Posts Tagged With: δέντρο

«Ένα δέντρο που ανθίζει από αγάπη» του μαθητή δημοτικού Αναστάση Κοτζαπαναγιώτη!

Το παρακάτω παραμύθι συμμετείχε στον διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού που συνδιοργανώσαμε «Οι Παραμυθάδες» και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» με την υποστήριξη του Δήμου Καβάλας.

Γράφτηκε και εικονογραφήθηκε από τον μαθητή δημοτικού Αναστάση Κοτζαπαναγιώτη.

(Για να δείτε την μετάδοση των αποτελεσμάτων πατήστε εδώ) Συνέχεια

Categories: Διαγωνισμός Συγγραφής Παραμυθιού 2020, Παραμύθια παιδιών | Ετικέτες: ,,,,,,, | 1 σχόλιο

Το φάντασμα και το άλογο

Το παρακάτω παραμύθι γράφτηκε από τους μαθητές των 15ου και 22ου Δημοτικού Σχολείου Καβάλας χρησιμοποιώντας τα «ζάρια των παραμυθιών» και με την βοήθεια των Παραμυθάδων. Αφορά την δράση που πραγματοποιήθηκε στο εορταστικό διήμερο την Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017 με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου και την οποία διοργάνωσαν η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός», το ΝΠΔΔ «Δημοτική Κοινωνική Αλληλεγγύη – Προσχολική Αγωγή Καβάλας» και τον Σύλλογο Εικαστικών Τεχνών και Φιλότεχνων Καβάλας Art Attack.

Τα παιδιά, ρίξανε τα ζάρια και οι εικόνες με τις οποίες έπρεπε να δημιουργήσουν ένα παραμύθι ήταν: Φάντασμα, άλογο, δέντρο, πουλί, χέρι και πεταλούδα!

 

Μία φορά ήταν ένα φάντασμα 👻 που δεν είχε φίλους και φοβόταν τους ανθρώπους. Το έλεγαν Ρούλη, ήταν πολύχρωμο και ένιωθε μοναξιά.

Μία μέρα είδε ένα άλογο 🏇 και θέλησε να γίνουν φίλοι. Όμως το άλογο φοβόταν τον Ρούλη το φάντασμα.

Ξέρετε όμως κάτι; Το άλογο το έλεγαν κι αυτό Ρούλη. Και ήταν ο μικρότερος αδερφός του φαντάσματος. Δεν είχαν γνωριστεί όμως γιατί ο Ρούλης το φάντασμα είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια.

Εκεί κοντά είχε μία μηλιά 🌳 με πολύχρωμα μήλα. Ο Ρούλης το άλογο πεινούσε αλλά δεν μπορούσε να φτάσει τα ψηλά κλαδιά. Χώθηκε τότε ο Ρούλης το φάντασμα ανάμεσα στα μήλα, τα κούνησε να πέσουν, έφαγε το άλογο και σταμάτησε πια να φοβάται. Αφού έφαγαν και χόρτασαν ξάπλωσαν κάτω στην σκιά του δέντρου να ξεκουραστούν.

Ξαφνικά άκουσαν ένα πουλάκι 🐦 να κλαίει. Είχε τρομάξει που είδε το φάντασμα. Σηκώθηκε το άλογο και του είπε να μην φοβάται γιατί το φάντασμα είναι πολύ καλό.

Την ώρα όμως που έλεγε αυτά τα λόγια ένα χέρι ✋ άρπαξε το πουλάκι από την ουρά. Ήταν ένας κακός άνθρωπος που ήθελε να κλείσει το πουλάκι σε ένα κλουβί. Όρμησαν τότε το φάντασμα και το άλογο, τρόμαξαν τον κακό άνθρωπο και γλύτωσαν το πουλάκι.

Εκείνος άρχισε να τρέχει ώσπου είδε μία όμορφη πεταλούδα να πετάει ανέμελη και σταμάτησε να την αρπάξει για να την βάλει στο κλουβί. Εκείνη όμως πέταξε γρήγορα ψηλά και του ξέφυγε. Πέταξε κοντά στην υπόλοιπη παρέα και ήταν όλοι χαρούμενοι που νίκησαν το κακό.

Η καλοσύνη και η φιλία νικάνε την κακία!!!

Categories: Παραμύθια παιδιών | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Το δέντρο που ήθελε φίλους

Το παρακάτω παραμύθι γράφτηκε από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Παληού χρησιμοποιώντας τα «ζάρια των παραμυθιών» και με την βοήθεια των Παραμυθάδων. Αφορά την δράση που πραγματοποιήθηκε στο εορταστικό διήμερο την Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017 με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου και την οποία διοργάνωσαν η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός», το ΝΠΔΔ «Δημοτική Κοινωνική Αλληλεγγύη – Προσχολική Αγωγή Καβάλας» και τον Σύλλογο Εικαστικών Τεχνών και Φιλότεχνων Καβάλας Art Attack.

Τα παιδιά, ρίξανε τα ζάρια και οι εικόνες με τις οποίες έπρεπε να δημιουργήσουν ένα παραμύθι ήταν:

 

Ήταν κάποτε ένα ροζ λουλούδι 🌸 που το έλεγαν Χαρά. Το έλεγαν έτσι γιατί ήταν πάντα ευτυχισμένο επειδή είχε γύρω του πολλούς φίλους-λουλούδια. Εκεί κοντά ζούσε και ένα δέντρο 🌲 που το έλεγαν Κλωνάρη. Ο Κλωνάρης ήταν πάντα στεναχωρημένος. Ένιωθε μοναξιά γιατί ήταν πάρα πολύ ψηλός και δεν μπορούσε να κάνει παρέα με τα λουλουδάκια. Το μόνο που έκανε ήταν να τα κοιτάζει. Ο καημένος αποζητούσε φίλους και ζήλευε τα μικρά λουλούδια.

