Posts Tagged With: γεωργός

Η γυναίκα κι ο γεωργός

Μύθος του Αισώπου!

"Ο άγγελος". Έργο του Jean-François Millet το 1859.

«Ο άγγελος». Έργο του Jean-François Millet το 1859.

Ήταν κάποτε μια γυναίκα που είχε πεθάνει ο άντρας της και πήγαινε κάθε μέρα στα νεκροταφεία και θρηνούσε. Εκεί κοντά, βρισκότανε και ένας γεωργός που όργωνε το χωράφι του. Την έβλεπε καθημερινά να περνάει για τα νεκροταφεία και επειδή του άρεσε και θέλησε να την γνωρίσει, μια μέρα παράτησε τα βόδια και την δουλειά του και πήγε και κάθισε δίπλα της στον τάφο και θρηνούσε κι αυτός. Η γυναίκα τον ρώτησε τότε γιατί κλαίει κι αυτός απάντησε:

Έχασα τη γυναίκα μου πρόσφατα και νιώθω ανακούφιση όταν κλαίω.

Το ίδιο συμβαίνει και με μένα…

…του απάντησε η γυναίκα κι ο γεωργός βρήκε το θάρρος να συνεχίσει.

Αφού λοιπόν και οι δύο νιώθουμε το ίδιο, γιατί να μην είμαστε μαζί; Εγώ θα σε αγαπώ όπως αγαπούσα την γυναίκα μου κι εσύ θα με αγαπάς όπως αγαπούσες τον άντρα σου.

Τα λόγια αυτά έπεισαν την γυναίκα και συμφώνησε. Την ίδια ώρα όμως, ένας κλέφτης πήγε στο χωράφι του γεωργού, έλυσε τα βόδια από τον ζυγό και τα πήρε μαζί του. Όταν ο γεωργός επέστρεψε και είδε ότι λείπανε τα βόδια άρχισε να οδύρεται και να χτυπιέται. Μόλις ήρθε κι η γυναίκα δίπλα του και τον είδε, του είπε:

Πάλι κλαις;

Κι ο γεωργός της απάντησε:

Τώρα κλαίω στ’ αλήθεια!

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Ο ψεύτης και ο κλέφτης, τον πρώτο χρόνο χαίρονται!

Πηγή: «Παραμύθια της Θεσσαλίας» της Μαρούλας Κλιάφα από τις εκδόσεις «Κέδρος». Το παραμύθι καταγράφηκε από τον κύριο Ευαγγέλου Ηλία.

Στα παλιά χρόνια ζούσε στον κάμπο ένας γεωργός, που αγαπούσε πολύ τη γη του και την περιποιόταν λες και ήταν μοναχοπαίδι του. Κάθε πρωί λοιπόν έπαιρνε το γάιδαρο του, τον φόρτωνε με το αλέτρι, τα λουριά και τα υνιά, έβαζε κι ένα ντορβά με το κολατσιό του και πήγαινε στο χωράφι του για να δουλέψει. Εκεί όργωνε όλη μέρα και όταν σουρούπωνε, φόρτωνε πάλι το γάιδαρο του και επέστρεφε στο χωριό.

Μια μέρα που εκεί που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν γυρνάει ο γάιδαρος και λέει στον γεωργό.

Βρε αφεντικό γιατί με φορτώνεις πρωί και βράδυ και με παιδεύεις; Και δεν παιδεύεις μόνο εμένα αλλά κι εσένα σου βγαίνει η πίστη να με φορτώνεις και να με ξεφορτώνεις.

Τι να κάνω βρε γαϊδαράκο μου! Το χωράφι χρειάζεται φροντίδα. Αν δεν το φροντίσουμε εγώ κι εσύ ποιος θα το κάνει;

Είπα εγώ να μην το φροντίσουμε; Άλλο λέω εγώ. Αντί να κουβαλάς πέρα δώθε όλα αυτά τα μαραφέτια, να τα αφήνεις στο χωράφι και να με καβαλάς. Κι εσύ κι εγώ κερδισμένοι θα βγούμε.

Σαν τ’ άκουγε αυτά ο γεωργός έξυνε το κούτελο του. Ξαφνικά λέει:

Σαν καλά να το σκέφτηκες γάιδαρε μου. Μα εμένα άλλο με προβληματίζει. Αν μου κλέψουν τα υνιά, τα λουριά και το αλέτρι, πώς θα οργώνω εγώ μετά;

Άντε καλέ αφεντικό, που να βρεθούν τώρα κλέφτες … πάει ξεπαστρεύτηκαν αυτοί.

Ο γεωργός το σκεφτόταν όλη νύχτα και αποφάσισε ότι η πρόταση του γαιδάρου του ήταν σωστή και λογική. Έτσι το απόβραδο, σαν έφτασε η ώρα να επιστρέψουν στο χωριό, άφησε σε μια άκρη του χωραφιού τα υνιά, τα λουριά και το αλέτρι, πήδησε στη ράχη του ζώου του και γύρισαν και οι δύο πιο ξεκούραστα στο χωριό.

Πέρασαν δύο μέρες κι όλα πήγαιναν ρολόι. Την τρίτη μέρα όμως πάει ο γεωργός στο χωράφι, μα τί να δει! Άφαντα τα λουριά, οπότε δε μπορούσε να ζέψει το γάιδαρο του στο αλέτρι.

Απαπαπαπα! Κακό που έπαθα…

…είπε ο γεωργός που τώρα άρχισε να τα βάζει με το γάιδαρο του.

Μην σκας αφεντικό, εγώ θα σε ξεκαμπίσω. Ξέρω τον κλέφτη.

…είπε ο γάιδαρος και μετά του ψιθύρισε κάτι στο αφτί. Ο γεωργός κάθισε τότε στην σκιά ενός δέντρου να ξαποστάσει δήθεν, κι ο γάιδαρος άρχισε να γκαρίζει σαν βουρλισμένος. Ανήσυχος τάχα ο γεωργός σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να χουγιάζει.

Βρε κακό που με βρήκε!!! Χάνω το γάιδαρο μου. Βρε κακό που με βρήκε!…

Αφού ο γάιδαρος ξεσήκωσε όλο το χωριό με τις αγριοφωνάρες του και τις ζουρλαμάρες του, πέφτει χάμω σα να ήταν ψόφιος.

Πάει ο γάιδαρος, μου έμεινε μόνο το σαμάρι.

…θρηνούσε απαρηγόρητος και τράβαγε τα μαλλιά του ο γεωργός. Τον παρατάει λοιπόν εκεί και τρέχει στο χωριό να ζητήσει βοήθεια.

Σε λίγη ώρα, να σου και φαίνονται ένα τσούρμο από αλεπούδες στην άκρη της ρεματιάς.

Ψόφησε ο γάιδαρος;

Ρώτησε η πιο μεγάλη που δεν έβλεπε καλά.

Ουουου! Τώρα… να ήταν κι άλλος!

…είπε η πιο μικρή που ήταν μπροστά μπροστά. Αμέσως δόθηκε το σύνθημα.

Άιντε τι κάθεστε! Πάμε να τον φάμε.

Μαζεύτηκαν όλες οι αλεπούδες ολόγυρα από το γάιδαρο και άρχισαν να τον τραβολογάν. Η μια τον άρπαξε από το ένα ποδάρι, η άλλη από την ουρά και η τρίτη, η πιο μικρή τον τράβαγε από τα αυτιά. Ο γάιδαρος ούτε που κουνιόταν.

Μωρέ καλοταϊσμένο που τον έχει ο γεωργός και είναι τόσο βαρύς!

Αναστέναξε η πιο μεγάλη.

Ας κάτσουμε να τον φάμε εδώ.

…είπε η πιο μικρή που πεινούσε πολύ. Η πιο λογική από τις αλεπούδες της απάντησε τότε:

Και τι θα κάνουμε αν μας προλάβουν ο γεωργός και οι χωριανοί; Τι λες καλέ;

Ε! τότε μια λύση υπάρχει! Να τον τραβήξουμε κατά τη φωλιά μας, στη ρεματιά, και να τον φάμε με την ησυχία μας.

…είπε η μεγάλη που ήταν και αρχηγίνα τους. Τότε η πιο μικρή θυμήθηκε τα λουριά που ‘χανε κλέψει τις προάλλες -γιατί, αν δεν το καταλάβατε, οι αλεπούδες ήταν οι κλέφτρες.

Τρέχα και φέρτα.

…πρόσταξε η αρχηγίνα. Τρέχει η αλεπουδίτσα και φέρνει τα λουριά. Τα παίρνουν οι αλεπούδες, δένονται αυτές από τη μια μεριά, δένουν και το γάιδαρο από την άλλη και αρχίζουν να τον σέρνουν. Τότε ο πονηρός ο γάιδαρος που έκανε τον ψόφιο κοριό, πετάγεται επάνω, βγάζει ένα δυνατό γκάρισμα και το βάζει στα πόδια. Έτσι όμως όπως τον είχαν δέσει οι αλεπούδες με τα σκοινιά και ήταν κι αυτές δεμένες από την άλλη άκρη, ήταν πια του χεριού του. Τις έσυρε ως το χωριό και τις παρέδωσε στο αφεντικό του.

μια του κλέφτηΟρίστε αφεντικό, οι κλέφτρες. Πάρτες και δως τες να καταλάβουν πως ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται!

…είπε ο γάιδαρος και τράβηξε ευχαριστημένος για το παχνί του.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Γεωργός και σκύλοι

Μύθος του Αισώπου!

Γεωργός και σκύλοιΈνας γεωργός, έφυγε από το σπίτι του και πήγε στο αγρόκτημά του. Εκεί που δούλευε, τον έπιασε ξαφνική μπόρα και κλείστηκε στο καλύβι που είχε εκεί πέρα. Μα ο καιρός χειροτέρεψε και δεν μπορούσε να φύγει να γυρίσει στο σπίτι του, ούτε καν για να αναζητήσει τροφή. Έτσι αναγκάστηκε να σφάξει τα πρόβατα που είχε για να τραφεί. Πέρασαν οι μέρες κι ο καιρός δεν έλεγε να καλυτερέψει. Αντίθετα χειροτέρεψε κι ο γεωργός αναγκάστηκε να σφάξει και τα κατσίκια. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε κι ο γεωργός αδυνατώντας να φύγει έσφαξε και το βόδι που είχε εκεί για να τον βοηθάει στο όργωμα του χωραφιού.

Τα σκυλιά βλέποντας όλα αυτά που έγιναν, είπαν μεταξύ τους:

Αν δεν σταματήσει η βροχή θα πρέπει να φύγουμε όπως και να έχει, γιατί αν το αφεντικό μας δεν λυπήθηκε το βόδι που τον βοηθάει με τόσο κόπο, εμάς γιατί να μας λυπηθεί;

Η διήγηση αυτή μας δείχνει ότι πρέπει να προσέχουμε από τους ανθρώπους που δεν διστάζουν να βλάψουν τους δικούς τους ανθρώπους.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Μύθοι | Ετικέτες: ,,,,,, | Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: