Ξένα παραμύθια

Τι φάρσα έκανε στη βασίλισσα ο κατεργάρης Φερατσάνο!

– Λαϊκό παραμύθι της Ιταλίας – Απόδοση: Χρήστος Π. Τσίρκας – 

(Για να ακούσετε το παραμύθι, μεταβείτε στο κάτω μέρος της σελίδας)

Πίνακας του γάλλου ζωγράφου Adolphe Alexandre Lesrel (1839-1929)

Φερατσάνο! Αυτό είναι το όνομα του θαλαμηπόλου του βασιλιά μιας μικρής πολιτείας κάπου στην νότια Ιταλία. Ο Φερατσάνο ήταν μεγάλος πλακατζής και ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να κοροϊδέψει κάποιον με μοναδικό σκοπό να γελάσει. Προσέξτε λοιπόν να δείτε, τί έκανε στην βασίλισσα…

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό η βασίλισσα συνάντησε στους διαδρόμους του παλατιού τον Φερατσάνο. Αφού καλημερίστηκαν του είπε:

Καλέ μου Φερατσάνο, έμαθα πως η γυναίκα σου είναι πολύ χαριτωμένη και έξυπνη. Γιατί μέχρι τώρα δεν μας την έχεις συστήσει;

Ο Φερατσάνο ετοιμάστηκε να απαντήσει λογικά στο ερώτημα της βασίλισσάς του, αλλά το δαιμόνιο μπήκε μέσα του και τον προκάλεσε για άλλη μια φάρσα. Έτσι, της απάντησε:

Μεγαλιότατη. Έχετε δίκιο. Η γυναίκα μου είναι ό,τι είπατε κι ακόμα περισσότερο. Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να την γνωρίσετε μα φοβάμαι ένα της κουσούρι. Είναι σχεδόν κουφή και θα πρέπει να φωνάζετε πολύ δυνατά για να σας ακούσει.

Η βασίλισσα στεναχωρέθηκε για το πρόβλημα της γυναίκας του Φερατσάνου, αλλά παρόλα αυτά ζήτησε να κανονιστεί μια συνάντηση μεταξύ των δύο γυναικών για να γνωριστούνε.

Ο Φερατσάνο, το μεσημέρι που πήγε σπίτι του, δεν έχασε καιρό. Έπιασε την γυναίκα του -η οποία δεν ήταν καθόλου κουφή- και της είπε:

Γυναίκα, είσαι πολύ τυχερή. Η βασίλισσά μας ζήτησε να σε γνωρίσει. Αύριο θα έρθεις μαζί μου στο παλάτι για να την δεις. Πρέπει να ξέρεις όμως ότι είναι σχεδόν κουφή και θα πρέπει να φωνάζεις πολύ δυνατά για να σε ακούσει.

Η γυναίκα του Φερατσάνο χάρηκε για την πρόσκληση αν και στεναχωρέθηκε για το πρόβλημα της βασίλισσας. Έτσι το άλλο πρωί ξεκίνησαν μαζί για το παλάτι.

Σε λίγο, βρισκόντουσαν στα ιδιαίτερα δωμάτια της βασίλισσας η οποία με το που αντίκρισε την γυναίκα του Φερατσάνο φώναξε πολύ δυνατά προς αυτήν:

ΚΑΛΗΜΕΡΑ. ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΛΥ ΠΟΥ ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ!!!

Η γυναίκα του Φερατσάνο τρόμαξε προς στιγμή, μα σκέφτηκε ότι η κακομοίρα φωνάζει τόσο δυνατά επειδή η ίδια της δεν ακούει. Το ίδιο δυνατά απάντησε κι αυτή με τη σειρά της:

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΣΕ ΕΣΑΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΑΤΗ. Η ΧΑΡΑ ΚΙ Η ΤΙΜΗ ΕΙΝΑΙ ΟΛΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΑΣ!

Τώρα τρόμαξε κι η βασίλισσα αλλά σκέφτηκε ακριβώς το ίδιο πράγμα με την γυναίκα του Φερατσάνο. Έτσι, συνέχισαν την συνομιλία τους στην ίδια ένταση για αρκετή ώρα ενώ ο πλακατζής θαλαμηπόλος που βρισκότανε ακριβώς έξω από το δωμάτιο και τις άκουγε, είχε λυθεί στα γέλια.

Τις φωνές των δύο γυναικών που ακούγονταν σχεδόν σε όλο το παλάτι, άκουσε κι ο βασιλιάς κι έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο της βασίλισσας για να δει τί συμβαίνει.

Μα γιατί φωνάζετε έτσι;

Φωνάζω γιατί η γυναίκα του Φερατσάνο είναι κουφή η καημένη και δεν ακούει διαφορετικά.

Απάντησε η βασίλισσα στον άντρα της με κανονική φωνή πλέον. Η γυναίκα του Φερατσάνο τα έχασε μόλις άκουσε την βασίλισσα να την αποκαλεί κουφή και απάντησε σε κανονική ένταση κι αυτή:

Μα δεν είμαι κουφή. Εσείς είστε κουφή βασίλισσά μου.

Τότε όλοι καταλάβανε πως ήταν άλλη μια φάρσα του Φερατσάνου. Ο βασιλιάς έσκασε στα γέλια, όχι όμως κι η βασίλισσα που θεώρησε ότι την κορόιδεψε και ζήτησε από τον άντρα της να τιμωρήσει τον αγενή θαλαμηπόλο του. Ο βασιλιάς δεν ήθελε αλλά δεν μπορούσε να το αποφύγει. Έγραψε λοιπόν ένα γράμμα προς τον αρχιφύλακα της πόλης το οποίο έλεγε:

«Ο άντρας που θα σου παραδώσει αυτό το γράμμα να τιμωρηθεί με εκατό βουρδουλιές στην πλάτη».

Το δίπλωσε και το έβαλε σε φάκελο και το έκλεισε με βουλοκέρι και την επίσημη σφραγίδα του από το δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλο του δεξιού του χεριού. Το έδωσε στον Φερατσάνο και του ζήτησε να το πάει στον αρχιφύλακα της πόλης. Ο Φερατσάνο που ήταν και παμπόνηρος, κατάλαβε ότι θα έχει άσχημη εξέλιξη και είπε στον βασιλιά:

Δεν μπορώ να το πάω αυτό το γράμμα μεγαλιότατε…

Και γιατί δεν μπορείς να το πας Φερατσάνο;

Γιατί μυρίζομαι ότι κακό τέλος θα έχω!

Ο βασιλιάς γέλασε μα η βασίλισσα που θέλησε να είναι σίγουρη ότι ο Φερατσάνο θα πάει και θα παραδώσει το γράμμα στον αρχιφύλακα, φώναξε έναν δικό της θαλαμηπόλο να τον συνοδεύσει.

Οι δύο θαλαμηπόλοι πήραν το δρόμο για το φυλάκιο και σε κάποια στιγμή ο θαλαμηπόλος της βασίλισσας ρώτησε τον Φερατσάνο:

Μα γιατί πάμε στο φυλάκιο;

Ο Φερατσάνο δεν έχασε την ευκαιρία και του απάντησε:

Ο Βασιλιάς ζητάει από τον αρχιφύλακα να παραδώσει μια γερή αμοιβή σε αυτόν που θα του δώσει αυτό το γράμμα!

Είπε και του έδειξε το γράμμα που είχε στον κόρφο του με την βασιλική σφραγίδα. Ο θαλαμηπόλος της βασίλισσας εντυπωσιασμένος αλλά και δυσαρεστημένος του απάντησε:

Μα τί ατυχία είναι αυτή; Εμένα ποτέ δεν μου τυχαίνει κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν με έχουν προσφέρει μια ανταμοιβή και τους υπηρετώ πιστά από πολύ μικρός!

Τώρα ήταν η ώρα που Φερατσάνο έπρεπε να «χτυπήσει» και το έκανε…

Μην στεναχωριέσαι καλέ μου φίλε. Για να δεις πόσο καλός είμαι, σου προσφέρω εγώ αυτό το γράμμα αν μου δώσεις μια χρυσή λίρα!

Ο θαλαμηπόλος της βασίλισσας σταμάτησε απότομα και τον κοίταξε με θαυμασμό…

Θα το κάνεις αυτό για μένα;

Χωρίς να αφήσει τον Φερατσάνο να μιλήσει, έβγαλε από το πουγκί του μια χρυσή λίρα και του την έδωσε. Ο Φερατσάνο γύρισε χαρούμενος και σφυρίζοντας στο παλάτι, αφήνωντας τον άλλο θαλαμηπόλο να συνεχίσει μόνος του τον δρόμο για το φυλάκιο.

Στο παλάτι ο βασιλιάς και η βασίλισσα, τα έχασαν όταν είδαν τον Φερατσάνο να μπαίνει στην αίθουσα χαρούμενος και σκάσανε στα γέλια -ακόμα και η βασίλισσα- όταν τους διηγήθηκε το τί είχε συμβεί!

Η βασίλισσα τον συγχώρεσε τελικά για την εξυπνάδα και το χιούμορ του, όχι όμως και ο θαλαμηπόλος της ο οποίος γύρισε στο παλάτι με αβάσταχτους πόνους από τις βουρδουλιές στην πλάτη!

 

Ακούστε το παραμύθι…

Το παραμύθι αφηγείται η Καλλιόπη Σωτηρέλη. Η Καλλιόπη Σωτηρέλη είναι καθηγήτρια αγγλικών στο 7ο Γυμνάσιο Καβάλας. Ανταποκρίθηκε στην πρόταση-πρόσκληση της Ομάδας μας προς όσους ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στην δράση της ηχητικής ψηφιοποίησης των παραμυθιών. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2018, ηχογράφησε και οπτικοποίησε μόνη της το παραμύθι  «Τι φάρσα έκανε στη βασίλισσα ο κατεργάρης Φερατσάνο!» και την ευχαριστούμε για την συμμετοχή της.

