάλαμο για να σου τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είναι ο γιόκα σου και ο διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά του μίλησε, η Παναγιά του λέει:
-Δε μου μιλείς παιδάκι μου, δε μου μιλείς παιδί μου;
-Τι να σου πω Μανούλα μου που διαφορά δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσημέρι
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.
Το γαϊδουράκι των Βαϊων.
Στα πολύ παλιά τα χρόνια, σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένα γαϊδουράκι. Το γαϊδουράκι αυτό είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένο από την ζωή του. Είχε μία μανούλα που το αγαπούσε και το φρόντιζε και ένα αφεντικό που του έδινε μπόλικη τροφή και δεν του έβαζε ποτέ βαρύ φορτίο στις πλάτες του. Ούτε καν ο ίδιος δεν το είχε καβαλικέψει. Όμως αυτό δεν ήταν καθόλου χαρούμενο και όλο γκρίνιαζε στην μανούλα του:
Ουφ, τι αδικία! Γιατί να μην είμαι ένα ωραίο άλογο; Γιατί να είμαι τόσο άσχημο και να έχω τόσο μεγάλα αυτιά;
Μα εκείνη το μάλωνε:
Είναι ντροπή να θέλουμε να είμαστε κάτι διαφορετικό. Ο καλός Θεός τα έπλασε όλα με σοφία και όλα για κάποιον λόγο υπάρχουν σ΄ αυτόν τον κόσμο.
Μα εκείνο ήταν πάντα κατσουφιασμένο.
Μια μέρα το αφεντικό του του έβαλε χαλινάρι και ξεκίνησε για την αγορά. Στον δρόμο όμως τους πλησίασαν μερικοί άνθρωποι και κάτι συζήτησαν με το αφεντικό. Εκείνος τότε έδωσε το χαλινάρι σε έναν από τους άντρες και το γαϊδουράκι οδηγήθηκε μπροστά σε έναν αδύνατο άνθρωπο, με πολύ γλυκό πρόσωπο και με μάτια που, όταν σε κοίταζαν, νόμιζες ότι έφταναν μέχρι τα βάθη της καρδιάς σου. Αφού χάιδεψε την μουσούδα του, ανέβηκε απαλά στην ράχη του και όλοι μαζί ξεκίνησαν για την πολιτεία. Όσο προχωρούσαν τόσο περισσότερος κόσμος τους ακολουθούσε. Κι όταν έφτασαν πια στην πολιτεία, ήρθαν να τους προϋπαντήσουν παιδιά που κρατούσαν στα χέρια τους μεγάλα κλαδιά από φοίνικες, γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά, γέροι άνθρωποι που στηριζόταν σε μπαστούνια. Σκόρπιζαν στον δρόμο λουλούδια και φώναζαν:
Αλληλούια, αλληλούια! Ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου!
Και το γαϊδουράκι προχωρούσε, όλο και προχωρούσε με τον Κύριο στην ράχη του. Και σε κάθε του βήμα αισθανόταν την καρδιά του να γεμίζει αγαλλίαση. Ένιωθε πιο σπουδαίο από όλα τα άλογα του κόσμου. Σκεφτόταν ότι η μανούλα του είχε δίκιο όταν του έλεγε ότι το κάθε πλάσμα της γης έχει τον δικό του ξεχωριστό και μοναδικό ρόλο. Καταλάβαινε ότι, αυτό, που μέχρι εκείνη την ημέρα δεν κουβάλησε τίποτε στην πλάτη του, τώρα κουβαλούσε ό,τι πιο ιερό υπήρχε πάνω στην γη!
Και όταν η πομπή σταμάτησε, ο Κύριος κατέβηκε από την ράχη του, το κοίταξε με καλοσύνη και το χάιδεψε απαλά. Κι εκείνο έσκυψε το κεφάλι γιατί κατάλαβε πως μπροστά του είχε τον Δημιουργό του!