Μία μέρα έπιασε μία δυνατή βροχή. Ένας άνθρωπος πλησίαζε τον Κλωνάρη κρατώντας μία ομπρέλα ☔ Η ομπρέλα ήταν κι αυτή λυπημένη. Δεν της άρεσε καθόλου να βρέχεται. Ευχόταν να την έκλεινε ο κύριός της και να ξεκουραστεί λιγάκι.

Πλάι στον Κλωνάρη βρισκόταν ένα ποταμάκι. Από την πολλή βροχή το ποταμάκι ξεχείλισε. Τότε ένα ψαράκι 🐟παρασύρθηκε από το νερό και κατρακύλησε δίπλα στα λουλούδια. Όμως κι εκείνα τα καημένα είχαν γείρει τα κεφαλάκια τους από το βάρος της βροχής.

Φάνηκε τότε να πλησιάζει και ένα κοριτσάκι.👧 Ήταν κι αυτό μουσκεμένο μέχρι το κόκκαλο.

Ο Κλωνάρης βλέποντας όλους γύρω του να φοβούνται άπλωσε τα μακριά και πλούσια κλαδιά του και τους προστάτεψε. 

Ο κύριος έκλεισε την ομπρέλα και στάθηκε κοντά στον κορμό του.

Το κοριτσάκι σταμάτησε να φοβάται. Έπιανε ένα ένα τα λουλουδάκια στις χούφτες του κι εκείνα σήκωναν πάλι τα κεφαλάκια τους. Όταν σταμάτησε η βροχή πήρε και το ψαράκι και το έριξε πίσω στο ποτάμι να βρει τους φίλους του.

Και ένα ουράνιο τόξο γέμισε με χρώματα τον ουρανό.

Ήταν όλοι χαρούμενοι. Και περισσότερο ο Κλωνάρης που μπόρεσε να βοηθήσει και να έχει κάτω από τα κλαδιά του τόσους πολλούς νέους φίλους.

Άρχισε να νυχτώνει. Ένα πεφταστέρι 🌠είδε την χαρούμενη συντροφιά και χαμήλωσε για να τους δει από κοντά. Ήταν όμως ντροπαλό και κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο. Το φως του όμως ήταν τόσο δυνατό που το σύννεφο έλαμπε. Οι φίλοι τον κατάλαβαν και τον φώναξαν κοντά τους. Έγιναν μία παρέα όλοι μαζί.

Το κοριτσάκι έκανε μία ευχή στο αστέρι:
«Ο κόσμος να είναι πάντα έτσι όμορφος και η φιλία να κρατάει για πάντα»!

Categories: Παραμύθια παιδιών | Ετικέτες: ,,,,, | Σχολιάστε

Ο γέροντας των Φώτων!

Διασκευή-Απόδοση: Αδελαϊς Ράπτη

Μια φορά, σε ένα φτωχό χωριό, ζούσανε δυο φίλοι, ο Γιωργής κι ο Κωσταντής. Εκεί δεν υπήρχαν μεγάλα χωράφια και τα ζώα ήταν λίγα. Έτσι οι οικογένειες τα έβγαζαν δύσκολα πέρα.
Όμως οι άνθρωποι ήταν πολύ χαρούμενοι. Κάθε πρωί καλημερίζονταν. Για τις δουλειές του καθενός μαζευόταν όλο το χωριό και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Τα βράδυα κανένας δεν κλείδωνε την πόρτα του γιατί δεν φοβόταν.
Μόνο οι δυο φίλοι ήταν πάντα σκυθρωποί. Όλα τους φαινόταν λίγα. Δεν χόρταιναν, δεν γέλαγαν, όλα τους ενοχλούσαν! Αποφάσισαν λοιπόν να φύγουν από το χωριό. Κι ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Όλοι οι χωριανοί κατέβηκαν στην άκρη του χωριού και τους έδωσαν από κάτι να βάλουν στο ταγάρι τους, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Τελευταίος έμεινε ο γέρος σοφός του χωριού τους.

Εγώ δεν έχω σπουδαία πράγματα να σας δώσω. Πάρτε από ένα κουτί που όμως θα το ανοίξετε όταν θα έχετε ανάγκη μεγάλη. Και θα σας πω και μια συμβουλή…
Μια σαύρα, ένας κύκλος και δυο κλειδιά θα σας σώσουν!

…είπε ο γέροντας και τους αποχαιρέτισε.

Έντεκα μέρες περπάταγαν ώσπου βρέθηκαν σε ένα φαλακρό βουνό. Μήτε δέντρο, μήτε νερό δεν έβρισκες εκεί. Παντού βράχια. Μόνο ψηλά στην κορυφή φαινόταν δέντρα πολλά και στην μέση τους ένα έλατο τόσο ψηλό και μεγάλο που λες και ακούμπαγε τον ουρανό.
Ξεκίνησαν λοιπόν τον ανήφορο να φτάσουν εκεί, να ξεκουραστούν. Μα όσο αυτοί ανέβαιναν τόσο η κορυφή ξεμάκραινε. Οι δυο φίλοι σταμάτησαν απελπισμένοι και κάθησαν σε έναν βράχο να βρουν μια λύση. Τότε πετάχτηκε ο Γιωργής και είπε στον φίλο του:

Μια σαύρα! Πρέπει να βρούμε μια σαύρα, όπως μας συμβούλεψε ο γερο-σοφός! Ας χωριστούμε και όποιος την βρει, την ακολουθεί. Μόλις νυχτώσει θα γυρίσουμε εδώ και θα μοιραστούμε ό,τι βρήκαμε.

Ο Κωσταντής όσο κι αν έψαξε δεν βρήκε τίποτε. Ο Γιωργής όμως βρήκε μια σαύρα ανάμεσα στις πέτρες και την ακολούθησε με προσοχή. Εκείνη πήγε και χώθηκε στην τρύπα ενός βράχου. Σκύβει ο Γιωργής να δει και βλέπει έναν μικρό λάκκο με λίγο νεράκι και δίπλα δύο χούφτες βρασμένους σπόρους. Άπλωσε το χέρι να βάλει τους σπόρους στο μαντήλι και το νερό στο παγούρι. Όμως, από την πολλή πείνα και δίψα, δεν άντεξε. Έπεσε με τα μούτρα και ήπιε κι έφαγε χωρίς να κρατήσει τίποτε για τον καημένο τον Κωνσταντή. Γύρισε λοιπόν, πίσω με άδεια τα χέρια και βρήκε τον φίλο του μισοπεθαμένο. Ο Γιωργής, γεμάτος λύπη κι ενοχή, τον άφησε εκεί και συνέχισε τον δρόμο για τη κορυφή μήπως και βρει τίποτε να φέρει. Μέχρι να φτάσει επάνω η πείνα και η δίψα είχαν και πάλι θεριέψει.

Όταν πια ανέβηκε, βρέθηκε σε έναν πανέμορφο κήπο, γεμάτο δέντρα με όμορφους καρπούς. Στην μέση, υψωνόταν το τεράστιο έλατο που το έβλεπαν από τους πρόποδες του βουνού. Δίπλα του υπήρχε μια λίμνη με καθάρια νερά. Τρέχει ο Γιωργής να πιει νερό, μα μόλις ακούμπησε τα χείλια του στην άκρη της, η λίμνη… ξεράθηκε! Άπλωσε το χέρι του να κόψει ένα μήλο από το διπλανό δέντρο μα η μηλιά ξεράθηκε κι αυτή! Ο Γιωργής τραβήχτηκε απογοητευμένος πίσω και τότε η λίμνη ξαναγέμισε νερό και η μηλιά έβγαλε ξανά ζουμερά μήλα. Προσπάθησε πολλές φορές να πλησιάσει μα κάθε φορά συνέβαινε το ίδιο. Είχε αρχίσει πια να νυχτώνει, όταν ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά του ένας ψηλός γέροντας, με κάτασπρα μαλλιά και λαμπερά λευκά ρούχα.

%ce%bf-%ce%b3%ce%ad%cf%81%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b1%cf%82-%cf%84%cf%89%ce%bd-%cf%86%cf%8e%cf%84%cf%89%ce%bdΕίμαι ο Γέροντας των Φώτων. Εδώ είναι το σπίτι μου. Τα δέντρα και η λίμνη είναι φίλοι μου και έχουν εχθρό τους όποιον προδίδει την φιλία. Και ξέρουμε ότι, πριν λίγο, εσύ πρόδωσες τον καλύτερό σου φίλο. Όμως σήμερα, είναι παραμονή των Φώτων και σε λυπήθηκα. Αποφάσισα να σου δώσω μια ευκαιρία να σώσεις την ζωή σου αν σώσεις κι εσύ την μοίρα της γης!

…είπε ο γέρος; κι έδειξε το μεγάλο έλατο στον Γιωργή, που είχε χάσει την μιλιά του από τον φόβο του. Ύστερα είπε πάλι:

Σε αυτό το δέντρο κατοικεί η μοίρα της γης. Κάθε Χριστούγεννα βγαίνουν παράξενοι καλικάντζαροι, που δεν μοιάζουν με τους άλλους, και προσπαθούν να ρίξουν κάτω το δέντρο. Κρύψου καλά και μόλις τους δεις σκέψου έναν τρόπο να σώσεις το δέντρο και την μοίρα της γης. Απόψε είναι η τελευταία τους ευκαιρία.

Αυτά είπε κι εξαφανίστηκε! Κρύφτηκε ο Γιωργής και περίμενε. Σε λίγο, εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι, άγριοι, βρώμικοι και αντί για χέρια είχαν κάτι μακριές κουτάλες που έφταναν μέχρι το χώμα. Άναψαν μεγάλη φωτιά, έβαλαν επάνω ένα καζάνι με νερό κι έριξαν μέσα βατράχια, φίδια και σκουλήκια να τα μαγειρέψουν. Όταν όμως το σιχαμερό φαγητό τους ετοιμάστηκε δεν μπορούσαν να βάλουν στο στόμα τους ούτε μια μπουκιά γιατί τα κουταλόχερά τους ήταν τόσο μακριά που κανένας δεν μπορούσε να ακουμπήσει το φαγητό στα χείλη του. Θυμωμένοι τότε και αγριεμένοι από την πείνα, ορμούσαν με δύναμη επάνω στο δέντρο που ίσα ίσα κρατιόταν από μια άκρη και ήταν έτοιμο να πέσει κάτω και να χαθεί έτσι η μοίρα της Γης.

Ο Γιωργής προσπαθούσε με αγωνία να βρει έναν τρόπο να μην γίνει το κακό. Θυμήθηκε τότε την δεύτερη συμβουλή του γερο-σοφού συγχωριανού του. Ένας κύκλος σκέφτηκε και πετάχτηκε από την κρυψώνα του. Οι καλικάντζαροι, μόλις τον είδαν, σταμάτησαν να χτυπούν το δέντρο και όρμησαν να σκοτώσουν εκείνον. Μα ο Γιωργής τους φώναξε:

Περιμένετε! Μπορώ να σας βοηθήσω να φάτε και να χορτάσετε.

Εκείνοι τον αγριοκοίταξαν αλλά σταμάτησαν και περίμεναν τα λόγια του με δυσπιστία και ανησυχία. Πεινούσαν χρόνια τώρα και θέλανε να ακούσουν τι είχε να τους πει αυτός ο ανθρωπάκος.

Ακούστε τι θα κάνετε! Σχηματίστε όλοι έναν κύκλο γύρω από το καζάνι με το φαγητό. Θα βουτάτε τις κουτάλες σας, θα γεμίζετε με φαγητό και θα ταϊζετε αυτόν που είναι απέναντί σας. Έτσι, χωρίς να κουραστείτε και βοηθώντας ο ένας τον άλλον, θα χορτάσετε όλοι!

Οι καλικάντζαροι με τα κουταλόχερα, κοιτάχτηκαν απορημένοι, έκαναν έναν κύκλο γύρω από το καζάνι και, δειλά-δειλά στην αρχή και πιο γρήγορα μετά, άρχισαν να ταϊζουν ο ένας τον άλλον. Και όσο χόρταιναν τόσο ηρεμούσαν και άρχισαν να γελάνε σαν τα παιδιά και μερικοί έκαναν και τούμπες από την χαρά τους!
Τότε, εμφανίστηκε πάλι δίπλα στον Γιωργή ο λευκός γέροντας και σηκώνοντας το χέρι του, του έδειξε το δέντρο της Γης που, όση ώρα οι καλικάντζαροι έτρωγαν και γέλαγαν, εκείνο είχε δέσει και ήταν πάλι ολόκληρο. Κοίταξε χαμογελώντας τον Γιωργή και του είπε:

Εύγε! Τα κατάφερες!

Ο Γιωργής όμως έσκυψε το κεφάλι και απάντησε:

Kαι τι να το κάνω; Τι με νοιάζει; Εγώ έχασα τον καλύτερό μου φίλο!

Μην απελπίζεσαι, Γιωργή! Ο δρόμος σου τώρα αρχίζει!

…και με αυτά τα λόγια ο γέροντας των Φώτων χάθηκε πάλι.

Όμως, κι ο Γιωργής, πριν προλάβει να τον φωνάξει, βρέθηκε ξανά μπροστά στον βράχο που τον είχε οδηγήσει η σαύρα. Κι όταν έσκυψε να κοιτάξει μέσα από την τρύπα του βράχου, είδε έκπληκτος ότι ο λάκκος είχε πάλι νεράκι και δίπλα του υπήρχαν ακόμη οι βρασμένοι σπόροι. Χωρίς να χάσει λεπτό γέμισε το παγούρι του, έβαλε και τους σπόρους στο μαντήλι του και έτρεξε να συναντήσει τον αγαπημένο του φίλο. Όταν έφτασε στο σημείο που είχαν χωριστεί με τον φίλο του, βρήκε τον Κωνσταντή να τον περιμένει σαν να μην είχαν χωριστεί την προηγούμενη μέρα. Μα τι είχε συμβεί; Ήταν όνειρο; Ήταν θαύμα;

Τίποτε δεν βρήκα, Γιωργή.

…του είπε λυπημένος ο φίλος του.

Μην στεναχωριέσαι Κωνσταντή. Κάτι βρήκα εγώ και για τους δυο μας.

Ήταν λιγοστό αυτό που έφαγαν και ήπιαν μα πήρανε λίγο δύναμη και άρχισαν να κουβεντιάζουν τι θα κάνουν. Έβαλε ο Κωσταντής το χέρι στο δισάκι του μήπως βρει τίποτε χρειαζούμενο και έπιασε το κουτί που τους είχε δώσει ο γέρο-σοφός την μέρα που άφηναν το χωριό τους. Έβγαλε κι ο Γιωργής το δικό του. Για μεγάλη τους έκπληξη μόλις άνοιξαν τα δυο κουτιά, είδανε ότι τα κλειδιά που υπήρχαν μέσα ήταν τα κλειδιά του σπιτιού τους.
Κατάλαβαν λοιπόν, ποιο ήταν το μήνυμα. Ότι δηλαδή, το ομορφότερο μέρος του κόσμου ήταν ο δικός τους τόπος, οι δικοί τους άνθρωποι που τους αγαπούσαν. Πήραν τον δρόμο της επιστροφής και όταν έφτασαν στο χωριό όλοι έτρεχαν και τους αγκάλιαζαν.

Από τότε τριγυρνούσαν πάντα μαζί και ήταν πάντα χαμογελαστοί και ευγενικοί με όλους και βοηθούσαν όποιον είχε ανάγκη.

Ψέμματα ή αλήθεια έτσι λεν’ τα παραμύθια!!!

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,,,,, | Σχολιάστε

Το ποντικάκι, ο πιστός φίλος

Λαϊκό παραμύθι της πρώην Τσεχοσλοβακίας

%cf%80%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ac%ce%ba%ce%b9Πριν πολλά χρόνια, αλλά όχι και πάρα πολλά -αφού την ιστορία που θα σας πω την θυμάμαι καλά- στο μπαλκόνι ενός αγροτόσπιτου, καθότανε ένα λουκάνικο και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Η καγκελόπορτα που βρισκότανε δίπλα του, το πρόσεξε και το ρώτησε έκπληκτη:

Τί έχεις και κλαις καλό μου λουκάνικο;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή.

Τί μου λες; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Κρίμα το καημένο. Στεναχωρέθηκα πολύ. Έτσι μου έρχεται να βγω από τους μεντεσέδες μου.

Κι όπως το είπε, έτσι κι έκανε η καγκελόπορτα. Τραντάχτηκε απότομα και βγήκε από τους μεντεσέδες της. Από τον θόρυβο ξύπνησε ο φράχτης της αυλής. Γύρισε προς το μπαλκόνι και είδε την καγκελόπορτα πεσμένη. Απόρησε με την σειρά του και της φώναξε:

Τί έπαθες βρε καγκελόπορτα και έπεσες;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του και το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να βγω από τους μεντεσέδες μου.

Πω-πω… Κρίμα βρε συ. Τί κακό ήταν αυτό. Στεναχωρέθηκα τώρα. Ε λοιπόν κι εγώ θα γκρεμοτσακιστώ.

Και με το που τελειώνει την φράση του, δίνει μια και πέφτει καταγής λυπημένος. Εκείνη την ώρα, ετοιμαζότανε να σταθεί πάνω του μια καρακάξα, η οποία τρόμαξε όταν τον είδε να σωριάζεται κάτω και τον ρώτησε:

Μα τί έπαθες στα καλά καθούμενα;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ κι η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να γκρεμοτσακιστώ.

Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που μου λες. Τα έχω χαμένα. Ε τότε κι εγώ θα δέσω τα πόδια μου.

Έτσι κι έκανε. Έδεσε τα πόδια της με ένα κομάτι σκοινί που βρήκε πεταμένο παραδίπλα και πέταξε προς το δάσος. Εκεί, σταμάτησε στο κλαδί ενός δέντρου. Μα το δάσος απόρησε με την καρακάξα που είχε δέσει τα πόδια της και δεν δίστασε να την ρωτήσει:

Πώς σου ήρθε να δέσεις τα πόδια σου βρε καρακάξα;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της κι ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να δέσω τα πόδια μου.

Αυτό που μου είπες μόλις τώρα με στεναχώρησε πάρα πολύ. Δεν έχω κουράγιο να στέκομαι όρθιο. Έτσι μου έρχεται να ρίξω όλα μου τα δέντρα.

Δεν θα το πιστέψετε αυτό που ακολούθησε. Ένα-ένα τα δέντρα του δάσους, άρχισαν να ξεριζώνονται και να πέφτουν κάνοντας έναν δυνατό κρότο, μέχρι που το δάσος ισοπεδώθηκε. Ο έντονος θόρυβος τρόμαξε ένα ελάφι που περνούσε από εκεί. Όταν αντίκρισε το δάσος στην κατάστασή του, τα έχασε και το ρώτησε:

Καλό μου δάσος, πώς σου ήρθε πέσεις κατάχαμα;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε κι η καρακάξα έδεσε τα πόδια της. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να ξεριζωθώ.

Απίστευτο. Αυτό δεν το περίμενα. Από την στεναχώρια μου, μου έρχεται να σπάσω τα κέρατά μου.

Το είπε και το έκανε. Άρχισε να χτυπάει τα κέρατά του στον κορμό ενός δέντρου που ήταν πεσμένος μέχρι που έσπασαν σε πολλά κομάτια κι ύστερα άρχισε να τρέχει χωρίς να ξέρει κι αυτό προς τα που. Κάποια στιγμή βρέθηκε σε μια πηγή και σταμάτησε να ξεδιψάσει. Η πηγή μόλις το αντίκρισε και είδε τα σπασμένα κέρατα, το ρώτησε:

Τί έπαθαν τα κέρατά σου; Γιατί έσπασαν;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της και το δάσος ξεριζώθηκε. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να σπάσω τα κέρατά μου.

Αμάν. Κρίμα μωρέ. Λυπήθηκα πολύ. Έτσι μου έρχεται να λασπωθώ.

Και λασπώθηκε για τα καλά. Άφησε το χώμα να ενωθεί με το κρυστάλινο δροσερό νερό της και στο άψε-σβήσε χυνότανε λασπόνερο. Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε μια κοπέλα που κρατούσε μια πήλινη στάμνα. Είχε φτάσει εκεί για να την γεμίσει με νερό. Τα έχασε όμως όταν αντίκρισε την πηγή να τρέχει με λασπόνερο.

Πού πήγε το δροσερό και κρυστάλιν νερό σου πηγούλα μου;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της, το δάσος ξεριζώθηκε και το ελάφι έσπασε τα κέρατά του. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να λασπωθώ.

Πέθανε το ποντικάκι; Τί μου λες; Πολύ κρίμα. Ε λοιπόν κι εγώ θα σπάσω την στάμνα μου.

Η κοπέλα πέταξε με δύναμη την στάμνα που κρατούσε κι αυτή έπεσε σε κάτι βράχια που υπήρχαν εκεί παραδίπλα και έσπασε σε πολλά κομάτια. Έτσι, γύρισε στο σπίτι της χωρίς νερό και με άδεια χέρια. Η μητέρα της που έφτιαχνε ένα γλυκό και χρειαζότανε το νερό, ξαφνιάστηκε όταν την είδε με άδεια χέρια και την ρώτησε:

Που είναι η στάμνα με το νερό κόρη μου;

Άσε μητέρα. Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της, το δάσος ξεριζώθηκε, το ελάφι έσπασε τα κέρατά του και η πηγή λασπώθηκε. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να σπάσω την στάμνα.

Πέθανε το ποντικάκι; Πνίγηκε; Απίστευτο. Κι εγώ κάθομαι και κάνω γλυκό; Απαράδεκτο…θα το χαλάσω το γλυκό μου.

Κι αρπάζει η μητέρα της κοπέλας το κουτί με το αλάτι και το χύνει στο γλυκό. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα ο άντρας της ο οποίος βλέποντας την γυναίκα του να ρίχνει αλάτι στο γλυκό απόρησε.

Βρε γυναίκα, αυτό είναι το αλάτι κι όχι η ζάχαρη. Χαλάς το γλυκό έτσι. Μα τί έπαθες;

Αχ άντρα μου, που να στα λέω. Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της, το δάσος ξεριζώθηκε, το ελάφι έσπασε τα κέρατά του, η πηγή λασπώθηκε κι η κόρη μας έσπασε την στάμνα σε πολλά κομάτια. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να χαλάσω το γλυκό.