 

 

Πηγή: «Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο» σε επιμέλεια Gianni Rodari των εκδόσεων GUTENBERG

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Πως ήρθε στον κόσμο το καλαμπόκι

– Μύθος της ινδιάνικης παράδοσης – Απόδοση: Αρετή Τσιφλίδου –

Πριν πολλά πολλά χρόνια, πριν ακόμη ο Κολόμβος ανακαλύψει την Αμερική, ζούσε ένας νεαρός Ινδιάνος, ο Βούντς, στις απέραντες πολιτείες της Δύσης. Ο Βουντς ήθελε να κάνει κάτι καλό για το λαό του, μα ήταν πολύ νέος και δεν ήξερε τι ακριβώς.
Όταν έφτασε ο καιρός που θα γινόταν άντρας και έπρεπε να περάσει από μια δοκιμασία, όπως κάθε αγόρι της φυλής του, ο πατέρας του έφτιαξε μια μικρή καλαμένια καλύβα μέσα στο δάσος, όπου ο Βουντς θα περνούσε ένα μήνα ολομόναχος, νηστεύοντας και μη μιλώντας σε ανθρώπινη ψυχή. Το αγόρι, ήθελε πολύ να το κάνει γιατί πίστευε ότι έτσι θα του φανερωνόταν το Μεγάλο Πνεύμα και θα του έδειχνε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.
Χαιρέτησε τους δικούς του και αποτραβήχτηκε στην μοναχική καλύβα, αρχίζοντας τη νηστεία και την περισυλλογή. Την πρώτη μέρα την πέρασε περπατώντας ολομόναχος στο δάσος παρατηρώντας τα λουλούδια και τα φυτά που έβρισκε στο δρόμο του. Μελέτησε πώς μεγάλωναν τα φύλλα και τα άγρια μούρα, έμαθε ποια τρώγονται και ποια είναι φαρμακερά, ποια γιατρεύουν τις πληγές και τις αρρώστιες. Έπειτα γύρισε στην καλύβα του για να μελετήσει αυτό το θαύμα της φύσης. Για να είναι πιο καθαρό το μυαλό του και να σκεφτεί καλύτερα δεν έβαλε καμιά τροφή στο στόμα του. Ευχαρίστησε το Μεγάλο Πνεύμα, το Δημιουργό της Ζωής και μελέτησε βαθιά το μυστήριο της ζωής και του θανάτου και τον αγώνα που κάνουν όλα τα ζωντανά πλάσματα, τα ζώα καθώς και ο άνθρωπος.

Πέρασε έτσι μια ολόκληρη εβδομάδα με περισυλλογή και απόλυτη νηστεία. Ένιωθε αδύναμος και εξαντλημένος και αισθανόταν ότι το μυαλό του δε δούλευε καθαρά. Ένα βράδυ εκεί που ξάπλωνε είδε μπροστά του ένα όμορφο παλικάρι που έμοιαζε σα να κατέβαινε σιγά σιγά από τον ουρανό στην καλύβα του. Ήταν ντυμένο με πλούσια ρούχα που είχαν το τρυφερό πράσινο και κιτρινωπό χρώμα που έχουν την Άνοιξη όλα τα πρωτόβγαλτα βλαστάρια.
Ο ξένος από τον ουρανό του είπε:

Το Μεγάλο Πνεύμα μ’ έστειλε σε σένα γιατί είδε την καλοσύνη σου και την μεγάλη σου επιθυμία να κάνεις κάτι καλό για το λαό σου. Μ’ έστειλε για να σου δείξω πώς θα τον βοηθήσεις.

Ο Βοουντς χάρηκε τόσο πολύ, μα δεν είχε δύναμη να σηκωθεί από το στρώμα του.

Το Μεγάλο Πνεύμα είναι ευχαριστημένο που δεν σπαταλάς τη δύναμη σου στον πόλεμο και δε ζηλεύεις τους πολεμιστές αλλά ψαρεύεις και κυνηγάς για να θρέψεις το λαό σου. Υπάρχει όμως ένας καλύτερος τρόπος για να τον βοηθήσεις αλλά είναι λίγο πιο αργός. Άκουσε προσεκτικά αυτά που θα σου πω και το μυστικό για να θρέψεις τα πεινασμένα αδέλφια σου, θα γίνει δικό σου.

Ο Βουντς με δυσκολία παρακολουθούσε τα λόγια του ξένου. Η καρδιά του όμως πλημμύρισε με ελπίδα και ένιωθε το αίμα του να κυλάει γεμάτο δύναμη στις φλέβες του.

Άκουσε λοιπόν: το κορμί μου αυτό που νομίζεις ότι βλέπεις μπροστά σου είναι μια οπτασία! Η φωνή αυτή που νομίζεις ότι ακούς, δεν είναι παρά ένα όνειρο. Αυτά θα σβήσουν, θα χαθούν και θα ξαναπάνε στον ουρανό. Τα μεταξωτά πράσινα και κίτρινα ρούχα όμως που φοράω είναι αληθινά και χειροπιαστά. Είναι από ρίζες και από σπόρους. Από ζωντανό χυμό και φύλλα που το Μεγάλο Πνεύμα έχει φυσήξει μέσα τους το μυστικό της ζωής. Μόλις χαθώ, πάρε όλα τα πράσινα και τα κίτρινα κομμάτια και θάψε τα ευλαβικά στο χώμα. Προσοχή όμως! Πρώτα να καθαρίσεις τις πέτρες, τα ξερόκλαδα και κάθε σκουπίδι, έτσι ώστε η γη να είναι καθαρή και να τη βλέπει ελεύθερα ο ήλιος και να την ποτίζει η βροχή. Αφού τα σκεπάσεις, να έρχεσαι συχνά σ’ αυτό τον τάφο όπου θα έχεις θάψει τα ρούχα μου. Περίμενε υπομονετικά ώσπου θα δεις να ζωντανεύουν. Μην αφήσεις να φυτρώσουν αγριάδες και τσουκνίδες και με τον καιρό θα ανακαλύψεις αυτό που τόσο γύρευες. Κάτι που θα σε βοηθήσει να σώσεις το λαό σου από την πείνα.

Μ’ αυτά τα λόγια ο ξένος εξαφανίστηκε στον ουρανό. Είχε απομείνει όμως ο σωρός από πράσινες και κίτρινες μεταξωτές κλωστές.

Ο Βουντς σηκώθηκε με καινούρια δύναμη από το στρώμα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Άγγιξε τα ρούχα του ξένου και του φάνηκε σα να έκαιγαν. Με σεβασμό άνοιξε ένα λάκκο. Με πίστη και ελπίδα καθάρισε την ανοιξιάτικη γη από κάθε ρίζα, κάθε πετραδάκι και ξερόκλαδο και σπόρο κι ύστερα τρυφερά όπως μια μητέρα βάζει το μωρό της στην κούνια του, άπλωσε μέσα στον λάκκο τις κίτρινες και πράσινες κλωστές και τις σκέπασε με προσοχή. Επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα του και για πολύ καιρό δεν έλεγε τίποτε για την παράξενη οπτασία. Κάθε μέρα πήγαινε στον τάφο και τον περιποιόταν. Χαιρόταν που ο ήλιος και η βροχή κρατούσαν τη γη μαλακή, υγρή και γόνιμη.

Μετά από καιρό, μια καλοκαιρινή μέρα, είδε να ξεπροβάλλουν μέσα από το χώμα καταπράσινα βλασταράκια. Ήταν τόσο τρυφερά που έμοιαζαν με φτερό. Γεμάτος ανυπομονησία περίμενε την επόμενη μέρα να ξαναπάει για να δει πόσο θα μεγάλωναν. Στο τέλος του καλοκαιριού, παρακάλεσε μια μέρα τον πατέρα του να πάει μαζί του. Πήγε το γέρο στο λιβάδι όπου είχε σκάψει τον τάφο κι είχε θάψει τα ρούχα του ουράνιου ξένου. Το λιβάδι ήταν γεμάτο από σειρές ολόκληρες ψηλά, καταπράσινα φυτά, μ’ ολόισιους ψηλούς κορμούς, με χρυσές φούντες που έπεφταν με χάρη. Κάθε φυτό ήταν στολισμένο με μακρουλά πράσινα φύλλα και μέσα από τα φύλλα ξεχώριζαν σφιχτά τσαμπιά από πορτοκαλί καλαμπόκι και κάθε κόκκος τους ήταν γεμάτος με γλυκό και νόστιμο χυμό.

Αυτό είναι το δώρο του φίλου μου! Το Μεγάλο Πνεύμα μου φανέρωσε το μυστικό, πώς να θρέψω το λαό μου δίχως να σκοτώνω! Από δω και πέρα το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να φροντίζουμε το χώμα, που θα μας χαρίζει τους καρπούς του κάθε χρόνο.

Ο πατέρας δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του! Έπεσε στα γόνατα με το γιο του και ευχαρίστησαν και οι δύο το Μεγάλο Πνεύμα που είχε στείλει αυτήν την ανταμοιβή για την πίστη και την αφοσίωση του νεαρού αγοριού και την ακλόνητη επιθυμία του να βοηθήσει το λαό του. Κι έτσι λέει η παλιά ινδιάνική παράδοση ότι ήρθε στον κόσμο το καλαμπόκι!

Categories: Μύθοι, Ξένα παραμύθια | Ετικέτες: ,, | 1 σχόλιο

Το μουλάρι που μιλούσε

Μύθευμα από την Αμερική και συγκεκριμένα από τη Νότια Καρολίνα – (Πηγή: «Παραμύθια από την άγρια δύση» των εκδόσεων «Απόπειρα») –

Ένας αγρότης είχε μια φάρμα λίγο έξω από το χωριό του κάπου στη Νότια Καρολίνα. Είχε ένα μουλάρι που το φόρτωνε κι έκανε όλες τις δουλειές. Ο αγρότης όμως ήταν θρήσκος άνθρωπος και την Κυριακή δεν δούλευε. Έμενε με την οικογένειά του και τιμούσαν τον Θεό για τα αγαθά που τους πρόσφερε. Μια Κυριακή όμως χρειάστηκε να πάει σε μια κηδεία κι ο αγρότης ζήτησε από τον γιο του να πάει να σελώσει το μουλάρι.

Το μουλάρι με το που είδε τον γιο να πιάνει το σαμάρι, γύρισε και του είπε:

Τί, θα δουλέψω κυριακάτικα;

Ο γιος του αγρότη τρόμαξε μόλις άκουσε το μουλάρι να μιλάει, πέταξε το σαμάρι καταγής και έτρεξε στον πατέρα του.

Μπαμπά, δεν θα το πιστέψεις, αλλά το μουλάρι μου μίλησε!

Ο αγρότης θύμωσε με τον γιο του γιατί θεώρησε ότι βαριότανε να τον βοηθήσει και τον έστειλε στο δωμάτιο του. Έπειτα, πήγε ο ίδιος να σελώσει το μουλάρι το οποίο μόλις τον είδε του είπε:

Το φαγητό μου; Που είναι το φαγητό μου;

Ο αγρότης τα έχασε. Τρόμαξε και πέταξε κι αυτός το σαμάρι καταγής.

Μπα σε καλό μου! Πρώτη φορά ακούω μουλάρι να μιλάει…

είπε με τρεμάμενη φωνή κι ο σκύλος που βρισκότανε από πίσω του, του απάντησε…

Κι εγώ το ίδιο…δεν έχω ακούσει ξανά μουλάρι!

Ο αγρότης τα έχασε και έτρεξε στην κουζίνα που βρισκότανε η γυναίκα του.

Γυναίκα, δεν θα το πιστέψεις αλλά πριν λίγο μου μίλησε το μουλάρι.

Τί; Μα πως είναι δυνατόν;

Κι όταν απόρησα λέγοντας «Μπα σε καλό μου! Πρώτη φορά ακούω μουλάρι να μιλάει», άκουσα τον σκύλο να μου λέει «Κι εγώ το ίδιο…δεν έχω ακούσει ξανά μουλάρι!»

Αυτό είναι πρωτάκουστο!

Απάντησε η γυναίκα του μα τότε ακούστηκε η γάτα που καθότανε ήρεμη δίπλα στην πόρτα…

Μα καλά, γιατί είναι πρωτάκουστο; Πρωτή φορά ακούτε σκύλο να μιλάει;

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,, | Σχολιάστε

Το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα στον κόσμο!

Λαϊκό παραμύθι από την Κούβα – Απόδοση: Χρήστος Π. Τσίρκας – Πηγή: «Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο» –

Ομπάταλος. Αυτό ήταν το όνομα του μεγάλου Δεσπότη του κόσμου. Ο Ομπάταλος είχε γεράσει και δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του. Σκεφτότανε λοιπόν να παραχωρήσει την διακυβέρνηση σε κάποιον άλλον. Το πρώτο πρόσωπο που του ήρθε στο μυαλό του, ήταν το δεξί του χέρι όλα αυτά τα χρόνια. Ο πιστός του Ορούλας. Μα ο Ορούλας ήταν αρκετά νέος κι ο Ομπάταλος προβληματιζότανε μήπως και δεν ήταν έτοιμος για μια τόσο μεγάλη ευθύνη. Έτσι, σκέφτηκε να δοκιμάσει την σοφία του.

Ένα πρωινό τον φώναξε και του ζήτησε να του ετοιμάσει το καλύτερο γεύμα που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί κανείς. Ο Ορούλας προβληματισμένος κατέβηκε στην αγορά ψάχνοντας να βρει το καλύτερο που θα μπορούσε να μαγειρέψει για τον μεγάλο Δεσπότη. Μετά από ώρα και πολύ σκέψη, αγόρασε τελικά μια βοδινή γλώσσα. Την μαγείρεψε με πολύ μεράκι και τέχνη και την γαρνίρισε με ιδιαίτερα καρυκεύματα και συνοδευτικά.

Πίνακας του ολανδού Pieter Aertsen (1508-1575)

Ο Ομπάταλος αφού την έφαγε δήλωσε πως πράγματι, δεν είχε φάει ποτέ του κάτι καλύτερο και ευχαρίστησε τον Ορούλα για την προσφορά του. Στην συνέχεια όμως του ζήτησε να του εξηγήσει τον λόγο που διάλεξε την βοδινή γλώσσα για γεύμα.

Η γλώσσα, μεγάλε μου Δεσπότη, είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Με αυτήν μπορείς να επιβραβεύσεις κάποιον για την καλή δουλειά του. Με αυτήν μπορείς να μεταφέρεις ευχάριστα νέα που θα δώσουν σε άλλους χαρά. Την γλώσσα χρησιμοποιούν και οι ηγέτες και οδηγούν τον λαό τους στην ευημερία, αλλά και με την γλώσσα, λέγοντας τα θετικά κάποιου, μπορείς να του δώσεις τα ηνία της ηγεσίας.

Ο Ομπάταλος έμεινε ικανοποιημένος από την απάντηση του Ορούλα και σκέφτηκε ότι κρύβει αρκετή σοφία μέσα του. Παρόλα αυτά, ο μεγάλος Δεσπότης σκέφτηκε να δοκιμάσει ξανά τον πιστό του Ορούλα και του ζήτησε να του ετοιμάσει για την επόμενη μέρα το χειρότερο γεύμα που θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ ο νους του ανθρώπου.

Το άλλο πρωί, ο Ορούλας κατέβηκε και πάλι στην αγορά. Έψαξε αριστερά και δεξιά ψάχνοντας να βρει τί θα μαγειρέψει στον μεγάλο δεσπότη και τελικά αγόρασε πάλι μια βοδινή γλώσσα. Γύρισε πίσω, την μαγείρεψε και την γαρνίρισε και τέλος την σερβίρισε στον Ομπάταλο. Αυτός τα έχασε αντικρίζοντας το πιάτο με την γλώσσα και ζήτησε από τον Ορούλα να του εξηγήσει τον λόγο που του πρόσφερε πάλι το ίδιο γεύμα, αυτήν την φορά σαν το πιο χειρότερο.

Η γλώσσα, μεγάλε μου Δεσπότη, είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Με αυτήν μπορείς να υποτιμήσεις κάποιον και να υποβαθμίσεις την δουλειά και την προσφορά του. Μπορείς να καταστρέψεις την ηθική και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων αλλά και να οδηγήσεις με ψέματα τον λαό σου στην εξαθλίωση. Με αυτήν μπορείς να γίνεις προδότης για την ίδια σου την χώρα και τους αγαπημένους σου ανθρώπους.

Ο μεγάλος Δεσπότης, ο Ομπάταλος, τον άκουσε με μεγάλη προσοχή και συμφώνησε σε ότι είπε. Αν και θεωρούσε τον Ορούλα αρκετά νέο, η σοφία που έκρυβε μέσα του ήταν αρκετή για να του παραχωρήσει τελικά την διακυβέρνηση του κόσμου!

 

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,, | Σχολιάστε

Πώς ο φτωχός Τζιουφά πλήρωσε τα χρέη του!

– Λαικό παραμύθι από την Ιταλία –

Απόδοση-Διασκευή: Χρήστος Π. Τσίρκας –

Σε ένα χωριό κάπου στην νότια Ιταλία, που δεν έχει και πολύ σημασία το όνομά του, ζούσε ένας κουρελής και φτωχός άντρας που τον έλεγαν Τζιουφά. Ολημερίς γυρνούσε από εδώ κι από εκεί ζητώντας να κάνει κανένα μεροκάματο για να κατεφέρει να κερδίσει ένα πιάτο φαϊ. Παρόλη την φτώχια του, ο Τζιουφά δεν έχανε το χαμόγελο και το κέφι του. Μια μέρα όμως σκέφτηκε πως θα έπρεπε να αγοράσει καινούργια ρούχα. Θεώρησε πως έτσι ίσως να αλλάξει και η τύχη του. Ίσως ο κόσμος να τον αντιμετώπιζε διαφορετικά μιας και πολλοί πίστευαν ότι «το ρούχο κάνει τον άνθρωπο».

Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε λοιπόν στην αγορά και πήρε καινούργιο παντελόνι και σακάκι, άσπρο λινό πουκάμισο, βαμβακερά εσώρουχα, δερμάτινα παπούτσια, ρολόι με αλυσίδα κι ένα υπέροχο κόκκινο καπέλο. Μα δεν πλήρωσε, παρά μόνο έλεγε στους εμπόρους…

Αύριο θα έρθω να σας πληρώσω. Περιμένω να πάρω κάποια χρήματα που μου χρωστάνε!

Κι οι έμποροι τον πίστεψαν και του έδωσαν τα πράγματα έτσι.

Πίνακας του Hans Memling (1430-1494)

Πίνακας του Hans Memling (1430-1494)

Ο Τζιουφά γύρισε σπίτι του καμαρωτός και υπερήφανος για τη νέα του εμφάνιση. Συχνά πυκνά κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη και τον θαύμαζε. Σαν νύχτωσε όμως και έπεσε να κοιμηθεί, άρχισε να σκέφτεται και να προβληματίζεται για την επόμενη μέρα. Δεν περίμενε χρήματα από πουθενά. Ψέματα είχε πει στους εμπόρους και τώρα βασανιζότανε να βρει λύση στο πρόβλημά του.

Πώς θα τους πληρώσω αύριο όλους αυτούς; Δεν έχω δεκάρα τσακιστή!

Πριν όμως κλείσει τα μάτια και κοιμηθεί, μια ιδέα του κατέβηκε στο μυαλό και την έβαλε μπρος την άλλη μέρα το πρωί. Η ιδέα που σκέφτηκε ο Τζιουφά ήταν να παραστήσει τον πεθαμένο ώστε όταν θα έρθουν οι έμποροι για να πληρωθούν, να τον δούνε νεκρό και να φύγουν πίσω χαρίζοντάς του τα χρέη.

Ξάπλωσε λοιπόν στο κρεβάτι, έβαλε στο στήθος του έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό, σταύρωσε και τα χέρια του και περίμενε προσποιούμενος τον πεθαμένο.

Κατά το μεσημεράκι εμφανίστηκαν κι οι έμποροι που είχαν δώσει τα ρούχα, τα παπούτσια και τα εσώρουχα στον Τζιουφά με την προϋπόθεση να πληρωθούν την επόμενη μέρα. Όταν τον είδαν πεθαμένο, ξαπλωμένο στο κρεβάτι, αρχικά τον λυπήθηκαν. Έπειτα άρχισαν να βρίζουν την τύχη τους γιατί χάσανε τα χρήματα τους.

Τί ήθελα και στα έδωσα βερεσέ τα ρούχα; Πάνε τα χρήματά μου…

…μονολόγησε ο ράφτης και συμφώνησε μαζί του κι ο παπουτσής κι ο πραματευτής κι ο καπελάς! Μα στο τέλος επειδή δεν θέλανε να πάει στον άλλο κόσμο ο Τζιουφά κουβαλώντας τις κατάρες τους, του χάρισαν το χρέος.

Χαλάλι σου βρε Τζιουφά! Καλό, στερνό ταξίδι να έχεις.

Του ευχήθηκαν και οι τέσσερις και ύστερα τον πήραν σηκωτό και τον πήγαν στην εκκλησία προκειμένου να μείνει τη νύχτα εκεί, όπως συνηθίζεται. Τον εναπόθεσαν στο κέντρο του ναού κι έφυγαν.

Ο Τζιουφά που δεν περίμενε αυτήν την εξέλιξη, άρχισε τώρα να σκέφτεται με ποιον τρόπο θα γλιτώσει.

Κατά τα μεσάνυχτα εισέβαλλε στην εκκλησία μια συμμορία ληστών. Είχαν ληστέψει αρκετά μαγαζιά και μπήκαν εκεί για να μοιραστούν τη λεία τους. Χωρίς να διαμαρτυρηθούν καθόλου, μοίρασαν ό,τι είχαν και δεν είχαν μα στο τέλος, περίσεψε ένα χρυσό νόμισμα. Αυτό ποιος θα το έπαιρνε; Τότε άρχισε η γκρίνια μεταξύ τους. Ο αρχηγός της συμμορίας βλέποντας το φέρετρο με τον Τζιουφά, γύρισε και είπε στους υπόλοιπους…

Λοιπόν, όποιος καταφέρει να πυροβολήσει από απόσταση δέκα ποδιών και να πετύχει την μύτη του πεθαμένου, θα πάρει και το χρυσό νόμισμα που περισσεύει.

Οι υπόλοιποι συμφώνησαν και στήθηκαν στη σειρά με τα πιστόλια τους έτοιμα να πυροβολήσουν.

Σαν το άκουσε ο Τζιουφά, ένιωσε εκατοντάδες τσιμπήματα στην καρδιά του. Ένιωσε την γη να χάνεται από κάτω του. Μα γρήγορα συνήλθε και με αλλαγμένη την φωνή του χωρίς όμως να κουνάει το στόμα του, είπε τα εξής λόγια:

Πνεύματα του κάτω κόσμου, καλά και κακά. Ελάτε να βοηθήσετε τον πεθαμένο που κάποιοι θέλουν να βεβηλώσουν!

Οι ληστές τα έχασαν. Άρχισαν να κοιτάζουν γύρω τους για να καταλάβουν από που έρχονταν η φωνή μα δεν μπορούσαν. Τρόμαξαν τόσο πολύ που το έβαλαν στα πόδια ξεχνώντας και αφήνοντας εκεί, ό,τι είχαν κλέψει.

Ο Τζιουφά, σηκώθηκε και έβαλε σε σακιά όλα τα χρήματα αφήνοντας μόνο -επίτηδες- καταγής το χρυσό νόμισμα από το οποίο ξεκίνησε η διαφωνία των ληστών. Γύρισε σπίτι του ικανοποιημένος και το επόμενο πρωί πήγε από τους εμπόρους και τους ξόφλησε με το παραπάνω όσα τους χρωστούσε!

Πηγή: Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο 3 των εκδόσεων «Gutenberg»

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,, | Σχολιάστε

Η ευτυχία του ψαρά.

-Λαϊκό παραμύθι από την Αρμενία –

Μετάφραση από τα αγγλικά και απόδοση: Αρετή Τσιφλίδου

Ένας βασιλιάς περπατούσε στις όχθες μιας λίμνης. Κοίταξε προς τη λίμνη και είδε έναν άντρα. Έναν ψαρά με μακριά γκρι μαλλιά και μακριά γκρι γενειάδα. Ο ψαράς αυτός έριχνε τα δίχτυα του στο νερό, τα τραβούσε και ό,τι ψάρια έπιανε τα ξανάριχνε πίσω. Μετά ξανάριχνε τα δίχτυα του, τα ξανατραβούσε και ξανάριχνε πίσω στο νερό ο,τι ψάρια έπιανε. Γυρνάει τότε ο βασιλιάς στον σύμβουλό του και του λέει:

Πίνακας του Hendrick Avercamp (1585-1634)

Πίνακας του Hendrick Avercamp (1585-1634)

Αυτός εκεί, δεν ψαρεύει! Τι κάνει; Θέλω να μιλήσω σ’ αυτόν τον άνθρωπο.

Έτσι ο σύμβουλος πλησίασε και φώναξε:

Ε, Εσύ! Ναι εσύ! Ο βασιλιάς θέλει να σου μιλήσει.

Ο ψαράς μάζεψε τα δίχτυα του, τα έριξε μέσα στη βάρκα κι έκανε κουπί για να βγει έξω στην στεριά. Πλησίασε και υποκλίθηκε μπροστά στο βασιλιά.

Μεγαλειότατε μου! Στις διαταγές σας!

Τι κάνεις; Πετάς τα ψάρια πίσω στο νερό και δεν ψαρεύεις.

Α! Μεγαλειότατε έχω μια ιστορία να σας διηγηθώ αν θέλετε να ακούσετε.

Λέγε… μου αρέσουν οι ιστορίες!

…απάντησε ο βασιλιάς. Έκατσε λοιπόν με το σύμβουλό του και ο γέρος άρχισε την ιστορία του…

Μεγαλειότατε! Ήμουν νέος, δυνατός, γεμάτος ζωή και ψάρευα σ΄αυτήν εδώ τη λίμνη. Κάθε μέρα έριχνα τα δίχτυα μου και πουλούσα τα ψάρια μου στην αγορά και πήγαινα ψάρια και στη μητέρα μου να τα μαγειρέψει. Κάθε βράδυ μου έλεγε: «Θα πεθάνω και δεν θα δω εγγόνια! Δε θα παντρευτείς;» Μα εγώ, δεν ήμουν έτοιμος να παντρευτώ!
Μου άρεσε η ζωή μου. Μου άρεσε να παίζω τάβλι στο καφενείο με τους φίλους μου, να πίνω ζεστό γλυκό καφέ, να πίνω κρασί από ρόδι και να βλέπω τις γυναίκες να περπατούν στο παζάρι. Μου άρεσαν όλα αυτά!
Όμως μια μέρα, έριξα τα δίχτυα μου και τραβώντας τα νόμισα ότι ήταν ό,τι μεγαλύτερο είχα πιάσει στη ζωή μου. Αλλά δεν ήταν! Ήταν ένα κουτί. Ένα ξύλινο κουτί, από το οποίο κρεμόταν μια χρυσή αλυσίδα με ένα χρυσό κλειδί. Πήρα το κλειδί, το έβαλα στην κλειδαριά και άνοιξα το κουτί μεγαλειότατε!

Και τί είχε μέσα;

ρώτησε με περιέργεια ο βασιλιάς διακόπτοντας την ιστορία. Κι ο γέρος συνέχισε…

Μέσα σ’ αυτό το κουτί ήταν μια γυναίκα, τόσο όμορφη, που μου κόπηκε η ανάσα. Χάθηκα! Με κοίταξε στα μάτια και ήμουν δικός της για πάντα! Άνοιξε το στόμα της και με χαιρέτησε. Την χαιρέτησα κι εγώ και χαμογέλασε, έλαμψε ο τόπος! Τα μαλλιά της, μαύρα σαν τον νυχτερινό ουρανό, το δέρμα της απαλό σαν πανσέληνος! Τη ρώτησα, «Ποια είσαι;» και μου απάντησε «Είμαι η γυναίκα σου αν με θες». Δεν χρειάστηκε να μου το πει δεύτερη φορά Μεγαλειότατε. Την έβγαλα από το κουτί και την έβαλα να κάτσει δίπλα μου στη βάρκα και βγήκα στην στεριά. Έσερνα το κουτί από το ένα χέρι και από το άλλο την κρατούσα και την οδήγησα στο σπίτι που έμενα με την μητέρα μου. Στάθηκα στην πόρτα. Η μητέρα μου την κοίταξε και με ρώτησε: «Αυτή είναι; Αυτή που θα παντρευτείς και θα με κάνει γιαγιά;». «Ναι» της απάντησα.
Τότε η μητέρα μου βγήκε στους δρόμους μες στην χαρά και προσκάλεσε όλον τον κόσμο στον γάμο μας και ήταν θαυμάσια! Η γυναίκα μου ήταν τόσο όμορφη!
Ένιωθα όμως ότι δεν της ταίριαζε ένας ψαράς κι έτσι έμαθα μια νέα τέχνη. Έγινα χρυσοχόος. Ένας εξαιρετικός χρυσοχόος και σύντομα έπαιρνα παραγγελίες από πλουσίους, μεγάλους και τρανούς. Γρήγορα έφτιαξα ένα εργαστήριο. Έφτιαχνα κοσμήματα και κάθε πέτρα που έβαζα, την αφιέρωνα στην όμορφη γυναίκα μου. Κάθε δαχτυλίδι, κάθε περιδέραιο, κάθε ζευγάρι σκουλαρίκια, κάθε βραχιόλι, όλα ήταν προς τιμήν της γυναίκας μου. Κι έπειτα, πήγαινα σπίτι κι έβρισκα τη γυναίκα μου να κάθεται με την μητέρα μου και να γελάνε, να τραγουδάνε, να μιλάνε. Η μητέρα μου ύφαινε και η γυναίκα μου καμιά φορά μαγείρευε. Δεν είχαμε ακόμη παιδιά, αλλά ήμουν ευτυχισμένος,

Ο βασιλιάς αλλά κι ο σύμβουλός του, είχαν αφοσιωθεί στην αφήγηση του γέρου…

Μια μέρα ήμουν στο εργαστήρι μου κι έφτιαχνα ένα πολύ δύσκολο περιδέραιο κι ο αέρας έφερε ένα άρωμα κάτω από την πόρτα, τόσο δυνατό, τόσο έντονο! Και η πόρτα άνοιξε και τρεις γυναίκες με πέπλο στο πρόσωπο μπήκαν μέσα. Κάνανε ένα βήμα από την πόρτα και μίλησαν με μια φωνή: «Χρυσοχόε! Είσαι ευτυχισμένος;»
Τι ερώτηση είναι αυτή! Φυσικά και είμαι ευτυχισμένος! Είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, τις απάντησα, μα αυτές πίσω από το πέπλο τους, μου είπαν γελώντας: «Είσαι ευτυχισμένος;»
Και μ’ ένα βήμα γύρισαν και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο κι έφυγαν. Έκλεισαν την πόρτα αφήνοντας στην ατμόσφαιρα το άρωμα τους και την ερώτηση να αιωρείται. Ήμουν μπερδεμένος.

…είπε ο γέρος στο βασιλιά και συνέχισε…

Γιατί διάλεξαν εμένα; Γιατί μου έκαναν αυτή την ερώτηση; Επέστρεψα στην εργασία μου, όμως δε μπορούσα να τη τελειώσω. Η ερώτηση μου τρυπούσε το μυαλό. Έτσι αποφάσισα να παρατήσω το περιδέραιο, να κλείσω το μαγαζί και να επιστρέψω στο σπίτι για να επιβεβαιώσω την ευτυχία μου. Πήγα σπίτι και βρήκα τη μητέρα μου να υφαίνει, τη γυναίκα μου να μαγειρεύει και να τραγουδάνε. Φυσικά! Αυτή ήταν μια εικόνα ευτυχίας. Το σπίτι βρίσκεται όπου είναι και η καρδιά! Το σπίτι βρίσκεται όπου είναι και η αγάπη! Κι εγώ ήμουν ευτυχισμένος. Και πήρα τη γυναίκα μου από το χέρι, την ανέβασα από το πέτρινα σκαλάκια στην κρεβατοκάμαρα μας να επιβεβαιώσουμε την ευτυχία μας.
Την επόμενη μέρα πήγα ξανά στο εργαστήριο μου και με το μισό μυαλό δούλευα ενώ το άλλο μισό τις περίμενε να έρθουν. Και ήρθαν! Η πόρτα άνοιξε. Μπήκαν οι τρεις γυναίκες με το πέπλο, έκαναν ένα βήμα και με ρώτησαν: «Χρυσοχόε! Είσαι ευτυχισμένος;»
Αυτή την φορά ήμουν λίγο απογοητευμένος από την ερώτηση. Τι είδους ερώτηση είναι αυτή; Είμαι ευτυχισμένος! Είμαι πολύ ευτυχισμένος! Η γυναίκα μου είναι ευτυχισμένη, η μητέρα μου είναι ευτυχισμένη … κι εκείνες γέλασαν! «Είσαι ευτυχισμένος;» μου είπαν ξανά και γύρισαν κι έφυγαν αφήνοντας την ερώτηση και το άρωμα πίσω τους.
Κι εγώ δε μπορούσα να συνεχίσω τη δουλειά μου, έφυγα από το μαγαζί και περπατούσα, περπατούσα σε δρόμους που δε γνώριζα τόσο καλά. Έφτασα μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Περπάτησα μέχρι που έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι. Απέφευγα να επιστρέψω στο σπίτι μου, αλλά έπρεπε. Όταν στάθηκα στο άνοιγμα της πόρτας, η μητέρα μου με κοίταξε με δυσαρεστημένο βλέμμα. Τη ρώτησα: «Που είναι;». «Είναι πάνω στο κρεβάτι και κλαίει μ αναφιλητά γιατί δεν ήρθες για φαγητό.» μου απάντησε. Ζήτησα συγνώμη και πήγα πάνω. Την είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι και το ήξερα…»

