Posts Tagged With: Βασιλοπούλα

Βιβλία: «Κοιλέσης – Παραμύθι λαϊκής παράδοσης»

Μια ιδιαίτερη ιδιωτική έκδοση έπεσε στα χέρια μας. Πρόκειται για ένα βιβλίο, 28 μόλις σελίδων που φιλοξενεί ένα παραμύθι με έντονο το μαγικό στοιχείο που έφτασε στο σήμερα μετά από αφηγήσεις γιαγιάδων.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφει:

Κυνηγημένος από την κακιά μητριά του, ο Κοιλέσης εγκαταλείπει το σπίτι του και πιάνει δουλειά στο παλάτι του βασιλιά της πολιτείας. Η μικρή βασιλοπούλα τον διαλέγει για άντρα της, κάτι που δε δέχεται ο βασιλιάς και τη διώχνει από το παλάτι. Μέσα από πολλές δοκιμασίες, με τη βοήθεια του αλόγου του και πολλή «μαγεία», ο Κοιλέσης θα αποδείξει ότι αξίζει να είναι ο αγαπημένος γαμπρός του βασιλιά!

Συνέχεια

Categories: Βιβλία με παραμύθια | Ετικέτες: ,,,,, | Σχολιάστε

Η καλή μοίρα της βασιλοπούλας

Απόδοση: Αρετή Τσιφλίδου

Πριν πολλά χρόνια ζούσε ένας βασιλιάς μεγάλος και τρανός που είχε στο βασίλειο του τόσες πολιτείες όσες κανένας άλλος βασιλιάς. Αυτός όμως και η βασίλισσα είχαν έναν καημό! Ο Θεός δεν τους είχε χαρίσει ένα παιδάκι τόσα χρόνια. Κάθε μέρα τον παρακαλούσαν να τους δώσει ένα παιδάκι.

Πίνακας του Jozef Israëls (1824-1911)

Πίνακας του Jozef Israëls (1824-1911)

Ένα απόγευμα η βασίλισσα καθόταν τον κήπο και κεντούσε όταν είδε μια γριούλα να περνάει από μπροστά. Ήταν πολύ αδύναμη, με κουρελιασμένα ρούχα και ίσα που στηρίζονταν σε μια μαγκούρα που βαστούσε. Η βασίλισσα παράτησε κατευθείαν το κέντημα της και έτρεξε κοντά της.

Έλα μέσα κυρούλα να ξεκουραστείς!

…της είπε.

Η γριούλα δέχτηκε γιατί περπατούσε πολλές ώρες και ήταν πολύ κουρασμένη. Η βασίλισσα την έβαλε να κάτσει στην πολυθρόνα της και αμέσως διέταξε τη βάγια να φέρουνε στην κυρούλα να φάει και να πιει και να ετοιμάσουν μια κάμαρα για να μείνει τη νύχτα. Σε λίγο έφεραν ένα τραπέζι με όλα τα καλά επάνω. Mόνο του πουλιού το γάλα έλειπε. Η γριά έφαγε και στυλώθηκε. Μετά πήγε να ξεκουραστεί στην κάμαρα που της είχαν ετοιμάσει. Το πρωί πριν φύγει της έβαλαν στο ταγάρι της φαΐ και κρασάκι και η γριούλα αποχαιρέτησε τη βασίλισσα και της είπε:

Να’ σαι πολύxρονη κι ευτυχισμένη βασίλισσα μου.

Ευχαριστώ, κυρούλα μου, αλλά να ξέρεις πως ευτυχισμένη δεν είμαι.

Και γιατί;

Γιατί θα ήθελα να έχω ένα παιδάκι και δεν έχω.

Μην στεναχωριέσαι βασίλισσα μου και του χρόνου τέτοιο καιρό θα κρατάς στην αγκαλιά σου ένα πανέμορφο κοριτσάκι.

Πριν καλά καλά η βασίλισσα προφτάσει να την ευχαριστήσει η γριά εξαφανίστηκε από μπροστά της.

Λοιπόν, αυτή η γριά ήταν η καλή μοίρα των ανθρώπων και γύριζε από τόπο σε τόπο, άκουγε τους ανθρώπους και τους βοηθούσε. Πότε βρισκόταν σε μέρη σκοτεινά, παγωμένα και πότε σε μέρη ζεστά που τα έψηνε ο ήλιος. Κι ό,τι έλεγε γινόταν. Έτσι λοιπόν σαν πέρασε ένας χρόνος η βασίλισσα απέκτησε ένα πεντάμορφο κοριτσάκι και κόντευε να της φύγει το μυαλό από την πολλή χαρά της. Αλλά και ο βασιλιάς δεν πήγαινε πίσω! Από την πολλή χαρά τους όμως ξέχασαν να καλέσουν τις μοίρες και αυτές θύμωσαν και δεν ευχήθηκαν κανένα καλό χάρισμα στη βασιλοπούλα. Έτσι λοιπόν εκτός από την ομορφιά της δεν είχε κανένα άλλο καλό. Κι όσο μεγάλωνε γινόταν άκαρδη, εγωίστρια, τεμπέλα, σκληρή και νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό της. Οι γονείς της την πήραν με το καλό, την πήραν με το άγριο αλλά εκείνη τίποτε. Της έφεραν σοφούς δασκάλους να την συμβουλέψουν μα αυτή τους κορόιδευε.

Πώς θα αφήσω το βασίλειο μου να το διοικήσει αυτή;

…έλεγε ο πατέρας της, αλλά η μητέρα της τον παρηγορούσε…

Που ξέρεις, μπορεί να διορθωθεί.

Ο βασιλιάς όμως δυσκολευότανε να το πιστέψει κι απλά κουνούσε το κεφάλι του πικραμένος.

Έξω από την πολιτεία, ήταν ένα μεγάλο και άγριο δάσος. Ούτε ξυλοκόποι, ούτε κυνηγοί πατούσαν εκεί. Τα κλαδιά του ήταν τόσο πυκνά που δεν μπορούσαν να τα διαπεράσουν. Το δάσος αυτό κατέληγε σ’ ένα βουνό όπου σταματούσαν τα δέντρα και μετά είχε ένα θεόρατο βράχο, ψηλό και γλιστερό, που όχι άνθρωπος αλλά ούτε κατσίκι δε μπορούσε ν΄ ανέβει.
Σ’ αυτό το βουνό είχε τη φωλιά του ένας αϊτός, που μια μέρα πέταξε στην άκρη του δάσους κι εκεί τον χτύπησαν κυνηγοί κι είδαν πως τα φτερά του ήτανε ολόχρυσα. Τον πήγαν κατευθείαν τότε στο βασιλιά και αυτός θαύμασε γιατί δεν ήξερε πως υπήρχε τέτοιο πουλί στο βασίλειο του. Μόλις τον είδε όμως η βασιλοπούλα φώναξε:

Αυτός ο χρυσός αϊτός θα έχει κι ένα χρυσό αετόπουλο. Θέλω να μου το φέρουν εδώ.

Πώς να σου το φέρουν κόρη μου, αφού στην κορυφή του βουνού όπου έχει τη φωλιά του ο αϊτός, δε μπορεί να πατήσει άνθρωπος!

Δε με νοιάζει! Εγώ θέλω το χρυσό αετόπουλο! Ή θα μου το φέρετε, ή θα κλειστώ στην καμάρα μου και δε θα βάλω μπουκιά στο στόμα μου, ώσπου να πεθάνω.

…είπε με πείσμα η βασιλοπούλα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα την παρακαλούσαν να συνετιστεί, ο βεζίρης τη συμβούλευε, μα αυτή τίποτε. Το είπε και το έκανε. Κλείστηκε στην κάμαρα της χωρίς φαΐ και χωρίς νερό κι έμεινε εκεί για τρία μερόνυχτα. Είδε κι απόειδε τότε ο βασιλιάς κι έστειλε τους ντελάληδες να διαλαλήσουν πως όποιος έφερνε το χρυσό αετόπουλο στη βασιλοπούλα θα του έδινε το μισό του βασίλειο. Μόλις το άκουσε αυτό η βασιλοπούλα βγήκε από την κάμαρα της, έφαγε, ήπιε και χαμογέλασε. Όμως κανένας δεν εμφανίστηκε. Όσο και να αγαπούσαν οι υπήκοοι το βασιλιά τους, δεν έβαζαν σε κίνδυνο τη ζωή τους για ένα καπρίτσιο της κόρης του. Κάποιοι μάλιστα σχολίαζαν κιόλας:

Τι τα θέλει τα χρυσά αετόπουλα; Ας περάσει και χωρίς αυτά!

Ένα πρωί η βασιλοπούλα καθόταν και κεντούσε στον κήπο του παλατιού ώσπου κάποια στιγμή βλέπει να περνάει μια γριά κουρελιασμένη, που στηριζόταν σε μια μαγκούρα κι έτρεμε σε κάθε της βήμα. Όταν πέρασε από μπροστά της, η γριά της είπε:

Γεια σου πεντάμορφο κι ευτυχισμένο κορίτσι.

Πεντάμορφη είμαι, αλλά αν θες να ξέρεις δεν είμαι ευτυχισμένη.

Γιατί; Τι σου λείπει;

Αχ δε μου λείπει τίποτε εκτός από το χρυσό αετόπουλο και κανένας δεν πάει να μου το φέρει. Μα καλά δεν άκουσες τίποτε;

Η γριά την κοίταξε και της είπε:

Το πράγμα είναι πολύ πιο εύκολο απ΄ όσο νομίζεις. Αν έρθεις μαζί μου, μπορώ να σ’ ανεβάσω στο βουνό.

Αλήθεια; Τότε έρχομαι.

…απάντησε η βασιλοπούλα και παράτησε το κέντημα της και ακολούθησε τη γριά. Περπάτησαν μέσα από στενά σοκάκια για να μην τις δει κανείς και βγήκαν από την πολιτεία. Πέρασαν από λιβάδια και χωράφια, ώσπου έφτασαν στο δάσος. Η βασιλοπούλα είχε κουραστεί και είπε:

Ας κάτσουμε λιγάκι να ξαποστάσουμε! Δε μπορώ να περπατήσω άλλο!

Έκατσαν λοιπόν σε μια πέτρα και η βασιλοπούλα σκέφτηκε ότι δεν έμοιαζε καθόλου με την αναπαυτική πολυθρόνα της. Θυμήθηκε όμως το χρυσό αετόπουλο και παρηγορήθηκε. Μετά από λίγο συνέχισαν το δρόμο τους. Όσο προχωρούσαν τόσο τα αγκαθερά κλαδιά τους χτυπούσαν κι η βασιλοπούλα έτρεχε και τα χρυσά της γοβάκια σκίστηκαν και τα πόδια της μάτωσαν και πρήστηκαν ώσπου κάποια στιγμή λέει στη γριά:

Αχ, κυρά μου πεινώ, από την ώρα που ξεκινήσαμε δεν έβαλα τίποτε στο στόμα μου, δεν αντέχω!

Άντεξες τρεις μέρες και τρεις νύχτες νηστική στην κάμαρα σου , θ’ αντέξεις και τώρα! Περπάτα!

Και περπάτησαν, πέρασαν από μέρη που δεν είχε πατήσει πόδι ανθρώπου και το όμορφο πρόσωπο της βασιλοπούλας γρατζουνίστηκε και τα χρυσά της μαλλιά σκάλωναν στα κλαδιά και έμεναν τούφες – τούφες ώσπου ταλαιπωρημένη η βασιλοπούλα είπε στη γριά:

Αχ κυρά μου δε βαστώ άλλο! Να είχα λίγο νεράκι τουλάχιστον να πιω.

Άντεξες τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κάμαρα σου δίχως νερό, θ’ αντέξεις και τώρα. Περπάτα!

Και περπάτησαν, περπάτησαν ώσπου έφτασαν στους πρόποδες του ψηλού βουνού. Η γριά την πήρε από το χέρι και ανέβαιναν το γλιστερό βουνό σα να είχε σκαλοπάτια. Κάθε τόσο όμως η βασιλοπούλα κοίταζε πίσω, έβλεπε κάτω και τρόμαζε. Παρακαλούσε τη γριά να μην την αφήσει γιατί θα τσακιζότανε. Έφτασαν κάποτε στην κορυφή του βουνού κι εκεί είδαν έναν μεγάλο πύργο μ’ εφτά πατώματα που κατέληγε σε μια ταράτσα. Η γριά άνοιξε την πόρτα και μπήκαν σε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη αράχνες, σκόνες και σκουπίδια. Είχε όμως όλα τα χρειαζούμενα, τραπέζι, καρέκλες κι ένα κρεβάτι στην άκρη. Περίμενε εδώ να σου φέρω φαΐ και νερό και ρούχα για να αλλάξεις. Η βασιλοπούλα φόρεσε ένα αλλατζένιο φόρεμα που της έφερε, έφαγε, ήπιε και ξεκουράστηκε ώσπου την άλλη μέρα η γριά της είπε να συγυρίσει και να καθαρίσει την κάμαρα.

Ξεχνάς ποια είμαι μου φαίνεται. Εδώ μ’ έφερες για να μου δώσεις το χρυσό αετόπουλο και όχι για να συγυρίσω τον πύργο!

Αν δεν συγυρίσεις, αετόπουλο δε βλέπεις

…είπε η γριά κλείνοντας την πόρτα. «Αν δε συγυρίσω αυτή η παλιόγρια μπορεί να με αφήσει για όλη μου τη ζωή εδώ». Σκέφτηκε η βασιλοπούλα και άρχισε να σκουπίζει βαριεστημένα. Μετά από λίγο όμως δεν είχε τι να κάνει και ξαναπήρε την σκούπα και καθάρισε πιο καλά, ξεσκόνισε και σε μια γωνιά είδε δύο πιθάρια. Το ένα είχε μέσα ασβέστη και το άλλο νερό. Έπλυνε τα τζάμια, ασβέστωσε και τους τοίχους και πότισε και μια τριανταφυλλίτσα που ήταν στο παράθυρο έτοιμη να ξεραθεί. Κατευθείαν πρασίνισε ξανά και ευωδίασε ο τόπος από τα τριανταφυλλάκια της. Πρωί-πρωί την άλλη μέρα μπήκε η γριά μέσα και όταν είδε την αίθουσα να αστράφτει από καθαριότητα, γέλασε και πήρε από το χέρι τη βασιλοπούλα και την ανέβασε στο δεύτερο πάτωμα, που ήταν μια κάμαρα γεμάτη σωρούς μαλλιά.

Κάτσε και γνέστα

…της είπε και η βασιλοπούλα θύμωσε πάρα πολύ.

Ποια είσαι εσύ που διατάζεις τη θυγατέρα του βασιλιά να γνέσει;

Είμαι η καλή σου μοίρα.

Εσύ είσαι η καλή μου μοίρα; Η μαύρη μου είσαι και είμαι άτυχη που σε απάντησα!

Η γριά έκλεισε πάλι την πόρτα κι έφυγε. Η βασιλοπούλα θυμήθηκε κάποια στιγμή τη βάγια της που την είχε δει να γνέφει και δοκίμασε κι αυτή. Στην αρχή της κοβόταν η κλωστή, τα λεπτά δάχτυλα της τρυπήθηκαν και δεν τα κατάφερε, σιγά σίγα όμως συνήθισε και της άρεσε κιόλας. Μόλις τέλειωσε το μαλλί ήρθε και η γριά και την ανέβασε στο τρίτο πάτωμα, που ήταν μια κάμαρα με έναν αργαλειό σε μια γωνιά.

Κάτσε τώρα να υφάνεις ένα πανί.

…της είπε και αμέσως η βασιλοπούλα θύμωσε και τα μάτια της έβγαλαν φωτιές.

Μ’ έφερες εδώ με πονηριά για να σου κάνω τις δουλειές σα να ήμουνα σκλάβα σου;

Η γριά δεν της απάντησε κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Η βασιλοπούλα άρχισε να υφαίνει με κλάματα στα μάτια. Στην αρχή δεν της άρεσε καθόλου, στη συνέχεια όμως της φαινόταν παιχνιδάκι και σκεφτόταν πόσο θα χαιρόταν η βασίλισσα σα θα γύριζε στο παλάτι και θα ήξερε να γνέφει και να υφαίνει. Μόλις τέλειωσε το πανί η γριά την ανέβασε στο τέταρτο πάτωμα. Μια κάμαρα γεμάτη πανιά, άσπρα και μαύρα.

Όλα αυτά τα πανιά θα τα κόψεις και θα ράψεις τα άσπρα, πουκάμισα και μισοφόρια και τα μαύρα φουστάνια.

Καλά κυρούλα.

…απάντησε η βασιλοπούλα και δε θύμωσε αυτή τη φορά, γιατί είχε συνηθίσει να κάνει δουλειές. Έκατσε λοιπόν τα έκοψε, τα έραψε και μόλις τα τελείωσε η γριά την ανέβασε στο πέμπτο πάτωμα και την έβαλε σε ένα δωμάτιο γεμάτο άπλυτα παλιόρουχα.

Πλύνε τα κόρη μου και μπάλωσε τα. Ύστερα να τα σιδερώσεις και να τα ταχτοποιήσεις στις κασέλες.

Η βασιλοπούλα τα έκανε πολύ καλά και τακτικά όλα και έτσι ανέβηκαν με τη γριά στο έκτο πάτωμα που ήταν μια αίθουσα πλούσια στολισμένη με ένα μεγάλο τραπέζι με δέκα πιάτα με φαγητά μοσχοβολιστά. Η βασιλοπούλα έκατσε να φάει και συλλογιζόταν ότι τέλειωσαν τα βάσανα της. Εκεί που έτρωγε ακούει κάτι νιαουρίσματα δίπλα της. Τρία γατάκια πετσί και κόκκαλο, πεινασμένα είχαν καρφώσει τα ματάκια τους επάνω της και ζητιάνευαν λίγο φαγητό.

Ξουτ από δω!

…τα έδιωξε χτυπώντας το πόδι στο πάτωμα κι εκείνα έφυγαν τρομαγμένα. Την άλλη μέρα η γριά της έφερε τρία πιάτα με φαγητά και όταν άρχισε να τρώει η βασιλοπούλα, άκουσε πάλι τα νιαουρίσματα από τα γατάκια. Η καρδιά της ένιωσε λύπηση για πρώτη φορά. Τους έδωσε το ένα πιάτο με φαγητό και καθώς τα έβλεπε που έτρωγαν, η καρδιά της χτύπησε δυνατά και ένιωσε μια γλυκιά και ζεστή χαρά από τα νύχια ως την κορφή. Την άλλη μέρα η γριά της έφερε ένα μόνο πιάτο φαγητό. Και η βασιλοπούλα το έδωσε στα πεινασμένα γατάκια κι αυτή έμεινε νηστική.

Πρωί-πρωί την επόμενη μέρα η γριά την ανέβασε στο έβδομο πάτωμα που ήταν μια μεγάλη κάμαρα γεμάτη από λογής-λογής φορεσιές, μεταξωτές, βελούδινες, στολισμένες με διαμάντια και μαργαριτάρια και πέπλα αέρινα, σα να τα είχαν υφάνει νεράιδες.

Διάλεξε ό,τι θες κόρη μου για να ντυθείς και να στολιστείς και θα έρθω να σε πάρω.

Η βασιλοπούλα θαύμασε όλες τις στολές μία προς μία, μα σε μια άκρη της κάμαρης, είδε ένα φουστάνι από αλατζένιο πανί κι ένα ζευγάρι χοντρά παπούτσια. Όταν την είδε η γριά απόρησε:

Τόσες φορεσιές, την αλατζένια διάλεξες βρε κόρη μου;

Μ’ αυτή κάνω άνετα όλες μου τις δουλειές κυρούλα μου

…απάντησε η βασιλοπούλα και ανέβηκαν στην ταράτσα, όπου ήταν ένα κλουβί και μέσα στο κλουβί το χρυσό αετόπουλο.

Πάρτο και φύγε.

…της είπε…

Πώς θα φύγω; Το βουνό είναι γλιστερό! Το δάσος γεμάτο βάτους και αγκάθια!

Κάνε όπως σου λέω και δε θα το μετανιώσεις.

…της είπε η γριά και η βασιλοπούλα πήρε το κλουβί, ευχαρίστησε τη γριά και ξεκίνησε. Όπου πατούσε το πόδι της γινόταν σκαλάκι και κατέβαινε το βουνό και οι βάτοι παραμέριζαν τα αγκάθια τους για να μην την πληγώσουν. Τέλος έφτασε στην πολιτεία και πήγε κατευθείαν στο παλάτι με το κλουβί. Στην αρχή δεν τη γνώρισαν και την πέρασαν για καμιά γυναίκα που ζητάει δουλειά. Εκείνη χωρίς να σταματήσει έτρεξε κατευθείαν στο βασιλιά και στη βασίλισσα. Σαν την είδαν μπροστά τους τρελάθηκαν από τη χαρά τους! Όταν όμως είδαν το αλατζένιο φόρεμα τα έχασαν.

Πού το βρήκες αυτό το φουστάνι; Τι έγινες τόσο καιρό;

…τη ρώτησε η βασίλισσα. Η βασιλοπούλα τους τα εξιστόρησε όλα και στο τέλος η μητέρα της θυμήθηκε τη κουρελιασμένη γριά που είχε βοηθήσει και συγκινήθηκε. Η βασιλοπούλα πήρε το κλουβί και το έβαλε σε μια γωνιά στην κάμαρα της. Μετά από λίγες μέρες λέει του αετόπουλου:

Ύφανα ένα μάλλινο σκέπασμα. Πάρτο καλό μου αετόπουλο και πήγαινε το σε κάποιον φτωχό που κρυώνει.

Το αετόπουλο το πήρε και πέταξε μακριά. Μετά από λίγη ώρα γύρισε στο κλουβί του. Την άλλη μέρα λέει ξανά η βασιλοπούλα:

Ετοίμασα αυτό το σακούλι που έχει φαγητό και κρασί. Πάρτο αετόπουλο και πήγαινε το σε κάποιον που πεινάει.

Το αετόπουλο πήγε το δέμα και σε λίγη ώρα επέστρεψε πάλι στο κλουβί του. Πέρασαν χίλιες μέρες και το χρυσό αετόπουλο κάθε μέρα έκανε κι από ένα καλό. Σαν ήρθε το επόμενο πρωί, πάει η βασιλοπούλα να το καλημερίσει μα βρήκε το κλουβί άδειο.

Αχ δυστυχία μου! Που είσαι καλό μου αετόπουλο! Τι έγινες;

Άνθρωπος έγινα…

ακούει μια φωνή πίσω της. Γυρνάει και τι να δει! Ένα ωραίο βασιλόπουλο την κοίταζε χαμογελαστό.

Πάμε να σου τα εξηγήσω όλα μπροστά στο βασιλιά και τη βασίλισσα.

Εξήγησε λοιπόν το βασιλόπουλο ότι μια κακή μοίρα τον είχε μεταμορφώσει σε χρυσό αετόπουλο και η γριά, η καλή μοίρα επειδή τον λυπήθηκε, ευχήθηκε να ξαναγίνει άνθρωπος όταν θα είχε κάνει χίλιες ευεργεσίες.

Αφού τέλειωσα τις χίλιες ευεργεσίες χάρη στην καλόκαρδη βασιλοπούλα θα ήθελα να σας τη ζητήσω για γυναίκα μου και σας ορκίζομαι πως δε θα περάσει μέρα που να μην κάνουμε κι από ένα καλό.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα δέχτηκαν με μεγάλη χαρά και έγιναν οι γάμοι με χαρές και πανηγύρια και η πρώτη που κάλεσαν στην χαρά ήταν η γριούλα, η καλή τους μοίρα.

Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,, | Σχολιάστε

Οι έξι φίλοι

Απόδοση: Ζωή Τσαπανίδου

%ce%bf%ce%b9-%ce%ad%ce%be%ce%b9-%cf%86%ce%af%ce%bb%ce%bf%ce%b9Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γενναίος στρατιώτης. Ο βασιλιάς για να τον ξεκουράσει από τις σκληρές μάχες όπου συμμετείχε τον έβαλε να φυλάει τις όχθες ενός ποταμού, έτσι ώστε να μην περνάνε εχθροί στο βασίλειό του. Όμως φαίνεται πως τον ξέχασε εκεί γιατί δεν έστειλε ποτέ κάποιον αντικαταστάτη. Έτσι πέρασαν βδομάδες, μήνες, έγινε χρόνος και κανένα μήνυμα!

Τότε ο στρατιώτης αποφάσισε να γυρίσει στην πόλη του. Έπρεπε όμως να περάσει το ποτάμι. Το ποτάμι ήταν πολύ βαθύ. Γέφυρες δεν υπήρχαν και έψαχνε τρόπο να λύσει το πρόβλημά του. Έτσι λοιπόν όπως πηγαινοερχόταν στην όχθη, τον πλησίασε ένας πολύ ψηλός άντρας με τεράστια χέρια.

Γεια σου φίλε μου. Θέλεις να περάσεις απέναντι;

…του λέει!

Ναι… όμως το ποτάμι είναι πολύ βαθύ και δεν μπορώ.

Μη στεναχωριέσαι θα σε βοηθήσω εγώ.

Και αμέσως αρπάζει ένα πολύ μεγάλο ψηλό δέντρο με χοντρό κορμό, το ξεριζώνει σαν να ήταν θάμνος και το τοποθετεί στις δυο όχθες του ποταμού.

Να η γέφυρά σου για να περάσεις!

…του είπε κι ο στρατιώτης εντυπωσιασμένος του απάντησε:

Σ’ ευχαριστώ πολύ φίλε μου, έχεις φοβερή δύναμη. Μήπως θέλεις να έρθεις μαζί μου; Εμείς οι δυο θα κάνουμε μεγάλα πράγματα!

Ο μεγαλόσωμος άντρας δέχτηκε κι έτσι πέρασαν και οι δυο τους το ποτάμι και συνέχισαν την πορεία τους για την πόλη. Αφού βάδισαν αρκετά συνάντησαν κάποιον κυνηγό που ετοιμαζόταν να πυροβολήσει!

Γεια σου φίλε μου τι κάνεις;

Θα σκοτώσω την αράχνη που είναι πάνω στο δέντρο χωρίς να σκίσω το δίχτυ της.

…και πριν ολοκληρώσει την φράση του, πυροβολεί και σκοτώνει την αράχνη χωρίς να σκιστεί ο ιστός της! Ενθουσιάστηκε ο στρατιώτης και του λέει:

Είσαι σπουδαίος κυνηγός θέλεις να έρθεις μαζί μας;

«Βεβαίως» απάντησε κι ο κυνηγός και έτσι ξεκίνησαν και οι τρεις για την πόλη. Αφού περπάτησαν αρκετά χιλιόμετρα συνάντησαν έξι ανεμόμυλους. Παρατήρησαν ότι αν και δεν φυσούσε καθόλου αέρας, τα φτερά τους γυρνούσαν πολύ γρήγορα. Κοίταξαν δεξιά, αριστερά και κάπου σε ένα δέντρο επάνω είδαν έναν άνδρα να φυσάει με δύναμη.

Τι κάνεις φίλε εδώ;

Φυσάω για να γυρίζουν τα φτερά των ανεμόμυλων.

Μα έχεις τόση δύναμη;

Βεβαίως και έχω. Που να δείτε όταν φτερνιστώ τι γίνεται! Μπορώ να γκρεμίσω ολόκληρο σπίτι!

Θα σου προτείνω κάτι…

…του λέει ο στρατιώτης…

Θέλεις να έρθεις μαζί μας; Θα κάνουμε μεγάλα πράγματα μαζί.

Με τα χαράς!

απάντησε ο άνδρας και μπήκε κι αυτός στην παρέα. Έτσι και οι τέσσερις συνέχισαν να βαδίζουν προς την πόλη. Αφού περπάτησαν αρκετά χιλιόμετρα συνάντησαν έναν άνδρα με δεμένα πόδια.

Φίλε μου τι έπαθες; Ποιος σου έδεσε τα πόδια;

Κανείς φίλοι μου μόνος μου τα έδεσα.

Μα γιατί;

Γιατί όταν τα έχω λυμένα τρέχω σαν τον άνεμο και δεν μπορώ να απολαύσω τις ομορφιές της φύσης.

Θέλεις φίλε μου να μας ακολουθήσεις; Έχεις κι εσύ, μαγικές ικανότητες!

Τιμή μου μεγάλη!

Απάντησε κι αυτός και ξεκίνησε μαζί με τους άλλους τέσσερις για την πόλη. Φθάνοντας λίγο έξω από τα τείχη της πόλης συναντούν έναν άνδρα που φορούσε πολύ στραβά το καπέλο του. Παραξενεύτηκε ο στρατιώτης και τον ρώτησε:

Φίλε μήπως έχεις μαγικές ικανότητες κι εσύ;

Αν έχω λέει;

Και τι μπορείς να κάνεις;

Λοιπόν φίλε, αν κατεβάσω το καπέλο προς το δεξί αυτί μου, θα παγώσουν όλα γύρω μου.

Έλα φίλε μου μαζί μας και θα κάνουμε μεγάλα πράγματα!

Πολύ ευχαρίστως!

…είπε κι αυτός και ακολούθησε τους άλλους πέντε. Έτσι οι έξι φίλοι έφθασαν στην είσοδο της πόλης. Μόλις μπήκαν μέσα τι να δουν… μια τεράστια ανακοίνωση από τον βασιλιά που έλεγε:

«Όποιος τρέξει με την βασιλοπούλα και την νικήσει θα την παντρευτεί!»

Παρουσιάζεται λοιπόν ο στρατιώτης στον βασιλιά και τον ρωτά:

Μπορεί να πάρει μέρος στον διαγωνισμό κάποιος από τους φίλους μου;

Βεβαίως γιατί όχι;

Τότε ο στρατιώτης έβαλε να τρέξει ο φίλος του που έτρεχε σαν τον άνεμο. Την άλλη μέρα το πρωί θα ξεκινούσε ο διαγωνισμός. Η διαδικασία ήταν η εξής: Η αφετηρία ήταν έξω από τα τείχη. Θα ξεκινούσαν από εκεί και θα έτρεχαν μέχρι σε μια απομακρυσμένη πηγή. Εκεί, θα γέμιζαν ένα κανάτι νερό και θα επέστρεφαν στην αφετηρία. Ετοιμάστηκαν λοιπόν και μόλις έδωσαν το σύνθημα ξεκίνησαν. Ο άνδρας που έτρεχε σαν τον άνεμο έφθασε στην πηγή γέμισε το κανάτι του και έφθασε στα μισά του γυρισμού ενώ η βασιλοπούλα ακόμα πήγαινε, γι’ αυτό κάθισε να ξεκουραστεί, εκεί όμως τον πήρε ο ύπνος. Η βασιλοπούλα όταν τον συνάντησε στον γυρισμό της και τον είδε να κοιμάται έδωσε μια κλοτσιά στο κανάτι του και έχυσε το νερό.

Ο φίλος του όμως ο κυνηγός που έβλεπε την σκηνή θέλησε να βοηθήσει τον φίλο του και ευθύς αμέσως πυροβολεί και η σφαίρα περνά ξυστά από τον φίλο του και τον ξυπνά. Σηκώνεται, βλέπει άδειο το κανάτι του το αρπάζει τρέχει σαν τον άνεμο, το γεμίζει και φθάνει στην αφετηρία και περιμένει να έρθει η βασιλοπούλα. Σε λίγο φθάνει η βασιλοπούλα καταϊδρωμένη και χαιρετά τον νικητή που τώρα έπρεπε να παντρευτεί.

Έλα όμως που ο βασιλιάς δεν ήθελε καθόλου τον άνδρα αυτόν για γαμπρό του! Σκεφτόταν λοιπόν με ποιο τρόπο να ακυρώσει τον γάμο. Έτσι σκέφτηκε το εξής: Φώναξε τους έξι φίλους του για να τους κάνει δήθεν τραπέζ. Τους έκλεισε μέσα σε ένα δωμάτιο με ποτά φαγητά και μουσική και τους κλείδωσε. Μετά άναψε φούρνους γύρω από το δωμάτιο έτσι ώστε να ανάψουν οι τοίχοι και να σκάσουν από την ζέστη οι έξι φίλοι. Πραγματικά κάποια στιγμή άρχισαν να ιδρώνουν και ύστερα να καίγονται από την ζέστη. Τότε ο φίλος με το καπέλο, τους λέει:

Μην στεναχωριέστε φίλοι μου!

…και αμέσως κατεβάζει το καπέλο του προς το δεξί αυτί και η ατμόσφαιρα έγινε δροσερή και άρχισαν οι φίλοι να τρώνε, να πίνουν και να χορεύουν. Λίγες ώρες μετά έρχεται ο βασιλιάς ανοίγει την πόρτα και αντί να δει νεκρούς τους φίλους, τους είδε να διασκεδάζουν. Τον έπιασε πανικός. Γυρίζει στον μέλλοντα γαμπρό του και του λέει:

Αν σου δώσω ένα σακί χρυσάφι θα ακυρώσεις τον γάμο;

Ναι αλλά με έναν όρο. Το σακί για το χρυσάφι θα το διαλέξω εγώ.

Του απάντησε ο άντρας κι ο βασιλιάς συμφώνησε μαζί του. Έτσι ο φίλος διάλεξε το μεγαλύτερο σακί και γέμιζε, γέμιζε, γέμιζε μέχρι που έγινε ασήκωτο. Τότε ο στρατιώτης λέει στον δυνατότερο της παρέας, αυτόν που είχε ξεριζώσει το δέντρο, να σηκώσει το σακί και να φύγουν. Κι αυτός το σήκωσε σαν να σηκώνει μια πετρούλα από τη γη. Έτσι ξεκίνησαν για την πόλη.

Ο βασιλιάς τρελάθηκε κι άρχισε να χτυπιέται και να φωνάζει:

Εγώ ήμουν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο και τώρα είμαι ο πιο φτωχός!

Φωνάζει τους αξιωματικούς του και τους διατάζει να πάνε να βρουν τους έξι φίλους να τους σκοτώσουν και να πάρουν πίσω το χρυσάφι του. Οι αξιωματικοί με τα πιο γρήγορα άλογά τους, προλαβαίνουν πράγματι τους φίλους και τους φωνάζουν:

Σταματήστε! Δώστε μας πίσω το χρυσάφι αλλιώς θα πεθάνετε!

Τότε ο φίλος που φυσούσε δυνατά γύρισε προς τους άλλους πέντε και τους είπε:

Μη φοβάστε παιδιά τώρα θα δείτε!

Παίρνει μια βαθιά αναπνοή και φυσάει! Και άλογα και αναβάτες έγιναν φτερά στον άνεμο και χάθηκαν. Έτσι οι έξι φίλοι μπήκαν στην πόλη τους χαρούμενοι, μοιράστηκαν το χρυσάφι και έζησαν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λεν τα παραμύθια

Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,,, | Σχολιάστε

Ο Συμιγδαλένιος

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα της αφεντιάς σας.

Το παλάτι του πρώτου βασιλείου. Από την ζωγράφο-εικαστικό Κωνσταντίνα Σιδηροπούλου.

Το παλάτι του πρώτου βασιλείου. Από την ζωγράφο-εικαστικό Κωνσταντίνα Σιδηροπούλου.

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν δύο βασίλεια. Στο ένα ζούσε ένας βασιλιάς μαζί με την γυναίκα του και την καλόκαρδη κόρη τους. Και στο άλλο ένας άλλος βασιλιάς που επίσης ζούσε με την γυναίκα του και την κόρη του. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα του πρώτου βασιλείου ήθελαν να παντρέψουν την μονάκριβή τους. Μια μέρα λοιπόν λέει ο βασιλιάς στην κόρη του:

Άκου κόρη μου, νομίζω πως ήρθε η ώρα να παντρευτείς και να κάνεις κι εσύ την δική σου οικογένεια.

Να παντρευτώ πατέρα μου αλλά ακόμα δεν έχει έρθει η ώρα.

…απάντησε η κόρη του.

Ο βασιλιάς δεν πήρε πολύ στα σοβαρά την απάντηση της κόρης του κι έτσι άρχισε να τις φέρνει διάφορους γαμπρούς για να επιλέξει τον καλύτερο.

Όχι πατέρα μου. Δεν θέλω κανέναν από αυτούς. Κάτι άλλο θέλω. Μπορείς να μου το κάνεις;

Πες το κόρη μου και αμέσως θα φροντίσω να το έχεις.

Να, θέλω να μου φέρεις ένα τσουβάλι αμύγδαλα, ένα τσουβάλι σιμιγδάλι κι ένα τσουβάλι ζάχαρη.

Να σου τα φέρω κόρη μου αλλά τι θα τα κάνεις όλα αυτά;

Φέρτα εσύ και μη σε νοιάζει.

Η βασιλοπούλα με το σιμιγδάλι 2

Η βασιλοπούλα με το σιμιγδάλι. Από την ζωγράφο-εικαστικό Κωνσταντίνα Σιδηροπούλου.

Ο βασιλιάς λοιπόν δεν έχασε καιρό. Πήγε πήρε ο,τι του ζήτησε η μονάκριβή του και περίμενε να δει τι θα τα έκανε. Τότε η βασιλοπούλα του είπε:

Ευχαριστώ πατέρα μου. Τώρα θα κλειδωθώ στο δωμάτιό μου για σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες και δεν θέλω να με αναζητήσει κανείς.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα αν και ανησύχησαν σεβάστηκαν την επιθυμία της κόρης τους. Για σαράντα ολόκληρες ημέρες δεν την ενόχλησαν καθόλου.

Η βασιλοπούλα κλειδώθηκε στο δωμάτιό της, έσπασε τα αμύγδαλα, τα καθάρισε όλα, ζύμωσε το σιμιγδάλι μαζί με την ζάχαρη και έφτιαξε έναν άνθρωπο. Αφού τον έφτιαξε καθόταν από πάνω του, τον λιβάνιζε και του έλεγε:

Δεν μου μιλείς μάτια μου, δε μου μιλείς φως μου;

Αυτό το έκανε για σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες και έκλαιγε και λυπότανε πολύ. Το τελευταίο βράδυ ξαφνικά μέσα στην απόλυτη ησυχία ακούστηκε μια φωνή:

Αχ! Τι γλυκά που κοιμόμουνα κι εσύ με ξύπνησες. Ποια είσαι;

Ήταν ο σιμιγδαλένιος. Η βασιλοπούλα σαστισμένη γεμάτο χαρά όμως απάντησε:

Εγώ είμαι αυτή που σε έπλασα και που θα σε παντρευτώ.

Βγαίνει από το δωμάτιο η βασιλοπούλα πηγαίνει στους γονείς της και τους ανακοινώνει τα ευχάριστα νέα.

Πατέρα και μητέρα μου, αυτός είναι ο άντρας που θα παντρευτώ. Ο Σιμιγδαλένιος μου. Τον έπλασα εγώ η ίδια. Έβαλα όλη μου την αγάπη. Τον έκανα από αμύγδαλο που συμβολίζει την γονιμότητα για να κάνουμε πολλά παιδιά, και από ζάχαρη για να είναι η ζωή μας γλυκιά και τέλος από σιμιγδάλι για να είμαστε πάντα ευτυχισμένοι.

Στο παλάτι όλοι ήταν χαρούμενοι. Κάλεσαν όλον τον κόσμο στον γάμο. Και ξεκίνησαν τα τραγούδια, οι φωνές, τα γέλια…

Τώρα μεταφερόμαστε στο δεύτερο βασίλειο, που σε αυτό ζούσε όπως είπαμε ένας άλλος βασιλιάς με την γυναίκα και την κόρη του. Η κόρη όμως αυτού του βασιλιά ήταν κακιά, εγωίστρια και κακομαθημένη και τα ήθελε όλα δικά της. Έτσι λοιπόν μόλις έμαθε για τον σιμιγδαλένιο τον ήθελε για δικό της άντρα. Ο πατέρας της, της έλεγε:

Βρε κόρη μου, που να τον βρούμε; Αφού τον έχει άλλη.

Δε με νοιάζει. Εγώ τον θέλω για μένα. Αν δεν μου τον φέρεις θα αρρωστήσω.

Πράγματι, αρρώστησε η κόρη του από τον καημό. Τι να κάνει ο βασιλιάς. Δεν μπορούσε να βλέπει την κόρη του σε αυτήν την κατάσταση. Έτσι συνεννοήθηκε με την γυναίκα του και είπαν:

Λοιπόν γυναίκα θα φτιάξουμε ένα πλοίο και θα το φορτώσουμε με χρυσαφικά, γυαλικά, ρούχα… ό,τι μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους. Θα πάει το πλοίο στο διπλανό βασίλειο για να πουλήσει την πραμάτεια του και μόλις ανέβει ο σιμιγδαλένιος στο πλοίο για να αγοράσει αυτό που θέλει θα τον κλέψουμε.

Η βασίλισσα μην έχοντας άλλη επιλογή συμφώνησε και διέταξαν αμέσως τους εργάτες να ετοιμάσουν το πλοίο. Αφού το έφτιαξαν ο βασιλιάς είπε στο πλήρωμα:

Θα πάτε κάτω από το σπίτι που βρίσκεται ο Σιμιγδαλένιος και μόλις τον δείτε να ανεβαίνει στο πλοίο θα σηκώσετε τα πανιά και θα φύγετε αμέσως. Προσέξτε όμως να μη σας δει κανείς.

Φόρτωσαν το πλοίο και ξεκίνησαν. Σύντομα, έφτασε κάτω από το σπίτι του Σιμιγδαλένιου. Μόλις ξύπνησαν οι δούλες και είδαν το πλοίο γεμάτο χρυσαφικά, ασημικά, γυαλικά και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς πήγαν αμέσως στην βασιλοπούλα να της το πουν. Τότε η αθώα βασιλοπούλα χωρίς να σκεφτεί το κακό που ήθελε να της κάνει η βασιλοπούλα του δεύτερου βασιλείου είπε στον Σιμιγδαλένιο να πάει στο πλοίο και να πάρει ό,τι θέλει.

Τι τα θέλουμε εμείς όλα αυτά; Δε τα χρειαζόμαστε.

Σιμιγδαλένιε μου από αυτά τα γυαλικά δεν έχουμε. Από αυτά θέλω να πας να πάρεις.

Όχι βρε γυναίκα. Δεν τα χρειαζόμαστε. Τόσα γυαλικά έχουμε.

Να πας Σιμιγδαλένιε μου, να πας. Αυτά που έχουμε έχουν παλιώσει.

Καλά λοιπόν, πηγαίνω.

Τι να κάνει λοιπόν ο Σιμιγδαλένιος, πήγε. Το πλήρωμα αμέσως τον αναγνώρισε. Τον έβαλε στο πλοίο και όση ώρα του έδειχναν ό,τι καλό είχαν, σήκωσαν τα πανιά και εξαφανίστηκαν. Τον πήρανε τον Σιμιγδαλένιο και τον πήγαν στο παλάτι του άλλου του βασιλιά. Εκεί η βασιλοπούλα τον περίμενε πως και πως. Μόλις τον είδε τον πλησίασε και του έδωσε να πιει ένα ποτήρι νερό.

Καλωσόρισες ξένε στο παλάτι μας. Ορίστε! Πάρε να πιεις αυτό να δροσιστείς.

Ο Σιμιγδαλένιος χωρίς να το σκεφτεί πίνει το νερό και στη στιγμή ξέχασε την γυναίκα του. Ξέχασε όλη την μέχρι τότε ζωή του. Η βασιλοπούλα είχε βάλει στο νερό ένα μαγικό φίλτρο για να μην θυμάται τίποτα. Έτσι αφού τον ξεγέλασε με αυτόν τον τρόπο τον πήρε για άντρα της.

Ας αφήσουμε τώρα τον Σιμιγδαλένιο με τη δεύτερη γυναίκα του και ας πάμε στην πρώτη.
Η πρώτη γυναίκα του μόλις ήρθε το μεσημέρι και δεν φάνηκε ο Σιμιγδαλένιος άρχισε να αναρωτιέται και να ανησυχεί.

Που είναι ο Σιμιγδαλένιος; Γιατί δεν επέστρεψε; Έφυγε; Και αν έφυγε που πήγε; Και γιατί να φύγει; Σιμιγδαλένιε μου; Σιμιγδαλένιε μου που είσαι;

Άρχισε να φωνάζει και να κλαίει. Ο βασιλιάς προσπαθούσε να την ηρεμήσει χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τότε η βασιλοπούλα είπε στον πατέρα της.

Πατέρα μου θα φύγω.

Μα που θα πας παιδάκι μου;

Θα φύγω πατέρα. Θα πάω να βρω τον σιμιγδαλένιο μου.

Η βασιλοπούλα ψάχνει τον σιμιγδαλένιο της. Από την ζωγράφο-εικαστικό Κωνσταντίνα Σιδηροπούλου.

Η βασιλοπούλα ψάχνει τον σιμιγδαλένιο της. Από την ζωγράφο-εικαστικό Κωνσταντίνα Σιδηροπούλου.

Χωρίς να χάσει καιρό βγήκε στους δρόμους η βασιλοπούλα και άρχισε να τον ψάχνει. Γύριζε μέρες, νύχτες… Έγινε αγνώριστη. Μια μέρα εκεί που περπατούσε συνάντησε μια γυναίκα. Με το στήθος της πάνιζε, με το στήθος της φούρνιζε. Την πλησίασε και της είπε.

Θεία, τι κάνεις εδώ; Κάτσε να σε βοηθήσω.

Της φτιάχνει ένα πανόξυλο και της λέει:

Να θεία, έτσι πανίζουν και φουρνίζουν.

Τότε η θεία της απαντάει:

Αχ παιδάκι μου! Ο Θεός να στο ξεπληρώσει το καλό που μου έκανες.

Θεία, θέλω να με γιατρέψεις.

Και τι γιατρειά θέλεις να σου κάνω;

Ποια είσαι εσύ;

Εγώ παιδάκι μου είμαι μάνα, κι έχω τον ήλιο γιο.

Αχ θεία. Να καθίσω να του πω για τον Σιμιγδαλένιο μου.

Ου… Παιδάκι μου… Τρελάθηκες; Αν καθίσεις θα σε φάει.

Κρύψε με εσύ θεία να του πω κι εγώ τον καημό μου. Σε παρακαλώ.

Έκλαιγε η βασιλοπούλα, την λυπήθηκε η μάνα του ήλιου και την έκρυψε κάτω από το τραπέζι. Μόλις βασίλεψε ο ήλιος πήγε στην μάνα του.

Καλησπέρα σταυρομάνα.

Καλησπέρα γιε μου.

Κάπου εδώ, κάπου εκεί, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει.

Που να την βρω εγώ την ανθρώπινη ψυχή παιδάκι μου; Εγώ είμαι, η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με.

Απαπα.. Ο Θεός να μην το δώσει μάνα.

Κατέβασε η μάνα του το καζάνι με το φαγητό, του έβγαλε ψωμί, νερό και αφού ο ήλιος έφαγε όλο το φαγητό του λέει:

Πεινάς άλλο παιδάκι μου;

Όχι μάνα.

Σαν είχες δηλαδή μια ανθρώπινη ψυχή την έτρωγες κι αυτήν;

Όχι μάνα, όχι, δεν πεινάω άλλο.

Σαν δεν πεινάς να βγει μια κοπελιά να σου πει τον καημό της. Βγες παιδάκι μου.

Της λέει η θεία και η βασιλοπούλα βγήκε και λέει στον ήλιο:

Ήλιε μου λαμπρέ, λαμπρέ και λαμπρογεμισμένε, εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις, μην είδες τον αντρούλη μου, που ‘ναι σιμιγδαλένιος;

Που να τον δω καλή μου εγώ; Εγώ το πρωί βγαίνω και το βράδυ είμαι πίσω. Στο φεγγάρι να πας που γυρίζει όλη νύχτα. Άντε μάνα, δώς της και ένα καρύδι.

Έδωσε η μάνα το καρύδι, τους ευχαρίστησε η βασιλοπούλα, τους χαιρέτησε και ξεκίνησε να πάει να βρει το φεγγάρι. Μόλις έφτασε στην μάνα του φεγγαριού, αυτή μαγείρευε και ετοίμαζε για να έρθει το φεγγάρι να φάει. Η βασιλοπούλα άρχισε να την παρακαλάει για να πει τον καημό της στον γιο της. Μετά από λίγο λέει η φεγγαρομάνα:

Άντε, φύγε τώρα γιατί θα έρθει το φεγγάρι και θα σε φάει αν σε δει.

Αχ θεία κρύψε με κάπου να πω τον πόνο μου στον γιο σου.

Που να σε κρύψω παιδάκι μου;

Σε παρακαλώ θεία, κρύψε με σε παρακαλώ.

Καλά λοιπόν. Έλα εδώ.

Ανοίγει ένα ντουλάπι και την βάζει μέσα. Έφεξε ο Θεός και έφτασε το φεγγάρι σπίτι.

Κάπου εδώ, κάπου εκεί, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει μάνα.

Που να βρεθεί εδώ ανθρώπινη ψυχή παιδάκι μου; Εγώ είμαι, η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με.

Ο Θεός να μην το δώσει μάνα. Έχει τίποτα να φάω;

Όλα τα καλά σου έφτιαξα παιδάκι μου.

Του ετοίμασε το τραπέζι, έβγαλε φαγητά, ψωμιά, όλα τα καλά, κάθισε το φεγγάρι και έφαγε. Αφού τέλειωσε το φαγητό του, του λέει η μάνα του:

Παιδάκι μου έφαγες;

Έφαγα μάνα.

Αν είχες δηλαδή μια ανθρώπινη ψυχή την έτρωγες κι αυτή;

Ο Θεός να μην το δώσει μάνα.

Άντε βγες κορίτσι μου να πεις τον πόνο σου.

Βγαίνει η βασιλοπούλα και του λέει:

Φεγγάρι μου λαμπρό, λαμπρό και λαμπρογεμισμένο, εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις, μην είδες τον αντρούλη μου, που ‘ναι σιμιγδαλένιος;

Που να τον δω εγώ κορίτσι μου; Εγώ βγαίνω από βράδυ σε πρωί. Στα αστέρια να πας. Που είναι πολλά. Αν δεν τον έχει δει το ένα θα τον έχει δει το άλλο. Άντε μάνα, φίλεψέ την ένα αμύγδαλο.

Παίρνει το αμύγδαλο η βασιλοπούλα, τους χαιρετάει και φεύγει με δάκρυα στα μάτια και ραγισμένη την καρδιά. Έφυγε απογοητευμένη και πήγε να βρει τα αστέρια μήπως κάποιο είδε τον καλό της. Όταν έφτασε στο σπίτι τους, την καλοδέχτηκε η μάνα τους όπου κι αυτή ετοίμαζε φαγητό για τα παιδιά της. Αφού την βοήθησε η βασιλοπούλα να ετοιμάσει το φαγητό γιατί τα αστέρια ήταν πολλά και δεν θα προλάβαινε να τα ετοιμάσει όλα μόνη της, πλησίαζε η ώρα που θα έφταναν τα αστέρια. Τότε γυρίζει η μάνα τους και λέει στην βασιλοπούλα:

Άντε φύγε τώρα. Θα έρθουνε τα αστέρια να φάνε και θα σε φάνε αν σε βρουν εδώ.

Αχ θεία, δεν με κρύβεις κάπου για να τους πω τον πόνο μου; Αυτά πολλά είναι. Όλο και κάποιο αστέρι θα είδε τον Σιμιγδαλένιο μου.

Που να σε κρύψω παιδάκι μου; Αν γλιτώσεις από τον έναν δεν γλιτώνεις από τον άλλον.

Έκλαιγε η βασιλοπούλα και δεν έλεγε να φύγει. Τι να κάνει και η μάνα τον αστεριών, την λυπήθηκε και την έκρυψε πίσω από την πόρτα. Μετά από λίγο ήρθαν και τα αστέρια.

Καλημέρα μάνα.

Λέει το μεγαλύτερο αστέρι.

Κάπου εδώ, κάπου εκεί, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει.

Που να βρεθεί ανθρώπινη ψυχή εδώ παιδάκι μου; Εγώ είμαι, η μάνα σου. Θέλεις να με φας, φάε με.

Ο Θεός να μην το δώσει μάνα.

Στην στιγμή εμφανίστηκαν και τα άλλα αστέρια.

Καλημέρα μάνα

Καλημέρα μάνα

Καλημέρα μάνα

Καλημέρα μάνα…

Κάθισαν όλα στο τραπέζι, τους έβγαλε η μάνα τους να φάνε και αφού φάγανε και ήπιανε τους ρωτάει:

Αν είχατε μια ανθρώπινη ψυχή την τρώγατε κι αυτή;

Ο Θεός να μη το δώσει μάνα.

Αφού είναι έτσι λοιπόν, άντε κορίτσι μου βγες τώρα και πες τον καημό σου.

Βγαίνει η βασιλοπούλα και τους λέει:

Αστέρια μου λαμπρά, λαμπρά και λαμπρογεμισμένα, ψηλά όπου διαβαίνετε και χαμηλά κοιτάτε, μην είδατε τον άντρα μου, που ‘ναι σιμιγδαλένιος;

Που να τον δούμε εμείς κορίτσι μου; Εμείς βγαίνουμε το βράδυ και γυρίζουμε το πρωί.

Είπε το μεγαλύτερο αστέρι.

Εγώ κοπέλα μου νομίζω πως τον είδα.

Πετάχτηκε το μικρότερο αστέρι.

Τον είδες; Πού; Πού βρίσκεται; Πες μου σε παρακαλώ.

Δεν είμαι σίγουρος κορίτσι μου. Αλλά, για μια στιγμή. Είπες σιμιγδαλένιος είναι;

Ναι αστεράκι μου. Εγώ τον έφτιαξα, μόνη μου. Από αμύγδαλο, ζάχαρη και σιμιγδάλι. Δεν μπορεί να μην τον είδατε κάπου. Δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν.

Ναι, ναι. Αυτός ήταν. Σίγουρα. Δεν μπορεί να υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν.

Λοιπόν, πού τον είδες;

Σε ένα παλάτι, εφτά μερόνυχτα δρόμο από εδώ.

Αστεράκι μου, μπορείς σε παρακαλώ πολύ να με πας εκεί;

Το μεγαλύτερο αστέρι θύμωσε και δεν ήθελε να βοηθήσει την βασιλοπούλα. Πίστευε ότι έτσι θα γινόταν κακός ο αδερφός του με το να προδώσει που ακριβώς είναι ο Σιμιγδαλένιος. Μα η βασιλοπούλα τον καθησύχασε λέγοντάς του πως δεν θα το μάθει ποτέ κανείς. Έτσι το μεγαλύτερο αστέρι συμφώνησε .

Καλά λοιπόν. Αν δεν το μάθει κανείς εντάξει. Άντε αδερφέ μου βοήθησε το κορίτσι να βρει τον αγαπημένο της. Να προσέχετε. Μάνα δως της κι ένα φουντούκι.

Η βασιλοπούλα πήρε το φουντούκι, τους ευχαρίστησε μέσα από την καρδιά της κι έφυγε με το μικρό αστέρι για την Κρήτη. Μόλις έφτασε στο παλάτι η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα. Της άνοιξε μια δούλα και της λέει:

Καλημέρα! Έρχομαι από ένα μακρινό χωριό και χάθηκα. Μπορείς να πεις στην κυρά σου να με αφήσει να κοιμηθώ σε ένα δωμάτιο; Είμαι φτωχιά και ορφανή.

Πήγε η δούλα το είπε στην κυρά της και αυτή συμφώνησε. Την έβαλαν λοιπόν σε ένα μικρό δωμάτιο. Εκείνη την στιγμή να και ο Σιμιγδαλένιος. Κλειδώνεται η βασιλοπούλα στο δωμάτιο και άρχισε να κλαίει ασταμάτητα που δεν την θυμήθηκε ο άντρας της. Μόλις ξημέρωσε έσπασε το καρύδι που της είχε δώσει η μάνα του ήλιου και βγήκε από μέσα ένα χρυσό μαγκάνι.
Όταν οι δούλες πήγαν να δουν αν είναι όλα εντάξει με την ξένη είδαν να λαμπυρίζει από μακριά το μαγκάνι. Πήγαν αμέσως να το πουν στην κυρά τους. Τότε τους λέει αυτή:

Άντε, πάτε και ρωτήστε την τί θέλει να της δώσουμε για να το αγοράσουμε.

Πάνε οι δούλες την ρωτάνε και απαντάει η βασιλοπούλα:

Εγώ δεν θέλω ούτε γρόσια, ούτε φλουριά, ούτε τα πουλώ με λεφτά. Τον Σιμιγδαλένιο μόνο να μου δώσει η κυρά σας μια βραδιά.

Πήγαν οι δούλες, το είπαν στην κυρά τους. Έξαλλη αυτή απαντάει:

Τι; Για τα μούτρα της τον έχω τον Σιμιγδαλένιο;

Οι δούλες όμως την έπεισαν. Του έδωσαν πάλι το νερό με το μαγικό φίλτρο για να κοιμηθεί και να μην θυμάται τίποτα και της τον πήγαν. Μόλις της τον έφεραν η βασιλοπούλα τον ξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να του μιλάει κλαίγοντας.

Δε μου μιλείς μάτια μου; Δε μου μιλείς φως μου; Εγώ δεν είμαι αυτή που σε έπλασε;

Ο Σιμιγδαλένιος άκουγε μα δεν μπορούσε να αντιδράσει. Η βασιλοπούλα δε σταμάτησε να κλαίει. Το επόμενο πρωί οι δούλες τον πήραν και τον πήγαν στην κυρά τους.

Μετά από κανα δυο μέρες, σπάζει το αμύγδαλο που της είχε δώσει η μάνα του φεγγαριού. Μόλις το έσπασε βγήκε από μέσα μια χρυσή ανέμη. Την ώρα εκείνη μπαίνουν στο δωμάτιο οι δούλες και βλέπουν την ανέμη. Αμέσως πήγαν να το πουν στην κυρά τους:

Αχ κυρά για σένα είναι αυτή η ανέμη.

Άντε, πάντε να την ρωτήσετε τι θέλει για να την αγοράσουμε κι αυτήν.

Πήγανε στην βασιλοπούλα και την ρώτησαν, μα αυτή τους απάντησε:

Εγώ δεν θέλω ούτε γρόσια, ούτε φλουριά, ούτε λεφτά, τον Σιμιγδαλένιο θέλω μόνο για μια βραδιά ακόμα.

Η δεύτερη βασιλοπούλα πάλι αντέδρασε στην επιθυμία αυτή αλλά οι δούλες της πάλι την κατάφεραν. Του έδωσαν πάλι το μαγικό φίλτρο και της τον πήγαν. Η βασιλοπούλα έκλεισε την πόρτα, τον έβαλε στο κρεβάτι και άρχισε να του μιλάει:

Δε μου μιλείς μάτια μου; Δε μου μιλείς φως μου; Εγώ είμαι Σιμιγδαλένιε μου.

Ο Σιμιγδαλένιος άκουγε αλλά πάλι δεν μπορούσε να αντιδράσει. Η βασιλοπούλα δεν σταμάτησε να κλαίει από τον καημό της. Την άλλη μέρα το πρωί ήρθαν πάλι οι δούλες και τον πήραν.
Μετά από κανα δυο μέρες σπάζει και το φουντούκι, που της είχε δώσει η μάνα των αστεριών. Μέσα από το φουντούκι βγήκε αυτήν την φορά μια χρυσή κλώσα με τα χρυσά πουλάκια της. Εκείνη την στιγμή νασου πάλι οι δούλες. Κατεβαίνουν γρήγορα στην κυρά τους, της το λένε και ήθελε να τα αγοράσει και αυτά. Η βασιλοπούλα για αντάλλαγμα ζήτησε για άλλο ένα βράδυ τον Σιμιγδαλένιο. Πάλι θύμωσε η δεύτερη βασιλοπούλα αλλά την κατάφεραν και αυτήν την φορά ο δούλες.

Ετοίμασαν πάλι το μαγικό φίλτρο, αλλά αυτήν την φορά ο Σιμιγδαλένιος κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά και έκανε πως το ήπιε ενώ το έχυσε όταν δεν τον έβλεπε κανείς και έκανε τον κοιμισμένο. Τον πήγανε στη βασιλοπούλα, αυτή έκλεισε την πόρτα, τον έβαλε πάλι στο κρεβάτι και άρχισε να του μιλάει:

Δε μου μιλείς Σιμιγδαλένιε μου; Δε μου μιλείς φως μου;

Όταν ξαφνικά ο Σιμιγδαλένιος αντέδρασε:

εεε.. σταμάτα να κλαις. Ποια είσαι;

Εγώ είμαι Σιμιγδαλένιε μου. Η γυναίκα σου. Αυτή που σε έπλασε. Μα δεν θυμάσαι τίποτα;

Μα τι λες; Και πως έγινες έτσι; Γιατί έγινες έτσι;

Έτσι έγινα γιατί σε έχασα και σε έψαχνα για μέρες ολόκληρες. Αλλά τώρα σε βρήκα. Και δεν θα φύγω από εδώ αν δεν φύγουμε μαζί.

Αργά το βράδυ ο Σιμιγδαλένιος με την βασιλοπούλα φύγανε μαζί χωρίς να τους καταλάβει κανείς. Γυρίσανε στο παλάτι τους και ζήσανε ξανά μαζί. Κάνανε πολλά παιδιά και ήταν ευτυχισμένοι.
Όσο για την δεύτερη βασιλοπούλα αρρώστησε από τον καημό της και δεν βγήκε ποτέ ξανά από το παλάτι.

Ψέματα ή αλήθεια έτσι λεν’ τα παραμύθια.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Το σκλαβί

Παραμύθι της προφορικής μας παράδοσης. Διασκευή-απόδοση: Χρήστος Π. Τσίρκας

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!

Από την παρουσίαση του παραμυθιού "το σκλαβί" στις 28 Μαϊου 2015

Από την παρουσίαση του παραμυθιού «το σκλαβί» στις 28 Μαϊου 2015

Στα παλιά τα χρόνια, τα χρόνια των βασιλιάδων, ένας βασιλιάς προσπαθούσε με την γυναίκα του να κάνει παιδί μα δεν τα κατάφερναν. Από τον φόβο του μήπως και δεν δει απόγονο, ο βασιλιάς αποφάσισε να κάνει παιδί με μια σκλάβα που είχαν στο παλάτι. Έτσι κι έγινε. Παρόλα αυτά, έμεινε έγκυος κι η γυναίκα του. Έτσι, μετά από μήνες εννέα, δύο αγόρια γεννήθηκαν κι άρχισαν να μεγαλώνουν μαζί. Παίζανε, διαβάζανε, πήγανε και τελειώσανε το σχολείο, πάντα μαζί. Το παιδί που είχε αποκτήσει με την σκλάβα, το σκλαβί, ήταν έξυπνο και φρόνιμο. Όχι όμως και το βασιλόπουλο που ήταν χοντροκέφαλο και κακομαθημένο. Συνέχεια γυρνούσε από ταβέρνες σε καταγώγια και μάταια από πίσω του έτρεχε και το σκλαβί για να τον συμβουλεύει. Μα το βασιλόπουλο, δεν έπαιρνε από λόγια κι όλο τριγύριζε με τους χαμένους και τους χαραμοφάηδες.

Μια μέρα, το βασιλόπουλο είδε σε έναν πίνακα την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου και την ερωτεύτηκε. Από τον έρωτα, αρρώστησε κι έπεσε στο κρεβάτι. Διάφοροι γιατροί περάσανε από το παλάτι, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Τότε, το βασιλόπουλο πήρε μιαν απόφαση. Να πάει και να ψάξει να βρει την όμορφη του κόσμου, αφού αυτή ήταν η αιτία της αρρώστιας του. Είπε την ιδέα του στο σκλαβί. Το σκλαβί από την μεριά του, αγαπούσε πολύ το βασιλόπουλο κι έτσι αποφάσισε να πάει μαζί του για να το προσέχει.

Οι δύο νέοι παρουσιάστηκαν μπροστά στον βασιλιά και πατέρα τους και του είπαν:

Πατέρα μου και βασιλιά, σοφέ και σεβαστέ μας.

Δώσε μας την ευχή σου εσύ και την καλή ορμήνια.

Σε άλλους τόπους ξακουστούς, μεγάλες πολιτείες,

τη φήμη μας να σπείρουμε, να ζήσουμε εμπειρίες.

Με το καλό να φύγουμε να πάμε το ταξίδι,

με το καλό κι ο γυρισμός, αν δώσεις την ευχή σου!

Αυτά είπανε στον βασιλιά, μα για την όμορφη του κόσμου, δεν βγάλανε μιλιά. Ο βασιλιάς σούφρωσε το πρόσωπό του. Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Έπειτα, ανασηκώθηκε, στάθηκε ανάμεσά τους, τους έπιασε από τον ώμο και με συμβουλευτική φωνή τους είπε:

Με την ευχή μου γιόκα μου κι εσύ σκλαβόπουλό μου,

με την ευχή μου και οι δυο να πάτε και να ‘ρθείτε.

Σε άλλους τόπους ξακουστούς, μεγάλες πολιτείες,

τη φήμη μας να σπείρετε, να ζήσετε εμπειρίες.

Με το καλό να φύγετε να πάτε το ταξίδι,

με το καλό κι ο γυρισμός, την δίνω την ευχή μου!

Μα ο βασιλιάς, δεν έδωσε μονάχα την ευχή του. Έδωσε και κατάρα συνάμα, αν παρακούσουν τις συμβουλές του. Τις τρεις συμβουλές του. Συμβουλή πρώτη:

 Στο διάβα σας, σαν φύγετε μακριά από το παλάτι,

και πριν να συναντήσετε το δάσος με τις λεύκες,

ένα καλύβι ξύλινο θα βρείτε εκεί πέρα.