Τί να σου πω βρε γυναίκα. Αυτό το νέο είναι πραγματικά δυσάρεστο και λυπηρό. Ήταν πολύ καλός φίλος το ποντικάκι και θα μας λείψει σε όλους. Αλλά όμως, δεν πρέπει να αντιδράμε έτσι, ούτε θα αλλάξει κάτι.

Και λέγοντας αυτά κίνησε να βγει από το σπίτι μα τον σταμάτησε πάλι η γυναίκα του…

Που πας;

Πάω να φτιάξω ένα καινούργιο κοτέτσι στις κότες μας. Αυτό που υπάρχει τώρα είναι έτοιμο να πέσει.

Ο χωρικός πήγε στην αυλή του κι όταν τελείωσε με το κοτέτσι, δηλαδή μετά από αρκετή ώρα, η γυναίκα του είχε ξεκινήσει να φτιάχνει ένα άλλο γλυκό. Η κόρη τους πήγε και αγόρασε μια καινούργια στάμνα για να την γεμίζει με νερό. Η πηγή είχε καθαρίσει από τις λάσπες και τα χώματα. Στο κεφάλι του ελαφιού, άρχισαν φυτρώνουν και πάλι κέρατα. Στο δάσος, όπου υπήρχαν δέντρα που ξεριζώθηκαν, φύτρωσαν μικρά δενδρύλια. Η καρακάξα έλυσε το σχοινί από τα πόδια της και πέταξε για μακριά. Ο φράχτης τέντωσε τα ξύλα του και στήθηκε πάλι όρθιος. Η καγκελόπορτα κατάφερε με δύο κινήσεις να μπει ξανά στους μεντεσέδες της και το λουκάνικο σκούπισε για τα καλά τα δάκρυά του.

Όμως ποτέ μα ποτέ, κανείς από όλους αυτούς κι άλλους πολλούς που δεν σας είπα, δεν ξέχασε και δεν θα ξεχάσει τον πιστό και καλό μας φίλο, το ποντικάκι…κι ελπίζω να μην τον ξεχάσετε ούτε κι εσείς.

Πηγή: «Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο» σε επιμέλεια του Gianni Rodari από τις εκδόσεις GUTENBERG 

Απόδοση – Διασκευή: Χρήστος Π. Τσίρκας

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,,,,,,,,,,,, | Σχολιάστε

Το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δέντρο

Το παραμύθι που ακολουθεί είναι μετάφραση του The First Christmas Tree του Eugene Field, που δημοσιεύτηκε στη συλλογή παραμυθιών «Christmas Tales and Christmas Verse» (1912) και βρίσκεται στη Wikisource, the free online library.

Το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δέντρο

Μια φορά και έναν καιρό, το δάσος ήταν σε μεγάλη αναταραχή. Από νωρίς το απόγευμα, οι σοφοί γερο-κέδροι κουνούσαν τα κεφάλια τους ανήσυχοι και μιλούσαν για παράξενα πράγματα. Είχαν ζήσει στο δάσος πολλά, πολλά χρόνια· αλλά ποτέ δεν είχαν δει τόσο εντυπωσιακές εικόνες, σαν αυτές που έβλεπαν τώρα στον ουρανό, επάνω στους λόφους και στο κοντινό χωριό.

«Σας παρακαλούμε, πείτε και σ’ εμάς τι βλέπετε» είπε ένα μικρό κλήμα· «εμείς που δεν είμαστε τόσο ψηλά όσο εσείς, δε μπορούμε να δούμε αυτά τα θαυμαστά πράγματα. Περιγράψτε τα και σ’ εμάς, για να μάθουμε κι εμείς».

«Έχω ενθουσιαστεί τόσο πολύ», είπε ο ένας κέδρος, «που δε μπορώ να μιλήσω. Όλος ο ουρανός φαίνεται σα να έχει πάρει φωτιά, και τα αστέρια φαίνονται να χορεύουν ανάμεσα στα σύννεφα· άγγελοι κατεβαίνουν από τον ουρανό στη γη και πηγαίνουν στο χωριό ή μιλούν με τους βοσκούς επάνω στους λόφους».

Το κλήμα άκουγε εντυπωσιασμένο, χωρίς να μιλάει. Τέτοια πράγματα δεν είχαν συμβεί ποτέ ξανά και έτρεμε από τη χαρά του. Ο πιο κοντινός του γείτονας ήταν ένα μικροσκοπικό δεντράκι, τόσο μικρό που πολύ δύσκολα μπορούσε να το δει κάποιος· έστω κι έτσι όμως ήταν ένα πολύ όμορφο δεντράκι και τα κλήματα, οι φτέρες, τα βρύα και οι άλλοι ταπεινοί κάτοικοι του δάσους το αγαπούσαν πολύ.

«Πόσο θα ήθελα να δω τους αγγέλους!» αναστέναξε το δεντράκι, «και πόσο θα ήθελα να δω τα αστέρια να χορεύουν ανάμεσα στα σύννεφα! Πρέπει να είναι πολύ όμορφα.»

Καθώς το κλήμα και το δεντράκι έλεγαν αυτά τα λόγια, οι κέδροι παρακολουθούσαν με αυξημένο ενδιαφέρον τις υπέροχες σκηνές επάνω και πέρα από τα όρια του δάσους. Τώρα νόμιζαν ότι άκουσαν μουσική, και δε λάθεψαν, επειδή σύντομα όλη η ατμόσφαιρα γέμισε με τις πιο γλυκιές μουσικές που ακούστηκαν ποτέ επάνω στη γη.

«Τι όμορφη μουσική!» φώναξε το δεντράκι. «Αναρωτιέμαι από πού να έρχεται.»

«Οι άγγελοι τραγουδάνε» είπε ένας κέδρος, «επειδή μόνο οι άγγελοι μπορούν να φτιάξουν τόσο όμορφη μουσική».

«Αλλά και τα αστέρια τραγουδάνε» είπε ένας άλλος κέδρος. «Ναι, και οι βοσκοί στους λόφους άρχισαν κι αυτοί και πραγματικά, τι παράξενα λαμπρό τραγούδι είναι αυτό!»

Τα δέντρα άκουγαν το τραγούδι, αλλά δεν καταλάβαιναν τι έλεγε· φαινόταν σαν ύμνος, και έλεγε για ένα Παιδί που γεννήθηκε· αλλά δεν καταλάβαιναν περισσότερα. Το παράξενο και λαμπρό τραγούδι συνέχισε όλη τη νύχτα· και όλη αυτή τη νύχτα οι άγγελοι πήγαιναν και ερχόταν και οι βοσκοί μιλούσαν με τους αγγέλους και τα αστέρια χόρευαν και τραγουδούσαν ψηλά στον ουρανό. Και είχε σχεδόν ξημερώσει, όταν οι κέδροι φώναξαν: «Έρχονται στο δάσος! Οι άγγελοι έρχονται στο δάσος!»

Και, πολύ γρήγορα, βγήκαν αληθινοί. Το κλήμα και το δεντράκι φοβήθηκαν πολύ και παρακάλεσαν τα πιο παλιά και πιο δυνατά δέντρα να τα προστατεύσουν. Αλλά οι κέδροι φοβόταν και οι ίδιοι και δεν πρόσεχαν τις φωνούλες του ταπεινού κλήματος και του μικρού δέντρου. Οι άγγελοι έφτασαν στο δάσος, τραγουδώντας τον ίδιο λαμπρό ύμνο για το Παιδί, και τα αστέρια τραγουδούσαν σε αρμονία μαζί τους, μέχρι που κάθε σπιθαμή του δάσους γέμισε με αυτό το θαυμαστό τραγούδι. Δεν υπήρχε τίποτε στην εμφάνιση των αγγέλων για να φοβηθεί κανείς· ήταν όλοι ντυμένοι στα λευκά και είχαν στέμματα επάνω στα ξανθά τους κεφάλια και άρπες στα χέρια τους· και τα όμορφα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν αγάπη, ελπίδα, φιλανθρωπία, συμπόνια και χαρά και η παρουσία τους στο δάσος έμοιαζε να το γεμίζει με θεϊκή ειρήνη. Οι άγγελοι έφτασαν έτσι μέχρι εκεί που ήταν το μικρό δεντράκι και μαζεύτηκαν τριγύρω του, το ακούμπησαν με τα χέρια τους και φίλησαν τα κλαδιά του και τραγούδησαν ακόμη πιο γλυκά από πριν. Και το τραγούδι τους ήταν για το Παιδί, το Παιδί, το Παιδί που γεννήθηκε. Τότε και τα αστέρια κατέβηκαν από τους ουρανούς και χόρεψαν και κρεμάστηκαν από τα κλαδιά του δέντρου και τραγούδησαν και αυτά το ίδιο τραγούδι — το τραγούδι για το Παιδί. Και όλα τα άλλα δέντρα και τα κλήματα, οι φτέρες και τα βρύα παρακολουθούσαν με ανοιχτό το στόμα· επειδή δε μπορούσαν να καταλάβουν γιατί συνέβαιναν όλα αυτά τα πράγματα και γιατί το δεντράκι άξιζε αυτών των τιμών.

Ο άγγελος και το δέντροΌταν ήρθε το πρωί οι άγγελοι έφυγαν από το δάσος — όλοι εκτός από έναν άγγελο που παρέμεινε πίσω και στεκόταν κοντά στο δεντράκι. Τότε τον ρώτησε ένας κέδρος: «Γιατί έμεινες μαζί μας, άγιε άγγελε;» Και ο άγγελος αποκρίθηκε: «έμεινα για να προσέχω αυτό το δεντράκι, επειδή είναι ευλογημένο και δεν πρέπει τίποτε να το βλάψει».

Το μικρό δεντράκι ένιωσε ανακούφιση με αυτή τη δήλωση και σήκωσε ψηλά το κεφάλι του, με πιο πολλή σιγουριά από πριν. Και πώς αναπτύχθηκε και μεγάλωσε, δυνάμωσε και ομόρφυνε! Οι κέδροι έλεγαν πως δεν είχαν ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο. Ο ήλιος έριχνε γενναιόδωρα τις πιο καλές του ακτίνες επάνω στο δεντράκι, ο ουρανός άπλωνε την πιο γλυκιά δροσιά γύρω του και οι άνεμοι έπνεαν απαλά και τραγουδούσαν τα πιο όμορφα τραγούδια τους όταν έφταναν κοντά του. Ποτέ δεν το απείλησε κίνδυνος· επειδή ο άγγελος δεν κοιμόταν — όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα ο άγγελος παρακολουθούσε το δεντράκι και το προστάτευε από όλα τα κακά. Μερικές φορές τα δέντρα συζητούσαν με τον άγγελο· φυσικά δεν καταλάβαιναν πολλά από όσα τους έλεγε, επειδή μιλούσε συνέχεια για το Παιδί που έμελλε να γίνει ο Κύριος· και πάντα, όταν τα έλεγε αυτά, χάιδευε το δεντράκι, τα κλαδιά του και τα φύλλα του και τα δρόσιζε με τα δάκρυά του. Και ήταν όλα τόσο παράξενα που κανένας στο δάσος δεν καταλάβαινε.

Έτσι περνούσαν τα χρόνια, με τον άγγελο να φροντίζει το μικρό δέντρο. Μερικές φορές, κάποια ζώα το πλησίαζαν με σκοπό να καταβροχθίσουν τα τρυφερά του φύλλα· άλλες φορές πλησίαζαν ξυλοκόποι με σκοπό να το κόψουν· κι άλλες φορές η ζεστή ανάσα του ξηρού αέρα που ερχόταν από το νοτιά απειλούσε το δάσος και τα πράσινα φύλλα: ο άγγελος όμως τα κρατούσε μακρυά από το δεντράκι. Κι έτσι, μεγάλωσε και δεν ήταν πια ένα δεντράκι, αλλά η περηφάνια και η δόξα του δάσους.

Μια μέρα, το δέντρο άκουσε κάποιον που ερχόταν από το δάσος. Μέχρι τώρα, όταν πλησίαζαν άνθρωποι, ο άγγελος ήταν κοντά του. Τώρα όμως στεκόταν μακρυά, κάτω από τους κέδρους.

«Αγαπημένε άγγελε» φώναξε το δέντρο, «δεν ακούς τα βήματα αυτού που πλησιάζει; Γιατί έφυγες;»

«Μη φοβάσαι» είπε ο άγγελος, «επειδή αυτός που έρχεται είναι ο Κύριος».

Ο Κύριος ήρθε στο δέντρο και το ακούμπησε. Έβαλε τα χέρια Του στο λείο κορμό του και στα κλαδιά του και το δέντρο ανατρίχιασε από μία παράξενη αίσθηση απόλαυσης. Μετά έσκυψε και φίλησε το δέντρο και, γυρνώντας προς τα πίσω, έφυγε.

Πολλές φορές μετά από αυτό, ο Κύριος ξαναήρθε στο δάσος και όταν ερχόταν, πάντα έφτανε μέχρι εκεί που βρισκόταν το δέντρο. Ξεκουράστηκε πολλές φορές από κάτω του, απόλαυσε τον ίσκιο του φυλλώματός του και άκουσε τη μουσική του ανέμου, καθώς φυσούσε ανάμεσα στα κλαδιά του. Πολλές φορές κοιμήθηκε εκεί, με το δέντρο να Τον παρακολουθεί και το δάσος να μένει ακίνητο και σιωπηλό. Και ο άγγελος παρέμενε εκεί κοντά σαν πιστός φρουρός.

Κάποτε ήρθαν και άλλοι άνθρωποι μαζί με τον Κύριο στο δάσος και κάθησαν μαζί Του στον ίσκιο του δέντρου και συζήτησαν για πράγματα που το δέντρο δεν καταλάβαινε· μόνο άκουγε για αγάπη, φιλανθρωπία και πραότητα και έβλεπε ότι ο Κύριος ήταν αγαπητός και σεβαστός στους άλλους. Τους άκουσε να λένε για την καλωσύνη Του και την ταπεινότητά Του, πως θεράπευε τους αρρώστους και ανάσταινε τους νεκρούς και ευλογούσε όλους όπου πήγαινε. Και το δέντρο αγάπησε τον Κύριο για την ομορφιά και την καλωσύνη Του· και χαιρόταν όταν ήταν στο δάσος. Και τα άλλα δέντρα χαιρόταν, επειδή κι αυτά αγαπούσαν τον Κύριο. Και ο άγγελος ήταν πάντα εκεί κοντά.

Ο Κύριος ήρθε μία νύχτα μόνος στο δάσος με το πρόσωπο χλωμό από την αγωνία και υγρό από τα δάκρυα και γονάτισε και προσευχήθηκε. Το δέντρο Τον άκουσε και το δάσος έμεινε ακίνητο, όπως όταν έρχεται ο θάνατος. Και όταν ήρθε το πρωί, ο άγγελος είχε φύγει.

Υπήρχε μεγάλη αναστάτωση στο δάσος. Από παντού ακουγόταν φωνές και ήχοι σπαθιών και τσεκουριών. Εμφανίστηκαν ξένοι άνθρωποι που φώναζαν, έβριζαν και απειλούσαν και το δέντρο τρόμαξε. Φώναξε τον άγγελο, αλλά αυτός δεν ήρθε.

«Όχι», φώναξε το κλήμα, «ήρθαν να καταστρέψουν το δέντρο, την περηφάνια και τη χαρά του δάσους!»

Το δάσος ταράχτηκε, αλλά μάταια. Οι ξένοι άνθρωποι χτυπούσαν τα τσεκούρια τους με δύναμη και το δέντρο έπεσε στο έδαφος. Έκοψαν και τα όμορφα κλαδιά του και τα πέταξαν τριγύρω και το μαλακό του φύλλωμα το πήραν οι άνεμοι.

«Με σκοτώνουν!» φώναξε το δέντρο, «γιατί δεν είναι εδώ ο άγγελος να με προστατέψει;»

Αλλά κανένας δεν άκουσε τις φωνές του, κανένας εκτός από τα άλλα δέντρα του δάσους που έκλαιγαν. Τότε οι άνδρες έσυραν το γυμνό δέντρο μακρυά από το δάσος και τα άλλα δέντρα δεν το ξαναείδαν.

Αλλά ο βραδινός άνεμος που φύσηξε από την πόλη του μεγάλου βασιλιά εκείνο το βράδυ τους είπε πως ένας σταυρός σηκώθηκε σε ένα λόφο — το δέντρο, πάνω στο οποίο βρισκόταν το σώμα του νεκρού Κυρίου.

1884.

Μετάφραση: Απόστολος Τσομπανόπουλος
Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: