Παρουσιάζουμε σήμερα το δεύτερο παραμύθι που έγραψε η μικρή μας φίλη Εύη Καπατζιά, με τον τίτλο «Η Θάλασσα και ο Γέος».
——————————————————————————————————————————
Μια φορά κι έναν καιρό, στην αρχαία εποχή ζούσε στα βάθη της γης μια όμορφη κοπέλα που τη λέγανε Θάλασσα. Ζούσε μαζί με τους γονείς της, τον Χωματένιο και την Καφεδίνη σε ένα παλάτι που ο τόπος δεν είχε ούτε ένα πράσινο φύλλο. Η Θάλασσα ήθελε πολύ να ανέβει στην επιφάνεια της γης. Να δει πως είναι, να δει τι έχει, να δει ποιοι ζούσαν. Αλλά οι γονείς της δεν την άφηναν.
-Είναι πολύ επικίνδυνο να είσαι στην επιφάνεια της γης. Καλύτερα να μείνεις εδώ που είναι ασφαλής …της είπε ο Χωματένιος, ο πατέρας της.
-Καλύτερα να μείνεις εδώ αγάπη μου. Στην επιφάνεια της γης είναι επικίνδυνα και έχει κακά πλάσματα…της είπε η Καφεδίνη η μητέρα της.
Ένα απόγευμα όμως, όταν ο πατέρας της έλειπε σε συνέδριο των θεών και η μητέρα της έλειπε σε επίσκεψη, η Θάλασσα βρήκε την ευκαιρία και είπε σε μια βοηθό της, την Ατλάντια Λακούνα:
-Λακούνα, εγώ φεύγω πάω στην επιφάνεια της γης για να τη δω και να την εξερευνήσω.
-Κυρία, δεν μπορείτε να φύγετε από τα βάθη της γης. Δε σας αφήνουν οι γονείς σας….της είπε η Λακούνα.
-Μην ανησυχείς, έτσι κι αλλιώς οι γονείς μου λείπουν. Εξάλλου θα επιστρέψω πριν γυρίσουν… είπε η Θάλασσα.
-Καλά ένταξει… είπε η Λακούνα.
Έτσι η Θάλασσα έφυγε, βγήκε στην επιφάνεια της γης, πέρασε τους χωματένιους τόπους και μετά έφτασε σε ένα καταπράσινο τόπο. Η Θάλασσα έμεινε με το στόμα ανοιχτό!! Πρώτη φορά έβλεπε έναν τόπο τόσο όμορφο, τόσο καθαρό και καλύτερο από το δικό της. Το μέρος ήταν καταπράσινο με μαλακό πράσινο γρασίδι, παντού υπήρχαν όμορφα λουλουδάκια και σε μερικές γωνιές είχε γαλάζια ρυάκια. Σε αυτό το μέρος ζούσε κι ένα παλικάρι, το έλεγαν Γέο, ήταν γιος της νύμφης Ναύσικας και ζούσαν σε μια όμορφη σπηλιά. Επειδή η μητέρα του έλειπε συχνά ο Γέος πήγαινε μια βόλτα ή καθόταν στο σπίτι και έκανε δουλειές. Ξαφνιάστηκε όταν είδε τη Θάλασσα:
-Γεια σου, ποια είσαι; ….ρώτησε ο Γέος.
-Είμαι η Θάλασσα, εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι ο Γέος..απάντησε.
Για δυο λεπτά κοιτάχτηκαν στα μάτια από έρωτα. Μετά ο Γέος ρώτησε τη Θάλασσα:
-Θέλεις να με παντρευτείς;
Ένας άντρας όταν ερωτεύεται μια γυναίκα δεν της το λέει κατευθείαν. Όταν γνωριστούν καλύτερα της το λέει. Ο Γέος το ήξερε αλλά επειδή την ερωτεύτηκε και ήταν όμορφη είπε να της το πει!! Η Θάλασσα επειδή ζούσε στα βάθη της γης δεν ήξερε τίποτα για τους ανθρώπους, έτσι απάντησε στο Γέο:
-Ναι!
Η Θάλασσα και ο Γέος πήγαν να ετοιμάσουν τα πράγματα για το γάμο τους. Πρώτα έπρεπε να διαλέξουν σε ποιο μέρος θα γίνει ο γάμος τους και διάλεξαν το δάσος με τα πεύκα. Το δάσος με τα πεύκα ήταν ένα μέρος με πράσινο γρασίδι, κάτω στο χώμα είχε μεγάλες άσπρες πέτρες και σε μερικές γωνιές είχε όμορφα λουλουδάκια. Αφού αυτό το μέρος διάλεξαν το στόλισαν, το έφτιαξαν για να είναι όμορφο όταν έρθει η μέρα για να παντρευτούν. Όταν τελείωσαν η Θάλασσα και ο Γέος έπρεπε να αποφασίσουν τι χρώμα θα ήταν το τραπεζομάντιλο του τραπεζιού, τελικά αποφάσισαν να είναι πράσινο και να έχει ροζ λουλούδια. Μετά όταν το έστρωσαν στο τραπέζι έπρεπε να σκεφτούν τι φαγητό θα είχαν στο γάμο:
-Φρούτα, είπε ο Γέος. Τα φρούτα είναι υγιεινά και κάνουν καλό στην υγεία και για γλυκό τούρτα φράουλα.
Κι έτσι έβαλαν πάνω στο τραπέζι φρούτα,λαχανικά και μια όμορφη τούρτα φράουλα. Όταν τελείωσαν τις ετοιμασίες καμάρωσαν το έργο τους και έφυγαν χαρούμενοι για να πάνε μια βόλτα. Περνούσαν πολύ ωραία στη βόλτα τους, μιλούσαν, έβλεπαν τα μέρη καθώς περπατούσαν, ο Γέος της εξηγούσε για τα πλάσματα που ζούσαν στην επιφάνεια της γης και της έλεγε για τα μέρη που περνούσαν, τι ήταν, τι ονόματα είχαν και άλλα πολλά. Αφού έπεσε η νύχτα η Θάλασσα και ο Γέος καληνυχτίστηκαν και ο καθένας τράβηξε στο σπίτι του. Όταν ο Γέος έφτασε στο σπίτι του είπε στη μητέρα του τη νύφη Ναύσικα τι έγινε και ότι ήταν ερωτευμένος με τη Θάλασσα. Εκείνη θύμωσε και είπε στο Γέο:
-Γιε μου, δεν μπορείς να παντρευτείς τη Θάλασσα! Αυτή ζει στα βάθη της γης και εσύ εδώ! Αυτό το ανάποδο πράγμα δε μπορεί να γίνει!
-Σε παρακαλώ μαμά, άσε με να την παντρευτώ, την αγαπώ, είναι η γυναίκα που ήθελα….την παρακάλεσε ο Γέος.
-Όχι αυτό δε γίνεται!..του είπε.
-Μητέρα; θυμάσαι όταν με είπες ότι επειδή έγινα δεκαεννιά χρονών να διαλέξω μια γυναίκα να παντρευτώ όποια θέλω και με αυτή να ζήσω ευτυχισμένος;
-Ναι, το θυμάμαι, του απάντησε η μητέρα του.
-Κι εγώ θέλω να παντρευτώ τη Θάλασσα, δε με νοιάζει αν έρχεται από τα βάθη της γης αλλά εγώ την αγαπώ και θα ζήσω ευτυχισμένος μαζί της για πάντα. Για αυτό σε παρακαλώ άφησε με να την παντρευτώ κι άμα δε θέλεις θα τη παντρευτώ είτε θέλεις είτε όχι..της είπε ο Γέος.
-Καλά εντάξει, είπε η μητέρα του, μπορείς να την παντρευτείς αλλά αρκεί να είσαι ευτυχισμένος.
-Τέλεια!
είπε ο Γέος και αφού έφαγε το βραδινό του, που ήταν γάλα και ένα σάντουιτς που είχε μέσα ντομάτα και ένα μαρουλόφυλλο πήγε για ύπνο για να είναι ξεκούραστος αύριο που είναι η μέρα του γάμου του. Εν τω μεταξύ, η Θάλασσα έφτασε στο σπίτι της και είδε τους γονείς της να την περιμένουν με ένα βλέμμα θυμωμένο:
-Πού ήσουν όλη αυτήν την ώρα παιδί μου ;..την ρώτησε θυμωμένα ο Χωματένιος, ο πατέρας της.
-Στην επιφάνεια της γης,..απάντησε η Θάλασσα.
-Στην επιφάνεια της γης; Δε σε είπαμε να μη πας εκεί γιατί είναι επικίνδυνα; ρώτησε άγρια η Καφεδίνη, η μητέρα της.
-Ναι, το είπατε αλλά εγώ πήγα εκεί επειδή το ήθελα. Πάντος ήταν πολύ όμορφα εκεί όπου μάλιστα γνώρισα ένα αγόρι. Τον έλεγαν Γέο και μου έκανε πρόταση γάμου.
-Α, δε γίνεται αυτό! Αυτός ζει στην επιφάνεια της γης κι εμείς εδώ!…είπε η Καφεδίνη.
-Το ξέρω, κι εγώ είμαι ερωτευμένη μαζί του. Μπορώ να τον παντρευτώ; ρώτησε η Θάλασσα.
-Όχι, δεν μπορείς ! Εσύ πρέπει να παντρευτείς κάποιων από εμάς, όχι έναν από την επιφάνεια της γης !…την μάλωσε η Καφεδίνη.
-Σε παρακαλώ μαμά, άσε με να τον παντρευτώ …παρακάλεσε η Θάλασσα.
-Όχι και όχι …..έλεγε η Καφεδίνη.
-Καφεδίνη, σταμάτα ! Εγώ λέω να την αφήσουμε να κάνει αυτό που θέλει.Έτσι κι αλλιώς η κόρη μας μεγάλωσε και πρέπει να κάνει τις δικές της αποφάσεις. Λοιπόν, παιδί μου; Αν παντρευτείς το Γέο θα είσαι ευτυχισμένη;….ρώτησε ο Χωματένιος.
-Ναι !….απάντησε η Θάλασσα.
-Τότε μπορείς να τον παντρευτείς, θέλω να είσαι πάντα ευτυχισμένη με ότι απόφαση κι αν πάρεις.
-Σε ευχαριστώ πατέρα
είπε η Θάλασσα και τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλάκι. Μετά φόρεσε το νυχτικό της, έφαγε το βραδινό της και πήγε χαρούμενη για ύπνο περιμένοντας να ξυπνήσει για άλλη μια ωραία μέρα και μάλιστα αυτή η μέρα θα ήταν η καλύτερη από όλες. Το πρωί όταν φάνηκαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου ξύπνησαν η Θάλασσα και ο Γέος και πήγαν να ετοιμαστούν, γιατί σήμερα ήταν η μέρα του γάμου τους. Οι καλεσμένοι φόρεσαν τα κοστούμια τους, όλοι με ωραία ρούχα και πήγαν στο γάμο. Στο γάμο ήρθαν και οι γονείς τους. Μετά ήρθαν και οι νεόνυμφοι και άρχισε η τελετή. Η Θάλασσα είχε γαλάζιο νυφικό, γαλάζιο πέπλο και είχε τα μαλλιά της κότσο. Ο Γέος είχε πράσινο κοστούμι και πράσινο παπιγιόν.
-Να είστε ευτυχισμένοι!
-Να ζήσετε!
Τους ευχόντουσαν οι καλεσμένοι τους. Μετά κάθισαν στο τραπέζι να φάνε. Όταν τελείωσε ο γάμος η Θάλασσα πήγε μαζί με το Γέο στο σπίτι του. Γιατί τώρα που ήταν παντρεμένοι η Θάλασσα πρέπει να συνεχίσει την υπόλοιπη ζωή της μαζί με τον άντρα της. Όχι να ζουν τη ζωή τους χωριστά.
Όταν πέρασαν τα χρόνια η Θάλασσα γέννησε παιδιά, πάρα πολλά. Πρώτα γέννησε τις φάλαινες, τα δελφίνια, τους καρχαρίες και τους ξιφίες. Δεύτερα γέννησε τα ψάρια, τα καβούρια και τους αστερίες. Τρίτα γέννησε τα χταπόδια, τα χάλια, τις μέδουσες και ότι βάζει ο νους μας. Εν το μεταξύ, η νύμφη Ναύσικα, η μητέρα του Γέου, μετάνιωσε που άφησε το γιο της να παντρευτεί τη Θάλασσα. Ήθελε να τη ξεφορτωθεί, να γίνουν τα πράγματα όπως πριν και ο Γέος να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα από την επιφάνεια της γης. Όχι από αλλού. Μέρες σκεφτόταν, ώσπου μια μέρα το βρήκε. Εκείνη τη μέρα ο Γέος έλειπε σε μια δουλειά. Έτσι η Ναύσικα βρήκε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το σχέδιο της για να ξεφορτωθεί τη Θάλασσα μια για πάντα. Κατέβηκε λοιπόν από το δωμάτιο της, μπήκε στην κουζίνα και πλησίασε τη Θάλασσα, που μαγείρευε για μεσημεριανό μια λαχανόσουπα. Η Ναύσικα ρώτησε τη Θάλασσα αν θα ήθελε να πάνε μία βόλτα και η Θάλασσα δέχτηκε. Έτσι, όταν τελείωσαν τις δουλειές του σπιτιού έφυγαν από τη σπηλιά και άρχισαν τη βόλτα τους. Η Ναύσικα έφερε τη Θάλασσα ως το τέλος του καταπράσινου τόπου τους όπου μπροστά απλώνονταν οι χωματότοποι.
-Α! Ξέχασα να σου πω κάτι αλλά θα σε στεναχωρήσει….είπε η Ναύσικα. Ο Γέος μου είπε να σου πω ότι στην πραγματικότητα δεν είχε δουλειά, πήγε να συνεχίσει την υπόλοιπη ζωή του με μια άλλη κοπέλα.
-Πώς ; είναι αλήθεια αυτό που μου λες ;…ρώτησε η Θάλασσα ταραγμένη και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της.
-Ναι, δυστυχώς είναι αλήθεια ….είπε η Ναύσικα.
-Αχ!Όχι! Φώναξε η Θάλασσα κι άρχισε να κλαίει.
Τότε όταν έκλαιγε άρχισαν να βγαίνουν μπλε ατμοί, να βγαίνουν, να βγαίνουν ώσπου η Θάλασσα έγινε ένας μπλε ατμός και ανέβηκε ψηλά στον ουρανό σχηματίζοντας ένα μεγάλο σύννεφο που σκέπασε τον ουρανό. Ξαφνικά ακούστηκε μια βροντή κι άρχισε να βρέχει. Το καταπράσινο γρασίδι είχε βραχεί, τα δέντρα και όλα τα υπόλοιπα φυτά. Όταν σταμάτησε η βροχή όλα είχαν καταβραχεί, οι χωματότοποι όλοι είχαν καταπλημμυρίσει, μέχρι πάνω, είχαν γίνει σαν πισίνες! Η Θάλασσα είχε μεταμορφωθεί σε νερό, μπλε νερό, που ήταν βαθύ και πήρε το όνομά της.
Εν τω μεταξύ, ο Γέος όταν έφτασε στο σπίτι είδε ότι η Θάλασσα έλειπε. Έτσι πήγε να τη ψάξει. Έψαξε από ‘δω έψαξε από ‘κει πουθενά η Θάλασσα. Δεν τη βρήκε σε κανένα μέρος του καταπράσινου τόπου. Ο Γέος στεναχωρήθηκε πολύ. Περνούσαν οι μέρες και όποτε έβγαινε έξω έψαχνε τη Θάλασσα με την ελπίδα μήπως τη βρει, αλλά δυστυχώς δε βρήκε κανένα ίχνος της. Μια μέρα, όταν ήταν καθισμένος δίπλα στη θάλασσα, απογοητευμένος και απελπισμένος γιατί είχαν περάσει πάρα πολλές μέρες που είχε ψάξει τη Θάλασσα αλλά δε τη βρήκε, ξαφνικά, άκουσε μία φωνή από το νερό:
-Γέε ; εδώ κάτω, μ΄ ακούς ; εγώ είμαι η Θάλασσα.
Ο Γέος, όταν άκουσε αυτή τη φωνή την αναγνώρισε, ήταν η φωνή της Θάλασσας.
-Θάλασσα; Εσύ είσαι; Ποιος σε μεταμόρφωσε έτσι;
-Η μητέρα σου μου είπε ότι αγαπάς άλλη και πήγες να ζήσεις μαζί της. Αλλά με το καιρό κατάλαβα ότι ήταν ψέμα…..απάντησε η Θάλασσα.
-Πώς να αγαπήσω άλλη; Εσένα αγαπώ. Πάντα σ΄ αγαπούσα. Κι όταν εξαφανίστηκες. Σε αγαπάω και τώρα που είμαι μαζί σου κι ας είσαι νερό. Θα σε αγαπάω ότι κι αν είσαι, για πάντα…..είπε ο Γέος
-Κι εγώ σ΄ αγαπάω….είπε η Θάλασσα.
Ο Γέος γονάτισε, έσκυψε στο νερό και το φίλησε, δηλαδή φίλησε τη Θάλασσα. Ξαφνικά, ο Γέος μεταμορφώθηκε σε κίτρινη ομίχλη που σκέπασε όλο το μέρος για δύο λεπτά. Όταν πέρασαν τα δύο λεπτά συνέβηκε κάτι παράξενο. Το χώμα είχε κιτρινίσει και τα φυτά που είχε είχαν μεταμορφωθεί σε κοχύλια. Το νερό άρχισε να ψιλοκυματίζει, δηλαδή η Θάλασσα χάρηκε που ήταν μαζί της ο Γέος και ήθελε να έρθει κοντά του. Η άμμος, έτσι ονομάστηκε το κίτρινο χώμα έμπαινε μέσα στο νερό, δηλαδή ο Γέος χάρηκε που ήταν μαζί με τη Θάλασσα και ήθελε να πάει κοντά της.
Επιτέλους! Η Θάλασσα και ο Γέος ήταν πάλι μαζί! Μαζί όμως για πάντα! Από τότε αυτό το μέρος ονομάστηκε παραλία. Τα παιδιά της Θάλασσας και του Γέου μόλις έμαθαν για την παραλία και τι είχε έφυγαν από τη σπηλιά και πήγαν να μείνουν εκεί. Άλλα έμειναν στην άμμο κι άλλα στη θάλασσα. Η Θάλασσα γεννάει παιδιά και σήμερα: τα σύννεφα που ταξιδεύουν με τον αέρα και στέλνουν βροχή. Τον αφρό, που έχουν πάνω τα αφρισμένα κύματα, την αλμύρα την φουρτούνα και τη γαλήνη που συνήθως κάνει τη θάλασσα ήρεμη το πρωί. Κι ο Γέος προσέχει τα άλλα τα παιδιά τους που ζούσαν στην άμμο και τα αυγά τους που έθαβαν μέσα του.
Ψέματα ή αλήθεια….. έτσι λένε τα παραμύθια!!!
Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013
ΕΥΗ ΚΑΠΑΤΖΙΑ
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...