Καλύβι δίχως κλειδαριά και δίχως νοικοκύρη.

Φαγιά θα έρχονται συχνά, δίχως ανθρώπου χέρι.

Εμπάτε, φάτε άφοβα και πιείτε όσο θέλτε.

Μα προς Θεού μην στρώσετε εκεί να κοιμηθείτε.

Συμβουλή δεύτερη:

Στο διάβα σας, σαν φύγετε μακριά από το καλύβι

κι αφού επερπατήσετε το δάσος με τις λεύκες,

τεράστιο δέντρο, γέρικο θα υψωθεί μπροστά σας.

Δέντρο με δίχως φύλλωμα, δίχως σκιά στη ρίζα.

Φαγιά θα έρχονται συχνά, δίχως ανθρώπου χέρι.

Καθίστε, φάτε άφοβα και πιείτε όσο θέλτε.

Μα προς Θεού μην στρώσετε εκεί να κοιμηθείτε.

Συμβουλή τρίτη:

Στο διάβα σας, σαν φύγετε αλάργ’ από το δάσος

κι αφού σε κάμπο πράσινο και ανθισμένο μπείτε,

καταμεσής του βρίσκεται πύργος καλοχτισμένος.

Η πύλη του ορθάνοιχτη κι οι σύρτες σκουριασμένοι.

Φαγιά θα έρχονται συχνά, δίχως ανθρώπου χέρι.

Εμπάτε, φάτε άφοβα και πιείτε όσο θέλτε.

Μα προς Θεού μην στρώσετε εκεί να κοιμηθείτε.

Αυτές τις τρεις συμβουλές τους έδωσε μαζί με την ευχή του και δίχως να χάσουν χρόνο, οι δύο νέοι ξεκίνησαν την άλλη μέρα κιόλας το μακρινό τους ταξίδι.

Περπάτησαν πολύ. Πέντε μέρες, δέκα, δεκαπέντε μέρες … παρά μία μέρα, είκοσι, όταν έφτασαν μπροστά σε ένα καλύβι. Ήταν ακριβώς όπως τους το είχε περιγράψει ο βασιλιάς. Μπήκανε μέσα. Γεμάτο μαξιλάρες και παχιά χαλιά. Κάθισαν να ξαποστάσουν και τότες άρχισαν να έρχονται μόνα τους, λογιώ-λογιώ φαγητά και γλυκά, πιοτά και καφέδες, ναργιλέδες και τσιμπούκια. Αφού φάγανε και ήπιανε κι αφού χορτάσανε, το βασιλόπουλο νύσταξε κι έστρωσε να κοιμηθεί. Μα το σκλαβί, θυμήθηκε τη συμβουλή του βασιλιά και είπε στο βασιλόπουλο:

– Μα τι κάνεις; Ξέχασες ότι ο αφέντης μας, μας έδωσε ευχή και κατάρα αν πέσουμε να κοιμηθούμε μέσα στο καλύβι;

– Τι λες βρε; Εδώ βρήκαμε τέτοιες μαξιλάρες και τέτοια στρώματα κι εσύ θες να τα αφήσουμε και να πάμε έξω να κοιμηθούμε;

– Ήταν συμβουλή του βασιλιά μας. Θες να την παρακούσουμε;

– Δεν ξέρω τι θα κάνεις εσύ, αλλά εγώ θα ξαπλώσω εδώ. Δεν βγαίνω έξω στο κρύο ή στον φόβο να με φάνε τα άγρια ζώα.

Το βασιλόπουλο ξάπλωσε κι όπως ήταν κουρασμένο, το πήρε αμέσως ο ύπνος. Το σκλαβί δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Να δεις, που κάτι κακό θα γίνει εδώ, σκέφτηκε. Πήγε κι έκατσε στην πόρτα απέναντι. Έβγαλε το τόξο του και το ακούμπησε δεξιά του. Έβγαλε και το σπαθί του και το ακούμπησε αριστερά του. Πήρε και τον ναργιλέ κι άρχισε να καπνίζει. Δεν πέρασε πολύ ώρα και σεισμός μεγάλος τάραξε το καλύβι κι εμφανίστηκε μπροστά του ένας δράκος, ένα θεριό μεγάλο με τρία κεφάλια. Βλέπει ο δράκος το σκλαβί να καπνίζει και το βασιλόπουλο να κοιμάται:

Άτιμη φάρα, άνθρωποι, με σεβασμό καθόλου,

απρόσκλητοι μου ήρθατε σε τούτο το καλύβι

κι αφού καταβροχθίσατε το φαγητό μου όλο

κι ήπιατε και καπνίσατε κρασιά και τους καπνούς μου,

στρώσατε τα τομάρια σας στα παχουλά χαλιά μου!

Ο δράκος θυμωμένος πολύ απευθύνθηκε προς το σκλαβί, το οποίο χωρίς να δείχνει και ιδιαίτερα ανήσυχο του απάντησε:

Φωνάζεις και οδύρεσαι με λόγια θυμωμένα,

πως τα φαγιά σου φάγαμε κι ήπιαμε τα ποτά σου.

Κι αν είν’ αλήθεια όλα αυτά, ποια είν’ η απειλή σου;

Ο δράκος θύμωσε ακόμα πιο πολύ και είπε στο σκλαβί:

Το θράσος κι η ασέβεια που δείξατε σε μένα,

δεν φτάνουν τα νομίσματα να μου το ξεπληρώσουν.

Το τίμημα θα είν’ βαρύ, θα φάω και τους δυο σας!

Μα το σκλαβί δεν έδειξε καθόλου φόβο κι ανασηκωμένο πια, ανταπάντησε του δράκου:

Για κάνε πως ορμάς θεριό, προς τη μεριά που είμαι

κι αντί να φας εσύ εμάς, τις κεφαλές θα χάσεις!

Ο δράκος όρμηξε προς το σκλαβί, μα το σκλαβί πρόλαβε κι άρπαξε το τόξο του, το όπλισε και με ένα βέλος κατάφερε να διαπεράσει και τα τρία κεφάλια του δράκου ο οποίος έπεσε με δύναμη κάτω. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, είπε στο σκλαβί:

Άτιμης γέννας, άτιμε, που θάνατο σκορπίζεις,

αν καυχηθείς στην ζήση σου πως έσφαξες εμένα,

να μαρμαρώσεις στην στιγμή μέχρι τα γόνατά σου.

Και το σκλαβί του απάντησε:

Λέξεις πολλές και άχρηστες ακούω να με λούζεις.

Ό,τι κι αν λες, εγώ είμαι αυτός που πήρα τη ζωή σου!

Στη συνέχεια, το σκλαβί κόβει με το σπαθί του τα κεφάλια του δράκου. Κόβει τις γλώσσες του και τις βάζει στο ταγάρι του. Κάνει κομμάτια το σώμα του και το θάβει μακριά από το καλύβι. Γυρνάει, ξεπλένει και καθαρίζει το χώρο από τα αίματα και ήσυχος πια πέφτει να κοιμηθεί. Μα ήδη είχε χαράξει, και μετά από λίγο ξύπνησε και το βασιλόπουλο από τον βαθύ του ύπνο. «Εϊ, ξύπνα…μου αρέσει που ήθελες να φυλάξεις και βάρδια…ξύπνα, ξημέρωσε!» Φώναξε το βασιλόπουλο στο σκλαβί κι εκείνο υποκρίθηκε πως ξύπνησε εκείνη τη στιγμή. «Συγχώρα με αδερφέ μου, αλλά φαίνεται πως με πήρε κι εμένα αμέσως ο ύπνος!»

Κάθισαν για λίγο περιμένοντας να αρχίσουν να έρχονται φαγητά για πρωινό, μα μάταια. «Δεν το έχουν έθιμο εδώ να φέρνουν πρωινό φαίνεται», ακούστηκε το βασιλόπουλο να μονολογεί, μα το σκλαβί κατάλαβε πως με τον θάνατο του δράκου σταμάτησε και το ανεξήγητο αυτό περιστατικό. Έτσι, σηκώθηκαν και πήραν πάλι το δρόμο για το ταξίδι τους. Περπάτησαν μέρες πολλές. Πέντε μέρες, δέκα και φτάσανε στο δάσος με τις λεύκες. Δεκαπέντε μέρες, παρά μία είκοσι και βρέθηκαν μπροστά σε ένα γέρικο δέντρο, χωρίς φύλλωμα και σκιά στην ρίζα του, όπως ακριβώς τους το είχε περιγράψει κι ο βασιλιάς αφέντης τους. Από κάτω του, μαξιλάρια και κιλίμια στρωμένα υπήρχαν. Κουρασμένοι και οι δυο τους, κάθισαν να ξαποστάσουν κι αμέσως άρχισαν να έρχονται μονάχα τους, φαγητά διάφορα και ποτά. Κι αφού φάγανε, συνέχισαν να έρχονται γλυκά, καφέδες, τσιμπούκια και ναργιλέδες. Όταν τελειώσανε όλα, το βασιλόπουλο έγειρε και πάλι στα κιλίμια και τα μαξιλάρια για να κοιμηθεί μα το σκλαβί του θύμισε τα λόγια του βασιλιά τους. Του ζήτησε να σηκωθεί και να πάνε παραπέρα από το δέντρο να κοιμηθούν. Άδικα μιλούσε όμως. Το βασιλόπουλο είχε ήδη κοιμηθεί. Έτσι, το σκλαβί, κάθισε και πάλι ξύπνιο να φυλάει σκοπιά, φοβούμενο ότι κάτι κακό θα συμβεί ξανά. Τέντωσε το τόξο του και το έβαλε στο πλάι του. Έβγαλε το σπαθί του από την θήκη και το ακούμπησε κι αυτό κατάχαμα και περίμενε.

Κατά τα μεσάνυχτα, η γης σείστηκε και εμφανίστηκε ένας δράκος με έξι κεφάλια. Ένα θεριό άγριο και τρομερό. Κοίταξε το σκλαβί που ήταν καθισμένο και το βασιλόπουλο που κοιμότανε του καλού καιρού.

Άτιμη φάρα, άνθρωποι, με σεβασμό καθόλου,

απρόσκλητοι μου ήρθατε στο γέρικό μου δέντρο

κι αφού καταβροχθίσατε το φαγητό μου όλο

κι ήπιατε και καπνίσατε κρασιά και τους καπνούς μου,

στρώσατε τα τομάρια σας στα παχουλά κιλίμια!

Και το σκλαβί απάντησε:

Φωνάζεις και οδύρεσαι με λόγια θυμωμένα,

πως τα φαγιά σου φάγαμε κι ήπιαμε τα ποτά σου.

Κι αν είν’ αλήθεια όλα αυτά, ποια είν’ η απειλή σου;

Ο δράκος θυμωμένος ακόμα πιο πολύ:

Το θράσος κι η ασέβεια που δείξατε σε μένα,

δεν φτάνουν τα νομίσματα να μου το ξεπληρώσουν.

Το τίμημα θα είν’ βαρύ, θα φάω και τους δυο σας!

Δίχως φόβο το σκλαβί ανταπάντησε του δράκου:

Για κάνε πως ορμάς θεριό, προς τη μεριά που είμαι

κι αντί να φας εσύ εμάς, τις κεφαλές θα χάσεις!

Ο δράκος όρμηξε προς το σκλαβί, μα το σκλαβί και πάλι πρόλαβε κι άρπαξε το τόξο του, το όπλισε και με ένα βέλος κατάφερε να διαπεράσει τα τέσσερα κεφάλια του δράκου. Αρπάζει στη συνέχεια το σπαθί του και πηδάει πάνω του και με δυο κινήσεις γρήγορες, του κόβει και τα άλλα δυο κεφάλια. Λίγο πριν ξεψυχήσει ο δράκος, είπε στο σκλαβί:

Άτιμης γέννας, άτιμε, που θάνατο σκορπίζεις,

αν καυχηθείς στην ζήση σου πως έσφαξες εμένα,

να γίνεις μάρμαρο ψυχρό από κάτω ως την μέση.

Και το σκλαβί του απάντησε:

Λέξεις πολλές και άχρηστες ακούω να με λούζεις.

Ό,τι κι αν λες, εγώ είμαι αυτός που πήρα τη ζωή σου!

Στη συνέχεια, το σκλαβί έκοψε με το σπαθί του τα κεφάλια του δράκου. Έκοψε και τις γλώσσες του και τις έβαλε στο ταγάρι του. Έκανε κομμάτια το σώμα του και το έθαψε μακριά από το δέντρο. Γύρισε, καθάρισε το χώρο από τα αίματα και ήσυχος πια έπεσε να κοιμηθεί. Μετά από ώρες, πρώτο ξύπνησε το βασιλόπουλο που άρχισε να φωνάζει και να κοροϊδεύει το σκλαβί… «Ξύπνα βρε υπναρά, μεσημέριασε!» Και το σκλαβί σηκώθηκε παριστάνοντας τον νυσταγμένο και πάλι. Κι αφού πήραν δυνάμεις, ξεκίνησαν πάλι το ταξίδι τους.

Περπάτησαν και περπάτησαν. Πέντε μέρες, δέκα, δεκαπέντε μέρες, παρά μία είκοσι, ώσπου φτάσανε σε πράσινο και ανθισμένο κάμπο. Καταμεσής του ορθώνονταν καλοχτισμένος πύργος. Οι πύλες του ήταν ορθάνοιχτες κι οι σύρτες σκουριασμένοι από καιρό. Ήταν ακριβώς όπως τους τον είχε περιγράψει κι ο αφέντης τους. Μπήκανε μέσα και μαγεύτηκαν από την ομορφιά. Ολομέταξα χαλιά και μάλλινα κιλίμια. Τεράστιες μαξιλάρες πάνω τους, να ξαπλώνεις και να χάνεσαι μέσα τους. Χρυσοί πολυέλαιοι να φωτίζουν την σάλα με δεκάδες κεριά ο καθένας. Σπάνιοι πίνακες ζωγραφικής μοναδικής αξίας και ομορφιάς στους τοίχους και παντού χρυσάφι και ελαφαντόδοντο.

Δεν πρόλαβαν να κάτσουν να ξαποστάσουν κι αμέσως άρχισαν να έρχονται μοναχά τους, λογής-λογής φαγητά και ποτά. Κι ύστερα, αφού φάγανε και ήπιανε, άρχισαν να έρχονται γλυκά και φρούτα, καφέδες, τσιμπούκια και ναργιλέδες. Σαν τελειώσαν για τα καλά, το βασιλόπουλο έπεσε να κοιμηθεί έτσι που ήταν κουρασμένο.

Το σκλαβί δεν άντεξε βλέποντας πάλι το βασιλόπουλο να παρακούει τη συμβουλή του αφέντη τους και του είπε θυμωμένος.

– Πάλι τα ίδια; Εδώ θα πέσεις να κοιμηθείς;

– Και τι θες να κάμω;

– Να πάμε έξω από τον πύργο να κοιμηθούμε.

– Είσαι τρελός; Έχουμε βρει τέτοιες ανέσεις, τόσο μαλακά μαξιλάρια, τέτοια ζέστη κι εσύ θες να πάμε να κοιμηθούμε έξω στο κρύο με τα άγρια ζώα;

– Έτσι δεν πρόσταξε ο αφέντης μας;

– Ο αφέντης μας δεν είναι εδώ για να μας βλέπει τι κάνουμε και τι όχι.

– Ναι, αλλά σου πάει η καρδιά να παρακούσεις τις εντολές του;

– Δεν βλέπεις κι εσύ ότι ο βασιλιάς μας έχει γεράσει κι έχει ξεκουτιάνει; Πιστεύεις στα λόγια του; Εξάλλου και στα δύο προηγούμενα, τί το κακό μας βρήκε; Τίποτα. Οπότε άσε τις γκρίνιες και ξάπλωσε κι εσύ να κοιμηθείς.

…είπε το βασιλόπουλο κι έκλεισε τα μάτια του πέφτοντας σε βαθύ ύπνο. Όχι όμως και το σκλαβί, που για άλλη μια φορά ετοίμασε το τόξο και το σπαθί του και περίμενε το κακό. Κι όντως, κατά τα μεσάνυχτα, ο πύργος σείστηκε συθέμελα. Οι πολυέλαιοι κουνιόντουσαν πέρα-δώθε. Ένα άγριο μουγκρητό ακούστηκε κι ύστερα εμφανίστηκε από την πόρτα ένας τεράστιος δράκος με εννέα κεφάλια. Από τον θυμό του, έβγαζε καπνούς από την μύτη και το στόμα. Αντίκρισε το βασιλόπουλο που κοιμότανε βαριά και το σκλαβί που ήταν καθισμένο απέναντί του.

Άτιμη φάρα, άνθρωποι, με σεβασμό καθόλου,

απρόσκλητοι μου ήρθατε στον πέτρινό μου πύργο

κι αφού καταβροχθίσατε το φαγητό μου όλο

κι ήπιατε και καπνίσατε κρασιά και τους καπνούς μου,

στρώσατε τα τομάρια σας στα παχουλά κιλίμια!

Και το σκλαβί απάντησε:

Φωνάζεις και οδύρεσαι με λόγια θυμωμένα,

πως τα φαγιά σου φάγαμε κι ήπιαμε τα ποτά σου.

Κι αν είν’ αλήθεια όλα αυτά, ποια είν’ η απειλή σου;

Ο δράκος θυμωμένος ακόμα πιο πολύ:

Το θράσος κι η ασέβεια που δείξατε σε μένα,

δεν φτάνουν τα νομίσματα να μου το ξεπληρώσουν.

Το τίμημα θα είν’ βαρύ, θα φάω και τους δυο σας!

Το σκλαβί ούτε και τώρα φοβήθηκε και ανταπάντησε του δράκου:

Για κάνε πως ορμάς θεριό, προς τη μεριά που είμαι

κι αντί να φας εσύ εμάς, τις κεφαλές θα χάσεις!

Ο δράκος όρμηξε προς το σκλαβί, μα το σκλαβί και πάλι πρόλαβε κι άρπαξε το τόξο του, το όπλισε και με ένα βέλος κατάφερε να διαπεράσει τα έξι κεφάλια του δράκου. Αρπάζει στη συνέχεια το σπαθί του και πηδάει πάνω του και δίνοντας μάχη άγρια σώμα με σώμα, του κόβει και τα άλλα τρία κεφάλια. Σπαρταρούσε ο δράκος σαν το ψάρι έξω από το νερό και λίγο πριν ξεψυχήσει, είπε στο σκλαβί:

Άτιμης γέννας, άτιμε, που θάνατο σκορπίζεις,

αν καυχηθείς στην ζήση σου πως έσφαξες εμένα,

να γίνεις μάρμαρο ψυχρό ίσαμε το λαιμό σου.

Και το σκλαβί του απάντησε:

Λέξεις πολλές και άχρηστες ακούω να με λούζεις.

Ό,τι κι αν λες, εγώ είμαι αυτός που πήρα τη ζωή σου!

Στη συνέχεια, το σκλαβί έκοψε κι αυτόν τον δράκο κομματάκια και τον πέταξε έξω από τον πύργο, αφού πρώτα κράτησε τις γλώσσες του μέσα στο ταγάρι του. Έπλυνε και καθάρισε όλο το χώρο από τα αίματα κι ετοιμάστηκε να πέσει να κοιμηθεί. Μα η ματιά του έπεσε σε μια αρμαθιά κλειδιά που ήταν κρεμασμένη δίπλα στην πόρτα. Την ξεκρέμασε και τα μέτρησε. Σαράντα κλειδιά! Τι να ανοίγανε αυτά; Αναρωτήθηκε το σκλαβί κι άρχισε να ψάχνει τον πύργο. Έψαξε από εδώ…τίποτα. Έψαξε από εκεί…τίποτα. Σε μια στιγμή, σα να πάτησε πάνω σε κάτι κούφιο. Τράβηξε το χαλί που ήταν στρωμένο από πάνω και είδε μια καταπακτή. Την άνοιξε κι αντίκρισε πολλά σκαλοπάτια. Σαν κατέβηκε αρκετά σκαλιά κάτω από τη γη, βγήκε σε έναν μακρύ διάδρομο με πάρα πολλές πόρτες αριστερά και δεξιά. Τις μέτρησε και τις βρήκε σαράντα. Σαράντα κλειδιά για σαράντα πόρτες. Αυτό ήταν. Το σκλαβί, άνοιξε την πρώτη πόρτα και τα μάτια του γούρλωσαν. Ένα δωμάτιο γεμάτο ρουμπίνια. Ανοίγει την δεύτερη πόρτα και κοκάλωσε. Γεμάτο το δωμάτιο με βενέτικα φλουριά. Σμαράγδια στο τρίτο δωμάτιο, χρυσές λίρες στο τέταρτο…κάθε δωμάτιο έκρυβε κι έναν θησαυρό από νομίσματα ή πολύτιμους λίθους. Ανοίγει την τελευταία πόρτα κι είναι γεμάτο το δωμάτιο με διαμαντόπετρες μεγάλες ίσαμε ένα φιρίκι.

Τα έχασε το σκλαβί. Παρόλα αυτά, βάζει λίγα φλουριά στο ταγάρι του και λίγες διαμαντόπετρες και αρκετές λίρες στις τσέπες του. Ασφάλισε στη συνέχεια καλά όλες τις πόρτες και έκρυψε καλά την αρμαθιά τα κλειδιά. Σαν ανέβηκε επάνω, ξάπλωσε κι αυτός καθώς ήταν ξεθεωμένος κι αποκοιμήθηκε στο λεπτό.

Λίγες ώρες πέρασαν και ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα. Πρώτο σηκώθηκε το βασιλόπουλο που άρχισε να σπρώχνει και να φωνάζει στο σκλαβί, «ξύπνα βρε υπναρά». Αφού ξύπνησαν καλά κι οι δύο κι αφού είδαν κι απόειδαν ότι ούτε εδώ έρχονται φαγιά και ποτά για πρωινό, σηκώθηκαν να φύγουν. Το σκλαβί μόνο, με το που βγήκαν από την πύλη, την τράβηξε, την κλείδωσε καλά κι έκρυψε τα κλειδιά στο περβάζι του παραθύρου.

Περπάτησαν και περπάτησαν, ώσπου το βράδυ της ίδιας μέρας, έφτασαν σε μια πολιτεία! Ψάξαν να βρούνε σπίτι να κοιμηθούν. Χτύπησαν την πόρτα σε κάποιο και τους άνοιξε μια γριά. Καλοσυνάτο το σκλαβί της λέει:

– Καλησπέρα γιαγιάκα. Ερχόμαστε από μακριά και θέλουμε να βρούμε να ξαποστάσουμε κάπου. Σου είναι κόπος να μας αφήσεις να κοιμηθούμε σε σένα;

– Καλώς τα παλικάρια μου. Καθόλου κόπος δεν μου είναι, αλλά δεν έχω που να σας κοιμίσω. Μήτε σεντόνια, μήτε κουβέρτες, μήτε στρώματα και μαξιλάρια έχω.

– Δεν πουλάνε εδώ κοντά στρώματα, σεντόνια και μαξιλάρια;

– Πώς δεν πουλάνε γιόκα μου; Ό,τι λαχταρά η ψυχή σου. Σεντόνια λινά, σεντόνια μεταξωτά, σεντόνια βαμβακερά. Μαξιλάρια πουπουλένια, μαξιλάρια από άχερο. Κουβέρτες λογιώ-λογιώ, το ίδιο και τα στρώματα. Τα εργαστήρια είναι γεμάτα από δαύτα.

Βγάζει το σκλαβί από την τσέπη του κάμποσες λίρες, τις δίνει στη γιαγιά και της λέει να πάει να τους αγοράσει μερικά για να μπορέσουν να κοιμηθούν. Η γιαγιά, με το που έπιασε στα χέρια της τις λίρες, κόντεψε να τρελαθεί. Είχε χρόνια να δει στο χέρι της έστω και μια λίρα, πόσο μάλλον πολλές. Έτρεξε λοιπόν κι αγόρασε από όλα τα καλά, φτηνά και ακριβά. Πήρε για τους δύο νέους, μα πήρε και καινούργια για να έχει του λόγου της. Σα γύρισε στο σπίτι, το σκλαβί της έδωσε κι άλλες λίρες για να πάει να αγοράσει φαγητά, κρασί και καπνό για να φουμάρουν. Η γιαγιά έτρεξε και πάλι μέσα στην καλή χαρά και γύρισε γεμάτη καλούδια…μέχρι και του πουλιού το γάλα είχε φέρει. Στρώσανε γιορτινό τραπέζι και φάγανε όλοι μαζί. Αργά το βράδυ πέσανε να κοιμηθούν κι έτσι χαιρετήσανε άλλη μια μέρα στο ταξίδι τους.

Πρωί-πρωί σηκώθηκε το σκλαβί κι άρχισε να κάνει βόλτες και να ρωτάει για την πολιτεία που βρέθηκαν. Λίγο αργότερα σηκώθηκε και το βασιλόπουλο και πήρε κι αυτό τους δρόμους χαζεύοντας μπας και δει την όμορφη του κόσμου, μα τίποτα… γύρισε άπραγο. Το σκλαβί όμως, που ρώτησε πολύ κόσμο, έμαθε τα πάντα για την πολιτεία και το κυριότερο, έμαθε ότι εδώ ζει κι η όμορφη του κόσμου. Βασιλοπούλα του τόπου αυτού, κόρη του βασιλιά που διαφεντεύει. Έμαθε επίσης και για τον καφενέ που συχνάζει ο βασιλιάς κι έτσι το σκλαβί και το βασιλόπουλο πηγαίνανε κι αυτοί εκεί και σύντομα πιάσανε φιλίες μαζί του κι όποτε θέλανε, πηγαίνανε τον βρίσκανε εκεί και κουβεντιάζανε.

Μια μέρα το σκλαβί έπιασε την γιαγιά και τη ρώτησε…

– Δε μου λες γιαγιά. Πώς μπορεί να δει κανείς την όμορφη του κόσμου; Είναι κρίμα να γυρίσω στην πατρίδα μου, να πω ότι πέρασα από εδώ και δεν την είδα.

– Την όμορφη του κόσμου; Δεν μπορείς να την δεις παλικάρι μου. Την έχουνε κλειδαμπαρωμένη στο παλάτι.

– Και δεν βγαίνει καθόλου έξω;

– Βγαίνει, αλλά αργά τη νύχτα, όταν σταματάει η κίνηση του δρόμου. Τότε μόνο, αλλά και πάλι τη συνοδεύουνε ογδόντα στρατιώτες. Σαράντα πάνε μπροστά και σαράντα πίσω και στη μέση η όμορφη του κόσμου κουκουλωμένη για να μη φαίνεται.

– Και πού πάνε γιαγιά;

– Πάνε στο σπίτι της δασκάλας. Εκεί μπαίνει μέσα μόνο η όμορφη κι οι στρατιώτες περιμένουν από έξω.

– Και τι κάνει στης δασκάλας;

– Μαθαίνει γράμματα παιδάκι μου. Μαθαίνει να γράφει, να πλέκει. Όσα δεν μπορεί να μάθει το πρωί όπως τα άλλα παιδιά, αυτή τα μαθαίνει το βράδυ εκεί.

– Και πόσο κάθεται εκεί;

– Κανά δυο ώρες. Έπειτα την βάζουν και πάλι στη μέση οι στρατιώτες και την γυρίζουν πίσω στο παλάτι.

– Και πού είναι το σπίτι της δασκάλας;

– Τι το θες το σπίτι της δασκάλας; Ακόμα και να πας, δεν μπορείς να μπεις μέσα. Κανένας δεν μπαίνει στο σπίτι της ούτε τη μέρα, πόσο μάλλον τη νύχτα.

Μα το σκλαβί, από εδώ το είχε, από εκεί το είχε, κατάφερε τη γριά και του είπε που είναι το σπίτι της δασκάλας. Σηκώθηκε το λοιπόν και κίνησε για εκεί. Το βρήκε και κοίταξε καλά τα κατατόπια. Έπειτα γύρισε σπίτι αλλά δεν είπε κουβέντα στο βασιλόπουλο.

Το ίδιο βράδυ, το σκλαβί πήρε μια χούφτα διαμάντια από το ταγάρι και τα έβαλε στην τσέπη του. Πήγε στο σπίτι της δασκάλας, σκαρφάλωσε τον φράχτη και τα έριξε στην αυλή της. Μετά από λίγο ήρθε κι η όμορφη του κόσμου με τη συνοδεία της. Χτύπησαν την πόρτα. Η δασκάλα βγήκε να τους ανοίξει μα η ματιά της έπεσε στο σημείο της αυλής που κάτι γυάλιζε. Πλησίασε και τι να δει… διαμάντια! Θάμπωσε! Τα πήρε, τα έκρυψε κι ύστερα υποδέχτηκε την όμορφη του κόσμου κι όταν μετά από δύο ώρες τελείωσε το μάθημα, την πήραν οι στρατιώτες κι έφυγαν για το παλάτι. Το επόμενο βράδυ την ίδια ώρα, το σκλαβί έκανε πάλι το ίδιο. Έριξε άλλη μια χούφτα διαμάντια στην αυλή της. Κι η δασκάλα πονηρεύτηκε. Πρέπει να ανακαλύψω ποιος είναι αυτός που ρίχνει τα διαμάντια στην αυλή μου. Το τρίτο βράδυ, την ώρα που το σκλαβί σκαρφάλωνε στον φράχτη, βγήκε η δασκάλα και τον έπιασε -άλλο που δεν ήθελε κι αυτός.

– Ποιος είσαι του λόγου σου και μου σκορπάς διαμάντια στην αυλή μου και τι θες από μένα;

– Από αυτά έχω πολλά, όσα κι αν μου ζητήσεις. Μονάχα για αντάλλαγμα θέλω να με βάλεις στο σπίτι για να δω την βασιλοπούλα.

– Τρελάθηκες μου φαίνεται. Αυτό δεν γίνεται. Αν το μάθει ο βασιλιάς, το αντάλλαγμα θα είναι τα κεφάλια μας.

Μα το σκλαβί με τον καλό του λόγο και την πονηριά, την κατάφερε και τον έμπασε. Τον έντυσε γυναίκα και του έδωσε ένα πανί, βελόνα και κλωστή για να προσποιείται πως τώρα μαθαίνει να ράβει.

Κατά τα μεσάνυχτα, έφτασε κι η βασιλοπούλα. Της ανοίγει η δασκάλα και την μπάζει στο σπίτι. Σαν είδε το σκλαβί, η βασιλοπούλα ταράχτηκε. Δεν το περίμενε. Πρώτη φορά έβλεπε άλλη γυναίκα στο σπίτι της δασκάλας.

– Γιατί είναι εδώ αυτή κυρά δασκάλα; Αν το μάθει ο πατέρας μου, θα θυμώσει πολύ.

– Μην χολοσκάς καλή μου. Μια ξαδέρφη μου τσοπάνισσα είναι που ήρθε για λίγες μέρες κοντά μου μπας και μάθει να ράβει για να μπαλώνει τα ρούχα στο σπιτικό της.

Με τούτα και με ‘κείνα, η δασκάλα καθησύχασε τη βασιλοπούλα και δέχτηκε το σκλαβί. Καθίσανε κι αρχίσανε το μάθημά τους. Που και που, η δασκάλα κοιτούσε και το σκλαβί και έκανε πως το μάλωνε -δήθεν- επειδή δεν έκανε σωστά τις βελονιές.

Να μην τα πολυλογούμε, η βασιλοπούλα και το σκλαβί -ως γυναίκα όμως- περνούσαν τα βράδια παρέα στο σπίτι της δασκάλας. Γίνανε φίλες, μιλούσαν και παίζανε. Ένα βράδυ όμως, πάνω στο παιχνίδι, η βασιλοπούλα κατάλαβε πως είχε απέναντί της έναν άντρα ντυμένο γυναίκα. Στην αρχή ταράχτηκε και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Μα η δασκάλα την καθησύχασε και αυτή τη φορά…

Μη χολοσκάς καλή μου κι ο νέος από εδώ, βασιλόπουλο είναι και μάλιστα πολύ καλό. Πλούσιο στο βιος μα και στην καρδιά του.

Η βασιλοπούλα δεν ήθελε και πολύ όπως φάνηκε και δεν άργησε να αγαπήσει το σκλαβί. Ένα βράδυ το σκλαβί, τη ρώτησε:

-Και τώρα τι θα κάνουμε; Πώς θα φύγουμε από αυτή τη πολιτεία;

– Εμένα με παντρεύουνε σε λίγες μέρες. Εδώ, ο γάμος κρατάει σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Κι έχουμε ένα έθιμο στον τόπο μας. Με το που θα περάσουν οι σαράντα μέρες κι οι σαράντα νύχτες, η νύφη μαζί με άλλες γυναίκες, πηγαίνουν έξω από την πόλη, στα νεκροταφεία και θυμιάζουν τα μνήματα των πεθαμένων τους. Αυτό που σκέφτομαι, είναι τότε να με κλέψεις. Θα κοιτάξω κι εγώ να ξεστρατίσω κάποια στιγμή από τις άλλες κι εσύ να είσαι έτοιμος με το άλογό σου, να με πάρεις να φύγουμε.

Το σκλαβί συμφώνησε κι αφού χαιρετηθήκανε, τράβηξε αυτός για το σπίτι της γριάς κι η βασιλοπούλα για το παλάτι.

Όλο το διάστημα που γινότανε αυτό, το βασιλόπουλο δεν έβλεπε το σκλαβί και είχε ανησυχήσει. Έτσι, εκείνο το βράδυ που έτυχε να συναντηθούν το ρώτησε για το λόγο της εξαφάνισής του.

– Βρε ‘συ…πού χάθηκες τόσο καιρό; Μήπως ξέχασες τον λόγο που φύγαμε από τα μέρη μας; Ήρθες μαζί μου για να με βοηθήσεις κι όχι για να σταθείς εμπόδιο στο ταξίδι μου.

– Άστα αδερφέ μου κι έμπλεξα άσχημα σε μια ταβέρνα όλο αυτόν τον καιρό. Είδα κι έπαθα για να ξεμπλέξω από εκεί. Μα τώρα είναι όλα καλά.

Δεν πέρασαν δυο-τρεις μέρες και ντελάληδες βγήκαν στους δρόμους της πολιτείας που μηνούσαν για το γάμο της βασιλοπούλας με τον γιο του βεζίρη, καλώντας όλον τον κόσμο να παραστεί. Ακούει τα μαντάτα το βασιλόπουλο κι άρχισε τις ερωτήσεις. Έτσι, έμαθε πως η βασιλοπούλα είναι η όμορφη του κόσμου κι έτρεξε αμέσως στο σκλαβί.

– Αδερφέ μου, είμαστε τυχεροί. Εδώ μένει η όμορφη του κόσμου. Βασιλοπούλα του τόπου αυτού. Μα είμαστε κι άτυχοι επειδή μόλις άκουσα από τους ντελάληδες πως την παντρεύουνε με τον γιο του βεζίρη.

– Τι μου λες;

Απάντησε το σκλαβί κάνοντας τον ανήξερο, μα το βασιλόπουλο δεν μπορούσε να το χωνέψει. Πήγε να τρελαθεί.

– Τι θα κάνω τώρα; Την χάνω πριν ακόμα την δω και την γνωρίσω. Δεν αντέχω, θα πνιγώ, θα πεθάνω.

– Μην σκας αδερφέ μου και θα την κλέψουμε την όμορφη του κόσμου. Αυτό θα κάνουμε κι έχε υπομονή.

Με τα λόγια αυτά και την υπόσχεση από το σκλαβί ότι θα την κλέψουν, ηρέμησε κάπως το βασιλόπουλο. Γύρισαν στο σπίτι και πιάσανε κουβέντα με την γριά. Την ρωτάει το σκλαβί…

– Δε μου λες γιαγιά, τι έθιμα έχετε εδώ στον τόπο σας για το γάμο;

– Α, παιδάκια μου. Σα γίνει ο γάμος, η νύφη βγαίνει με χρυσό δίσκο για να κεράσει τον κόσμο κι όλοι της προσφέρουν και κάτι. Φλουριά, κοσμήματα, ό,τι να ‘ναι, φτάνει μόνο να είναι κάποιας αξίας. Έτσι, δείχνει ο καθένας τη δύναμή του.

Να μην τα πολυλογούμε, έφτασε η μέρα του γάμου. Ήταν Κυριακή. Καλεσμένοι στο γάμο ήταν και το βασιλόπουλο και το σκλαβί, μιας και ήταν βασιλόπουλα κι οι δυο τους. Πριν φύγουν από το σπίτι, το σκλαβί έδωσε μια χούφτα διαμάντια στο βασιλόπουλο και πήρε κι αυτό μερικά. Σαν φτάσανε στον γάμο κι αντίκρισε την βασιλοπούλα, το βασιλόπουλο κόντεψε να χάσει τα λογικά του. Το σκλαβί από δίπλα όλο και το σκουντούσε λέγοντάς του να ηρεμήσει. Κι ύστερα, βγήκε η βασιλοπούλα με τον χρυσό δίσκο για να κεράσει. Βγάζει ο βασιλιάς και της δίνει μια χούφτα φλουριά. Ύστερα ο βεζίρης, της δίνει κι αυτός λίγα φλουριά. Όταν η βασιλοπούλα έφτασε στο βασιλόπουλο και στο σκλαβί, αυτοί της έδωσαν από μια χούφτα διαμάντια. Ήρθε κι άστραψε ο δίσκος και θαμπώθηκε ο βασιλιάς. Αυτά είναι βασιλόπουλα άξια. Μωρέ χάθηκε να ερχότανε κάποιος τέτοιος για γαμπρός μου; Μόνο που μου έτυχε αυτός ο γιος του βεζίρη!

Κι άρχισαν οι χοροί, τα γλέντια, τα παιχνίδια, τα φαγοπότια κι έτσι περνούσαν οι μέρες. Το πρωί της σαρακοστής μέρας, το σκλαβί ζήτησε από το βασιλόπουλο να ετοιμαστεί.

Ήρθε η ώρα αδερφέ μου. Σήμερα θα κλέψουμε την όμορφη του κόσμου. Ετοιμάσου.

Αφού πλήρωσαν τη γριά για τη φιλοξενία της, μόλις έπεσε ο ήλιος ανέβηκαν στα άλογα και βγήκαν από την πολιτεία. Φτάσανε στα νεκροταφεία και στήσανε καρτέρι παρακεί, πίσω από κάτι δέντρα. Σαν σκοτείνιασε καλά, εμφανίστηκε κι η βασιλοπούλα με την κουνιάδα της κι άλλες γυναίκες. Πριν περάσουν την πόρτα των νεκροταφείων, η βασιλοπούλα τους πήρε χαμπάρι και αθόρυβα μαζί με την κουνιάδα της ξεστράτισαν από τις άλλες και κίνησαν προς τα δέντρα. Αμέσως το σκλαβί αρπάζει τη βασιλοπούλα και την ανεβάζει στο άλογο. Γυρνάει και λέει του βασιλόπουλου.

Τι κοιτάς αδερφέ μου. Άρπαξε την άλλη και πάμε να φύγουμε.

Αρπάζει και το βασιλόπουλο την κουνιάδα της κι έγιναν καπνός. Οι άλλες οι γυναίκες έψαχναν να τις βρούνε μα τίποτα. Πουθενά. Γύρισαν γρήγορα στο παλάτι και είπανε τα κακά μαντάτα στον βασιλιά. Ο βασιλιάς πρόσεξε ότι λείπανε το δύο βασιλόπουλα που είχανε προσφέρει τα διαμάντια και υποψιάστηκε ότι αυτοί τις κλέψανε και δεν στεναχωρήθηκε καθόλου. Όχι όμως και ο γιος του βεζίρη, ο γαμπρός, που κόντεψε να σκάσει από το κακό του σαν τα άκουσε. Έστειλε αμέσως τους καλύτερους άντρες του να τις ψάξουν…κι ακόμα τις ψάχνουν θαρρώ.

Σκλαβί, βασιλόπουλο, βασιλοπούλα και κουνιάδα, ταξιδεύανε μαζί για την επιστροφή και μόνο μία στάση κάνανε στον πύργο για ξεκουραστούνε, αλλά και για να γεμίσει το σκλαβί τις αποσκευές τους με διαμάντια και φλουριά. Όταν φτάσανε στο παλάτι, ο βασιλιάς και πατέρας τους, τους δέχτηκε όλους με χαρά. Σαν μείνανε μόνοι, είπε το σκλαβί στη βασιλοπούλα:

– Το βασιλόπουλο θα παντρευτείς εσύ.

– Εγώ εσένα θέλω. Αν ήταν γι’ αυτόν δεν θα έφευγα από την πατρίδα μου.

– Το ίδιο είμαστε αυτός κι εγώ. Είναι αδερφός μου. Αυτός σε είδε πρώτος κι αυτός είναι η αιτία που ξεκινήσαμε το ταξίδι για να σε βρούμε. Έτσι είναι λοιπόν το σωστό. Να παντρευτείς αυτόν. Εγώ θα παντρευτώ την κουνιάδα σου.

Είχε δεν είχε, την κατάφερε τελικά το σκλαβί και η βασιλοπούλα παντρεύτηκε το βασιλόπουλο και το σκλαβί την κουνιάδα της. Οι γάμοι γίνανε με κάθε τιμή και κόσμος πολύς μαζεύτηκε για να τους τιμήσει. Το βράδυ του γάμου, πήγανε για να κοιμηθούνε, μα το σκλαβί είχε μια διαίσθηση ότι κάτι κακό θα συμβεί και ζήτησε από το βασιλόπουλο να τον αφήσει να κοιμηθεί παράμερα στην κάμαρά τους. Το βασιλόπουλο αντέδρασε στην παράξενη αυτή επιθυμία, μα στο τέλος τον λυπήθηκε και τον δέχτηκε. Πέσανε για να κοιμηθούνε και κοιμήθηκαν βαριά. Όχι όμως και το σκλαβί που έκατσε να φυλάει βάρδια. Ετοίμασε το τόξο του και το σπαθί του και περίμενε. Κατά τα μεσάνυχτα βρόντηξε ο τόπος κι εμφανίστηκε ένας τεράστιος δράκος, θεριό ανήμερο κι όρμηξε να φάει το βασιλόπουλο και την βασιλοπούλα. Το σκλαβί αμέσως τέντωσε το τόξο του και με δύο βέλη σημάδεψε την καρδιά του δράκου. Ο δράκος έπεσε ξερός από τα βέλη και ξεψυχώντας είπε του σκλαβιού:

Άτιμης γέννας, άτιμε, που θάνατο σκορπίζεις,

αν καυχηθείς στην ζήση σου πως έσφαξες εμένα,

να μαρμαρώσεις στη στιγμή και κόκαλο να γίνεις.

Και το σκλαβί του απάντησε:

Λέξεις πολλές και άχρηστες ακούω να με λούζεις,

ό,τι κι αν λες, εγώ είμαι αυτός που πήρα τη ζωή σου!

Έπειτα, κόβει τον δράκο κομμάτια και πάει και τον θάβει έξω από την πόρτα. Γυρνάει στο δωμάτιο και καθαρίζει τα αίματα από το πάτωμα. Μα κάτι μέσα του, του έλεγε πως το κακό δεν είχε περάσει ακόμα. Έτσι, με το σπαθί στο χέρι περιμένει πάνω από το κρεββάτι του ζευγαριού, μην τυχόν κι εμφανιστεί κι άλλος δράκος. Εκείνη τη στιγμή, νάσου και ξυπνάει το βασιλόπουλο. Βλέπει το σκλαβί από πάνω του με το σπαθί στο χέρι και τρόμαξε. Νόμιζε ότι ετοιμάζονταν να τον σκοτώσει γιατί ήθελε την γυναίκα του. Έβαλε τις φωνές και ξεσήκωσε τον κόσμο.

– Βρε συ, εμένα πας να σκοτώσεις; Τον αδερφό σου;

– Τι λόγια είναι αυτά που μου λες;

– Σαν ήθελες εσύ την όμορφη, τι την προξένευες σε εμένα; Ας την παντρευόσουνα εσύ από την αρχή, όχι να θες τώρα να με σκοτώσεις!

– Μα δεν θέλω να σε σκοτώσω, απλά σε προστατεύω από…

Το σκλαβί σώπασε αμέσως. Θυμήθηκε τα λόγια των δράκων. Δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να καυχηθεί.

– Να με προστατεύσεις από τι; Σε ποιον τα πουλάς αυτά βρε;

Από τις φωνές ξύπνησαν όλοι στο παλάτι και τα μαντάτα έφτασαν γρήγορα στα αφτιά του βασιλιά. Ο βασιλιάς το σκέφτηκε από την μια, το σκέφτηκε από την άλλη και τελικά διέταξε να σκοτώσουν το σκλαβί. Πρωί-πρωί, ήρθε ο δήμιος και το πήρε από το δωμάτιο για να το οδηγήσει στην πλατεία που θα γινότανε το κακό. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί να δει που θα κρεμούσαν το σκλαβί. Ο βασιλιάς, το βασιλόπουλο με την βασιλοπούλα, μέχρι κι η Δωδεκάδα, οι πιστοί σύμβουλοι του βασιλιά ήταν εκεί. Το σκλαβί τότε, ζήτησε να φέρουν έναν παπά για να εξομολογηθεί. Σε αυτήν του την επιθυμία, δεν μπορούσαν να πουν όχι και η Δωδεκάδα συμφώνησε. Όταν ήρθε ο παπάς, το σκλαβί άρχισε να εξομολογείται δυνατά. «Δεν χρειάζεται να εξομολογείσαι και να σε ακούμε όλοι», του είπανε, μα το σκλαβί δεν έδωσε σημασία και συνέχισε στην ίδια ένταση.

– Εγώ θέλω να τα λέω δυνατά για να με ακούει όλος ο κόσμος. Αφέντη και βασιλιά μου…

– Μην με λες αφέντη βρε μπάσταρδε!

– Μπάσταρδος είμαι και το ξέρουν όλοι αυτό. Όταν φύγαμε για το ταξίδι, θυμάσαι τι μας είπες αφέντη;

– Μην με λες αφέντη σου είπα.

– Όταν ξεκινήσαμε το ταξίδι μας είπες ότι θα συναντήσουμε ένα καλύβι ξύλινο που θα έρχονται τα φαγητά μόνα τους, χωρίς ανθρώπου χέρι. Έπειτα ότι θα φτάσουμε σε ένα γέρικο δέντρο όπου κι εκεί τα φαγητά θα έρχονται μονάχα τους, όπως και στον πύργο που θα βρίσκαμε μέσα στο καταπράσινο κάμπο. Η προσταγή σου αφέντη μου…

– Μην λες αφέντη σου είπα… δεν είμαι αφέντης για σένα πια!

– Καλά το λοιπόν! Η προσταγή σου ήταν να φάμε και να πιούμε, μα σε καμιά περίπτωση να μην πέσουμε εκεί να κοιμηθούμε. Σωστά δεν τα λέω; Εγώ δεν κοιμήθηκα, αλλά ο αδερφός μου από εδώ…

– Μην με λες αδερφό. Δεν είμαι αδερφός σου πλέον… όχι από την ώρα που πήγες να με σκοτώσεις.

– … αλλά ο αδερφός μου από εδώ, παράκουσε τα λόγια σου και κοιμήθηκε πρώτα μέσα στο καλύβι. Εγώ όμως έμεινα ξύπνιος να φυλάω βάρδια και κατά τα μεσάνυχτα εμφανίστηκε δράκος που θυμωμένα μιλούσε, γιατί εκτός του ότι του φάγαμε τα φαγητά, του ήπιαμε τα κρασιά και καπνίσαμε από τους ναργιλέδες του, ξαπλώσαμε και να κοιμηθούμε στο δωμάτιό του. Κι ευθύς όρμηξε καταπάνω μας, μα εγώ κατάφερα να τον νικήσω με το τόξο μου. Πριν ξεψυχήσει με καταράστηκε λέγοντας πως αν ποτέ μου καυχηθώ ότι τον σκότωσα, να γίνω μάρμαρο ίσαμε τα γόνατα. Αν δεν πιστεύετε, ορίστε και η απόδειξη. Αυτές είναι οι γλώσσες από τα τρία κεφάλια του.

Κι έβγαλε το σκλαβί τις τρεις γλώσσες από το ταγάρι του και τους τις έδειξε. Στη στιγμή όμως έγινε μάρμαρο από τις πατούσες μέχρι τα γόνατα. Ο κόσμος όλος πάγωσε μόλις το είδε κι άλλαξαν αμέσως στάση. Κρίμα στο παιδί, τί κακό το βρήκε. Κι άρχισαν να φωνάζουν και να βρίζουν τον βασιλιά που τον ανάγκασε σε κάτι τέτοιο. Μα κι ο βασιλιάς και το βασιλόπουλο μετάνιωσαν με ό,τι έγινε κι άλλαξαν κι αυτοί στάση απέναντί του. Αμάν βρε αδερφέ μου…. Αμάν βρε παιδί μου!

– Ώστε τώρα είμαι παιδί σου κι εσένα αδερφός σου; Το σκότωσα εκείνο το θεριό και αφού το έκοψα κομματάκια, το έθαψα για να μην το δεις κι ύστερα καθάρισα το μέρος. Κι έπειτα φύγαμε και προχωρήσαμε μέχρι που φτάσαμε στο γέρικο δέντρο…

– Σταμάτα βρε παιδί μου, μην συνεχίζεις και σε πιστεύουμε…

– Όχι, θα τα πω κατά πώς έγιναν και δεν φοβάμαι τίποτα!

– Μην μιλάς αδερφέ μου και δεν πειράζει όπως έγινες. Εμείς θα σε φροντίζουμε από εδώ και στο εξής.

– Όχι, εγώ θα τα πω. Όταν φτάσαμε λοιπόν στο γέρικο δέντρο, πάλι κοιμήθηκες αφού πρώτα φάγαμε του σκασμού. Και το ίδιο βράδυ, πάλι ήρθε δράκος, με έξι κεφάλια αυτή τη φορά κι εγώ με το τόξο και το σπαθί μου τον νίκησα. Μα πριν ξεψυχήσει κι αυτός, με καταράστηκε πως αν καυχηθώ για τη νίκη μου, να μαρμαρώσω μέχρι τη μέση. Ορίστε κι οι γλώσσες του.

Και δείχνοντας τις έξι γλώσσες ευθύς μαρμάρωσε το σκλαβί μέχρι τη μέση του.

Σταμάτα βρε παιδί μου και σε πιστεύουμε. Μην λες άλλα. Εμείς θα σε ζήσουμε από εδώ και στο εξής.

Ο βασιλιάς και το βασιλόπουλο παρακαλούσαν πλέον για να σωπάσει κι ο κόσμος από κάτω φώναζε και διαμαρτυρόταν, μα το σκλαβί δεν έλεγε να σταματήσει.

Κι ύστερα φτάσαμε στον πύργο όπου κι εκεί πάλι κοιμήθηκες μέσα παρακούγοντας την προσταγή του βασιλιά μας. Εγώ πάλι δεν κοιμήθηκα, παρά μόνο περίμενα κι όταν φάνηκε μεγαλύτερος δράκος ετούτη τη φορά με εννιά κεφάλια, εγώ πάλι τον νίκησα κι αυτός με καταράστηκε πως αν ποτέ μου καυχηθώ να μαρμαρώσω μέχρι το λαιμό.

Και το σκλαβί μαρμάρωσε μέχρι το λαιμό. Τότε όλοι άρχισαν τα κλάματα και παρακάλια προς το σκλαβί να σταματήσει ακόμα και τώρα. Μα ο λόγος του είχε γίνει πλέον χείμαρρος ακράτητος.

Κι όταν φτάσαμε στην πολιτεία, εγώ βρήκα πρώτος την όμορφη του κόσμου. Εγώ έμαθα το πού πηγαίνει, ποιες είναι οι συνήθειες του τόπου κι εγώ ήμουν αυτός που σε παρακίνησε να την κλέψουμε. Αν την ήθελα για του λόγου μου, μπορούσα και τότε να σε σκότωνα και να έφευγα μαζί της για άλλες πολιτείες. Δεν το έκανα όμως. Ήρθαμε εδώ κι εγώ ήμουν αυτός που την κατάφερε να παντρευτεί εσένα. Μα το βράδυ του γάμου σας ένιωσα πως κάτι κακό θα γίνει κι αντί για να πάω να κοιμηθώ κι εγώ με την γυναίκα μου, σου ζήτησα να μου στρώσετε δίπλα σας να κοιμηθώ. Κι όταν σας πήρε βαρύς ύπνος, άλλος δράκος πιο τρομερός εμφανίστηκε κι όρμηξε να σας σκοτώσει, μα τον κατάφερα κι αυτόν με το τόξο και το σπαθί μου. Έξω από την πόρτα έθαψα τα κομμάτια του, μα πριν ξεψυχήσει με καταράστηκε κι αυτός, πως αν καυχηθώ ποτέ μου, να μαρμαρώσω ολάκερος.

Τι τα θες; Τι να σας πω για την συνέχεια; Το σκλαβί μαρμάρωσε από κάτω, από τις πατούσες του, ίσαμε την τελευταία τρίχα της κεφαλής του. Έσκαψαν έξω από την πόρτα και βρήκαν τα κομμάτια του δράκου. Πείστηκαν όλοι τότε με τα λόγια του μα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο, εκτός από το να θρηνούνε. Το βασιλόπουλο σήκωσε το μαρμαρωμένο σκλαβί και το πήγε στο δωμάτιό του. Εκεί το είχε συνέχεια και το θυμιάτιζε κάθε πρωί και βράδυ.

Πέρασε ένας χρόνος περίπου κι η βασιλοπούλα γέννησε ένα όμορφο αγοράκι. Ήταν μέρες του Πάσχα κι ένα βράδυ στον ύπνο της η βασιλοπούλα είδε μια λευκοντυμένη γυναίκα. Ήταν η Παναγία και της είπε:

Αν θέλεις να ζωντανέψει ξανά ο κουνιάδος σου, τότε πρέπει να σφάξεις το παιδί σου και με το αίμα του να αλείψεις όλο το μάρμαρο. Έπειτα να βάλεις το παιδί σου στον φούρνο να γίνει στάχτη και με την στάχτη αυτή να πασπαλίσεις όλο το μάρμαρο. Τότε μόνο θα ξαναζωντανέψει.

Η βασιλοπούλα ξύπνησε καταϊδρωμένη. Ήξερε πως κι αυτή ευθύνεται κατά πολύ για ό,τι έπαθε το σκλαβί και λυπότανε πάρα πολύ. Σαν ξημέρωσε η Κυριακή του Πάσχα κι αφού το βασιλόπουλο έφυγε για την εκκλησία, η βασιλοπούλα πήγε στο δωμάτιο του παιδιού της. Το πήρε από την κούνια του και με ένα κοφτερό μαχαίρι το έσφαξε με δάκρυα στα μάτια. Κράτησε το αίμα του κι έπειτα το έβαλε στον φούρνο και το άφησε να καεί να γίνει στάχτη. Έπειτα, άλειψε καθώς της είπε η Παναγία, όλο το μάρμαρο με το αίμα κι από πάνω το πασπάλισε με τη στάχτη του παιδιού της. Τίποτα όμως δεν άλλαζε. Το σκλαβί παρέμενε μαρμαρωμένο κι η βασιλοπούλα φοβήθηκε ότι διαόλου τέχνασμα ήταν όλο αυτό κι όχι της Παναγίας. Μα τότε κατάλαβε πως κάτι δεν είχε κάνει καλά. Δεν είχε αλείψει τις πατούσες του. Ευθύς αμέσως, το έγειρε και τις άλειψε με όσο αίμα είχε απομείνει και τις πασπάλισε και με στάχτη.

Απανωτοί ήχοι έσπασαν τη σιωπή στο δωμάτιο. Ήταν το μάρμαρο που άρχισε να πέφτει κατάχαμα, όπως ο παλιός σοβάς από τους τοίχους όταν τους ξύνεις. Κι από κάτω φάνηκε να ζωντανεύει το σκλαβί, πολύ πιο όμορφο απ’ ότι ήταν παλιά. Χαρήκανε κι οι δυο τους κι αγκαλιάστηκαν. Τότε το σκλαβί, ζήτησε από την βασιλοπούλα να φορέσουν τα καλά τους -μέρα που είναι- και να πάνε στην εκκλησιά. Έτσι κι έγινε.

Όταν το βασιλόπουλο είδε την γυναίκα του να ζυγώνει στην εκκλησιά με ξένο άντρα, τα έχασε και θύμωσε πολύ. Βλέπετε, δεν αναγνώρισε το σκλαβί, επειδή είχε αλλάξει.

Κοίτα την άτιμη, έχει φίλο και δεν ντρέπεται καθόλου. Αντίθετα τον φέρνει στην εκκλησία και κάθονται και δίπλα-δίπλα.

Με το που σχόλασε η εκκλησιά, ούτε αντίδωρο δεν πήρε το βασιλόπουλο. Κίνησε γρήγορα να πάει στο παλάτι για να την τιμωρήσει. Μετά από λίγο, φάνηκαν κι η βασιλοπούλα με το σκλαβί, χαρούμενοι να μπαίνουν στο παλάτι. Αμέσως την άρπαξε το βασιλόπουλο κι άρχισε να της φωνάζει.

– Δεν ντρέπεσαι μωρή να έχεις φίλο και να τον φέρνεις στην εκκλησιά;

– Τι λόγια είναι αυτά; Για ποιον φίλο μιλάς. Δεν αναγνώρισες τον αδερφό σου;

Το βασιλόπουλο σάστισε. Γύρισε να δει το άγαλμα, μα αυτό πουθενά, παρά μόνο κομμάτια στο πάτωμα. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κι ύστερα ζήτησε να μάθει πώς έγινε το θαύμα. Η βασιλοπούλα του εξήγησε τα πάντα. Για το όνειρο που είδε με την Παναγία και τι της είπε. Ύστερα, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο παιδικό δωμάτιο για να του δείξει την άδεια κούνια… τι τα θες; Τα έχασαν όλοι τους επειδή αντίκρισαν το παιδί να κοιμάται γλυκά κι αυτό ήταν το δεύτερο θαύμα που τους έδωσε μεγαλύτερη χαρά.

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λένε στα παραμύθια!

Categories: Παραμύθια για ενήλικες | Ετικέτες: ,,,, | 4 Σχόλια

Ο Άγιος Γεώργιος και ο δράκος

Μια από τις πιο γνωστές ιστορίες που έχει δράκο, βασιλοπούλα, ιππότη και φυσικά τον κακό, είναι αυτή με τον Αγ. Γεώργιο και τον δράκο. 

Ο Άγιος Γεώργιος λοιπόν καταγόταν από την Καππαδοκία. Έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού που ήθελε να διώξει κάθε χριστιανό. Οι γονείς του προέρχονταν από αριστοκρατική οικογένεια και ήταν χριστιανοί. Όταν ήταν δέκα ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και έτσι η μητέρα του αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Παλαιστίνη. Εκεί μεγάλωσε ο Γεώργιος και κάθε μέρα που περνούσε φαινόταν ολοένα και περισσότερο οι αρετές της ψυχής του. Ήταν πιστός, ειλικρινής, ανδρείος, ηθικός και θαρραλέος. Όσο ο Γεώργιος υπηρετούσε στο στράτευμα του Διοκλητιανού, όταν  επέστρεψε στην Καππαδοκία από πόλεμο πέρασε από την πόλη Αλαγία της επαρχίας Αττάλειας της Μ. Ασίας.

Τότε η πόλη αυτή υπέφερε από ένα μεγάλο κακό. Υπήρχε ένας πελώριος δράκοντας με μακριά ουρά και πράσινα λέπια που έμοιαζε σαν έναν κροκόδειλο, που φώλιαζε στους βάλτους της Σιλέν, μια λίμνη που βρισκόταν έξω από την πόλη. Κάθε μέρα κατασπάραζε ο,τι έβρισκε μπροστά του. Είτε ήταν ζώο, είτε ήταν άνθρωπος. Τότε οι ντόπιοι αφού είδαν και απόειδαν κατέστρωσαν ένα σχέδιο. Κάθε μέρα έστελναν στον δράκοντα από δύο πρόβατα ο καθένας τους γιατί έτσι πίστευαν πως θα χορτάσουν το θηρίο. Στην αρχή το σχέδιο έδειχνε να πετυχαίνει αλλά πολύ σύντομα έφαγε όλα τα πρόβατα των κατοίκων και έτσι ο δράκος βγήκε πάλι για… κυνήγι. Τότε ο βασιλιάς με βαριά καρδιά και μη έχοντας άλλη επιλογή πρότεινε να θυσιάζουν στον δράκοντα από ένα παιδί κάθε μέρα με την ελπίδα πως ο δράκοντας θα χορτάσει ώσπου ο Θεός να τους λυπηθεί και να κάνει κάποιο θαύμα για να τους απαλλάξει από αυτό το βασανιστήριο.

Οι μέρες όμως περνούσαν και το θαύμα που περίμεναν δεν συνέβαινε. Ώσπου έφτασε η μέρα να θυσιαστεί η ίδια η κόρη του βασιλιά, η όμορφη βασιλοπούλα. Την έδεσαν λοιπόν και αυτήν στον ξύλινο στύλο όπου έδεναν και τα υπόλοιπα παιδιά και περίμενε και αυτή τον θάνατό της. Κανένας δεν περίμενε πως το θαύμα που για τόσο καιρό προσεύχονταν και περίμεναν θα γίνονταν εκείνη την ημέρα. Η βασιλοπούλα έχασε το χρώμα της και άρχισε να τρέμει από τον φόβο της μόλις άκουσε πίσω της βαριά βήματα αφού πίστευε πως ήρθε το τέλος. Μόλις γύρισε το κεφάλι της να δει ποιος προκάλεσε όλο αυτόν τον θόρυβο είδε κάτι που δε φανταζόταν. Ήταν ένας ιππότης με ασημένια πανοπλία και έναν σταυρό στον θώρακά του. Κατέβηκε από το άσπρο του άλογο και κρατώντας μια μεγάλη ασπίδα πλησίασε το τρομοκρατημένο κορίτσι. Η βασιλοπούλα μόλις την πλησίασε άρχισε να του εξηγεί την κατάσταση απ’ την οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει. Εκείνος με την σειρά του της είπε ποιος ήταν. Ότι τον έλεγαν δηλαδή Γεώργιο, καταγόταν απ’ την Καππαδοκία και ήταν στρατιώτης του Ρωμαϊκού στρατού πριν ασπαστεί τον χριστιανισμό. Τώρα ο μόνος κύριός του ήταν ο Θεός και κήρυττε τον λόγο του όπου κι αν πήγαινε.

Άγιος ΓεώργιοςΓια τον Γεώργιο ο δράκοντας συμβόλιζε το κακό και γι’ αυτό τον λόγο έπρεπε να τον νικήσει. Αντί να τραπεί σε φυγή λοιπόν για να σωθεί, έλυσε την βασιλοπούλα, την ανέβασε στο άσπρο άλογο και προετοίμασε τον εαυτό του για μάχη με το πελώριο θηρίο. Μετά από λίγη ώρα μέσα από την λίμνη εμφανίστηκε το τεράστιο κεφάλι του ερπετού και ακολουθούσε το ογκώδες σώμα του με τα τεράστια φτερά. Ο δράκοντας κινιόταν πάρα πολύ γρήγορα. Μόλις είδε τον ιππότη επιτάχυνε κι άλλο το βήμα του και άνοιξε τα φτερά του. ο Γεώργιος χωρίς να χάσει χρόνο έσφιξε την λόγχη στην παλάμη του για να χτυπήσει δυνατά τον δράκοντα. Με όση δύναμη είχε κάρφωσε τη λόγχη που είχε διαπεράσει το στόμα του δράκου βγαίνοντας πίσω από τον λαιμό του. Με αυτόν τον τρόπο τον τραυμάτισε θανάσιμα.

Με την ζώνη της βασιλοπούλας έδεσαν τον δράκο, τον ανέβασαν στο άλογο και τον οδήγησαν στο κάστρο. Εκεί ο βασιλιάς έδωσε υπόσχεση στον Γεώργιο πως αν έσφαζε τον δράκο, αυτόw καθώς και όλοι οι υπήκοοί του θα βαφτίζονταν χριστιανοί. Έτσι κι έγινε. Ο Γεώργιος τους απάλλαξε μια και καλή από τον τύραννο που τους βασάνιζε τόσο καιρό και ο βασιλιάς κράτησε την υπόσχεσή του. Αφού αποχαιρέτησε ο Γεώργιος, βασιλιά και βασιλοπούλα, συνέχισε τον δρόμο του που θα τον οδηγούσε πολύ σύντομα στο να γίνει μάρτυρας του χριστιανισμού.

Categories: Θρησκευτική παράδοση | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Τα τέσσερα αδέρφια

Παραμύθι των αδερφών Γκριμ. Επιμέλεια: Αδελαϊδα Ράπτη!

Κάποτε, σ’ ένα μικρό ορεινό χωριουδάκι ζούσε ο μπαρμπα-Χρήστος με τους τέσσερις γιούς του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και είχε μεγαλώσει μόνος του τα παιδιά που έγιναν έξυπνα και καλά παλικάρια. Μια μέρα τους φώναξε κοντά του και τους είπε:

Παιδιά μου, εγώ δεν μπορώ πια να σας προσφέρω τίποτε παραπάνω. Πρέπει να φύγετε και να μάθετε μια τέχνη για να μπορέσετε να ζήσετε.

Τα τέσσερα αδέρφια είχαν καταλάβει κι αυτά ότι για να βοηθήσουν τον πατέρα τους έπρεπε να φύγουν στα ξένα γιατί το χωριό τους ήταν μικρό και φτωχό. Ετοίμασαν λοιπόν τα λιγοστά τους πράγματα, πήραν την ευχή του πατέρα τους και έφυγαν από το πατρικό σπίτι. Περπάτησαν ώρες πολλές ώσπου έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι. Ο μεγάλος αδερφός τότε τους σταμάτησε και τους είπε:

Αδέρφια, εδώ νομίζω είναι το καλύτερο σημείο να χωρίσουμε και να πάρει ο καθένας μας από έναν δρόμο. Πρέπει όλοι να μάθουμε μια τέχνη αλλά μόλις περάσουν τέσσερα χρόνια θα επιστρέψουμε όλοι σ’αυτό το ίδιο μέρος για να γυρίσουμε πίσω στο χωριό μας όλοι μαζί.

Ο μεγαλύτερος πήρε τον δρόμο που πήγαινε βόρεια. Περπάτησε κάμποσες μέρες ώσπου συνάντησε κάποιον και του διηγήθηκε την ιστορία του. Αυτός τότε τον ρώτησε:

Και τι τέχνη θέλεις να μάθεις;

Κάτι που να είναι καλό και χρήσιμο.

…απάντησε το παλικάρι.

Τότε έλα μαζί μου, εγώ χρειάζομαι έναν βοηθό και νομίζω ότι είσαι τίμιος και άξιος…τι λες;

Και τι τέχνη θα μου μάθεις;

…ρώτησε ο μεγάλος αδερφός.

Εγώ φτιάχνω αέρινα γάντια!

…του εκμυστηρεύθηκε εκείνος.

Μ’αυτά τα γάντια ό,τι αγγίζεις, ακόμα και το πιο βαρύ πράγμα του κόσμου, αυτό γίνεται αμέσως ελαφρύ σαν πούπουλο και μπορείς να το μεταφέρεις όπου θέλεις. Όμως πρέπει να γίνεις δυνατός στα μπράτσα και επιδέξιος στα δάχτυλα.

Του άρεσε του παλικαριού η ιδέα και ακολούθησε τον τεχνίτη. Έμεινε κοντά του τέσσερα χρόνια και έξυπνος όπως ήταν έγινε στην τέχνη καλύτερος από το αφεντικό του. Ευχαριστημένος και εκείνος από το παλικάρι, όταν ήρθε η ώρα να φύγει, του χάρισε ένα ζευγάρι αέρινα γάντια με την συμβουλή να τα φυλάξει και να τα χρησιμοποιήσει με σύνεση.

Ο δεύτερος αδερφός πήρε τον δρόμο που πήγαινε νότια. Μέρες πολλές περπάτησε κι αυτός κι όταν βρήκε στο δρόμο του ένα χάνι κάθησε να φάει και να ξεκουραστεί. Συλλογιότανε τι να κάνει, όταν ένας άντρας από το διπλανό τραπέζι τον ρώτησε τι έχει και αναστενάζει. Το παλικάρι, του είπε την ιστορία του κι εκείνος του πρότεινε να τον ακολουθήσει και να του μάθει την τέχνη του.

Και ποια είναι η τέχνη σου;

…θέλησε εκείνος να μάθει.

Η αστρονομία. Έλα να γίνεις βοηθός μου και θα δεις ότι τίποτε στον κόσμο δεν θα μένει κρυφό από σένα και θα τα γνωρίζεις όλα.

Του άρεσε του δεύτερου γιου αυτό που του είπε ο αστρονόμος και τον ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Πέρασαν τα τέσσερα χρόνια κι όταν ήρθε η ώρα να φύγει εκείνος του χάρισε ένα τηλεσκόπιο!

Στάθηκες άξιος βοηθός μου και έγινες καλύτερος κι από μένα. Μ’αυτό το τηλεσκόπιο που σου χαρίζω θα βλέπεις και θα γνωρίζεις τα πάντα σ’ όλη τη γη αλλά και ψηλά στον ουρανό. Τίποτε δεν θα είναι κρυφό για σένα.

Ο τρίτος γιος βρήκε στον δρόμο του έναν κυνηγό. Έξυπνος κι αυτός σαν τα αδέρφια του δεν άργησε να ξεπεράσει στην τέχνη τον κυνηγό και να γίνει ακόμα καλύτερος και σαν ήρθε και για εκείνον η ώρα να φύγει αυτός του δώρισε ένα όπλο.

Μπορεί να σου φαίνεται απλό μα, όταν θα σημαδεύεις, θα μπορείς να χτυπήσεις με μιας, δυο και τρεις στόχους μαζί κι ας μην είναι και στην ίδια ευθεία.

Ο τέταρτος και μικρότερος αδερφός συναντήθηκε με έναν ράφτη. Είπε την ιστορία του αλλά όταν εκείνος του πρότεινε να του μάθει την τέχνη του, ο μικρός αδερφός αρνήθηκε:

Μπα, καθόλου δεν μ’ αρέσει αυτή η τέχνη. Μου φαίνεται πολύ βαρετό να κάθομαι με τις ώρες σε μια καρέκλα και να πηγαίνει το χέρι μου πάνω κάτω όλη την μέρα κρατώντας μια βελόνα και μια κλωστή.

Μα η δική μου ραφτική δεν μοιάζει με τις άλλες. Είναι διαφορετική και ευχάριστη. Κοντά μου θα γίνεις ένας πραγματικός καλλιτέχνης.

Εντυπωσιάστηκε ο μικρός γιος από την ιδέα, ακολούθησε τον ράφτη και τέσσερα χρόνια αργότερα είχε γίνει ο καλύτερος καλλιτέχνης στο ράψιμο.

Θα σου χαρίσω αυτήν την βελόνα. Μ’αυτήν θα μπορείς να ράψεις ακόμα και τα πιο παράξενα πράγματα. Από το πιο μαλακό σαν το ασπράδι του αυγού μέχρι το πιο σκληρό σαν την σιδερένια πανοπλία.

…του είπε το αφεντικό του την ώρα που τον αποχαιρετούσε.

Έτσι, μετά από τέσσερα χρόνια τα αγαπημένα αδέρφια συναντήθηκαν και πάλι στο σημείο που είχαν χωρίσει. Αγκαλιάστηκαν και γύρισαν όλοι μαζί στο χωριό τους. Συγκινήθηκε ο καημένος ο μπαρμπα-Χρήστος όταν είδε τα παλικάρια του που τόσο τα είχε αποθυμήσει. Κάθισαν όλοι μαζί στην αυλή και τους ρωτούσε συνέχεια για όσα ζήσανε και για τις τέχνες που μάθανε και όλο κουνούσε το κεφάλι του παραξενεμένος γι’αυτά τα παράξενα που του έλεγαν τα αγόρια του, μη μπορώντας να τα πιστέψει.

Για να δω λοιπόν τι αξίζουν οι τέχνες σας.

Γύρισε τότε στον δεύτερο γιο και του είπε:

Βλέπεις εκείνο το ψηλό δέντρο στην άκρη του κάμπου; Στην κορφή του, ανάμεσα σε δυο κλωνιά, είναι η φωλιά ενός σπίνου. Μπορείς να δεις πόσα αυγά έχει μέσα;

Παίρνει ο αστρονόμος το τηλεσκόπιο και λέει:

Πέντε αυγά είναι μέσα! 

Κατέβασε τώρα εσύ τα αυγά από την φωλιά χωρίς να σε καταλάβει η μητέρα που κάθεται και τα κλωσάει!

…γύρισε και είπε στον μεγαλύτερο. Φόρεσε εκείνος τα αέρινα γάντια, σκαρφάλωσε και χωρίς να ενοχλήσει την μητέρα που κλωσούσε, πήρε και έφερε τα αυγά στον πατέρα του. Εκείνος έβαλε τα τέσσερα αυγά στις τέσσερις άκρες του τραπεζιού και το πέμπτο το έβαλε στο κέντρο.

Εσύ γιε μου, που λες πως έγινες άξιος κυνηγός, με μια ριξιά κόψε όλα τα αυγά στην μέση.

…είπε στον τρίτο του γιο. Εκείνος σημάδεψε και με μιας έκοψε τα πέντε αυγά ακριβώς στη μέση, σε δύο ίσα κομμάτια το καθένα.

Σειρά σου τώρα, εσύ μικρότερε. Ράψε κάθε αυγό και κάθε πουλάκι που ήταν μέσα, με τέτοιο τρόπο, που να ξαναγίνουν όπως ήταν πριν.

Εκείνος με λίγες και γρήγορες βελονιές έραψε τα αυγά, χωρίς να φαίνεται η ραφή. Τα πήρε πάλι ο μεγαλύτερος με τα αέρινα γάντια του και τα ξανάβαλε στην θέση τους χωρίς η μητέρα να καταλάβει τίποτα. Κι όταν τα πουλάκια γεννήθηκαν το μόνο σημάδι που είχαν ήταν μια κόκκινη γραμμούλα σαν κορδέλα, γύρω από τον λαιμό τους, εκεί που ο ράφτης είχε κάνει την ραφή.

Ενθουσιασμένος ο μπαρμπα-Χρήστος αγκάλιασε τ’ αγόρια του και τους είπε:

Mπράβο παιδιά μου. Ο χρόνος σας δεν πήγε χαμένος. Μάθατε σπουδαίες τέχνες! Είμαι πολύ περήφανος για σας!

Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν κακό μεγάλο αναστάτωσε την χώρα. Την μονάκριβη και όμορφη κόρη του βασιλιά την άρπαξε ένας φοβερός και άγριος δράκος μέσα στην νύχτα, την ώρα που κοιμόντουσαν όλοι και είχε εξαφανιστεί. Μαύρο δάκρυ έριχνε ο άμοιρος πατέρας για την συμφορά που τον βρήκε αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Έστειλε τους ντελάληδες σ’ όλη την χώρα και υποσχέθηκε πως όποιος του έφερνε πίσω την κόρη του θα του την έδινε γυναίκα του.

Τώρα είναι ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τις τέχνες μας, είπαν τα τέσσερα αδέρφια και κίνησαν να βρουν την βασιλοπούλα. Ανέβηκαν στον λόφο κοντά στο σπίτι τους και ο αστρονόμος άρχισε να την ψάχνει με το τηλεσκόπιό του.

Την βλέπω. Είναι πάνω σ’ έναν βράχο καταμεσής στην θάλασσα και ο δράκος είναι ξαπλωμένος στα πόδια της και την φυλάει.

…φώναξε στα αδέρφια του.

Τα τέσσερα αδέρφιαΠαρουσιάστηκαν στον βασιλιά και του ζήτησαν ένα πλοίο για να πάνε να φέρουνε την κόρη του πίσω. Εκείνος, γεμάτος ελπίδα και αγωνία μαζί, τους έδωσε το καλύτερο καράβι του. Ταξίδεψαν μέρες και κάποια στιγμή πλησίασαν στον βράχο όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Η βασιλοπούλα τους είδε αλλά δεν κουνήθηκε μην τυχόν ξυπνήσει τον δράκο που κοιμόταν στα πόδια της. Τα αδέρφια κάθησαν και σκέφτηκαν τι ήταν καλύτερο να κάνουν. Αποφάσισαν να πλησιάσουν τον βράχο από την πίσω πλευρά. Προσεκτικά τότε, ο μεγαλύτερος αδερφός σκαρφάλωσε και απαλά απαλά, με τα αέρινα γάντια του, σήκωσε αγκαλιά την βασιλοπούλα χωρίς ο δράκος να καταλάβει τίποτε. Γύρισαν στο καράβι και βιαστικά πήραν τον δρόμο της επιστροφής, ακούγοντας ακόμα το δυνατό ροχαλητό του δράκου.

Κάποια στιγμή όμως, εκείνος ξύπνησε και είδε ότι η βασιλοπούλα δεν ήταν εκεί. Μούγκρισε άγρια και θυμωμένα και πέταξε στον αέρα ψάχνοντάς την αφηνιασμένα. Δεν άργησε να ανακαλύψει το πλοίο και όταν είδε την όμορφη κόρη όρμηξε με δύναμη να την αρπάξει. Γρήγορα, τότε ο κυνηγός, βγάζει το όπλο του και πυροβολεί τον δράκο στην καρδιά. Ο δράκος έπεσε νεκρός πάνω στο καράβι αλλά ήταν τόσο βαρύς που το έκανε κομμάτια.

Βρέθηκαν όλοι στην θάλασσα και αρπάχτηκαν από σανίδες για να μην πνιγούν. Ευτυχώς ο μικρός ραφτάκος, μέσα στον χαμό, δεν είχε χάσει την μαγική βελόνα του. Με μεγάλες βελονιές ένωσε όλα τα κομμάτια του πλοίου πριν τα κύμματα τα σκορπίσουν μακριά και έτσι συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής χωρίς κανέναν κίνδυνο.

Ο βασιλιάς τους περίμενε κάτω στο λιμάνι και δεν πίστευε στα μάτια του όταν είδε την μονάκριβη κόρη του ζωντανή. Έκλαιγε από την χαρά του και ευχαριστούσε τα τέσσερα παλικάρια.

Yποσχέθηκα ότι θα δώσω την κόρη μου για γυναίκα του σε όποιον την σώσει. Αποφασίστε λοιπόν ποιος από εσάς θα γίνει γαμπρός μου.

Τότε όμως, τα αδέρφια άρχισαν να διαφωνούν. Ο καθένας έλεγε πως αυτός ήταν που έσωσε την βασιλοπούλα.

Τι θα καταφέρνατε αν δεν ήμουν εγώ με το τηλεσκόπιο μου να δω πού βρίσκεται η βασιλοπούλα μας; Δίκαιο είναι να την πάρω εγώ!

… φώναζε ο αστρονόμος.

Και τι θα άξιζε η τέχνη σου αν δεν πήγαινα εγώ, με τα αέρινα γάντια μου να την αρπάξω από τον δράκο; Δική μου γυναίκα λοιπόν, πρέπει να γίνει!

…απάντησε ο μεγαλύτερος.

Μα τι λέτε εκεί; Το σκεφτήκατε ότι αν δεν ήμουν εγώ να τον σκοτώσω θα ήσασταν όλοι κομματάκια; Εγώ θα παντρευτώ την κόρη του βασιλιά μας!

…είπε ό τρίτος γιος, ο κυνηγός.

Αν δεν ήμουν εγώ με την μαγική μου βελόνα να ράψω το καράβι θα είμασταν όλοι στον πάτο της θάλασσας τώρα. Λοιπόν το σωστό είναι να την παντρευτώ εγώ!

…μπήκε τελευταίος στον καυγά και ο μικρότερος.

Ο βασιλιάς όταν είδε τα αδέρφια να μαλώνουν λυπήθηκε. Ήταν δίκαιος και σοφός άνθρωπος και γρήγορα βρήκε την σωστή λύση.

Και οι τέσσερις μαζί σώσατε την κόρη μου αλλά δεν μπορείτε να την παντρευτείτε και οι τέσσερις. Σε όλη σας την ζωή ήσασταν αγαπημένοι και αυτό είναι η πιο σπουδαία τέχνη από όλες όσες μάθατε μέχρι τώρα. Είναι κρίμα κι άδικο να την χάσετε τώρα και μάλιστα εξαιτίας μου. Δεν θα δώσω λοιπόν την κόρη μου σε κανέναν από σας. Θα σας χαρίσω όμως πολλά και πλούσια κτήματα, κοντά το ένα στο άλλο, ώστε να μείνετε πάντα μαζί και αγαπημένοι.

Τα τέσσερα αδέρφια συμφώνησαν αμέσως μ’ αυτήν την ιδέα και λυπήθηκαν που φέρθηκαν τόσο επιπόλαια. Αγκαλιάστηκαν και είπαν:

Ναι, ναι, θέλουμε. Έτσι θα μείνουμε…μαζί κι αγαπημένοι!

Και κοντά στα τέσσερα αγόρια έμεινε και ο καλός πατέρας, ο μπάρμπα-Χρήστος, μέχρι τα βαθιά του γεράματα!

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Η χαμένη βασιλοπούλα

kivep_dialexta01

Από την συλλογή παραμυθιών του Παύλου Μπαλογιάννη «Διαλεχτά παραμύθια – Η σκλαβωμένη βασιλοπούλα»

Κάποτε στα παλιά χρόνια, τότε που υπήρχαν παλάτια και βασιλοπούλες, ζούσε σ’ ένα δάσος ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του. Παρόλο που ήταν φτωχοί δε διαμαρτύρονταν και ήταν πολύ αγαπημένοι. Ένα παράπονο είχαν μονάχα: δεν είχαν αποκτήσει ένα παιδάκι. Γι αυτό, κάθε μέρα παρακαλούσανε το Θεό να τους χαρίσει ένα παιδάκι και ας ήταν το πιο άσχημο στον κόσμο. Στο τέλος ο Θεός τους λυπήθηκε κι έδωσε και σ’ αυτούς ένα πολύ όμορφο, χαριτωμένο αγοράκι. Η χαρά του ξυλοκόπου και της γυναίκας του δεν περιγραφόταν.

Μια μέρα, ο ξυλοκόπος μάζεψε όλες τις οικονομίες που είχε, πουλώντας χρόνια και χρόνια τα ξύλα που έκοβε από το δάσος και πήγε στην πολιτεία να ψωνίσει. Το βραδάκι γύρισε πίσω στο φτωχικό του ο καλός άνθρωπος, φέρνοντας όλα όσα είχε αγοράσει. Ανάμεσα στ’ άλλα, έφερε και στο μικρό του γιο ένα σταυρό που πάνω του έγραφε: «Πάντα να ‘χεις το σταυρό σου βοηθό και φυλαχτό σου»

Την άλλη μέρα, ο ξυλοκόπος ξύπνησε με το χάραμα και είπε στη γυναίκα του:

Γυναίκα, σήμερα έχω πολλή δουλειά, αν θέλεις έλα να με βοηθήσεις δυο-τρεις ώρες να κόψουμε μερικά δέντρα. Θα πάμε με το ξημέρωμα όσο ο γιος μας θα κοιμάται ήσυχα στην κούνια του. Ώσπου να ξυπνήσει, εσύ θα έχεις γυρίσει και πάλι κοντά του, ενώ εγώ θα συνεχίσω μόνος τη δουλειά μου.

Έτσι κι έγινε. Πήγανε βαθιά στο δάσος και οι δύο μαζί και άρχισαν να κόβουν κάτι γέρικα ξερά δέντρα ώσπου να πάρει καλά η μέρα. Την ώρα όμως που αυτοί έλειπαν, το παιδάκι τους ξύπνησε στην κούνια του και άρχισε να κλαίει και να φωνάζει σπαρακτικά, που δεν έβλεπε κανέναν κοντά του. Τόσο πολύ φώναζε κι έκλαιγε, που ξύπνησε τ’ αγρίμια του δάσους που κοιμούνται τη μέρα και το βράδυ βγαίνουν και κυνηγάνε την τροφή τους. Μαζί με τα άλλα αγρίμια, ξύπνησε και μια λυπημένη αρκούδα, που της είχανε πάρει πριν λίγες μέρες το αρκουδάκι της κάτι ξένοι κυνηγοί, όταν οι ίδια είχε βγει έξω για να βρει τροφή γι αυτήν και το μικρό της. Η αρκούδα με το κουτό της μυαλό, νόμισε πώς το παιδί έκλαιγε έτσι, γιατί είχε χάσει κι αυτό τους γονείς του, όπως το αρκουδάκι της. Μια και δυο λοιπόν, παίρνει φόρα, σπάει την ετοιμόρροπη πόρτα του καλυβιού, μπαίνει μέσα, πηγαίνει στην κούνια, παίρνει απαλά-απαλά με τα δόντια της, απ’ τις φορεσιές του το μικρό παιδάκι του ξυλοκόπου και το πάει στην σπηλιά της, που ήτανε βαθειά μέσα στο δάσος και κανένας δεν την έβρισκε.

Εκεί τάισε με το γάλα της το μικρό αγοράκι και το μεγάλωσε σιγά – σιγά. Πέρασαν πολλοί μήνες από τότε και αρκετά χρόνια, ώσπου το μωρό του ξυλοκόπου, ζώντας μέσα στην σπηλιά της αρκούδας, έγινε ολόκληρο παλικαράκι. Τότε όμως και η αρκούδα η κακομοίρα, που είχε στο μεταξύ γεράσει πολύ, άφησε ένα πρωί τον μάταιο τούτο κόσμο. Και το παιδί έμεινε ολομόναχο και απροστάτευτο. Μόνο του τώρα το παιδί, γυρνούσε όλη μέρα μέσα στο δάσος για να βρει τροφή και το βράδυ σαν έβγαιναν τα αγρίμια και τα θηρία για το κυνήγι τους, κρυβόταν βαθειά στην σπηλιά της αρκούδας, που την τρύπα της δεν την έβρισκε κανένας.

Τα χρόνια εκείνα, στην πολιτεία βασίλευε ένας καλός βασιλιάς που είχε μια μονάκριβη κόρη. Την βασιλοπούλα του αυτή, ο βασιλιάς την αγαπούσε τόσο πολύ, που την άφηνε και έκανε ότι ήθελε. Μια μέρα, η βασιλοπούλα πήγε στους στάβλους του πατέρα της, διάλεξε το πιο ατίθασο άλογο, καβάλησε πάνω του και καλπάζοντας άγρια, χάθηκε στα γειτονικά βουνά και τις εξοχές. Κατά το μεσημέρι έφτασε και στο μέρος που ζούσε το παιδί του ξυλοκόπου. Προχώρησε βαθειά στην καρδιά του δάσους. Σε μια στιγμή, το άλογο κουράστηκε που έτρεχε τόσες ώρες και στάθηκε για λίγο. Και ….τσάφ!!! πετάχτηκε ένα μεγάλο φίδι και δάγκωσε το άλογο στο πίσω του πόδι. Τρόμαξε το άλογο το ατίθασο τότε, κάνει άγριες κινήσεις και κλωτσώντας δεξιά κι αριστερά, μπροστά και πίσω, ρίχνει από τη ράχη του την βασιλοπούλα κι ύστερα το βάζει στα πόδια και πηγαίνει πίσω στο στάβλο του παλατιού.

Έτσι η βασιλοπούλα, που είχε χτυπήσει κιόλας, όπως έπεσε από το άλογο, βρέθηκε καταμόναχη στη μέση ενός απέραντου δάσους που ήταν γεμάτο αγρίμια. Άρχισε να κλαίει δυνατά και να φωνάζει βοήθεια μήπως και βρισκόταν κανένας κατά τύχη εκεί κοντά και τη βοηθήσει. Για καλή της τύχη, άκουσε τις φωνές της ο μόνος άνθρωπος που καθόταν στο δάσος εκείνο, δηλαδή το παιδί του ξυλοκόπου. Έτρεξε κοντά της και την πήρε στην σπηλιά του όπου και περιποιήθηκε τις πληγές της και την έβαλε να ξαπλώσει σ’ ένα παχύ στρώμα από ξερά φύλλα.

Σα γύρισε το άλογο στους βασιλικούς στάβλους μόνο του, χωρίς τη βασιλοπούλα, κατατρόμαξε όλο το παλάτι μα πιο πολύ απ’ όλους ο βασιλιάς. Νόμιζε ότι την βασιλοπούλα την είχαν κλέψει ληστές. Αμέσως μάζεψε ο βασιλιά τους στρατιώτες του, καβάλησαν τα άλογα τους και με οδηγό το ατίθασο άλογο ξεκίνησαν να πάνε στο μέρος όπου είχε ρίξει τη βασιλοπούλα. Όταν έφθασαν εκεί, οι στρατιώτες του βασιλιά περικύκλωσαν την περιοχή, άναψαν τους δαυλούς τους -γιατί στο μεταξύ είχε νυχτώσει- και άρχισαν να ψάχνουν όλες τις σπηλιές για να βρουν το λημέρι των ληστών, που είχαν πάρει -όπως νόμιζαν- τη βασιλοπούλα. Ψάχνοντας έφθασαν και στη σπηλιά της αρκούδας. Μπήκαν μέσα και μόλις αντίκρισαν την βασιλοπούλα, αμέσως ειδοποίησαν τον βασιλιά, που ήρθε χαρούμενος να δει την μονάκριβή του κόρη. Σαν είδε στην είσοδο της σπηλιά τον πατέρα της η βασιλοπούλα, έπεσε στην αγκαλιά του, τον φίλησε και του είπε:

Αυτό το παιδί εκεί πατέρα, μου έσωσε τη ζωή. Χωρίς αυτόν, θα με είχαν φάει τα αγρίμια του δάσους.

Αμέσως τότε ο βασιλιάς ευχαρίστησε το παιδί και το πήρε μαζί του στο παλάτι για να παίζει με την κόρη του, που της είχε σώσει τη ζωή. Εκεί το έμαθε γράμματα και το μόρφωσε σπουδαία γιατί το παιδί εκείνο ήταν πανέξυπνο και τετραπέρατο.

Μια μέρα όπως πλενότανε, το παιδί είχε αφήσει έξω από το λουτρό, μαζί με τη φορεσιά του και τον χρυσό σταυρό που του είχε δώσει ο πατέρας του ο ξυλοκόπος όταν ήτανε στην κούνια του. Έτυχε να περνάει τότε από κει και ο βασιλιάς. Είδε τον όμορφο εκείνο χρυσό σταυρό του παιδιού και από περιέργεια τον έπιασε στα χέρια του για να το δει καλύτερα: «Πάντα να ‘χεις το σταυρό σου βοηθό και φυλαχτό σου». Παραξενεμένος ο βασιλιάς είδε στην πλάτη του παιδιού ένα σημάδι σε σχήμα τριαντάφυλλου. Κάθισε και σκέφτηκε τότε…

«Για να γράφει έτσι ο σταυρός, πάει να πει ότι τον χάρισε στο παιδί, είτε ο πατέρας του, είτε η μητέρα του! Ακόμη, αυτό το σημάδι στην πλάτη του πολύ πιθανό να το έχει και ένας από τους γονείς του.»

Έβγαλε τότε κήρυκες σ’ όλη τη χώρα, που γύριζαν να βρουν τον άνθρωπο με το τριαντάφυλλο στην πλάτη. Το άκουσαν όλοι οι υπήκοοι ακόμη και ο ξυλοκόπος με τη γυναίκα του που είχανε χαμένο χρόνια και χρόνια το παιδί τους και ήταν απαρηγόρητοι. Και επειδή ο ξυλοκόπος είχε γεννηθεί κι αυτός, όπως και ο γιος του με ένα τριαντάφυλλο στην πλάτη του, παρουσιάστηκε αμέσως στο παλάτι. Ο βασιλιάς τότε του έδειξε το χρυσό σταυρό του παιδιού του και τον ρώτησε σχετικά με το παιδί του.

Τον σταυρό αυτόν τον χάρισες στο παιδί σου όταν ήτανε στην κούνια του; Μήπως έχεις κι εσύ ένα τριαντάφυλλο στην πλάτη σου;

Ναι!

…είπε συγκινημένος ο ξυλοκόπος. Αμέσως τότε, ο βασιλιάς παρουσίασε στον φτωχό ξυλοκόπο το γιο του. Πατέρας και γιος φιληθήκαν και αγκαλιαστήκαν κλαίγοντας. Έπειτα, ο βασιλιάς είπε:

Το παιδί σου το μόρφωσα και το σπούδασα. Είναι πολύ έξυπνο και τετραπέρατο. Έναν τέτοιο άνθρωπο θέλω να δώσω στην κόρη μου για άντρα της. Την Κυριακή αν θέλετε κι εσείς να γίνουν οι γάμοι των παιδιών μας.

Έτσι κι έγινε. Παντρεύτηκαν με χορούς και με τραγούδια τα δύο παιδιά κι έζησαν αυτά καλά κι εμείς καλύτερα.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Η Θοδώρα

Κρητικό παραμύθι δοσμένο το 1983 από τη Σκέυω Ν. Παχάκη-Δημογέροντα, ετών 73. Το είχε μάθει στα παιδικά της χρόνια από την γιαγιά της.

Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη. Δώσ’ τσ’ ανέμης να γυρίσει, παραμύθι να κινήσει. Καλησπέρα στην αφεδιάς σας!

παλατιΜια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο βασιλιάδες που είχαν γειτονικά βασίλεια. Ο ένας είχε  πλούσιο βασίλειο και πολλούς στρατιώτες. Είχενε κι έναν γιο που το όνομά του ήταν φημισμένο σε όλα τα βασίλεια για την καλοσύνη, την ανδρεία και για πολλά ακόμα χαρίσματα. Ο άλλος βασιλιάς είχε μικρότερο βασίλειο, λίγες δυνάμεις και τρεις θυγατέρες.

Κάποτε ο πλούσιος βασιλιάς αποφάσισε να ενώσει τα δύο βασίλεια για να γίνει ακόμη δυνατότερος. Μπορούσε με ευκολία να το καταφέρει. Έτσι κάποια μέρα έστειλε μήνυμα στον βασιλιά του μικρού βασιλείου και του ζητούσε να του παραδώσει το βασίλειο του με το καλό, χωρίς αντίσταση και έτσι θα γινόταν άρχοντας με πολλές εξουσίες. Αντίθετα αν το αρνιότανε θα του κήρυττε πόλεμο και θα τον κατακτούσε. Ακόμη θα έκανε αυτόν και την οικογένειά του σκλάβους.

Το μήνυμα τάραξε τόσο πολύ τον βασιλιά που σηκώθηκε από τον χρυσό θρόνο που καθότανε και έπεσε σαν κουρέλι στον μπρούτζινο, καθώς αναλογιζόταν το πρόβλημά του. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο βασιλιάς αυτός είχε τρεις θρόνους. Έναν χρυσό που σε αυτόν καθότανε όταν ήταν χαρούμενος, έναν ασημένιο που καθότανε όταν ήταν σε ήρεμη κατάσταση και έναν μπρούτζινο που καθότανε όταν είχε δύσκολες υποθέσεις.

Σε λίγη ώρα κατέβηκε η μεγάλη του κόρη να τον καλημερίσει, όπως συνήθιζε κάθε μέρα κι αυτή και οι αδερφές της. Μόλις τον είδε καθισμένο στην μπρούτζινη καρέκλα, τον ρώτησε ανήσυχη:

Πατέρα, βασιλιά μου πολυχρονεμένε, τι έχεις και κάθεσαι στην καρέκλα της στεναχώριας;

Αχ κόρη μου, πρωτογονάτη, αγαπημένη. Μεγάλη και δύσκολη στιγμή για το βασίλειο μας τούτη που μας βρήκε. Πολύ σοβαρό μαντάτο πήρα σήμερα από τον γειτονικό μας βασιλιά: ή να του παραδώσουμε το βασίλειό μας και να μας αφήσει να ζήσουμε σαν άρχοντες ή θα μας κηρύξει πόλεμο, να μας κάνει όλους σκλάβους.

Ε για τούτο το πράμα στεναχωριέσαι πατέρα; Θέλει καθόλου σκέψη; Όπως ξέρουμε καλά αυτός είναι πολύ δυνατότερός μας και θα πάρει το βασίλειό μας με τον πόλεμο. Καλύτερα λοιπόν να του το παραδώσεις και δεν πειράζει που δεν θα είσαι βασιλιάς. Θα είσαι ο πρώτος άρχοντας κι εμείς αρχοντοπούλες. Ίσα είναι αυτό από το να γίνουμε σκλάβοι; Δεν χρειάζεται μου φαίνεται σκέψη. Να του μηνύσεις πως θα του παραδώσεις το βασίλειό μας χωρίς πολέμους.

Όχι κόρη μου. Αυτό δεν θα το κάμω ποτέ. Θα πουλήσω όλους τους θησαυρούς μου και του παλατιού, ακόμα και των εκκλησιών. Θα συγκεντρώσω όλα τα χρήματα του βασιλείου μου και θα κάνω δυνατό στρατό και πολεμοφόδια να αντισταθώ στον εχθρό μας. Πρέπει όλοι να πολεμάμε για την πατρίδα μας…

Τι είναι αυτά που λες πατέρα; Εμένα και τις αδερφές μου δεν μας σκέφτεσαι καθόλου; Αντί να φροντίσεις να ετοιμάσεις την καλύτερη προίκα για μας και πρώτα πρώτα για μένα, που είμαι η μεγαλύτερη, να βρεις κάποιο βασιλόπουλο να με παντρέψεις, λογαριάζεις να μας κάνεις όλους σκλάβους του διπλανού βασιλείου;

Αυτά κι άλλα πολλά έλεγε η βασιλοπούλα στον πατέρα της προσπαθώντας να τον πείσει να κάνει το θέλημά της. Αφού είδε ότι δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη, έφυγε με θυμούς και κλάματα. Σε λίγο κατέβηκε η δεύτερη κόρη, η οποία αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο στο άκουσμα του κακού μαντάτου:

Καλό είναι και το αρχοντιλίκι πατέρα. Έτσι κι αλλιώς το βασίλειό μας δεν πρόκειται να το γλιτώσεις. Απέφυγε λοιπόν αυτό τον πόλεμο που θα καταστρέψει κι εμάς και τον τόπο μας, για να μην γίνουμε φτωχοί και σκλάβοι.

Ο πατέρας της απάντησε με τον τρόπο που απάντησε και νωρίτερα στην μεγάλη του κόρη και η μεσαία έφυγε με κλάματα και μοιρολόγια. Βρήκε την μεγάλη της αδερφή και παρηγορούσαν η μία την άλλη.

Ύστερα από λίγο κατεβαίνει και η μικρή κόρη και όταν τον ρώτησε για την αιτία της λύπης του, της είπε:

Αχ κόρη μου, πως θα σου το πω και σένα, που θα στενοχωρεθείς και θα σε δω να κλαις και να παρακαλείς, σαν τις αδερφές σου  για κάτι που δεν μπορώ, όσο κι αν σας αγαπώ, να σας κάνω το χατίρι.

Τι είναι αυτό πατέρα μου; Πες μου σε παρακαλώ, γιατί με κάνεις να αγωνιώ…

Ο πατέρας της εξήγησε το πρόβλημα και αυτή απευθείας απάντησε:

Φτάνει πατέρα. Δεν πρόκειται να παραδώσουμε ποτέ την πατρίδα.

Και βέβαια παιδί μου, θα πολεμήσουμε, αφού χρησιμοποιήσουμε όλους τους θησαυρούς για τις στρατιωτικές μας δυνάμεις και θα απαντήσουμε στον κακό μας γείτονα να έρθει, αν μπορεί, να πάρει την χώρα μας με πόλεμο.

Μα γιατί να ανοιχτούμε, πατέρα, σε πόλεμο που τόσα κακά φέρνει στον τόπο και τους ανθρώπους; Να του ζητήσεις να μονομαχήσουμε κι όποιος βγει νικητής παίρνει το βασίλειο του άλλου.

Ναι κόρη μου, καλύτερος τρόπος είναι αυτός, αλλά εγώ δεν έχω γιο να του ζητήσω μονομαχία…

Έχεις εμένα την Θοδώρα σου πατέρα μου. Εγώ θα ντυθώ άντρας και θα μονομαχήσω με τον γιο του βασιλιά. Έχω ελπίδα και πίστη ότι θα τον νικήσω και θα υπερασπιστώ επάξια την τιμή μας. Από τούτη την στιγμή με λένε Θοδωρή.

Αδύνατο, γενναία και αγαπημένη μου βασιλοπούλα. Δεν θα σε αφήσω ποτέ να κινδυνεύσεις τόσο. Θα κάνουμε πόλεμο, δεν μας μένει άλλος δρόμος.

Μετά όμως, από μεγάλη της επιμονή έπεισε τον πατέρα της να την αφήσει. Έστειλε λοιπόν μήνυμα του γειτονικού βασιλιά να προτιμήσει να μονομαχήσουν οι γιοι τους για να μην υποβληθούν στις θυσίες και τα κακά του πολέμου. Ο άλλος βασιλιάς δέχτηκε με μεγάλη χαρά, γιατί πίστευε ότι ο γιος του είναι ασύγκριτα δυνατός.

Η Θοδώρα ντύθηκε ανδρικά και ζήτησε την ευχή του πατέρα της λίγο πριν τον αγώνα. Εκείνος με δάκρυα στα μάτια έδωσε μέσα από την καρδιά του την ευχή στην γενναία βασιλοπούλα. Ο Θοδωρής ετοιμάστηκε μαζί με όλους, τον βασιλιά, την συνοδεία, τις σάλπιγγες  για τον μεγάλο αγώνα. Αμέσως ξεπήδησε μπροστά της ένα σκυλάκι, με ανθρώπινη λαλιά που κανείς άλλος εκτός από αυτήν δεν το έβλεπαν ή το άκουγαν. Το σκυλάκι λοιπόν μονομαχιαανέβηκε μαζί με τον Θοδωρή στο άλογο και μαζί με την συνοδεία φτάσανε στον τόπο της μονομαχίας. Εκεί περίμεναν παραταγμένοι ο άλλος βασιλιάς με τον γιο του και την ακολουθία του. Όλοι πήραν ορισμένη θέση και οι δυο νέοι χαιρετίστηκαν στον χώρο. Κάποια στιγμή δόθηκε το σύνθημα κι άρχισαν την μονομαχία. Και τα δυο βασιλόπουλα ήταν γενναία και πολύ γυμνασμένα και έτσι πότε υπερτερούσε ο ένας και πότε ο άλλος. Όλοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Ο Θοδωρής ήταν πιο επιθετικός, γιατί πλάι του, μπροστά του και γύρω του έτρεχε το σκυλάκι και τον ενθάρρυνε. Κάποια στιγμή η Θοδώρα πέτυχε το βασιλόπουλο στο στήθος, όσο μπορούσε πιο ελαφρά. Το αίμα άρχισε να τρέχει και να ποτίζει τα ιδρωμένα ρούχα του. Προσπάθησε να κρατηθεί αλλά σύντομα λύγισε κι έπεσε κάτω. Πέταξε η Θοδώρα το σπαθί της κι έτρεξε κοντά του. Του μίλησε με λόγια ενθαρρυντικά και περιποιήθηκε την πληγή του. Ωστόσο η μάχη είχε κριθεί.

Απογοητευμένος ο πλούσιος βασιλιάς πήγε με τον πληγωμένο και ταπεινωμένο γιο, και τους ανθρώπους του προς το παλάτι τους. Λίγα μέτρα πιο κάτω ακολουθούσαν η Θοδώρα με την δική της συνοδεία για να παραλάβει το βασίλειο του νικημένου βασιλιά.

Η Θοδώρα επέτρεψε την παραμονή του βασιλόπουλο στο παλάτι του, όσο κι να χρειαστεί, μέχρι να γίνει καλά και παρακολουθούσε με αγωνία την υγεία του. Όλοι αναγνώρισαν στον Θοδωρή την ευγένεια και την γενναιοδωρία του, παρόλο που ήταν εχθρός. Μάλιστα η Θοδώρα και το βασιλόπουλο συνδεθήκαν με μια δυνατή φιλία. Περνούσαν πολλές ώρες μαζί και ο αποχωρισμός κάθε φορά τους προκαλούσε λύπη. Για την Θοδώρα ήταν προφανές ότι αγαπούσε το βασιλόπουλο, αλλά για εκείνον αποτελούσε μυστήριο που έτρεφε τόσο όμορφα αισθήματα για ένα άτομο που γνώρισε υπό τόσο άσχημες συνθήκες. Κάποια μέρα το υποψιάστηκε και είπε στον πατέρα του:

Πατέρα, το βασιλόπουλο που φιλοξενούμε τόσες μέρες και δεν βιάζεται να παραλάβει αυτό που κέρδισε ή να φύγει δεν είναι άντρας, αλλά γυναίκα. Κάθε μέρα το καταλαβαίνω καλύτερα.

Πάψε βασιλόπουλο. Μην λες ανοησίες. Μεγάλο λάθος έχεις κάνει γιε μου. Μην το ξαναπείς και σε ακούσει η Δωδεκάδα μας και προσβληθούμε περισσότερο.

Κι όμως πατέρα, Θοδωρή θωριά δεν έχει. Κοπελιάς ανάβλεμμα ‘χει.

Τι να σου πω τώρα; Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε. Τώρα που μπορείς να περπατήσεις, πάνε να του δείξεις τους θησαυρούς του παλατιού μας. Να του πεις ότι είναι ελεύθερος να πάρει όποιον θέλει. Αν διαλέξει κόσμημα και διαμαντικά είναι γυναίκα, όπως υποψιάζεσαι. Αν πάρει όπλα είναι άντρας και τα άλλα είναι της φαντασίας σου.

Το σκυλάκι, η ευχή του πατέρα της Θοδώρας, που τριγύριζε αόρατο κοντά τους, έτρεξε και τα είπε στην Θοδώρα. Έτσι λοιπόν, εκείνη αδιαφόρησε επιδεικτικά για τα χρυσαφικά και τα πολύτιμα πετράδια, αλλά κοίταζε, έπιανε και δοκίμαζε τα όπλα. Ως αναμνηστικό, επομένως, για τις μέρες της φιλίας τους διάλεξε ένα ωραίο σπαθί με χρυσή λαβή. Αφού το βασιλόπουλο διηγήθηκε αυτά στον πατέρα του, εκείνος του είπε:

Είδες που έκανες μεγάλο λάθος και φαντάστηκες ότι είναι γυναίκα; Η ομορφιά και η λεπτότητα, καθώς και η ευγένειά του σε παραπλάνησαν.

Κι όμως πατέρα, εγώ έχω πάλι τις αμφιβολίες μου…

Πάρε τον να κοιμηθείτε ένα βράδυ μαζί στο δωμάτιό σου και τότε πια δεν θα σου μείνει καμιά αμφιβολία.

Καλά λες. Απόψε κιόλας θα του προσφέρω την φιλοξενία μου.

Το σκυλάκι άκουσε πάλι την συζήτηση και έτρεξε να τα πει στην Θοδώρα, η οποία ανησύχησε πολύ. Το σκυλάκι την βοήθησε λέγοντας:

Μην στεναχωριέσαι Θοδώρα. Μπορώ να πάρω την μορφή σου και να ξαπλώσω εγώ για σένα με το βασιλόπουλο.

Έτσι κι έγινε. Το ίδιο βράδυ όμως η Θοδώρα δεν άντεξε να συνεχίσει αυτό το παιχνίδι, αλλά αποφάσισε να φύγει. Πήρε ένα χαρτί και έγραψε:

«Θοδώρα μπήκα στη σειρά, Θοδώρα την εβγήκα

και φάσκελα του βασιλιά, μα κερδισμένη βγήκα».

Το πρωί το βασιλόπουλο συναντήθηκε με τον πατέρα του και του είπε ότι είναι άντρας ο Θοδωρής, αλλά πάλι δεν μπορούσε να του ξεκολλήσει η ιδέα από το μυαλό. Σηκώθηκε να βρει τον Θοδωρή, αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά και τον ζήτησε στην κάμαρά του. Εκεί μέσα, πάνω στο τραπεζάκι  είδε το γράμμα που άφησε η Θοδώρα και το διάβασε. Το έσφιξε πάνω στην καρδιά του και αμέσως πήδηξε στο άσπρο του άλογο. Έτρεχε σαν αστραπή στους κάμπους και τα λαγκάδια για να φτάσει στο παλάτι του πατέρα της Θοδώρας.

Χάρηκαν όλοι στο παλάτι το αντάμωμα των δύο νέων. Έγιναν γάμοι και γλέντια και στις δύο πολιτείες που διήρκησαν πολλές μέρες. Πήρε το βασιλόπουλο τη Θοδώρα στο βασίλειό του κι έμεινε ο κάθε βασιλιάς στον τόπο του και περάσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: