Posts Tagged With: ήλιος

«Πες και συ «ΚΙ-ΚΙ-ΡΙΚΟΥ!!!» από μαθητές του 1ου Νηπιαγωγείου Μουρικίου

Το παρακάτω παραμύθι συμμετείχε στον διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού που συνδιοργανώσαμε «Οι Παραμυθάδες» και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» με την υποστήριξη του Δήμου Καβάλας.

Γράφτηκε και εικονογραφήθηκε από μαθητές του 1ου Νηπιαγωγείου Μουρικίου – Δυτικής Μακεδονίας.

Διακρίθηκε με το Ειδικό Βραβείο Εξαίρετης Παρουσίασης. Χωρίς να είχε ζητηθεί, εκτός από την εικονογράφηση του παραμυθιού, πραγματοποίησαν την ηχογράφησή του (μητέρα με παιδί). Από αυτούς πήραμε την ιδέα και ζητήσαμε από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες να ηχογραφήσουν κι αυτοί -εφόσον το επιθυμούν- το παραμύθι τους. Επίσης, γράψανε στίχους σχετικούς με το παραμύθι και η μητέρα της νηπιαγωγού το μελοποίησε και με την βοήθεια του διαδικτύου και πάλι, τα παιδιά το τραγούδησαν. Σύντομα θα υπάρχουν όλα αυτά σε νέο άρθρο μας.

(Για να δείτε την μετάδοση των αποτελεσμάτων πατήστε εδώ) Συνέχεια

Categories: Διαγωνισμός Συγγραφής Παραμυθιού 2020, Παραμύθια παιδιών | Ετικέτες: ,,,,,, | Σχολιάστε

«Η Σοφία κι ο φόβος!» του Χρήστου Π. Τσίρκα

(Το ακόλουθο παραμύθι γράφτηκε από τον Χρήστο Π. Τσίρκα τον Οκτώβριο του 2018 προκειμένου να παρουσιαστεί στην εκδήλωση της Ομάδας «Οι Παραμυθάδες» «Νικώ τους φόβους μου με τα παραμύθια: Από το σκοτάδι στο φως» που πραγματοποιήθηκε στον χώρο της Ομάδας μας την Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή η όποια χρήση μέρος ή όλου του κειμένου χωρίς την έγγραφη άδεια του δημιουργού.)

Κάποιοι λένε πως όταν έγινε ο κόσμος ήταν σκοτάδι βαθύ και για πολλά χρόνια επικρατούσε η νύχτα. Μέρα δεν υπήρχε, μα ούτε και άνθρωποι ή ζώα. Παντού σκοτάδι και ησυχία. Μα μια στιγμή, ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, μια έκρηξη έφερε τα πάνω – κάτω.

Η φωτογραφία είναι του Bryan Goff

Από αυτήν την έκρηξη, δύο τεράστιες μπάλες πέσανε στην γη. Η πρώτη ήταν πύρινη, από φωτιά που έκαιγε και δεν έλεγε να σβήσει. Έλαμπε τόσο πολύ που δεν μπορούσες να την κοιτάξεις για περισσότερο από τρία δευτερόλεπτα.

Μα η δεύτερη μπάλα ήταν αδύναμη και το φως της, ίσα που φώτιζε την γη μέσα στο σκοτάδι.

Οι δύο μπάλες αυτές έτυχε να σταθούν στις κορυφές δύο αντικριστών βουνών. Μα τα βουνά δεν άντεχαν άλλο αυτό το βάρος και αποφάσισαν να τις εκσφενδονίσουν στο διάστημα.

Έτσι κι έγινε. Με δύο δυνατές εκρήξεις από τα δύο βουνά, οι δύο μπάλες βρέθηκαν από την μία στιγμή στην άλλη να αιωρούνται στο διάστημα κάνοντας γύρους, γύρω από την γη.

Πέρασαν πολλά-πολλά χρόνια από τότε κι οι δύο φωτεινές μπάλες συνέχιζαν το αργό περιστροφικό τους ταξίδι με κέντρο την γη.

Κι όταν οι άνθρωποι έκαναν την εμφάνισή τους στην γη, συμφώνησαν και δώσανε στην πύρινη μπάλα το όνομα Ήλιος ενώ την άλλη την ονόμασαν Σελήνη.

Όταν ο Ήλιος φώτιζε την πλάση, οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι. Μιλούσανε ο ένας με τον άλλον, γελούσανε, παίζανε, δουλεύανε… κάνανε χίλια τρία πράγματα. Μα όταν ο Ήλιος έφευγε και στην θέση του ερχότανε η Σελήνη, τα πάντα σκοτεινιάζανε κι επειδή κανείς δεν έβλεπε τί γίνεται δίπλα του, τους κυρίευε ο φόβος. Γι’ αυτό έτρεχαν και κλείνονταν στα σπίτια τους και επειδή δεν είχαν τί να κάνουν…κοιμόντουσαν.

Εκείνα τα χρόνια, ζούσε στον κόσμο ένας κακός μάγος. Κι ήταν κακός γιατί ποτέ του –όταν ήταν παιδί- δεν είχε δεχτεί να παίξει παρέα με τα άλλα παιδιά. Ποτέ του δεν καταδέχτηκε να γελάσει με τα αστεία που κάνανε οι υπόλοιποι. Ποτέ του δεν έμαθε να δείνει στους άλλους, παρά μονάχα ήθελε να παίρνει.

 

Φέρτε μου αυτό… φέρτε μου εκείνο… φέρτε μου το άλλο!

 

Αυτόν τον μάγο που είχε καρδιά σκληρή σαν πέτρα, οι άνθρωποι τον αποκαλούσαν «Σκληροπετράν» και πάντα τον απέφευγαν. Μα κι αυτός δεν τους ήθελε και δεν τους είχε ανάγκη. Για το λόγο αυτό είχε χτίσει έναν πύργο στο βουνό από το οποίο είχε εκτοξευτεί η δεύτερη φωτεινή μπάλα που μετά οι άνθρωποι την ονόμασαν Σελήνη.

Και δεν διάλεξε τυχαία αυτό το βουνό. Όχι! Το διάλεξε γιατί λάτρευε την Σελήνη, τη νύχτα και το σκοτάδι και γνώριζε καλά την ιστορία που έκρυβε το βουνό. Κι όταν όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι κοιμόντουσαν εκείνες τις ώρες, αυτός σε αντίθεση με αυτούς, ήταν ξύπνιος, δούλευε και κατόστρωνε τα σατανικά του σχέδια. Κι όταν την ημέρα οι άνθρωποι ξυπνούσαν για να ζήσουν την ζωή τους, αυτός κοιμότανε.

Ξέχασα να σας πω ότι ο πύργος του, δεν είχε ούτε ένα παράθυρο γιατί απλά δεν ήθελε να μπαίνει μέσα το φως του ήλιου και της μέρας.

Κάποτε είχε πέσει στα χέρια του ένα αντίτυπο από το Μεγάλο Βιβλίο των Μάγων και της Μαγείας και σε αυτό διάβασε μεταξύ άλλων ότι υπάρχει τρόπος να σβηστεί τελείως ο Ήλιος από τον Ουρανό. Η συνταγή ήταν μία και για την ακρίβεια χρειαζότανε:

  • 3 αριστερά φτερά κόκκινης νυχτερίδας
  • τα νύχια των ποδιών ενός εξαδάχτυλου μονόκερου
  • 20 τρίχες από γκρινιάρη ελέφαντα και
  • 12 σταγόνες σάλιου από συναχωμένη αλεπού.

Αυτά έπρεπε να τα βράζει για 26 ημέρες σε σιγανή φωτιά με νερό από θολωμένη λίμνη. Και την 26ημέρα, την ώρα που δύει ο Ήλιος, έπρεπε να ρίξει στο καζάνι ακόμα ένα υλικό: Τα δάκρυα από 99 μοναχοπαίδια που κλαίνε από τον φόβο τους.

Για πολλά χρόνια ο Σκληροπετράν έψαχνε να συγκεντρώσει τα υλικά. Και το κατάφερε. Τώρα του έμενε να βρει μόνο τα δάκρυα των παιδιών. Μα και γι’ αυτό δεν άργησε. Άρχισε να πηγαίνει έξω από τα σχολεία, στα πάρκα κι όπου μπορεί κανείς να συναντήσει παιδιά κι όταν τα έβλεπε να είναι μόνα τους, μακριά από τους γονείς τους ή αλλους φίλους, τότε με ψέματα, γλυκά και πονηριές τα έπειθε και τον ακολουθούσαν στον πύργο του.

99 παιδιά βρίσκονταν τώρα κλειδωμένα στον πύργο του ενώ κάτω στα χωριά οι καημένοι γονείς έτρωγαν τον κόσμο για να τα βρούνε, μα αυτά άφαντα.

99 παιδιά κατέβασε στο υπόγειο και θεοσκότεινο μπουντρούμι του πύργου του ο Σκληροπετράν. Εκεί είχε βάλει και το καζάνι στο οποίο έβραζαν σε σιγανή φωτιά τα υλικά για το μαγικό φίλτρο. Τα παιδιά μέσα στο σκοτάδι και βλέποντας μια φωτιά να καίει κι ένα καζάνι πάνω του να βράζει, φοβήθηκαν κι άρχισαν να κλαίνε.

Ο Σκληροπετράν γυρνούσε από παιδί σε παιδί και στράγγιζε τα δάκρυά τους μέσα σε ένα κύπελο που κρατούσε. Έπειτα, έριξε τα δάκρυα των παιδιών στο καζάνι και αμέσως το υγρό που έβραζε, άλλαξε χρώμα. Από διάφανο έγινε μαύρο και μια απαίσια έντονη μυρωδιά άρχισε να αναδύεται σε όλο τον χώρο.

Ο Σκληροπετράν δεν χρειαζότανε πλέον τα παιδιά. Δεν τα είχε άλλο ανάγκη αλλά δεν μπορούσε να τα αφήσει έτσι απλά να φύγουν γιατί θα τον μαρτυρούσαν στους γονείς τους και τότε θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα… εκτός κι αν τους έκλεβε τις μνήμες.

Άνοιξε και πάλι το Μεγάλο Βιβλίο των Μάγων και της Μαγείας κι εκεί βρήκε την συνταγή για ένα φίλτρο που όποιος το δοκίμαζε, ξεχνούσε ότι είχε συμβεί τις τελευταίες μέρες.

Έφτιαξε αμέσως το φίλτρο και σε αυτό βούτηξε καραμέλες και γλυκά και στην συνέχεια τα πρόσφερε στα παιδιά. Αυτά, νομίζοντας ότι ο Σκληροπετράν είχε μετανιώσει για τις πράξεις του και με το κέρασμα αυτό ήθελε να τα καλοκαρδίσει, δέχτηκαν την προσφορά του και πέσανε με τα μούτρα στο φαγητό.

Ο κακός μάγος στη συνέχεια, άνοιξε την πόρτα του πύργου του και τα ελευθέρωσε κι αυτά μέχρι να κατεβούν στα χωριά τους είχαν ξεχάσει τον Σκληροπετράν, το καζάνι με το μαγικό φίλτρο, το σατανικό σχέδιό του –που τους το είχε πει για να τα φοβίσει ακόμα πιο πολύ- είχαν ξεχάσει τον πύργο, το υπόγειο, τα πάντα.

Ένα κοριτσάκι όμως, η Σοφία, που η μαμά της, της έλεγε πάντα να αποφεύγει τα γλυκά που της προσφέρουν οι ξένοι, δεν έφαγε από τα γλυκά κι έτσι δεν έχασε την μνήμη της. Θυμότανε κάθε στιγμή που περάσανε στον απαίσιο πύργο και κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου του απαισιότατου μάγου.

Μα ας έρθουμε πάλι πίσω στον Σκληροπετράν και στο καζάνι του που έβραζε το μαγικό φίλτρο. Αυτό τώρα ήταν έτοιμο. Έμενε μόνο να καταφέρει τον Ήλιο να πιει έστω και λίγο από τις μαγικές σταγόνες.

Οι ώρες περνούσαν και η Σελήνη ετοιμάζονταν να παραχωρήσει την θέση της στον Ήλιο ο οποίος άρχισε δειλά να ξεπροβάλλει από την ανατολή. Συνέχισε αργά-αργά την ανοδική του πορεία για το τελείωμα του ουρανού κι όταν πλησίαζε πάνω από τον πύργο, ο Σκληροπετράν από την κορυφή του, τον φώναξε με ψεύτικο ενδιαφέρον.

Καλή σου μέρα λαμπερέ και πολύτιμε Ήλιε μου. Πιάνεις δουλειά βλέπω. Δέξου από εμένα τον ταπεινό άνθρωπο ένα αναψυκτικό για να σε δροσίσω και να σε γεμίσω ενέργεια για το υπόλοιπο της μέρας.

Ο Ήλιος που δεν ήξερε μα ούτε και φανταζότανε τα πονηρά σχέδια του Σκληροπετράν, τον ευχαρίστησε και ήπιε μονορούφι το μαγικό πιοτό που του πρόσφερε. Δεν πρόλαβε να κατεβάσει το ποτήρι από το στόμα του και τότε αυτό που ακολούθησε είναι το πιο τρελό και απίθανο γεγονός που συνέβη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Ήλιος έπαψε να λάμπει, έχασε το φως του. Όπως ακριβώς σβήνεις την μοναδική λάμπα που φωτίζει ένα δωμάτιο και γίνεται κατευθείαν σκοτάδι. Αυτό ακριβώς έγινε εκείνη την στιγμή με την διαφορά ότι συνέβη έξω, στην φύση, στον κόσμο όλο. Ξαφνικά σκοτίνιασε σαν να ήταν βράδυ κι ακόμα χειρότερα.

Ο κόσμος που βρισκότανε στα χωριά, στις δουλειές του, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους.

Μα τί έγινε; Έσβησε ο Ήλιος;

Πέθανε;

Μα πεθαίνει ο Ήλιος;

Πότε πρόλαβε και ήρθε η νύχτα; Πριν λίγο δεν ξημέρωσε;

Όλοι από τον φόβο τους δεν ξέρανε τί να κάνουν. Τρέχανε πανικόβλητοι να γυρίσουν στα σπίτια τους κι επειδή δεν βλέπανε μπροστά τους, έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλον, ή έμπαιναν σε λάθος σπίτι. Άλλοι πάλι, έπεφταν μέσα σε πηγάδια ή στο ποτάμι. Ένα χάος άρχισε να επικρατεί. Όλοι φοβόντουσαν και γι’ αυτό μένανε κλεισμένοι στα σπίτια τους. Κανείς δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει και να φανταστεί τί είχε συμβεί ακριβώς. Κανείς εκτός από την μικρούλα Σοφία, αυτήν δηλαδή που δεν είχε φάει από τα μαγικά γλυκά του Σκληροπετράν και έτσι θυμότανε πολύ καλά όλα όσα ο κακός μάγος τους είχε αποκαλύψει την ώρα που τα έδιωχνε από τον πύργο του.

Η Σοφία είπε στους γονείς της τα πάντα μα πλέον τί μπορούσαν να κάνουν; Εξάλλου όλοι φοβόντουσαν. Μικροί και μεγάλοι.

Μα όχι, τί να φοβηθώ και γιατί;

Σκέφτηκε η Σοφία…

Είναι απλά σκοτάδι. Αν βγω έξω, το χωριό μου θα είναι το ίδιο χωριό που είναι κι όταν έχει φως. Οι δρόμοι θα βρίσκονται στα ίδια πάντα σημεία, όπως και τα δέντρα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όλα είναι ίδια ακριβώς αλλά απλά δεν μπορούμε να τα δούμε…

Τέτοιες σκέψεις έκανε η μικρή Σοφία και ένα ανεξήγητο συναίσθημα την έσπρωξε να βγει από το σπίτι της. Δεν έβλεπε τίποτα αλλά και πάλι δεν χρειαζότανε αφού ήξερε πολύ καλά τα κατατόπια. Κι άρχισε να περπατάει, να περπατάει έχοντας για οδηγό το παράξενο αυτό συναίσθημα. Κι ύστερα άρχισε να ανηφορίζει και κατάλαβε πως κατευθύνεται προς το βουνό, προς τον πύργο του Σκληροπετράν. Μα στην διασταύρωση έστριψε και πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο άλλο βουνό, σ’ εκείνο δηλαδή που είχε καθίσει ο Ήλιος όταν πρωτοεμφανίστηκε στην γη. Έφτασε στην κορυφή του βουνού την ώρα που έπρεπε κανονικά να νυχτώνει, την ώρα δηλαδή που εμφανίζεται η Σελήνη.

Η Σελήνη μόλις αντίκρισε την Σοφία παραξενεύτηκε…

Τί γυρεύεις τέτοια ώρα σε αυτήν την κορυφή και μάλιστα μόνη σου; Δεν φοβάσαι;

Δεν ξέρω… κάτι με οδήγησε εδώ. Νομίζω ότι εδώ θα βρω την λύση στο πρόβλημά μας.

Τί πρόβλημα έχεις εσύ σε αυτήν την ηλικία; Είσαι παιδί ακόμα και τα παιδιά δεν πρέπει να έχουν προβλήματα. Τα παιδιά πρέπει να έχουν όνειρα.

Ο σκληρός, κακός μάγος που ζει στον πύργο που βρίσκεται στην κορυφή εκείνου του βουνού, κατάφερε με μάγια και έσβησε τον Ήλιο και τώρα όλος ο κόσμος φοβάται γιατί δεν βλέπει τίποτα.

Έσβησε τον Ήλιο; Μα τι μου λες; Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, κι αν γίνονται, γίνονται μόνο στα παραμύθια.

Κι η μικρή Σοφία είπε με το νι και με το σίγμα στην Σελήνη ό,τι είχε συμβεί ακριβώς. Μα η Σελήνη δυσκολευότανε να την πιστέψει κι έτσι διέταξε μια από τις χιλιάδες λάμψεις που την υπηρετούσαν, να μπει κρυφά στον πύργο του Σκληροπετράν και να μάθει ακριβώς τι συμβαίνει.

Η Λάμψη με αριθμό 128 ανέλαβε την αποστολή. Εκτοξεύτηκε με μεγάλη ταχύτητα από την Σελήνη προς τον πύργο. Πέρασε χωρίς δυσκολία από την κλειδαρότρυπα της πόρτας κι άρχισε να πετάει πάνω από το δωμάτιο παρατηρώντας τα πάντα.

Για καλή της τύχη, ο Σκληροπετράν έλειπε. Για να ολοκληρωθεί το σχέδιό του και να κυριαρχήσει αυτός στο σκοτάδι, έπρεπε να βρει πρώτα την βασιλική κορώνα του Ήλιου και να την καταστρέψει καίγοντάς την. Η κορώνα όμως βρισκότανε στο βασίλειο του Ήλιου κι ο κακός μάγος είχε κινήσει για εκεί.

Έτσι, η Λάμψη με αριθμό 128 αλώνιζε χωρίς φόβο στον πύργο χωρίς να το ξέρει βέβαια. Αφού είδε καλά στον επάνω όροφο, χύθηκε στο υπόγειο και σκοτεινό μπουντρούμι κι εκεί είδε το καζάνι με το μαγικό φίλτρο που ακόμα ήταν ζεστό κι ας είχε σβήσει η φωτιά.

Ετοιμαζότανε να φύγει όταν ένας παράξενος θόρυβος της τράβηξε την προσοχή. Σαν κάποιος να βογκούσε από πόνο. Κοίταξε γύρω της καλύτερα μα δεν έβλεπε κανέναν. Προσπάθησε να καταλάβει από πού έρχεται ο θόρυβος και τότε ανακάλυψε μια μυστική πόρτα. Στο άγγιγμά της και μόνο, άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε ένα τεράστιο δωμάτιο. Ένα δωμάτιο όχι απλά τεράστιο, αλλά απέραντο σαν την θάλασσα, που όμοιό του δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο παρά μόνο στον κόσμο της φαντασίας.

Ξαπλωμένος στο πάτωμα και δεμένος με αλυσίδες βρισκότανε ο Ήλιος, αλλά όχι φωτεινός και λαμπερός όπως τον ξέρουμε όλοι. Τώρα ήταν μαύρος, σκοτεινός κι έμοιαζε τελείως αδύναμος. Βογκούσε σαν να πονούσε κι είχε τα μάτια του κλειστά σαν να φοβότανε. Ο Ήλιος φοβάται το σκοτάδι;

Η Λάμψη με αριθμό 128, είδε ότι έπρεπε να δει και τώρα έπρεπε να γυρίσει στην Σελήνη για να της τα πει όλα χαρτί και καλαμάρι.

Βγήκε από το τεράστιο φανταστικό δωμάτιο και βρέθηκε στον επάνω όροφο και λίγο πριν βγει από την κλειδαρότρυπα της πόρτας, πρόσεξε στην βιβλιοθήκη του μάγου ένα εντυπωσιακό και σπάνιο βιβλίο. Ήταν το Μεγάλο Βιβλίο των Μάγων και της Μαγείας. Του έριξε μια γρήγορη ματιά γυρνώντας όλες τους τις σελίδες κι έπειτα γύρισε στην Σελήνη που με την Σοφία περίμεναν ακόμα στην κορυφή του βουνού.

Λοιπόν Λάμψη;

Την ρώτησε η Σελήνη.

Αλήθεια… καζάνι… φίλτρο… μαγικό… μαύρο… πόρτα… δωμάτιο… Ήλιος… σκοτεινός… βογγάει… βιβλίο… ΤΟ ΚΑΙ ΤΟ

Όλα τα είπε η Λάμψη κι Σελήνη πίστεψε τελικά την Σοφία. Μα το πιο σημαντικό από όλα όσα είπε η Λάμψη, ήταν το «ΤΟ ΚΑΙ ΤΟ». Μέσα σε αυτό το «ΤΟ ΚΑΙ ΤΟ» κρυβότανε η λύση στο πρόβλημα. Έτσι, η Σελήνη εξήγησε στην Σοφία τί έπρεπε να κάνει.

Άκου Σοφία. Η Λάμψη με αριθμό 128 κατάφερε και διάβασε στο Μεγάλο Βιβλίο των Μάγων και της Μαγείας, πως το αντίδοτο, το φάρμακο δηλαδή, βρίσκεται στα δάκρυα. Μα όχι στα δάκρυα του φόβου, αλλά του γέλιου. Τα ίδια παιδιά που έκλαψαν από φόβο, πρέπει τώρα να δακρίσουν από τα γέλια. Αν αυτά τα δάκρυα τα ανακατέψεις με μαύρο τσάι και αυτό το δώσεις στον Ήλιο να το πιεί, όλα θα γίνουν όπως πρώτα.

Καλά τα λες εσύ Σελήνη μου, μα πως θα κατεβώ στα χωριά και πως θα κάνω τον κόσμο και τα παιδιά να με ακούσουν αφού το σκοτάδι δεν μας αφήνει; Όλοι φοβόμαστε. Πως θα καταφέρουμε να γελάσουμε; Κανείς μας δεν έχει όρεξη για γέλια.

Ένα-ένα τα προβλήματα μικρή μου. Μην βιάζεσαι. Για το πως θα κατεβείς στα χωριά και πως θα σε δούνε οι άλλοι, άσε να το φροντίσω εγώ. Για τα υπόλοιπα, θα πρέπει εσύ να βρεις τον τρόπο.

Και τότε η Σελήνη κάλεσε κοντά της τα αγαπημένα της έντομα, τις πυγολαμπίδες. Εκατομμύρια πυγολαμπίδες εμφανίστηκαν ξαφνικά από το πουθενά και σχημάτισαν μια τεράστια άμαξα που φώτιζε δυνατά και όμορφα.

Η Σοφία ανέβηκε στην φωτεινή άμαξα και ξεκίνησε πρώτα για το χωριό της. Η άμαξα πετούσε ψηλά από το χωριό κι άρχισε να το φωτίζει. Ο κόσμος που ήταν κλεισμένος στα σπίτια του, ξαφνικά είδε μια λάμψη φωτός να μπαίνει στα δωμάτιά τους και έτρεξαν στα παράθυρα να δούνε τι συμβαίνει. Αμέσως εντυπωσιάστηκαν από το θέαμα κι άρχισαν να βγαίνουν έξω και να ακολουθούν την άμαξα η οποία σταμάτησε στην πλατεία.

Από μέσα βγήκε η Σοφία κι άρχισε να μιλάει στον κόσμο με ζεστή φωνή γεμάτη σιγουριά. Κατάφερε να τους ηρεμήσει όλους και να τους διώξει τον φόβο. Τους είπε το σχέδιό της που σκέφτηκε όσο ήταν στην άμαξα και ζήτησε να πάνε όλοι τους στους πρόποδες του βουνού που είχε τον πύργο του ο Σκληροπετράν και να την περιμένουνε. Εκείνη έπρεπε να γυρίσει και στα υπόλοιπα γύρω χωριά για να μαζέψει και τα υπόλοιπα παιδιά.

Μα πως θα πάμε στο βουνό αφού δεν βλέπουμε;

Ακούστηκε μια φωνή μέσα από το πλήθος και τότε, ένα από τα φωτεινά άλογα που είχαν σχηματίσει οι πυγολαμπίδες, ξεχώρισε από την άμαξα και κίνησε αργά να προχωράει. Όλοι κατάλαβαν ότι έπρεπε να το ακολουθήσουν.

Αμέσως έφυγε και η Σοφία για τα γύρω χωριά και μέσα σε λίγες ώρες, πολλά παιδιά μαζί με τους γονείς τους είχαν βρεθεί στην αρχή του δρόμου για τον πύργο του Σκληροπετράν.

Τώρα πρέπει να γελάσουμε και να γελάσουμε μέχρι να δακρύσουμε.

Φώναξε η Σοφία πάνω από την φωτεινή άμαξα. Κανείς όμως δεν μπορούσε να γελάσει. Άρχισαν κάποιοι να λένε αστεία… κάποια γέλια ακούστηκαν αλλά ήταν απλά γέλια κι όχι μετά δακρύων. Κάποιοι άρχισαν να γαργαλάνε τους άλλους μα και πάλι τα γέλια τους ήταν απλά… και τότε έγινε κάτι απίθανο. Ούτε κι εγώ δεν θα το πίστευα αν δεν το έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια.

Η φωτεινή άμαξα από πυγολαμπίδες άρχισε να διαλύεται και τώρα πετούσαν μπερδεμένα στον αέρα. Σαν κάτι να προσπαθούσαν να ζωγραφίζουν… μα ναι…ένα περίγραμμα άρχισε να σχηματίζεται… μοιάζει με άνθρωπο… ναι είναι άνθρωπος… τώρα σχεδιάζουν το κεφάλι του… τελείωσαν… μα αυτός είναι ο Σκληροπετράν. Οι πυγολαμπίδες είχαν σχηματίσει τον κακό μάγο και ξαφνικά ο φόβος στα παιδιά και τους μεγάλους είχε επιστρέψει. Όχι όμως για πολύ, γιατί οι πυγολαμπίδες άρχισαν να αλλάζουν το σχέδιο, και τώρα έδειχναν τον κακό μάγο να είναι γυμνός με τα σώβρακα μόνο και να κάνει αστείες γκριμάτσες στο πρόσωπο.

Αυτό ήταν… ο κόσμος άρχισε να γελάει δυνατά…. Τώρα ο Σκληροπετράν είχε ντυθεί σαν μπαλαρίνα και χόρευε σαν αέρινη χορεύτρια και τα παιδιά άρχισαν να γελάνε ακόμα πιο δυνατά γιατί τους φάνηκε πολύ αστείο. Οι πυγολαμπίδες που σχημάτιζαν το σώμα του ξαφνικά έσβησαν κι έμεινε μόνο ένα κεφάλι να αιωρείται. Κι όταν άναψαν ξανά, το σώμα του ήταν σώμα ελέφαντα που στηρίζεται στο ένα του πόδι και μετά ξανά έσβησαν και άναψαν ξαναέχοντας σχηματίσει σώμα καμηλοπάρδαλης, μετά κότας και τα παιδιά είχαν πεθάνει στο γέλιο… Ναι, τώρα γελούσανε με δάκρυα στα μάτια όλοι τους. Μικροί και μεγάλοι. Πρώτη η Σοφία στράγιξε τα δάκρυά της σε μια κούπα κι άρχισε μετά να γυρίζει από τα παιδιά και να μαζεύει τα δάκρυά τους. Όλα τα παιδιά δώσανε τα δάκρυά τους και στην συνέχεια χύσανε στην κούπα και μαύρο τσάι. Τώρα έπρεπε να το δώσουνε στον Ήλιο να το πιει. Μπήκαν οι γονείς μπροστά και κίνησαν για τον πύργο. Με ξύλα που βρήκαν στο δρόμο έσπασαν την πόρτα του πύργου και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον Σκληροπετράν μα για καλή τους τύχη αυτός δεν είχε γυρίσει ακόμη.

Κατέβηκαν γρήγορα στο υπόγειο μπουντρούμι και έψαχναν να βρούνε την μυστική πόρτα για το φανταστικό δωμάτιο στο οποίο ήταν φυλακισμένος ο Ήλιος μα δεν μπορούσαν να την βρούνε.

Μα να σου και η Λάμψη με αριθμό 128…

Μα τί κάνετε και αργείτε; Σε λίγο η Σελήνη πρέπει να φύγει.

Δεν μπορούμε να βρούμε την μυστική πόρτα.

Και γιατί δεν μιλάτε;

Η Λάμψη άγγιξε απλά στο σημείο που έπρεπε και το μυστικό πέρασμα φάνηκε κι άνοιξε η πόρτα. Τα παιδιά έτρεξαν γρήγορα στο φανταστικό δωμάτιο και σκύψανε πάνω από το πρόσωπο του Ήλιου.

Ήλιε μου, μην φοβάσαι και πιες λίγο από αυτό το τσαγάκι. Θα σου κάνει καλό.

Του είπε η Σοφία προσφέροντάς του την κούπα. Ο Ήλιος στην αρχή δίστασε γιατί θυμήθηκε ότι κι ο Σκληροπετράν στην αρχή με την καλοσύνη του την έφερε και τον κατάφερε να πιει το μαγικό φίλτρο. Μετά όμως σκέφτηκε ότι δεν έχει να χάσει τίποτα αφού ήταν ήδη έτσι όπως ήταν και το ήπιε.

Αχ παιδιά… τί μαγεία ακολούθησε! Μικρές-μικρές φωτίτσες άρχισαν να πετάγονται από το πρόσωπό του, από το σώμα του. Φωτίτσες που σπάσανε τα δεσμά των αλυσίδων κι ο Ήλιος άρχισε να υψώνεται σιγά-σιγά μέχρι που γκρέμισε το ταβάνι και συνέχιζε για τον Ουρανό.

Όλοι τότε έτρεξαν έξω και είδαν την Σελήνη να καλοσορίζει και να αποχαιρετάει τον καλό αδερφό της ‘Ηλιο –γιατί αδέρφια είναι αυτοί οι δύο, αυτό θα το γνωρίζετε κι από άλλο παραμύθι. Και πριν χαθεί τελείως η Σελήνη από τον ουρανό, γύρισε και φώναξε προς την Σοφία.

Μπράβο σου μικρή μου. Είδες που τα καταφέρατε μια χαρά όλοι σας. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι όταν έχεις κάποιον δίπλα σου. Μοιράσου τον φόβο σου με τους άλλους, έτσι ο φόβος χάνει την δύναμή του.

Σε ευχαριστούμε πολύ Σελήνη…

Απάντησε η Σοφία.

Σε ευχαριστούμε για την πολύτιμη βοήθειά σου. Θα σε περιμένουμε με χαρά και σήμερα το βράδυ. Καλή σου νύχτα αν πας για ύπνο.

Ακούστηκαν κάποιες φωνές μέσα από το πλήθος κι η Σελήνη τους απάντησε με την σειρά της…

Καλή σας μέρα και σε εσάς που τώρα ξυπνάτε λοιπόν. Θα τα πούμε σήμερα το βράδυ.

Κι ύστερα ακούστηκαν κι άλλες φωνές παιδιών μα και των μεγάλων που αποχαιρετούσαν την Σελήνη και την ευχαριστούσαν και τέλος που καλοσόριζαν τον Ήλιο στην νέα του ανατολή.

Κάπως έτσι τελειώνει το παραμύθι μας… μα σαν να νομίζω ότι ξέχασα κάτι. Ξέχασα;

Μα ναι! Τον Σκληροπετράν. Αυτός είχε φτάσει στο βασίλειο του Ήλιου κι είχε βρει και πάρει την βασιλική κορώνα. Βρισκότανε στην επιστροφή για τον πύργο του όταν συνέβη το ευχάριστο γεγονός με την αναγέννηση του Ήλιου και τρόμαξε τόσο πολύ που πάγωσε για αρκετή ώρα. Ξεπάγωσε όταν μπήκε σε λειτουργία η κορώνα η οποία άρχισε τώρα να του καίει τα χέρια. Την πέταξε καταγής και έτρεξε γρήγορα στον πύργο του για να δει τί είχε συμβεί κι εκεί αντίκρισε όλους τους κατοίκους των γύρω χωριών μαζί με τα παιδιά τους. Τους είδε να κρατάνε ξύλα στα χέρια και τότε αυτός ήταν που ένιωσε το συναίσθημα του φόβου. Μα αυτό που θα σας πως και πάλι δεν θα το πιστέψετε. Τα παιδιά βγήκαν μπροστά από τους γονείς τους, τους κατέβασαν τα ξύλα από τα χέρια κι αμέσως έτρεξαν όλα μαζί και αγκάλιασαν τον Σκληροπετράν. Τον αγκάλιασαν τόσο δυνατά που έκαναν την σκληρή του καρδιά να ραγίσει κι ο Σκληροπετράν σαν κάτι να ένιωσε για τα παιδιά. Ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο γι’ αυτόν. Και ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να τα αγκαλιάσει κι αυτός κι ύστερα ένιωσε την ανάγκη να πιαστούν από το χέρι και να αρχίσουν τον χορό, κι ύστερα να παίξουν. Στο παιχνίδι μπήκαν κι οι μεγάλοι και έγινε τρελό γλέντι.

Ο Σκληροπετράν άλλαξε από τότε, μα άλλαξαν κι όλοι οι άλλοι. Πλέον τον φώναζαν σκέτο Πέτρο κι αυτός γκρέμισε τον πέτρινο πύργο του και τον έχτισε ξανά με μοναδικό υλικό το γυαλί για να μπαίνει όλο το φως μέσα στα δωμάτια.

Κι άνοιξε την πόρτα του πύργου του για τον κόσμο που ήθελε να τον επισκεφτεί και μια ώρα το πρωί και μια ώρα το βράδυ, μαζευόντουσαν όλοι στην ταράτσα του πύργου του, το πρωί για να συνομιλήσουν με τον Ήλιο και το βράδυ με την Σελήνη!

Και τώρα, σίγουρα τελείωσα…νομίζω πως πρέπει να κλείσω το φως. Με το φως σβηστό ζωγραφίζω καλύτερα στο μυαλό μου!

Categories: Παραμύθια φίλων | Ετικέτες: ,,,, | 2 Σχόλια

Το δώρο της Μαρίας

Το παρακάτω παραμύθι γράφτηκε από μαθητές του 5ου Δημοτικού Σχολείου Καβάλας χρησιμοποιώντας τα «ζάρια των παραμυθιών» και με την βοήθεια των Παραμυθάδων. Αφορά την δράση που πραγματοποιήθηκε στο εορταστικό διήμερο την Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017 με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου και την οποία διοργάνωσαν η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός», το ΝΠΔΔ «Δημοτική Κοινωνική Αλληλεγγύη – Προσχολική Αγωγή Καβάλας» και τον Σύλλογο Εικαστικών Τεχνών και Φιλότεχνων Καβάλας Art Attack.

Τα παιδιά, ρίξανε τα ζάρια και οι εικόνες με τις οποίες έπρεπε να δημιουργήσουν ένα παραμύθι ήταν: Δώρο, μπάλα, φάντασμα, ψάρι, ήλιος και αστέρι!

Ήτανε Πάσχα και ο αγαπημένος θείος της Μαρίας της έφερε ένα δώρο. Ένα πολύ ζωηρό ξυπνητήρι, που μιλούσε κι έκανε και πολύ θόρυβο. Υπήρχε όμως ένα μυστικό! Αυτό το ξυπνητήρι είχε πάει πρώτα σ’ ένα άλλο παιδάκι που δεν το ήθελε για το λόγο ότι έκανε φασαρία κι έτσι βρέθηκε στα χέρια της Μαρίας.

Η Μαρία ασχολούνταν με τον αθλητισμό. Έπαιζε μπάσκετ και κάθε μέρα πήγαινε για προπόνηση. Ένα πρωί, όπως ήταν αγουροξυπνημένη, μαζί με τα πράγματα της, έχωσε κατά λάθος και το ξυπνητήρι στην τσάντα της. Καθώς έπαιζε μπάσκετ λοιπόν, ξέφυγε η μπάλα, έπεσε πάνω στην τσάντα της και τι ατυχία! Έσπασε το ξυπνητήρι που ήταν μέσα! Κάτι που δεν ανέφερα όμως είναι ότι αυτό το ξυπνητήρι ήταν γρουσούζικο. Στεναχωρήθηκε πολύ που έγινε κομμάτια και μεταμορφώθηκε σε φάντασμα για να τρομάζει τη Μαρία.

Πριν λίγο καιρό, οι γονείς της Μαρίας της είχαν πάρει για δώρο ένα ψάρι κόκκινο, που είχε έρθει από την Αφρική, τον Φέλιξ. Έκανε πολλή ζέστη σ’ εκείνες εκεί τις χώρες και ο καημένος ο Φέλιξ αναζητούσε λίγη δροσιά. Το φάντασμα βρήκε τότε την ευκαιρία και τρύπωσε μέσα σ’ αυτό το ψάρι.

Η Μαρία είχε πολλές φοβίες και στεναχωριόταν. Δεν περνούσε ευχάριστες στιγμές με όλα αυτά που γίνονταν. Ο ήλιος που την έβλεπε, ένα πρωινό τρύπωσε από τις γρίλιες του παραθύρου της και μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο για να την βοηθήσει να ηρεμήσει. Της εκμυστηρεύτηκε ένα πολύτιμο μυστικό. Στις ακτίνες του είχε κρυμμένο ένα αστέρι που μπορούσε να πραγματοποιήσει όλες τις επιθυμίες. Έβγαλε αυτό το αστέρι τότε και της το χάρισε για να διώξει τους φόβους της.
Το αστέρι το στήριξε στο ταβάνι του δωματίου της και κάθε φορά που το κοιτούσε, αυτό της έδινε δύναμη και χαρά για να συνεχίζει και να μη φοβάται τίποτε πια!

Categories: Παραμύθια παιδιών | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Ο μπαρμπά-Μανώλης και ο ήλιος

Το παρακάτω παραμύθι γράφτηκε από τους μαθητές του 5ου Δημοτικού Σχολείου Καβάλας (Δ’ και Ε’ τάξεις) χρησιμοποιώντας τα «ζάρια των παραμυθιών» και με την βοήθεια των Παραμυθάδων. Αφορά την δράση που πραγματοποιήθηκε στο εορταστικό διήμερο την Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017 με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου και την οποία διοργάνωσαν η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός», το ΝΠΔΔ «Δημοτική Κοινωνική Αλληλεγγύη – Προσχολική Αγωγή Καβάλας» και τον Σύλλογο Εικαστικών Τεχνών και Φιλότεχνων Καβάλας Art Attack.

Τα παιδιά, ρίξανε τα ζάρια και οι εικόνες με τις οποίες έπρεπε να δημιουργήσουν ένα παραμύθι ήταν: Σπίτι, λουλούδι, ήλιος, κλειδαριά, πεταλούδα και πεταλούδα!

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πάρα πολύ ωραίο σπίτι σε ένα χωριό που το έλεγαν Ανήλιο. Αυτό το σπίτι ήταν παρά πολύ όμορφο και χαρούμενο και είχε δέντρα, είχε λουλούδια και τα λουλούδια άνθιζαν και ήταν πολύχρωμα και όταν έβγαινε ο ήλιος, όλη η πλάση ήταν μέσα στην χαρά.

Μέσα σε αυτό το σπίτι όμως ζούσε ένας γεράκος, ο μπάρμπα-Μανώλης ο οποίος ήταν κατσούφης, μουρτζούφλης και γκρινιάρης. Δεν χώνευε καθόλου τον ήλιο. Όμως ο ήλιος κάθε μέρα   έπαιρνε το άρμα του και έβγαινε πάνω στον ουρανό και κανένας δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει.  

Κάθε φορά που περνούσε πάνω από το σπίτι του μπάρμπα-Μανώλη του παράξενου, εκείνος κατέβαζε τη σκεπή και έπαιρνε ένα μαγικό τεράστιο κλειδί που είχε και κλειδωνότανε μέσα  στο σπίτι του. Το κλειδί όμως και η κλειδαριά που ήταν γυαλιστερή και μεγάλη τον αγαπούσαν τον ήλιο και όταν ο μπάρμπα-Μανώλης αποφάσισε να βγει έξω για να δει εάν έφυγε ο ήλιος η κλειδαριά και το μαγικό κλειδί έβγαζαν λουλούδια.  

Μια μέρα που ξεκλείδωσε και είδε ότι έβρεχε, αυτός ήταν χαρούμενος όμως το κλειδί ήταν πολύ στενοχωρημένο και μαύρισε από την στενοχώρια του. Τότε μια πεταλούδα από τα λουλούδια του, ήρθε πάνω στο κλειδί, το ακούμπησε, έβγαλε όλα τα χρώματα από τα φτερά της, το γυάλισε και το έκανε πανέμορφο. Όμως η βροχή συνέχιζε γιατί ο ήλιος είχε θυμώσει με τον μπάρμπα-Μανώλη και δεν ήθελε να ξαναπεράσει από την αυλή του. Τότε τα λουλούδια μαράθηκαν, έχασαν το χρώμα τους και έπεσαν στο έδαφος γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν  χωρίς τον ήλιο. Τότε ο μπάρμπα-Μανώλης κατατρόμαξε και κατάλαβε τι αξία έχει ο ήλιος. 

Τι να κάνει όμως; Απελπισμένος και στενοχωρημένος όπως ήταν, παίρνει ένα αεροπλάνο και τρέχει στο σπίτι του ήλιου που ήτανε στην Ανατολοδύση. Έπεσε στα γόνατα του ήλιου και του ζήτησε συγνώμη.  

Συγνώμη ήλιε μου λαμπρέ. Τώρα που σε χάσαμε από το σπίτι κατάλαβα την αξία σου. Σε παρακαλώ πολύ, κάθε μέρα να έρχεσαι στο σπίτι μας κι εγώ θα είμαι κοντά σου και θα σε βοηθάω για να κάνουμε τον κόσμο όμορφο.

Categories: Παραμύθια παιδιών | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Ο Ήλιος, η Σελήνη και ο Κόκορας

Παραμύθι από την Μαλαισία – Απόδοση Χρήστος Π. Τσίρκας

Ήλιος Σελήνη ΚόκοραςΣτα πολύ παλιά χρόνια, κάπου μέσα στην απεραντοσύνη του ουρανού, ζούσαν τρία αδέρφια. Ο μεγαλύτρος ήταν ο Ήλιος, αμέσως μετά η Σελήνη κι μικρότερος αδερφός ήταν ο Κόκορας.

Ένα πρωινό, ο Ήλιος είχε πάει για δουλειά κι έμειναν στο αιθέριο σπίτι τους η Σελήνη με τον Κόκορα. Αργά το απόγευμα η Σελήνη είπε στον Κόκορα να βγει και να μαζέψει το κοπάδι μα ο Κόκορας επειδή ήταν κουρασμένος από τις δουλειές που έκανε στο σπίτι, αρνήθηκε να πάει. Τότε η Σελήνη θύμωσε πολύ. Τον άρπαξε από το κόκκινο λειρί του και με δύναμη τον πέταξε από τον ουρανό στην γη.
Αργά το βράδυ, γύρισε ο Ήλιος και απόρησε με την απουσία του Κόκορα. Έτσι, ρώτησε την Σελήνη κι αυτή του εξήγησε το τί είχε συμβεί. Ο Ήλιος στεναχωρέθηκε και θύμωσε κι αυτός με την σειρά του. Γύρισε και της είπε:

Καλή μου Σελήνη, μου φαίνεται ότι δεν ξέρεις ή δεν μπορείς να ζήσεις ειρηνικά με τους άλλους. Είσαι εγωίστρια. Γι’ αυτό κι εγώ θα φύγω και θα σε αφήσω μόνη σου. Εσύ θα βγαίνεις το βράδυ, ενώ εγώ την ημέρα. Όσο για τον αδερφό μας τον Κόκορα που τον έδιωξες τόσο άδικα, δεν θα σε αγαπάει, ενώ εμένα δεν πρόκειται να με ξεχάσει ποτέ. Όταν θα ξυπνάω εγώ, θα ξυπνάει κι αυτός και θα δείχνει την χαρά του. Όταν θα ξυπνάς εσύ όμως, αυτός θα φεύγει και θα κρύβεται στο σπίτι του για να μην σε δει.

Κι έτσι γίνεται από τότε. Μόλις η ημέρα ξεκινάει με την ανατολή του Ήλιου, πρώτος ο Κόκορας τον υποδέχεται στην πλάση και φωνάζει :

Κικιρίκου…Κικιρίκου…

…που στην γλώσσα των κοκόρων θα πει «κι εγώ είμαι εδώ». Ενώ, μόλις ο Ήλιος δύει και ετοιμάζεται να εμφανιστεί η Σελήνη, ο Κόκορας φεύγει και κρύβεται στο σπίτι του για να μην συναντήσει την αδέρφη του που δεν την αγαπάει πια.

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Το παραμύθι του πιο δυνατού

Αρχή του παραμυθιού, καλημέρα της αφεντιάς σας!

Κάποτε, στα παλιά τα χρόνια, ζούσε ένας γεωργός  με μια όμορφη κόρη που την φώναζαν Μαργαρίτα. Είχε και έναν βοηθό για τις δουλειες που τον έλεγαν Δημητρό.

Η κόρη μου έχει μεγαλώσει αρκετά κι έφτασε η ώρα να την παντρέψω. Ο πιο δυνατός νέος σε όλη την χώρα ταιριάζει στο πλάι της.

…είπε μια μέρα ο γεωργός.

Ο Δημητρός ήταν κρυφά ερωτευμένος με την κόρη του αφεντικού του και δίσταζε να του μιλήσει.  Φοβόταν ότι ο πατέρας της θα του το αρνιόταν. Έτσι ο γεωργός άρχισε να ψάχνει τον πιο δυνατό και στην σκέψη του ήρθε αμέσως ο βασιλιάς της χώρας. Δεν έχασε καιρό, πήρε την κόρη του και ξεκίνησαν για το παλάτι. Συνάντησαν τον βασιλιά έξω από το παλάτι, στον καταπράσινο κήπο του. Πλησιάσαν δειλά και τον ρώτησαν αν ήταν ο πιο δυνατός. Ο βασιλιάς απάντησε γελώντας:

Δεν είμαι εγώ ο πιο δυνατός.  Λάθος κάνεις κύριε μου! Κοίτα, κάθομαι στον ίσκιο για να μην με κάψει ο ήλιος. Κατά την γνώμη μου, δυνατότερος είναι ο ήλιος. Σε αυτόν ταιριάζει η όμορφη κόρη σου!

Ο γεωργός χάρηκε πολύ που βρήκε τον πιο δυνατό, ανέβηκε στην κορυφή ενός πύργου και φώναξε:

Ήλιε, παντρέψου την κόρη μου. Εσύ είσαι ο πιο δυνατός σε αυτό τον κόσμο.

Χα… χα!…

…ακούστηκε μια φωνή και ένα μάυρο σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

Εγώ είμαι πιο δυνατό από τον ήλιο!

Έχεις δίκιο. Σε σένα ανήκει η κόρη μου, γιατί κατάφερες και νίκησες τον ήλιο.

του είπε ο γεωργός.

Εεεεε,…

…ακούστηκε μια πολύ δυνατή φωνή.

…Ώστε το σύννεφο καμαρώνει για την δύναμή του, ε; Τώρα θα δει τι θα πάθει από μένα, τον δυνατό  Άνεμο!

Έτσι και έγινε! Με το φύσημά του, το σύννεφο εξαφανίστηκε και ο γεωργός έδωσε τον λόγο του στον άνεμο ότι θα του δώσει την κόρη του για γυναίκα. Η  Μαργαρίτα, όμως αγαπούσε τον Δημητρό και δίσταζε επίσης να το πει στον πατέρα της.  Άρχισε να μελαγχολεί και να κλαίει που θα παντρευόταν τον άνεμο.

Έλα κορίτσι μου να παντρευτείς τον άνεμο!

…της είπε ο πατέρας της. Στον δρόμο συνάντησαν ένα βουνό που εμπόδιζε τον άνεμο να προχωρήσει.

Χμμμ…

…του είπε το βουνό.

Γιατί σταμάτησες και δεν με σπρώχνεις; Δεν μπορείς, ε; Ε, βέβαια αφού είσαι πιο αδύναμος από μένα. Φύγε λοιπόν και άσε σε μένα το κορίτσι!

Έξοχα, βουνό!  Εσύ θα γίνεις ο γαμπρός μου!

…είπε με θαυμασμό ο γεωργός.

Κάνεις λάθος άνθρωπέ μου. Υπάρχει κάποιος που με ξεπερνά σε δύναμη και θα έρθει μια μέρα που θα με νικήσει.

…του απάντησε το περήφανο και γέρικο βουνό.

Μιλάς σοβαρά; Ποιος μπορεί να καταφέρει να σε νικήσει;

…είπε προβληματισμένος ο γεωργός.

Αν θέλεις να τον δεις, πήγαινε στην πίσω πλαγιά μου.

…του απάντησε το βουνό κι ο γεωργός πήρε την Μαργαρίτα και ξεκίνησαν να πάνε εκεί που τους συμβούλευσε το βουνό. Εκεί αντίκρισαν κάτι απρόσμενο: ο Δημητρός έσπαζε τους βράχους με έναν κασμά.

Δημητρό, μόνο εσύ μπορείς να καταφέρεις να νικήσεις τον ήλιο!

…του είπε με χαρά ο γεωργός.

Εσύ είσαι ο πιο δυνατός και γι’ αυτό εσύ θα πάρεις την κόρη μου!

Τελικά η Μαργαρίτα παντρέυτηκε μετά από λίγες μέρες τον Δημητρό.

Ψέματα ή αλήθεια έτσι λένε τα παραμύθια!

Categories: Ελληνικά παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Η Μαρούλα

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας.

Μια φορά κι έναν καιρό, όταν τα ζώα είχαν ακόμα λαλιά που την καταλάβαινε ο άνθρωπος, σε ένα μικρό χωριό ζούσε μια γυναίκα που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και κάθε μέρα παρακαλούσε το Θεό να της δώσει ένα παιδί. Ένα πρωί που στεκόταν στο παραθύρι της, γυρνάει στον ήλιο και του λέει:

– Ήλιε μου, κυρ Ήλιε μου, δώσε μου ένα παιδί και σαν γίνει δώδεκα χρονών, έλα και πάρ’ το.

Άκουσε τα παρακάλια της ο Ήλιος και της έδωσε ένα κοριτσάκι όμορφο σαν την αυγή και αυτή το ονόμασε Μαρούλα. Κι ήταν όλο χαρά που έκανε παιδί. Όσο μεγάλωνε η Μαρούλα, τόσο και ομόρφαινε. Ώσπου έγινε δώδεκα χρονών. Μια μέρα που πήγε στη βρύση για νερό, την βλέπει ο Ήλιος και μεταμορφώνεται σε ένα παλικάρι και πάει κοντά της και της λέει:

– Να πεις της μάνας σου, εκείνο που μου έταξε, πότε θα μου το δώσει;

– Ποιος είσαι εσύ;

Ζωγραφιά της φίλης μας Εύης με αφορμή το παραμύθι "Η Μαρούλα"

Ζωγραφιά της φίλης μας Εύης με αφορμή το παραμύθι «Η Μαρούλα»

…ρώτησε η Μαρούλα  και το παλικάρι της αποκρίθηκε:

– Πες εσύ της μάνας σου και εκείνη θα καταλάβει ποιος είμαι.

– Καλά, θα το πω.

…είπε η Μαρούλα και φορτώθηκε τη στάμνα της. Όταν γύρισε στο  σπίτι είπε στην μάνα της:

– Μάνα, στη βρύση που ήμουν, με βρήκε ένα παλικάρι! Τόσο όμορφο ήταν, που έλαμπε σαν τον ήλιο. Εκείνο το πρόσωπο του ήταν τόσο λαμπερό! Και μου είπε, πότε θα του δώσεις εκείνο που του έταξες; Τον ρώτησα ποιος είναι και εκείνος μου είπε πως θα καταλάβεις ποιος είναι.

Κι η μάνα της αναστέναξε και της είπε:

– Το ξέρω κορίτσι μου αυτό το παλικάρι. Μόνο να του πεις, αν σε ξαναβρεί, πως ξέχασες να μου το πεις.

Την άλλη μέρα η Μαρούλα πήγε και πάλι στην βρύση για νερό κι όταν ο  Ήλιος την είδε κατέβηκε ξανά με την μορφή του παλικαριού και της είπε:

– Είπες της μάνας σου αυτά που σου είπα τις προάλλες;

– Ξέχασα να το πω.

…του λέει αυτή. Τότε ο Ήλιος της δίνει ένα χρυσό μήλο και της λέει:

– Πάρε αυτό το μήλο και βάλτο μέσα στον κόρφο σου και το βράδυ, όταν σε ξεντύνει η μάνα σου για να κοιμηθείς, θα πέσει το μήλο και θα θυμηθείς να της το πεις.

Πηγαίνει λοιπόν, η Μαρούλα με μια χαρά στο σπίτι και λέει στη μάνα της:

– Εκείνο το παλικάρι, που μου είπε να σε ρωτήσω πότε θα του δώσεις το τάμα που του έταξες, με βρήκε πάλι και μου έδωσε αυτό το μήλο. Και μου παρήγγειλε να το βάλω στον κόρφο μου και το βράδυ, όταν με ξεντύσεις, όταν πέσει και το δω να θυμηθώ να σου το πω. 

– Όταν το βρει, ας το πάρει!

…είπε η μάνα της και έβαλε στο νου της να μην το ξαναστείλει πια το κορίτσι για νερό.

Για αρκετό καιρό δεν την έστελνε στην βρύση τη Μαρούλα, μα ύστερα ξεθάρρεψε, ξέχασε το γεγονός και την έστειλε ξανά. Σαν την είδε όμως ο Ήλιος, έγινε πάλι ένα παλικάρι και κατέβηκε και την ρώτησε, τι της είπε η μάνα της για το τάμα που του έταξε.

– Α, σαν το βρεις, είπε, ας το πάρεις.

…του λέει η Μαρούλα.

Την παίρνει τότε ο Ήλιος από το χέρι και την πάει μακριά στο παλάτι του, που ήτανε χτισμένο μπροστά από ένα ωραίο περιβόλι.

Όλη τη μέρα ο Ήλιος έλειπε κι άφηνε τη Μαρούλα στο περιβόλι να παίζει και το βράδυ γυρνούσε πίσω στο παλάτι του. Μα η καημένη η Μαρούλα, αν και είχε όλα τα καλά στο παλάτι του Ήλιου, θυμόταν τη μάνα της. Κι όλη τη μέρα καθόταν στο περιβόλι κι έκλαιγε κι έλεγε:

Ως ψύγει και μαραίνεται της μάνας μου η καρδούλα

έτσι να ψυγομαραθούν του Ήλιου τα μαρούλια!

Κόψου, δέντρο μου, κόψου! 

Και έβαζε τα χέρια της και μαδούσε τα μάγουλα της. Και μαραίνονταν τα μαρούλια κι έπεφταν κάτω τα δέντρα από το κλάμα της Μαρούλας. Ερχόταν το βράδυ ο Ήλιος κι έβλεπε τη Μαρούλα με πρησμένα τα μάτια και κομματιασμένα τα μάγουλα.

Ποιος σε έκανε έτσι, Μαρούλα μου;

– Της γειτόνισσας ο πετεινός ήρθε και πάλεψε με τον δικό μας και πήγα να τους χωρίσω και με γρατζούνισαν.

Την άλλη μέρα η Μαρούλα κάθισε στο περιβόλι κι άρχισε πάλι να κλαίει και να σκίζει τα μάγουλα της και να λέει:

Ως ψύγει και μαραίνεται της μάνας μου η καρδούλα

έτσι να ψυγομαραθούν του Ήλιου τα μαρούλια!

Κόψου, δέντρο μου, κόψου! 

Και μαραίνονταν τα μαρούλια και πέφτανε τα δέντρα κάτω. Έρχεται το βράδυ ο Ήλιος, την βλέπει πάλι με κομματιασμένα μάγουλα.

– Ποιος σε έκανε πάλι έτσι, Μαρούλα μου;

– Της γειτόνισσας ο γάτος ήρθε και πάλεψε με τον δικό μας και πήγα να τους χωρίσω και με γρατζούνισαν.

Πάει πάλι το άλλο πρωί η Μαρούλα στο περιβόλι και σαν κάθισε  θυμήθηκε τη μάνα της κι έκανε πάλι τα μάγουλα της όλο αίματα κι έκλαιγε κι έλεγε:

Ως ψύγει και μαραίνεται της μάνας μου η καρδούλα

έτσι να ψυγομαραθούν του Ήλιου τα μαρούλια!

Κόψου, δέντρο μου, κόψου! 

Μαράθηκαν λοιπόν όλα τα μαρούλια, έπεσαν κι όλα τα δέντρα κι απόμεινε το περιβόλι ξύλο – κούτσουρο. Έρχεται το βράδυ ο Ήλιος, βλέπει τη Μαρούλα όλο αίματα:

– Ποιος σε έκανε πάλι έτσι, Μαρούλα μου;

– Πέρασα από μια τριανταφυλλιά κι εκείνη με έσκισε με τα αγκάθια της.

Το άλλο πρωί όμως  ο Ήλιος, σαν βγήκε έξω, συλλογίστηκε: Δεν πάω να δω τι κάνει η Μαρούλα στο περιβόλι; Γυρίζει λοιπόν πίσω και τι να δει; Τη Μαρούλα να κλαίει και να ξεσκίζει τα μάγουλα της. Πάει κοντά της και της λέει:

– Γιατί κλαις Μαρούλα μου; Μπας και στεναχωριέσαι εδώ πέρα;

– Όχι, δε στεναχωριέμαι.

– Τότε γιατί κλαις; Μπας και θέλεις να πας πίσω στη μάνα σου;

– Ναι, θέλω να πάω στη μάνα μου!

…λέει η Μαρούλα.

– Ε, αφού θέλεις να πας στη μάνα σου, εγώ θα σε στείλω.

…της λέει ο Ήλιος.

Την πήρε λοιπόν από το χέρι και την πήγε στην άκρη του περιβολιού κι εκεί άρχισε να φωνάζει:

Λιονταράκια, λιονταράκια!

Κι ήρθαν τα λιονταράκια.

– Τι θέλεις αφέντη;

– Την πάτε την Μαρούλα σπίτι της;

– Την πάμε.

– Και τι θα τρώτε στο δρόμο, άμα πεινάσετε και τι θα πίνετε, άμα διψάσετε;

– Θα τρώμε από το κρέας της και θα πίνουμε από το αίμα της.

– Φύγετε γρήγορα, δε μου κάνετε!

…τους είπε ο Ήλιος κι ύστερα ξαναφώναξε:

– Αλεπουδάκια, αλεπουδάκια!

Κι ήρθαν οι αλεπούδες.

– Τι θέλεις αφέντη;

– Την πάτε την Μαρούλα σπίτι της;

– Την πάμε.

– Και τι θα τρώτε στο δρόμο, άμα πεινάσετε και τι θα πίνετε, άμα διψάσετε;

– Θα τρώμε από το κρέας της και θα πίνουμε από το αίμα της.

– Φύγετε γρήγορα, δε μου κάνετε!

…τους είπε ο Ήλιος κι ύστερα ξαναφώναξε:

Ελαφάκια, ελαφάκια!

Κι ήρθαν τα ελαφάκια τρέχοντας.

– Την πάτε την Μαρούλα σπίτι της;

– Την πάμε.

– Και τι θα τρώτε στο δρόμο, άμα πεινάσετε και τι θα πίνετε, άμα διψάσετε;

– Δροσερό, δροσερό χορταράκι και καθαρό, καθαρό νεράκι.

– Να έχετε την ευχή μου.

…τους λέει ο Ήλιος κι ανεβάζει τη Μαρούλα στα κέρατα ενός ελαφιού, τη στολίζει με φλουριά και τη στέλνει στη μάνα της.

Πήγε, πήγε το ελάφι, μα κάποια στιγμή πείνασε. Βρίσκει ένα κυπαρίσσι και λέει:

– Σκύψε κυπαρίσσι, να βάλω πάνω τη Μαρούλα!

Έσκυψε το κυπαρίσσι κι έβαλε τη Μαρούλα.

– Εγώ, θα πάω λιγάκι να βοσκήσω κι ύστερα θα ρθω να σε πάρω. Μα να μη φωνάξεις παρά μόνο αν τύχει και με χρειαστείς, για να μπορέσω να βοσκήσω.

…της είπε το ελάφι.

Καλά, πήγαινε.

…απάντησε η Μαρούλα.

Κάτω από το κυπαρίσσι ήταν ένα πηγάδι κι εκεί κοντά καθόταν μια λάμια με τρεις θυγατέρες κι έστειλε τη μια της θυγατέρα να της φέρει νερό από το πηγάδι. Εκείνη λοιπόν, μόλις έσκυψε να ρίξει τον κουβά στο πηγάδι, είδε το πρόσωπο της Μαρούλας, που καθρεφτιζόταν μέσα στο νερό και θάρρεψε πως ήταν το δικό της. Πετάει τον κουβά της και πάει σπίτι της χορεύοντας.

– Έφερες νερό;

…τη ρωτάει η μάνα της.

– Τέτοια κόρη που ‘ μαι εγώ, και με στέλνεις για νερό;

Η μάνα της απόμεινε. Στέλνει τη δεύτερη κόρη στο πηγάδι, μα κι αυτή μόλις είδε το πρόσωπο της Μαρούλας στο νερό, το πέρασε για δικό της. Δίνει κι αυτή ένα πέταμα του κουβά και πάει τρέχοντας στη μάνα της.

– Τέτοια κόρη που ‘ μαι εγώ, και με στέλνεις για νερό;

Στέλνει ύστερα την τρίτη κόρη της στο πηγάδι, μα κι αυτή τα ίδια. Κινάει τότε η μάνα τους να πάει η ίδια στο πηγάδι. Σκύβει, κοιτάει στο νερό, βλέπει το πρόσωπο της Μαρούλας. Κοιτάει επάνω, βλέπει και την ίδια και ξέσπασε σε γέλια.

– Εσύ ήσουν που έβλεπαν στο νερό οι κόρες μου και μου ήρθαν ξετρελαμένες και για χατίρι σου άφησα κι εγώ το ζύμωμα μου σύξυλο! Κατέβα κάτω να σε φάω!

– Πήγαινε πρώτα να ζυμώσεις κι ύστερα έρχεσαι και με τρως.

…της λέει η Μαρούλα. Τρέχει η λάμια στο σπίτι της, ζυμώνει γρήγορα γρήγορα κι ύστερα έρχεται τρέχοντας ξανά στη Μαρούλα.

– Ζύμωσα, κατέβα τώρα κάτω να σε φάω.

– Πήγαινε να πλάσεις πρώτα τα ψωμιά σου κι ύστερα έρχεσαι.

Τρέχει εκείνη, πλάθει τα ψωμιά και γυρίζει ξανά τρέχοντας.

– Τα έπλασα, κατέβα τώρα να σε φάω.

– Πήγαινε πρώτα να ζεστάνεις το φούρνο κι ύστερα έρχεσαι και με τρως.

Πάει η λάμια, ζεσταίνει το φούρνο και γυρίζει πίσω.

– Τον ζέστανα, κατέβα να σε φάω.

– Φούρνισε πρώτα τα ψωμιά, μη σου κρυώσει ο φούρνος κι έρχεσαι ύστερα και με τρως.

Φεύγει η λάμια να πάει να φουρνίσει κι η Μαρούλα τότε βάζει μια φωνή:

– Ελαφάκι, ελαφάκι!

Άκουσε το ελαφάκι κι ήρθε τρέχοντας.

– Γρήγορα, ήρθε η λάμια να με φάει!

… του λέει η Μαρούλα και τότε λέει το ελαφάκι στο κυπαρίσσι:

– Χαμήλωσε κυπαρίσσι, να πάρω τη Μαρούλα!

Χαμήλωσε το δέντρο και πήρε τη Μαρούλα κι άρχισε να τρέχει. Στο δρόμο που πήγαινε, ανταμώνει ένα ποντικάκι και του λέει:

Ποντικάκι, αν σε ανταμώσει η λάμια και σε ρωτήσει αν μας είδες, να της λες λόγια λόγια, να την χασομερήσεις για να μη μας φτάσει.

Μετά από λίγο, περνάει η λάμια και του λέει:

– Ε, ποντικάκι, μήπως είδες μια κόρη με ένα ελαφάκι;

Της λέει το ποντικάκι:

– Εδώ βρήκα μια τουλούπα μαλλί.

Του λέει η λάμια:

– Άλλα σου λέω κι άλλα μου λες. Μήπως είδες μια κόρη με ένα ελαφάκι;

– Όσο να το ξάνω!

…λέει το ποντικάκι.

– Άλλα σου λέω κι άλλα μου λες. Μήπως είδες μια κόρη με ένα ελαφάκι;

– Όσο να το κλώσω!

…λέει το ποντικάκι.

– Άλλα σου λέω κι άλλα μου λες. Μήπως είδες μια κόρη με ένα ελαφάκι;

– Όσο να το υφάνω!

– Άλλα σου λέω κι άλλα μου λες. Δεν είδες μια κόρη με ένα ελαφάκι;

– Την είδα, τρέχα να την φτάσεις.

…λέει το ποντικάκι. Εκεί που έτρεχε το ελαφάκι και κόντευε να φτάσει στο σπίτι της μάνας της, την ένιωσε ο σκύλος τη Μαρούλα κι άρχισε να φωνάζει:

– Γαβ, γαβ! Να η Μαρούλα κι έρχεται! 

Κι η μάνα της είπε:

– Ουστ, παλιόσκυλο! Θέλεις να με κάνεις να πλαντάξω από το κακό μου;

Ύστερα την ένιωσε ο γάτος πάνω στα κεραμίδια και φώναξε:

– Μιάου, μιάου! Να η Μαρούλα κι έρχεται! 

Κι η μάνα της είπε:

– Ψιτ, παλιόγατα! Θέλεις να με κάνεις να πλαντάξω από το κακό μου;

Τότε την ένιωσε ο πετεινός και φώναξε:

– Κικιρίκου, κικιρίκου!Να η Μαρούλα κι έρχεται! 

Κι η μάνα της είπε:

Ξιού, παλιοπετεινέ! Θέλεις να με κάνεις να πλαντάξω από το κακό μου;

Όσο όμως κοντοζύγωνε το ελαφάκι στο σπίτι, τόσο κοντοζύγωνε κι η λάμια. Κι όταν έκανε το ελαφάκι να χωθεί μέσα στο σπίτι, προλαβαίνει η λάμια κι αρπάζει την ουρά του.

– Ωχ, η ουρίτσα μου, η ουρίτσα μου!

…φώναξε το ελαφάκι.

Σαν μπήκε μέσα στο σπίτι, σηκώθηκε η μάνα της Μαρούλας και το καλωσόρισε:

– Καλώς το! Αφού μου έφερες τη Μαρούλα μου, εγώ θα σου βάλω την ουρίτσα σου.

Και πήρε βαμβάκι και του έβαλε την ουρά του. Κι από τότε έζησε με το κοριτσάκι της καλά κι εμείς καλύτερα.

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λένε τα παραμύθια!

Categories: Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Γιατί ο Ηλιος και η Σελήνη ζουν στον ουρανό

(Ακούστε το παραμύθι στο τέλος της σελίδας)

 Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ο Ήλιος και το Νερό ήταν καλοί φίλοι και κατοικούσαν στη γη. Ο Ήλιος περνούσε πολύ συχνά από το σπίτι του Νερού, αλλά το Νερό ποτέ δεν επισκεπτόταν τον Ήλιο. Μια μέρα, λέει ο Ήλιος στο Νερό:

– Καλέ μου φίλε, έχω ένα παράπονο. Γιατί ποτέ δεν περνάς από το σπίτι μου να μου πεις μια καλημέρα;

– Α, φίλε μου, το σπίτι σου είναι πολύ μικρό. Αν έρθω να σε επισκεφτώ με τη συνοδεία μου, εσύ πρέπει να βγεις απ’ το παράθυρο, για να χωρέσουμε. Αν θέλεις να σε επισκεφθώ, πρέπει να χτίσεις ένα λαμπρό παλάτι. Σε προειδοποιώ όμως, να είναι πελώριο, γιατί η συνοδεία μου είναι πραγματικά πολύ μεγάλη.

…του απάντησε το Νερό.

Ο Ήλιος υποσχέθηκε να χτίσει ένα πελώριο παλάτι, κι αμέσως γύρισε σπίτι του στη γυναίκα του τη Σελήνη.

– Πρέπει να χτίσουμε ένα τεράστιο παλάτι για τον φίλο μας το Νερό. Δεν μπορούμε να τον δεχτούμε εδώ μέσα. Εμπρός, ας αρχίσουμε το χτίσιμο.

…είπε ο Ήλιος στη Σελήνη.

Πέρασε καιρός ώσπου να τελειώσουν κι όταν πια είχε μπει και το τελευταίο κεραμίδι, όταν είχε φυτευτεί και το τελευταίο λουλούδι, ο Ήλιος κάλεσε και πάλι το Νερό να έρθει να τον επισκεφτεί. Οταν έφτασε στην πόρτα, το Νερό φώναξε στον Ήλιο:

– Ήλιε φίλε μου, είσαι σίγουρος ότι μπορώ να μπω;

…κι εκείνος απάντησε:

– Μα ναι, φίλε μου! Έχτισα για σένα ένα πελώριο παλάτι. Πέρασε μέσα!

Και τότε το Νερό άρχισε να ρέει μέσα στο παλάτι, και το συνόδευαν τα ψάρια κι όλα τα πλάσματα της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών. Ανέβαινε το Νερό κι έφτασε τον Ήλιο ως το γόνατο. Τότε, τον ξαναρώτησε:

– Ήλιε φίλε μου, είσαι σίγουρος ότι μπορώ να μπω;

– Ναι, φίλε μου.

…απάντησε ξανά ο Ηλιος και το Νερό συνέχισε να ρέει μέσα στο παλάτι.

Όταν πια είχε φτάσει τον Ήλιο ως τον ώμο, το Νερό ξαναρώτησε:

– Ήλιε φίλε μου, χωράει κι άλλους δικούς μου το παλάτι σου;

Ο Ήλιος και η Σελήνη, μη θέλοντας να δυσαρεστήσουν τον καλεσμένο τους, απάντησαν και πάλι «Ναι». Και τότε το Νερό πλημμύρισε το παλάτι, αναγκάζοντας τον Ήλιο και τη Σελήνη να σκαρφαλώσουν στη στέγη για να μην πνιγούν.

Για τελευταία φορά, ρώτησε το Νερό:

– Ήλιε φίλε μου, μήπως πρέπει να σταματήσουν να έρχονται οι δικοί μου;

Όμως ο Ήλιος και η Σελήνη δεν μπορούσαν πια να απαντήσουν. Το Νερό είχε πλημμυρίσει τα πάντα και το ζευγάρι είχε εγκαταλείψει τη στέγη και είχε γαντζωθεί από ένα σύννεφο για να γλιτώσει. Κι έτσι ποτέ ξανά δεν κατέβηκαν στη Γη ο Ήλιος και η Σελήνη και μέχρι σήμερα ζουν ευτυχισμένοι -και στεγνοί- ψηλά στον ουρανό.

Το παραμύθι «Γιατί ο ήλιος και η σελήνη ζούνε στον ουρανό» είναι από την Νηγηρία

 

Ακούστε το παραμύθι…

Το παραμύθι «Γιατί ο ήλιος κι η σελήνη ζουν στον ουρανό» αφηγούνται η Άννα Γιουρούκη και ο Συμεών Σισμανίδης. Η Άννα Γιουρούκη είναι κοινωνική λειτουργός ενώ ο Συμεών Σισμανίδης γυμναστής ειδικής αγωγής. Ανταποκρίθηκαν στην πρόταση-πρόσκληση της Ομάδας μας προς όσους ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στην δράση της ηχητικής ψηφιοποίησης των παραμυθιών. Έτσι, τον Μάρτιο του 2018, ηχογράφησαν μόνοι τους το παραμύθι και τους ευχαριστούμε για την συμμετοχή τους.

 

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: