Μύθος από τη Βραζιλία –
Πολύ κοντά στη θάλασσα, ο Μιγκέλ ζούσε φτωχικά γιατί δεν ήταν ψαράς και το μόνο που είχε ήταν μερικά μέτρα γης όπου καλλιεργούσε κουκιά. Κουραζόταν πολύ με το άγονο έδαφος κι η συγκομιδή του δεν ήταν ποτέ αρκετή. Ωστόσο ρίχνοντας μπόλικη κοπριά που μάζευε από το δρόμο, κατάφερε να πλουτίσει τη γη τόσο, που μια βροχερή χρονιά, η συγκομιδή δε θα ήταν πολύ πλούσια. Κάθε μέρα παρακολουθούσε την ωριμότητα τους και περίμενε ανυπόμονα την εποχή της συγκομιδής.
Κι η εποχή αυτή είχε φτάσει, όταν κάποιο πρωί ανακάλυψε πως τα μισά κουκιά του είχαν εξαφανιστεί τη νύχτα. Έξαλλος, όταν βράδιασε, πήρε ένα ρόπαλο και κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο.
Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και σκόρπιζε στη γη τόσο φως, που νόμιζες πως ήταν μέρα. Ο καιρός ήταν καλός και ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν το μούγκρισμα των κυμάτων στη γειτονική ακτή. Παλεύοντας με τον ύπνο, ο Μιγκέλ περίμενε.
Κατά τα μεσάνυχτα είδε μια γυναίκα με ένα μακρύ άσπρο φόρεμα να μπαίνει στο χωράφι του και να μαζεύει τα κουκιά. Ο χωρικός έτρεξε να την προλάβει. Μόλις όμως τον είδε η γυναίκα, άρχισε να τρέχει προς την ακτή, αλλά το μακρύ της φόρεμα την εμπόδιζε και έπεσε στην άμμο. Εκεί τη σταμάτησε ο Μιγκέλ. Έγινε μια σύντομη πάλη, αλλά ο άντρας ήταν τόσο δυνατός κι η γυναίκα νικήθηκε γρήγορα.
Ο Μιγκέλ είδε τότε πως ήταν νέα και όμορφη.
– Ποια είσαι;
…την ρώτησε.
– Δε θα το μάθεις.
…του απάντησε σκληρά εκείνη.
– Δεν είσαι από εδώ. Δε σ’ έχω ξαναδεί.
Η γυναίκα δεν του απάτησε κι ο Μιγκέλ, κοιτάζοντας το κοφίνι της, είδε πως ήταν πλεγμένο από λεπτά φύκια.
– Από που είσαι λοιπόν κι έχεις κοφίνι από φύκια;
Η κοπέλα δίστασε λίγο και βλέποντας πως ο χωρικός δε θα την άφηνε, του είπε:
– Με λένε Κοντσίτα και ανήκω στο λαό, που ζει στα βάθη των θαλασσών.
Ο Μιγκέλ είχε ακούσει για αυτό το μυστηριώδη λαό, αλλά ποτέ δεν είχε πιστέψει πως υπήρχε. Αναστατωμένος, θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει κάποτε η μητέρα του.
«Οι κοπέλες του βυθού έχουν μάτια σαν τα φύκια και τα χείλη τους έχουν τη γεύση της αλμύρας.»
Αναγκάζοντας την κοπέλα να στρέψει το βλέμμα της προς τη σελήνη, είδε πως τα μάτια της ήταν καταπράσινα. Τη φίλησε. Τα χείλη της ήταν αλμυρά. Ο Μιγκέλ της ζήτησε να γίνει γυναίκα του κι η Κοντσίτα δέχτηκε να τον παντρευτεί, αφού εκείνος της υποσχέθηκε πως δε θα καταριόταν ποτέ τους ανθρώπους του βυθού.
Η κοπέλα του χάρισε τρία όμορφα παιδιά κι ο χωρικός ήταν ευτυχισμένος. Ωστόσο η ευτυχία του Μιγκέλ δεν ήταν τέλεια, γιατί η γυναίκα του σκεφτόταν περισσότερο τον εαυτό της από τα παιδιά της. Δεν ήξερε να μαγειρεύει κι ούτε έπλενε και συγύριζε το σπίτι. Ο φτωχός χωρικός έπρεπε να ασχολείται με το σπίτι και να δουλεύει και στο χωράφι του.
Ζούσαν μαζί πέντε χρόνια, όταν κάποια μέρα ο Μιγκέλ, που ήταν πολύ κουρασμένος, άφησε το θυμό του να ξεσπάσει και φώναξε:
– Δεν είσαι ούτε καλή μητέρα, ούτε καλή σύζυγος. Δεν ξέρω πως ανατράφηκες, μα δεν είδα καμιά κοπέλα του τόπου μου να είναι τόσο αμελής και τεμπέλα σαν εσένα.
– Δε μ’ ενδιαφέρουν οι κοπέλες του τόπου σου. Για μένα οι μόνοι άνθρωποι που αξίζουν είναι εκείνοι που ζουν στο βυθό.
…του απάντησε η Κοντσίτα.
Τυφλωμένος από το θυμό του, ο Μιγκέλ την πλησίασε λέγοντας:
– Και εγώ αδιαφορώ για τους ανθρώπους του βυθού! Καταραμένοι να’ ναι!
Η Κοντσίτα, ακούγοντας τα λόγια του Μιγκέλ, έφυγε από το σπίτι. Ο Μιγκέλ νόμισε για μια στιγμή, πως θα πήγαινε να κρυφτεί σε καμιά γωνιά. Όταν όμως είδε τα παιδιά του να την ακολουθούν, άρχισε να ανησυχεί. Κι η ανησυχία του έγινε έκπληξη, όταν το τραπέζι, ο μπουφές, τα κρεβάτια και όλα τα έπιπλα του σπιτιού άρχισαν να πηγαίνουν πίσω από την Κοντσίτα.
Ο καημένος προσπάθησε να κρατήσει τουλάχιστον τον γάιδαρο του, που έφευγε κι αυτός, και τότε το ίδιο το σπίτι τραντάχτηκε και άρχισε να κατηφορίζει προς τη θάλασσα.
Ο Μιγκέλ ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν και αναγκάστηκε να στηριχτεί σε ένα δέντρο για να μην πέσει. Και από εκεί έβλεπε την οικογένεια του κι όλο του το βιος να χάνονται στα κύματα.
Έμεινε μόνος, χωρίς τίποτα. Ακόμη και τα εργαλεία του χάθηκαν κι ένας γείτονας του χάρισε τον κασμά του για να σκάψει το χωράφι του. Γιατί ήταν άξιος και ξανάρχισε πάλι τη δουλειά του. Κουραζόταν πολύ κι η συγκομιδή δεν ήταν πάντα ικανοποιητική, αλλά ποτέ πια κανείς δε βγήκε από τον ωκεανό να κλέψει τα κουκιά του.

Ο μύθος «Οι άνθρωποι των βυθών» μας έρχεται από την Βραζιλία
Πηγή: Μύθοι και θρύλοι από όλες τις χώρες
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...