Ο βασιλιάς κεντρισμένος από την ιστορία πετάχτηκε και ρώτησε τον γέρο…

Τί ήξερες;

Ο γέρος πικραμένος συνέχισε την αφήγηση…

Το ήξερα ότι έπρεπε να είχα έρθει. Ήξερα ότι έπρεπε να χωθώ στο κρεβάτι, να την πάρω αγκαλιά και την παρηγορήσω, αλλά δε μπορούσα. Γιατί η ερώτηση μου τρυπούσε το πίσω μέρος του μυαλού μου. Ξάπλωσα δίπλα της, την άκουγα να κλαίει σιγανά, γύρισα την πλάτη μου και προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά αυτές ήταν εκεί, μέσα στο μυαλό μου, οι τρεις γυναίκες με το βέλο. Το πρωί καθώς ο κόκορας λαλούσε, αντί να αντικρύσω τη γυναίκα μου, πήδησα από το κρεβάτι, έριξα κρύο νερό στο πρόσωπο μου, είπα την προσευχή μου κι έφυγα για το εργαστήρι μου και περίμενα. Δεν πήρα τα εργαλεία μου, περίμενα. Έκατσα και περίμενα, γιατί ήξερα ότι θα ερχόντουσαν. Όντως, σε λίγο, αυτό το άρωμα γέμισε και πάλι τον χώρο. Μετά η πόρτα άνοιξε και μπήκαν οι τρεις γυναίκες με το πέπλο. Στάθηκαν και με ρώτησαν: «Χρυσοχόε! Είσαι ευτυχισμένος;» Δεν άντεξα άλλο και με φωνή της απάντησα, «Όχι δεν είμαι! Δεν είμαι ευτυχισμένος! Τι είναι ευτυχία; Μπορείτε να μου πείτε σας παρακαλώ τι είναι ευτυχία; Μπορείτε να μου δείξετε την ευτυχία;»
Τότε αυτές μου ζήτησαν να τις ακολουθήσω προκειμένου να μου δείξουνε την ευτυχία!

Και; Τις ακολούθησες;

Πετάχτηκε γεμάτος περιέργεια ο βασιλιάς!

Τις ακολούθησα. Τις ακολούθησα από το μαγαζί μου σε δρόμους που ήξερα όλη μου τη ζωή, μέχρι που έφτασα σε δρόμους που δεν είχα ξαναντικρύσει στη ζωή μου. Με πήγανε σε μια πόρτα, σε μια δρύινη πόρτα με ένα δρύινο ρόπτρο όπου το σχήμα του ήταν μια γυναίκα με πέπλο. Μια απ΄αυτές πήρε το κλειδί, ξεκλείδωσε την πόρτα, την άνοιξε κι εκεί αντίκρισα μια αυλή πλημμυρισμένη φως και τραπέζια στρωμένα με νόστιμα φαγητά και κρασιά. Μια απ’ αυτές έφερε νερό να πλύνει το πρόσωπο μου, τα χέρια μου, τα πόδια μου. Η άλλη μου έφερε κρασί από ρόδι και η άλλη μου έφερε μια πιατέλα με φαγητά και με τάιζαν. Αυτή που μου είχε πλύνει το πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια, έφερε ένα μουσικό όργανο και άρχισε να παίζει μια μεθυστική μουσική. Τότε οι άλλες δύο σταμάτησαν να με ταΐζουν κι άρχισαν να χορεύουν. Χόρευαν, χόρευαν, χόρευαν και όταν τελείωσε η μουσική και ο χορός τους, σηκώθηκαν και έριξαν τα πέπλα τους.
Μεγαλειότατε!!! Νόμιζα ότι η γυναίκα μου ήταν όμορφη, όμως αυτές οι τρεις γυναίκες… Αχ! Και μίλησαν με μια φωνή και είπαν. «Μπορείς να μ’ έχεις, διάλεξε.» Τότε σκέφτηκα ποια να διαλέξω; Αφού και οι τρεις είναι εξίσου όμορφες και τότε η μία απ’ αυτές έβγαλε το ένα πόδι μπροστά για να διαλέξω αυτήν.
«Εσένα! Διαλέγω εσένα!» φώναξα και τότε ξαναέβαλαν το πέπλο τους και απάντησαν με μια φωνή: «Μπορείς να μ’ έχεις! Εάν πας σπίτι, βάλεις τη γυναίκα σου στο κουτί και τη ρίξεις πίσω στη λίμνη».

Ο βασιλιάς έβγαλε έναν ήχο δυσάρεστης έκπληξης μα δεν είπε τίποτα άλλο…

Μεγαλειότατε! Δεν χρειάστηκε να μου το πουν δεύτερη φορά. Σηκώθηκα, έσπρωξα την πόρτα κι έτρεξα στους δρόμους που δεν ήξερα μέχρι που έφτασα στο σπίτι μου. Ανέβηκα τρία-τρία τα πέτρινα σκαλιά, όρμησα μέσα και η μητέρα μου με ρώτησε τρομαγμένη τι συνέβη. Δεν της απάντησα παρά μόνο ρώτησα να μάθω που ήταν η γυναίκα μου. «Είναι στην ταράτσα γιατί;» Δεν της έδωσα καμιά εξήγηση. Ανέβηκα τα σκαλιά μέχρι την ταράτσα. Η γυναίκα μου πατούσε κάτι ελιές κι έβγαζε λάδι. Με κοίταξε και ρώτησε τι συμβαίνει.
«Σταμάτα ό,τι κάνεις. Σταμάτα ό,τι κάνεις κι έλα μαζί μου.» Ήταν τόσο όμορφη! Σηκώθηκε και με ακολούθησε κάτω στην κρεβατοκάμαρα μας. Είχαμε φτιάξει ένα τραπέζι από το κουτί που είχα βρει. Έριξα στο πάτωμα ό,τι είχε πάνω το τραπέζι και πήρα από το ένα χέρι το κουτί και από το άλλο τη γυναίκα μου.
«Πάμε!» της είπα. «Πού πάμε;» μου απάντησε αυτή κι εγώ απότομα της ζήτησα να μην ρωτάει τίποτα.
Την οδήγησα κάτω με το κουτί στο ένα χέρι κάνοντας θόρυβο στα πέτρινα σκαλιά και τότε η μητέρα μου με ρώτησε, «Πού πάτε; Πού πας τη νύφη μου; Τι σημαίνουν όλα αυτά;». Το ίδιο είπα και στην μάνα μου: «Μη ρωτάς τίποτε.» και οδήγησα τη γυναίκα μου στον δρόμο σέρνοντας πίσω το κουτί. Κι αυτή με παρακαλούσε: «Μην το κάνεις αυτό! Είναι επειδή δεν έχουμε παιδιά; Κάνε υπομονή, θα κάνουμε παιδιά». «Αυτό δεν έχει σχέση με τα παιδιά» της απάντησα κι αυτή επέμενε να ρίχνει τα λόγια της σαν σαϊτες στην καρδιά μου… «Τι έκανα; Σε δυσαρέστησα;».
Μα δεν μπορούσα να μιλήσω, ούτε καν να την κοιτάξω στα μάτια. Περάσαμε δρόμους, μέχρι που φτάσαμε σ’ αυτήν εδώ τη λίμνη και βρήκα την παλιά μου ψαρόβαρκα. Άνοιξα το σεντούκι και της είπα να μπει μέσα. Έπεσε στα γόνατα και παρακαλούσε να μην το κάνω. Με παρακαλούσε, μα εγώ τη διέταξα να μπει μέσα! Υποτάχτηκε και μπήκε στο κουτί! Έκλεισα το καπάκι, πήρα το κλειδί από τη χρυσή αλυσίδα, το έβαλα στην κλειδαριά και … κλικ, την κλείδωσα! Ξαναέβαλα το χρυσό κλειδί στην χρυσή κλειδαριά, σήκωσα το κουτί και το έβαλα στη βάρκα. Πήδησα μέσα κι έκανα κουπί μέχρι τη μέση αυτής εδώ της λίμνης κι έσπρωξα το κουτί έξω από τη βάρκα. Και καθώς το έβλεπα να βυθίζεται, ένιωσα όλη την ευθύνη της ερώτησης να φεύγει από τους ώμους μου. Όλη η ευθύνη για ευτυχία έφυγε από τους ώμους μου και μετά επέστρεψα στην ακτή κι έτρεξα να βρω το σπίτι. Το σπίτι με τη δρύινη πόρτα και το δρύινο ρόπτρο με το πρόσωπο της γυναίκας με το πέπλο στην είσοδο. Μα δε μπορούσα να το βρω.

Κι ο βασιλιάς πάλι έκπληκτος τον διέκοψε λέγοντας…

Μήπως δεν έψαξες καλά;

Έψαξα. Έψαξα, καλά. Ρώτησα τους ανθρώπους, αλλά κανένας δεν είχε δει ποτέ τέτοιο σπίτι! Έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα ώσπου τελικά τα πόδια μου με οδήγησαν στο μόνο μέρος που θα μπορούσα να μείνω…το σπίτι μου. Η μητέρα μου περίμενε στο κατώφλι και μου είπε: «Λοιπόν, πού είναι η νύφη μου; Τι της έκανες;». Της τα είπα όλα. Με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια μου της τα είπα όλα.
«Είσαι ένας ανόητος, ανόητος είσαι! Μα δε χάθηκαν όλα. Πάνε πίσω, ρίξε τα δίχτυα σου και φέρε πίσω τη νύφη μου. Θέλω να γίνω γιαγιά. Θέλω να σε βλέπω να χαμογελάς, να βλέπω την αγάπη σας. Θέλω να την ακούω να τραγουδάει. Φέρε τη νύφη μου στο σπίτι!»
Έτσι μεγαλειότατε έτρεξα πίσω στη λίμνη, πήδησα στη βάρκα μου, έκανα κουπί μέχρι τη μέση της λίμνης, έριξα τα δίχτυα μου, μα μόνο ψάρια έβγαλα. Τα ξαναέριξα, και ξανά μόνο ψάρια έπιανα και ξανά και ξανά και ξανά. Μα έβγαζα μόνο ψάρια, εκείνη τη μέρα. Ήρθα όμως και την επόμενη μέρα, και την μεθεπόμενη και την μεθεπόμενη… Κι ερχόμουν κάθε μέρα και προσπαθούσα και προσπαθούσα μέχρι να βρω τη γυναίκα μου. Θα τη βρω…!
Μα τώρα…

…είπε ο γέρος κάνοντας υπόκλιση στο βασιλιά..

Ακούσατε την ιστορία μου μεγαλειότατε. Τώρα όμως επιτρέψτε μου να επιστρέψω στο έργο μου. Πρέπει να βρω τη γυναίκα μου. Μπορεί να τα καταφέρω σήμερα!

Και ο γέρος υποκλίθηκε άλλη μια φορά στο βασιλιά, προχώρησε στη βάρκα του, μπήκε μέσα, έκανε κουπί μέχρι τη μέση της λίμνης, ξεδίπλωσε τα δίχτυα του, τα έριξε στο νερό, τα τράβηξε και πέταξε τα ψάρια πίσω στο νερό. Έριξε τα δίχτυα του, τα τράβηξε και πέταξε τα ψάρια πίσω στο νερό, έριξε τα δίχτυα του, τα τράβηξε…

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,,,, | Σχολιάστε

Ο Γιάννης ο Αλήθειας!

Λαϊκό παραμύθι από την Ιταλία

Σε μια πόλη κάπου στη νότια Ιταλία που δεν έχει και πολύ σημασία το όνομά της, ζούσε ένας φτωχός νέος. Αν και μετά βίας τα έφερνε βόλτα, ο Γιάννης ήταν πολύ τίμιος άνθρωπος και ποτέ στην ζωή του δεν είχε πει ψέματα. Ούτε καν από αυτά, τα μικρούλια που συνήθως λέμε στην καθημερινή μας ζωή, όπως : «δεν διάβασα γιατί πονούσε το κεφάλι μου» ή «αρρώστησα ξαφνικά και δεν μπόρεσα να έρθω» και άλλα τέτοια. Ο Γιάννης λοιπόν, έλεγε πάντα την αλήθεια και γι’ αυτό του βγάλανε το παρατσούκλι, «ο Αλήθειας».

Χωρίς να το θέλει, η φήμη του ταξίδεψε έξω από την πόλη και την πολιτεία που ζούσε κι έφτασε μέχρι την πρωτεύουσα. Επόμενο ήταν να τον καλέσει ο βασιλιάς στο παλάτι. Βλέπετε, ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια, τον πιο ειλικρινή πολίτη του βασιλείου του.

Ο Γιάννης ο Αλήθειας παρουσιάστηκε μπροστά του παρουσία και όλων των συμβούλων του βασιλιά. Άρχισαν να τον ρωτάνε διάφορα προκειμένου να επιβεβαιώσουν την φήμη του. Μετά από ώρες είχαν βγάλει την απόφασή τους. Όντως, ο Γιάννης ήταν ο πιο ειλικρινής πολίτης του βασιλείου και μπορεί κι όλου του κόσμου. Ο βασιλιάς τον συμπάθησε πάρα πολύ και του πρότεινε να μπει στην δούλεψή του. Του ανέθεσε το καλύτερο κοπάδι του και αρμοδιότητα του Γιάννη θα ήταν η φροντίδα του.

«The Shepherd». Πίνακας του Julien Dupré (1851-1910)

«The Shepherd». Πίνακας του Julien Dupré (1851-1910)

Έτσι, κάθε μέρα ο Γιάννης πήγαινε το κοπάδι για βοσκή κι όταν γυρνούσε παρουσιάζονταν πάντα μπροστά στον βασιλιά, του χάριζε μια βαθιά υπόκλιση με σεβασμό και ακολουθούσε πάντα ο ίδιος διάλογος:

Καλημέρα άρχοντά μου!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου Γιάννη Αλήθεια. Πώς είναι σήμερα τα πρόβατά μου;

Ομορφότερα όσο ποτέ άλλοτε!

Και οι αγελάδες μου;

Ομορφότερες όσο ποτέ άλλοτε!

Κι ο μικρός μου ο ταύρος;

Ομορφότερος όσο ποτέ άλλοτε!

Κάπως έτσι περνούσε ο καιρός κι όλα κυλούσαν όμορφα. Ο βασιλιάς δεν έχανε στιγμή χωρίς να παινέψει τον Γιάννη για την συμπεριφορά, την εργατικότητα, την τιμιότητα και την ειλικρίνειά του. Επόμενο ήταν, οι υπόλοιποι αυλικοί να αρχίσουν να ζηλεύουν τον Γιάννη και να τον φθονούν. Μαζεύτηκαν λοιπόν κρυφά και σκέφτηκαν να βρούνε τρόπο ώστε να τον οδηγήσουνε στο να πει κάποιο ψέμα και να χάσει έτσι την εύνοια του βασιλιά.

Την άλλη μέρα ο πρωθυπουργός επισκέφτηκε τον βασιλιά και του είπε:

 Μεγαλειότατε, παρακολουθώ την πρόοδο του Γιάννη Αλήθεια και με έχει γοητεύσει. Πολύ φοβάμαι όμως, ότι κάποια από αυτές τις μέρες, θα αρχίσει κι αυτός να λέει ψέματα.

Αγαπητέ μου πρωθυπουργέ, πολύ φοβάμαι ότι η διαίσθηση σου δεν λειτουργεί καλά. Αποκλείεται ο Γιάννης να πει κάποιο ψέμα.

Μα μεγαλειότατε, όλοι ψεύδονται. Αποκλείεται να μείνει ο Γιάννης έτσι.

Μην επιμένεις. Ο Γιάννης διαφέρει από τους υπόλοιπους.

Αφήστε με να σας αποδείξω ότι κι ο Γιάννης λέει ψέματα. Θα τον δοκιμάσω και θα δούμε.

Πολύ καλά. Δοκίμασέ τον. Αν ο Γιάννης πει ψέμα, θα διωχθεί από το παλάτι και την δούλεψή μου. Αν όμως δεν το καταφέρεις, τότε θα διώξω εσένα.

Ο πρωθυπουργός γύρισε στο σπίτι του ανήσυχος γιατί δεν περίμενε αυτήν την απάντηση από τον βασιλιά. Η γυναίκα του, μόλις τον είδε ρώτησε να μάθει τί έχει και είναι στεναχωρημένος μα αυτός δεν της απάντησε. Μετά από πιέσεις όμως της τα είπε με το νι και με το σίγμα.

Γι’ αυτό στεναχωριέσαι άντρα μου. Άστο σε μένα!

Ήταν η απάντηση της γυναίκας του με την οποία και τον καθησύχασε. Την άλλη μέρα κιόλας ανέβηκε στο βουνό ψάχνοντας να βρει τον Γιάννη. Όταν τον αντάμωσε, του ζήτησε να αγοράσει τον μικρό ταύρο του βασιλιά μα ο Γιάννης αρνήθηκε. Του έταξε περισσότερα χρήματα μα και πάλι αρνήθηκε. Του υποσχέθηκε και δόξα μα ο Γιάννης δεν άλλαζε γνώμη. Τότε η γυναίκα άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει τον Γιάννη λέγοντάς του ότι είναι μεγάλη ανάγκη. Του είπε ότι ο άντρας της είναι βαριά άρρωστος και χρειάζεται την καρδιά του ταύρου για να τον γιατρέψει. Μόνο τότε ο Γιάννης λύγισε, κι άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να δώσει τον ταυρό στην γυναίκα.

Καλά, μα τι θα πω στον βασιλιά μόλις τον αντικρίσω;

Πες του πως σου ξέφυγε από το κοπάδι και τρέχοντας έπεσε στον γκρεμό ή μπορείς ακόμα να του πεις ότι μια αγέλη λύκων όρμησε και τον κατασπάραξε.

Ο Γιάννης ο Αλήθειας συμφώνησε τελικά αν και βαθιά μέσα του δεν το ήθελε. Έσφαξε τον ταύρο και πρόσφερε έναντι αμοιβής την καρδιά του στην γυναίκα η οποία έφυγε τρέχοντας προσπαθώντας να μην δείξει την ικανοποίησή της ότι τον ξεγέλασε.

Δεν πέρασε πολύ ώρα κι ο Γιάννης άρχισε να σκέφτεται, τί θα πει στον βασιλιά.

Πήρε ένα ξύλο από παραδίπλα και το έμπηξε στο χώμα. Κρέμασε την κάπα του πάνω σε αυτό, έβαλε και στην κορυφή του το καπέλο του. Φαντάστηκε πως ήταν ο βασιλιάς. Έσκυψε μπροστά του κι άρχισε να κάνει πρόβες το τί θα έλεγε μόλις τον συναντούσε…

Καλημέρα άρχοντά μου!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου Γιάννη Αλήθεια. Πώς είναι σήμερα τα πρόβατά μου;

Ομορφότερα όσο ποτέ άλλοτε!

Και οι αγελάδες μου;

Ομορφότερες όσο ποτέ άλλοτε!

Κι ο μικρός μου ο ταύρος;

Δεν γνωρίζω άρχοντά μου. Το έσκασε από το κοπάδι χθες το απόγευμα.

Μα όχι. Δεν έμεινε ικανοποιημένος από την τελευταία του απάντηση και ξεκίνησε ξανά από την αρχή…

Καλημέρα άρχοντά μου!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου Γιάννη Αλήθεια. Πώς είναι σήμερα τα πρόβατά μου;

Ομορφότερα όσο ποτέ άλλοτε!

Και οι αγελάδες μου;

Ομορφότερες όσο ποτέ άλλοτε!

Κι ο μικρός μου ο ταύρος;

Άσχημα τα νέα μεγαλειότατε. Χθες το μεσημέρι, κάτι τον τσίμπησε κι άρχισε να τρέχει μανιασμένος κι έπεσε στον γκρεμό και σκοτώθηκε.

Μα ούτε και τώρα ο Γιάννης ικανοποιήθηκε και δοκίμασε ξανά και ξανά και ξανά. Μόνο προς το απόγευμα του ήρθε μια ιδέα κι όταν την δοκίμασε έμεινε ευχαριστημένος. Έτσι, γύρισε στο παλάτι και αφού άφησε το κοπάδι πήγε και κοιμήθηκε ήσυχος. Την άλλη μέρα το πρωί, έκανε άλλη μια πρόβα τα λόγια που θα έλεγε και μετά κίνησε για να συναντήσει τον βασιλιά. Εκεί βρισκότανε κι ο πρωθυπουργός που είχε ενημερώσει ήδη τον βασιλιά για την προηγούμενη μέρα. Ο Γιάννης υποκλίθηκε μπροστά στον βασιλιά…

Καλημέρα άρχοντά μου!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου Γιάννη Αλήθεια. Πώς είναι σήμερα τα πρόβατά μου;

Ομορφότερα όσο ποτέ άλλοτε!

Και οι αγελάδες μου;

Ομορφότερες όσο ποτέ άλλοτε!

Κι ο μικρός μου ο ταύρος;

Όλοι περίμεναν με περιέργεια να ακούσουν το ψέμα που θα έλεγε ο Γιάννης, ο οποίος απάντησε χωρίς δισταγμό!

Τον μικρό σας ταύρο, τον έσφαξα εχθές το πρωί και την καρδιά του την έδωσα σε μια γυναίκα που την χρειαζότανε για τον άντρα της. Με πλήρωσε καλά. Είμαι έτοιμος να δεχτώ όποια τιμωρία διατάξεται, αλλά ψέματα δεν μπορώ να πω!

Τα χαμόγελα όλων που περίμεναν ότι ο Γιάννης θα έλεγε ψέματα, πάγωσαν. Ο βασιλιάς σηκώθηκε από τον θρόνο του και πλησίασε τον Γιάννη.

Όχι, δεν θα σε τιμωρήσω Γιάννη γιατί μου είπες την αλήθεια. Αντίθετα, θα τιμωρήσω αυτούς που προσπάθησαν να σε κάνουν να πεις ψέματα.

…και με τα λόγια αυτά, ο βασιλιάς έδιωξε από το παλάτι τον πρωθυπουργό του και διόρισε τον Γιάννη στην θέση του. Από τότε, μόνο αλήθειες ακούγονταν σε αυτό το βασίλειο!

Πηγή: Από το βιβλίο «Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο» των εκδόσεων Gutenberg

Διασκευή-απόδοση: Χρήστος Π. Τσίρκας

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Η αλεπού κι ο λύκος πάνε για ψάρεμα!

Λαϊκό παραμύθι από την Ρωσία –

Αλεπού στα χιόνιαΈνα ζευγάρι ηλικιωμένων ζούσε σε ένα μακρινό και απόμερο χωριό της Ρωσίας. Εκείνος ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Η λίμνη κοντά στο χωριό είχε παγώσει τόσο πολύ, που τα παιδιά κάνανε πατινάζ πάνω της. Η φύση ολάκερη είχε ντυθεί στα άσπρα με το χιόνι να πέφτει μέρα και νύχτα.

Ένα πρωινό, ο γέρος ζήτησε από την γυναίκα του να του ετοιμάσει λίγα κουλουράκια να πάρει μαζί του στο ψάρεμα. Αυτή δεν του χάλασε το χατίρι. Έπειτα έδεσε το έληθρο στα σκυλιά του και ξεκίνησε για την λίμνη. Άνοιξε μια τρύπα στην παγωμένη πλάτη της λίμνης και ψάρευε για ώρες και συνέχεια έβγαζε ψάρια λογιώ-λογιώ. Τέλος, τα φόρτωσε στο έλκηθρο και ξεκίνησε για το καλύβι του.

Στην επιστροφή, ανάμεσα σε δύο δέντρα, είδε ξαπλωμένη στο χιόνι μια αλεπού.

Δεν άντεξε το κρύο… Δεν θα πάει χαμένη όμως. Θα την δώσω στην γρια μου για να την γδάρει και να πουλήσουμε την γούνα της!

…σκέφτηκε ο γέρος και την φόρτωσε στο έλκηθρο μαζί με τα ψάρια. Ξεκίνησε και πάλι για το καλύβι του. Μα η αλεπού που δεν ήταν ψόφια, αλλά προσποιότανε, άρχισε να πετάει ένα-ένα τα ψάρια στο δρόμο κι όταν τελείωσαν, έπεσε κι η ίδια.

Όταν ο γέρος έφτασε στην καλύβα του φώναξε την γυναίκα του να δει την ψαριά που της έφερε καθώς και την αλεπού. Μα η γυναίκα τα έχασε όταν αντίκρισε ένα άδειο έλκηθρο. Το ίδιο κι ο γέρος που την πάτησε από την αλεπού.

Εν τω μεταξύ, η αλεπού κατάφερε και μάζεψε όλα τα ψάρια. Κάθισε σε ένα δέντρο από κάτω κι άρχισε να απολαμβάνει το γεύμα της όταν εμφανίστηκε ένας πεινασμένος λύκος!

Καλή σου μέρα αγαπημένη μου αλεπού!

Καλημέρα και σε σένα καλέ μου λύκε!

Τί καλό τρως εκεί;

Δεν βλέπεις; Ψάρια!

Δεν μου προσφέρεις κι εμένα ένα ψαράκι που έχω μέρες να φάω;

Και γιατί να σου προσφέρω; Στο χρωστάω; Τι με πέρασες; Να πας να ψαρέψεις αν θες να φας ψάρια.

Μα δεν ξέρω να ψαρεύω!

Δεν είναι και τίποτα δύσκολο βρε αδερφέ. Πάνε στην λίμνη, άνοιξε μια τρύπα και χώσε τουν ουρά σου μέσα. Έτσι ψαρεύουμε εμείς τα ζώα.

Με την συμβουλή αυτή της αλεπούς ο λύκος κίνησε για την λίμνη κι έκανε έτσι ακριβώς. Άνοιξε μια τρύπα κι έχωσε την ουρά του. Κάθισε για ώρες εκεί μέχρι που νύχτωσε. Τότε, προσπάθησε να σηκωθεί, μα η ουρά του είχε παγώσει για τα καλά και δεν μπορούσε να κινηθεί καθόλου.

Πρέπει να έχω πιάσει πάρα πολλά ψάρια για να μην μπορώ να τραβήξω την ουρά μου έξω…

…σκέφτηκε ο λύκος και συνέχισε να ψαρεύει.

Το επόμενο πρωί, ήρθαν στην λίμνη γυναίκες για να γεμίσουν με νερό τα δοχεία και τις στάμνες τους. Μα μόλις είδαν τον λύκο βάλανε τις φωνές. Έπειτα, πήρανε ξύλα από το δάσος κι όρμηξαν καταπάνω του κι άρχισαν να τον χτυπάνε όπως χτυπάνε τα χαλιά για να τα ξεβρωμίσουν. Μάταια προσπαθούσε ο λύκος να τις ξεφύγει. Με την ουρά παγωμένη στην λίμνη, δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα.

Έφαγε πολλές ξυλιές ώσπου δεν άντεξε άλλο. Έβαλε όλη τη δύναμή του και πετάχτηκε μακριά τους τρέχοντας…

…όσο για την ουρά του, αυτή έμεινε ακόμα εκεί να ψαρεύει. Από τότε, οι λύκοι σταμάτησαν να ψαρεύουν με τις ουρές!

 

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,,,, | Σχολιάστε

Αναζητώντας έναν τίμιο άνθρωπο!

– Λαϊκό παραμύθι της Κίνας –

Απόδοση: Χρήστος Π. Τσίρκας

Στην φυλακήΗ ιστορία μας, θα μας ταξιδέψει σε ένα βασίλειο βαθιά στην ανατολή. Ένας φτωχός άνθρωπος βρέθηκε στην ανάγκη και η κακιά στιγμή τον οδήγησε σε μια άσχημη απόφαση. Να κλέψει. Μπήκε σε ένα μαγαζί και την ώρα που προσπαθούσε να κρύψει μια ξύλινη πίπα μέσα στα ρούχα του, τον πιάσανε. Τον κλείσανε φυλακή και έμεινε εκεί για αρκετό καιρό χωρίς όμως να γίνει δικαστήριο. Ο φτωχός άνθρωπος άρχισε να φοβάται για την τύχη του βλέποντας να μην γίνεται τίποτα. Άρχισε να σκέφτεται τρόπους για το πως θα βγει από την φυλακή. Σκέφτηκε να δραπετεύσει, μα η ασφάλεια των φυλακών ήταν πολύ αυστηρή και δεν είχε ελπίδες. Έτσι, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την πονηριά. Ένα πρωί, φώναξε τον φύλακα και ζήτησε να δει τον βασιλιά για τον οποίο είχε ένα πολύτιμο δώρο.

Ο φύλακας τον οδήγησε στον βασιλιά ο οποίος απόρησε με την επιθυμία του φυλακισμένου.

Λοιπόν; Τι είναι αυτό το πολύτιμο δώρο που έχεις να μου προσφέρεις;

Ο φτωχός άνθρωπος στεκόταν ταπεινά μπροστά στον βασιλιά. Δίχως να σηκώσει το κεφάλι του, έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε ένα κομμάτι τσαλακωμένο χαρτί. Το έδωσε στον βασιλιά κι αυτός το ξετύλιξε γεμάτος περιέργεια. Όταν αντίκρισε ένα κουκούτσι από αχλάδι, δεν ήξερε αν πρέπει να γελάσει ή να διατάξει να του πάρουνε το κεφάλι αμέσως. Προσπαθώντας να συγκρατήσει τον θυμό του, ρώτησε στον φτωχό άνθρωπο…

Αν δεν κάνω λάθος, αυτό εδώ είναι ένα απλό κουκούτσι από αχλάδι.

Όχι μεγαλειότατε, δεν κάνετε λάθος. Ένα κουκούτσι από αχλάδι είναι. Αλλά είναι πολύ σπάνιο. Αν το φυτέψετε θα γίνει ένα τεράστιο δέντρο, μα τα αχλάδια του δεν θα είναι συνηθισμένα, αλλά χρυσά.

Ο βασιλιάς σάστισε μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, αλλά δεν τον πίστεψε και του απάντησε…

Κι αφού είναι έτσι, γιατί δεν το σπέρνεις εσύ;

Δεν είναι απλό μεγαλειότατε. Για να βγάλει χρυσά αχλάδια, θα πρέπει να φυτευτεί από κάποιον που δεν έχει κλέψει ποτέ του και δεν έχει κοροϊδέψει κανέναν. Αλλιώς τα αχλάδια του θα είναι τα συνηθισμένα που βλέπουμε και στην αγορά. Γι αυτό κι εγώ το προσφέρω σε εσάς. Είμαι σίγουρος πως εσείς δεν έχετε κλέψει ποτέ σας και δεν έχετε εξαπατήσει κανέναν.

Αυτά είναι ανοησίες…

…απάντησε ο βασιλιάς αν και βαθιά μέσα του πίστεψε στα λόγια του φτωχού. Θυμήθηκε όμως ότι όταν ήταν μικρός, είχε κλέψει από την μητέρα του ένα δαχτυλίδι που είχε στην κοσμηματοθήκη της και τότε κατηγορήθηκε μια υπηρέτρια. Έτσι φοβήθηκε ότι αν φύτευε αυτός το κουκούτσι, η αχλαδιά θα έβγαζε συνηθισμένα αχλάδια.

Ο φτωχός άνθρωπος γύρισε τότε προς τον υπουργό του βασιλιά και πρότεινε να το φυτέψει αυτός. Μα κι ο υπουργός αρνήθηκε θεωρώντας τα ανοησίες, αλλά στην αλήθεια φοβότανε για τον εαυτό του που εύκολα ο κόσμος τον δωροδοκούσε.

Στην συνέχεια πρότεινε τον στρατηγό του βασιλικού στρατού μα κι αυτός δεν δέχτηκε μιας και εξαπατούσε τους στρατιώτες του στην πληρωμή τους. Έπειτα στον ανώτατο δικαστή μα κι αυτός δεν ήταν καλύτερος. Πολλές φορές οι αποφάσεις τους ευνοούσαν τους πιο ισχυρούς κι έτσι αρνήθηκε να το πάρει και να το φυτέψει. Το ίδιο κι ο διευθυντής των φυλακών που ανάλογα με τα δώρα που λάμβανε από τους φυλακισμένους, ήταν λιγότερο ή και καθόλου αυστηρός απέναντί τους.

Αυτό συνεχίστηκε λίγο ακόμα και με άλλους άρχοντες και σύμβουλους του βασιλιά και κανείς δεν δεχότανε να πάρει να φυτέψει το κουκούτσι γιατί πολύ απλά κανείς τους δεν ήταν απολύτως καθαρός. Έτσι ο φτωχός άνθρωπος, γύρισε με νεύρο προς όλους αυτούς και τους είπε με θάρρος.

Είστε όλοι απαράδεκτοι γιατί είστε κλέφτες, ψεύτες και απατεώνες και δεν εξαιρώ κανέναν σας. Κι όμως κανείς σας δεν είναι στην φυλακή. Εγώ το μόνο που έκανα σε μια δύσκολη στιγμή, ήταν να κλέψω μια φτηνή ξύλινη πίπα και γι’ αυτό με έχουν βάλει στην φυλακή.

Σιωπή επικράτησε αρχικά στην αίθουσα, μα σύντομα ο βασιλιάς ξέσπασε σε γέλια. Παραδέχτηκε τον φτωχό άνθρωπο και διέταξε να τον αφήσουν ελεύθερο.

 

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,, | Σχολιάστε

Το ποντικάκι, ο πιστός φίλος

Λαϊκό παραμύθι της πρώην Τσεχοσλοβακίας

%cf%80%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ac%ce%ba%ce%b9Πριν πολλά χρόνια, αλλά όχι και πάρα πολλά -αφού την ιστορία που θα σας πω την θυμάμαι καλά- στο μπαλκόνι ενός αγροτόσπιτου, καθότανε ένα λουκάνικο και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Η καγκελόπορτα που βρισκότανε δίπλα του, το πρόσεξε και το ρώτησε έκπληκτη:

Τί έχεις και κλαις καλό μου λουκάνικο;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή.

Τί μου λες; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Κρίμα το καημένο. Στεναχωρέθηκα πολύ. Έτσι μου έρχεται να βγω από τους μεντεσέδες μου.

Κι όπως το είπε, έτσι κι έκανε η καγκελόπορτα. Τραντάχτηκε απότομα και βγήκε από τους μεντεσέδες της. Από τον θόρυβο ξύπνησε ο φράχτης της αυλής. Γύρισε προς το μπαλκόνι και είδε την καγκελόπορτα πεσμένη. Απόρησε με την σειρά του και της φώναξε:

Τί έπαθες βρε καγκελόπορτα και έπεσες;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του και το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να βγω από τους μεντεσέδες μου.

Πω-πω… Κρίμα βρε συ. Τί κακό ήταν αυτό. Στεναχωρέθηκα τώρα. Ε λοιπόν κι εγώ θα γκρεμοτσακιστώ.

Και με το που τελειώνει την φράση του, δίνει μια και πέφτει καταγής λυπημένος. Εκείνη την ώρα, ετοιμαζότανε να σταθεί πάνω του μια καρακάξα, η οποία τρόμαξε όταν τον είδε να σωριάζεται κάτω και τον ρώτησε:

Μα τί έπαθες στα καλά καθούμενα;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ κι η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να γκρεμοτσακιστώ.

Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που μου λες. Τα έχω χαμένα. Ε τότε κι εγώ θα δέσω τα πόδια μου.

Έτσι κι έκανε. Έδεσε τα πόδια της με ένα κομάτι σκοινί που βρήκε πεταμένο παραδίπλα και πέταξε προς το δάσος. Εκεί, σταμάτησε στο κλαδί ενός δέντρου. Μα το δάσος απόρησε με την καρακάξα που είχε δέσει τα πόδια της και δεν δίστασε να την ρωτήσει:

Πώς σου ήρθε να δέσεις τα πόδια σου βρε καρακάξα;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της κι ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να δέσω τα πόδια μου.

Αυτό που μου είπες μόλις τώρα με στεναχώρησε πάρα πολύ. Δεν έχω κουράγιο να στέκομαι όρθιο. Έτσι μου έρχεται να ρίξω όλα μου τα δέντρα.

Δεν θα το πιστέψετε αυτό που ακολούθησε. Ένα-ένα τα δέντρα του δάσους, άρχισαν να ξεριζώνονται και να πέφτουν κάνοντας έναν δυνατό κρότο, μέχρι που το δάσος ισοπεδώθηκε. Ο έντονος θόρυβος τρόμαξε ένα ελάφι που περνούσε από εκεί. Όταν αντίκρισε το δάσος στην κατάστασή του, τα έχασε και το ρώτησε:

Καλό μου δάσος, πώς σου ήρθε πέσεις κατάχαμα;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε κι η καρακάξα έδεσε τα πόδια της. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να ξεριζωθώ.

Απίστευτο. Αυτό δεν το περίμενα. Από την στεναχώρια μου, μου έρχεται να σπάσω τα κέρατά μου.

Το είπε και το έκανε. Άρχισε να χτυπάει τα κέρατά του στον κορμό ενός δέντρου που ήταν πεσμένος μέχρι που έσπασαν σε πολλά κομάτια κι ύστερα άρχισε να τρέχει χωρίς να ξέρει κι αυτό προς τα που. Κάποια στιγμή βρέθηκε σε μια πηγή και σταμάτησε να ξεδιψάσει. Η πηγή μόλις το αντίκρισε και είδε τα σπασμένα κέρατα, το ρώτησε:

Τί έπαθαν τα κέρατά σου; Γιατί έσπασαν;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της και το δάσος ξεριζώθηκε. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να σπάσω τα κέρατά μου.

Αμάν. Κρίμα μωρέ. Λυπήθηκα πολύ. Έτσι μου έρχεται να λασπωθώ.

Και λασπώθηκε για τα καλά. Άφησε το χώμα να ενωθεί με το κρυστάλινο δροσερό νερό της και στο άψε-σβήσε χυνότανε λασπόνερο. Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε μια κοπέλα που κρατούσε μια πήλινη στάμνα. Είχε φτάσει εκεί για να την γεμίσει με νερό. Τα έχασε όμως όταν αντίκρισε την πηγή να τρέχει με λασπόνερο.

Πού πήγε το δροσερό και κρυστάλιν νερό σου πηγούλα μου;

Δεν τα έμαθες; Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της, το δάσος ξεριζώθηκε και το ελάφι έσπασε τα κέρατά του. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να λασπωθώ.

Πέθανε το ποντικάκι; Τί μου λες; Πολύ κρίμα. Ε λοιπόν κι εγώ θα σπάσω την στάμνα μου.

Η κοπέλα πέταξε με δύναμη την στάμνα που κρατούσε κι αυτή έπεσε σε κάτι βράχια που υπήρχαν εκεί παραδίπλα και έσπασε σε πολλά κομάτια. Έτσι, γύρισε στο σπίτι της χωρίς νερό και με άδεια χέρια. Η μητέρα της που έφτιαχνε ένα γλυκό και χρειαζότανε το νερό, ξαφνιάστηκε όταν την είδε με άδεια χέρια και την ρώτησε:

Που είναι η στάμνα με το νερό κόρη μου;

Άσε μητέρα. Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της, το δάσος ξεριζώθηκε, το ελάφι έσπασε τα κέρατά του και η πηγή λασπώθηκε. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να σπάσω την στάμνα.

Πέθανε το ποντικάκι; Πνίγηκε; Απίστευτο. Κι εγώ κάθομαι και κάνω γλυκό; Απαράδεκτο…θα το χαλάσω το γλυκό μου.

Κι αρπάζει η μητέρα της κοπέλας το κουτί με το αλάτι και το χύνει στο γλυκό. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα ο άντρας της ο οποίος βλέποντας την γυναίκα του να ρίχνει αλάτι στο γλυκό απόρησε.

Βρε γυναίκα, αυτό είναι το αλάτι κι όχι η ζάχαρη. Χαλάς το γλυκό έτσι. Μα τί έπαθες;

Αχ άντρα μου, που να στα λέω. Ο καλός και πιστός μας φίλος, το ποντικάκι…πριν λίγο πέθανε. Πνίγηκε σε μια γούρνα στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Το λουκάνικο κλαίει με μαύρο δάκρυ, η καγκελόπορτα βγήκε από τους μεντεσέδες της, ο φράχτης γκρεμοτσακίστηκε, η καρακάξα έδεσε τα πόδια της, το δάσος ξεριζώθηκε, το ελάφι έσπασε τα κέρατά του, η πηγή λασπώθηκε κι η κόρη μας έσπασε την στάμνα σε πολλά κομάτια. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να χαλάσω το γλυκό.

Τί να σου πω βρε γυναίκα. Αυτό το νέο είναι πραγματικά δυσάρεστο και λυπηρό. Ήταν πολύ καλός φίλος το ποντικάκι και θα μας λείψει σε όλους. Αλλά όμως, δεν πρέπει να αντιδράμε έτσι, ούτε θα αλλάξει κάτι.

Και λέγοντας αυτά κίνησε να βγει από το σπίτι μα τον σταμάτησε πάλι η γυναίκα του…

Που πας;

Πάω να φτιάξω ένα καινούργιο κοτέτσι στις κότες μας. Αυτό που υπάρχει τώρα είναι έτοιμο να πέσει.

Ο χωρικός πήγε στην αυλή του κι όταν τελείωσε με το κοτέτσι, δηλαδή μετά από αρκετή ώρα, η γυναίκα του είχε ξεκινήσει να φτιάχνει ένα άλλο γλυκό. Η κόρη τους πήγε και αγόρασε μια καινούργια στάμνα για να την γεμίζει με νερό. Η πηγή είχε καθαρίσει από τις λάσπες και τα χώματα. Στο κεφάλι του ελαφιού, άρχισαν φυτρώνουν και πάλι κέρατα. Στο δάσος, όπου υπήρχαν δέντρα που ξεριζώθηκαν, φύτρωσαν μικρά δενδρύλια. Η καρακάξα έλυσε το σχοινί από τα πόδια της και πέταξε για μακριά. Ο φράχτης τέντωσε τα ξύλα του και στήθηκε πάλι όρθιος. Η καγκελόπορτα κατάφερε με δύο κινήσεις να μπει ξανά στους μεντεσέδες της και το λουκάνικο σκούπισε για τα καλά τα δάκρυά του.

Όμως ποτέ μα ποτέ, κανείς από όλους αυτούς κι άλλους πολλούς που δεν σας είπα, δεν ξέχασε και δεν θα ξεχάσει τον πιστό και καλό μας φίλο, το ποντικάκι…κι ελπίζω να μην τον ξεχάσετε ούτε κι εσείς.

Πηγή: «Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο» σε επιμέλεια του Gianni Rodari από τις εκδόσεις GUTENBERG 

Απόδοση – Διασκευή: Χρήστος Π. Τσίρκας

Categories: Ξένα παραμύθια, Παραμύθια για μάτια | Ετικέτες: ,,,,,,,,,,,,,,, | Σχολιάστε

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: