Αρχής του παραμυθιού καλησπέρα της αφεντιάς σας!
Ήταν κάποτε ένας κτηνοτρόφος, όχι πολύ μεγάλος σε ηλικία. Έβγαζε καλά χρήματα από τα ζώα και ήξερε να διασκεδάζει. Ήταν και πολύ χωρατατζής. Του άρεσε να κάνει πλάκες στους άλλους.
Μια φορά, του είχε ψοφήσει η γουρουνομάνα του. Κίνησε λοιπόν για την εκκλησία και συνάντησε τον παπά μόλις τελείωσε η λειτουργία. Με σοβαρό ύφος του ζήτησε να κηδέψει την γουρούνα του. Ο παπάς στην αρχή νόμισε ότι τον κοροϊδεύει μα όταν είδε ότι ο κτηνοτρόφος επέμενε, ο παπάς έβαλε τις φωνές.
Μα τι μου τσαμπουνάς βρε χριστιανέ μου. Πώς είναι δυνατόν να κηδέψω ένα ζώο; Μία γουρούνα; Αν είναι δυνατόν!
Ο παπάς άλλαξε πολλά χρώματα από τα νεύρα του και ήταν έξω φρενών. Ο κτηνοτρόφος πάλι ήταν πολύ ήρεμος και μόλις ο παπάς σταμάτησε να μιλάει του είπε πως θα τους έδινε πέντε χρυσές λίρες ανταμοιβή. Μόλις άκουσε για τις λίρες ο παπάς, άλλαξε τροπάριο αμέσως και γρήγορα δέχτηκε να κάνει την κηδεία της γουρούνας.
Μετά από μέρες το νέο μαθεύτηκε κι έφτασε στα αφτιά του δέσποτα. Εξαγριωμένος πήρε τον δρόμο για το χωριό και ζήτησε να συναντηθεί με τον κτηνοτρόφο και τον παπά. Άρχισε να τους φωνάζει και τους δύο. Να τους μαλώνει και να τους αποκαλεί αμαρτωλούς και ασεβείς. Ο παπάς μαζεύτηκε σε μια γωνιά και ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί από την ντροπή του. Μα ο κτηνοτρόφος ήρεμος και πάλι γύρισε και είπε στον δέσποτα.
Δέσποτα, συγχώρα με αν μέσα στον πόνο μου σε ξέχασα, μα επιθυμία της γουρούνας ήταν να σου δώσω κι εσένα δέκα χρυσές λίρες.
Ο δεσπότης σαν το άκουσε αυτό, κοίταξε κατάματα τον κτηνοτρόφο και του είπε:
Λες αλήθεια; Βρε την μακαρίτισσα…ώστε με θυμήθηκε κι εμένα στα τελευταία της; Να με ενημερώσετε στα σαράντα για να έρθω να της διαβάσω κι εγώ καμιά ευχή!
Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λένε στα παραμύθια!